Ρωγμές
Μιχάλης Τσιντσίνης, Η Καθημερινή, Δημοσιευμένο: 2021-12-23
Το κρεβάτι δεν κάνει την Εντατική. Το είπε (στον Παύλο Τσίμα, στον ΣΚΑΪ) με τόσο αφοπλιστική απλότητα η καθηγήτρια Πνευμονολογίας και εντατικολόγος Αναστασία Κοτανίδου. Το είπε σαν να ήθελε να βάλει, επιτέλους, μια κατακλείδα στη χύδην «διασωληνολογία».
Η Εντατική είναι οι άνθρωποι που άλλοτε χειροκροτούσαμε στα μπαλκόνια. Είναι οι γιατροί και οι νοσηλευτές που, όπως είπε πάλι η Κοτανίδου, «δεν είναι ρομπότ. Εχουν συναισθήματα. Και κουράζονται επίσης». Για την ίδια, δεν έχει νόημα η δημόσια συζήτηση περί της επάρκειας –ποσοτικής, αλλά πρωτίστως ποιοτικής– των ΜΕΘ του ΕΣΥ. «Δεν κάνεις εν καιρώ πολέμου τον απολογισμό».
Το παράξενο είναι ότι, παρά τον θόρυβο, κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι είναι έτοιμος να κάνει τέτοιο απολογισμό. Ακόμη κι αν δεν είχε δει τη διαβόητη έρευνα, η κυβέρνηση είχε σχηματίσει άποψη για τις δυνατότητες και τα ελλείμματα του συστήματος. Την εποπτική παρακολούθηση την όφειλε όχι στα στελέχη της – τους διαχειριστές του χαρτοφυλακίου της Υγείας που, εν τω μεταξύ, έχουν αποπεμφθεί ή τιμητικώς παροπλισθεί· ούτε στα στελέχη της υγειονομικής διοίκησης που η ίδια διόρισε, όπως διόρισε. Η αντίληψη της κυβέρνησης για το σύστημα προερχόταν από τα δεδομένα των ίδιων των γιατρών, τους οποίους εμπιστεύτηκε. Τους λίγους γιατρούς που το Μαξίμου άκουγε τόσο ευλαβικά, ώστε ορισμένοι επιτελείς του να έχουν φτάσει σήμερα να προβάλλουν προς τα έξω επιδημιολογική ειδημοσύνη.
Ο κυματισμός της πανδημίας, όμως, τα σάρωσε όλα. Διέλυσε πολύ νωρίς την αφελή πεποίθηση ότι η σχέση μεταξύ πολιτικής και επιστήμης μπορούσε να μείνει στεγανή. Δεν μπορούσε. Δεν μπόρεσε.
Από τη μία, οι πολιτικοί εμφανίστηκαν να δογματίζουν για ζητήματα της ιατρικής πράξης, σαν να είχαν λιώσει τα νιάτα τους στα νοσοκομεία. Από την άλλη, οι γιατροί, μην μπορώντας να μετρήσουν τον αντίκτυπο των γνωματεύσεών τους, κατέληξαν να παραγοντίζουν στη δημόσια ζωή.
Οσο κι αν προσπαθούν όλοι να κλωτσήσουν την αμοιβαία τους διάψευση κάτω από το χαλί του καθωσπρεπισμού, οι γραμμές έχουν τσακίσει. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να αμφισβητήσει λαοπρόβλητους επιστήμονες, καθώς βασίζει ακόμη την επιτυχία της υγειονομικής πολιτικής στη συλλογική πίστη προς την επιστήμη. Οι επιστήμονες δεν μπορούν να αντιπολιτευτούν την κυβέρνηση, καθώς έχουν εξαρτήσει το κύρος τους από την πολιτική τους αχρωματοψία. Κι ωστόσο, οι γιατροί έχουν θυμώσει με την ευκολία που κρίνεται το λειτούργημά τους – εντός κι εκτός ΜΕΘ. Οι κυβερνητικοί έχουν θυμώσει με την πολιτική αφέλεια των καθηγητών που έχουν περάσει πολλά χρόνια στις βιβλιοθήκες για να μπορούν να καταλάβουν την κοινωνία – και να μην την τροφοδοτούν με μηνύματα που υποσκάπτουν την υγειονομική της συμμόρφωση.
Ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Γι’ αυτό και τα προσχήματα μεταξύ πολιτικής και επιστήμης τηρούνται. Αλλά μόνο τα προσχήματα.
Η Εντατική είναι οι άνθρωποι που άλλοτε χειροκροτούσαμε στα μπαλκόνια. Είναι οι γιατροί και οι νοσηλευτές που, όπως είπε πάλι η Κοτανίδου, «δεν είναι ρομπότ. Εχουν συναισθήματα. Και κουράζονται επίσης». Για την ίδια, δεν έχει νόημα η δημόσια συζήτηση περί της επάρκειας –ποσοτικής, αλλά πρωτίστως ποιοτικής– των ΜΕΘ του ΕΣΥ. «Δεν κάνεις εν καιρώ πολέμου τον απολογισμό».
Το παράξενο είναι ότι, παρά τον θόρυβο, κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι είναι έτοιμος να κάνει τέτοιο απολογισμό. Ακόμη κι αν δεν είχε δει τη διαβόητη έρευνα, η κυβέρνηση είχε σχηματίσει άποψη για τις δυνατότητες και τα ελλείμματα του συστήματος. Την εποπτική παρακολούθηση την όφειλε όχι στα στελέχη της – τους διαχειριστές του χαρτοφυλακίου της Υγείας που, εν τω μεταξύ, έχουν αποπεμφθεί ή τιμητικώς παροπλισθεί· ούτε στα στελέχη της υγειονομικής διοίκησης που η ίδια διόρισε, όπως διόρισε. Η αντίληψη της κυβέρνησης για το σύστημα προερχόταν από τα δεδομένα των ίδιων των γιατρών, τους οποίους εμπιστεύτηκε. Τους λίγους γιατρούς που το Μαξίμου άκουγε τόσο ευλαβικά, ώστε ορισμένοι επιτελείς του να έχουν φτάσει σήμερα να προβάλλουν προς τα έξω επιδημιολογική ειδημοσύνη.
Ο κυματισμός της πανδημίας, όμως, τα σάρωσε όλα. Διέλυσε πολύ νωρίς την αφελή πεποίθηση ότι η σχέση μεταξύ πολιτικής και επιστήμης μπορούσε να μείνει στεγανή. Δεν μπορούσε. Δεν μπόρεσε.
Από τη μία, οι πολιτικοί εμφανίστηκαν να δογματίζουν για ζητήματα της ιατρικής πράξης, σαν να είχαν λιώσει τα νιάτα τους στα νοσοκομεία. Από την άλλη, οι γιατροί, μην μπορώντας να μετρήσουν τον αντίκτυπο των γνωματεύσεών τους, κατέληξαν να παραγοντίζουν στη δημόσια ζωή.
Οσο κι αν προσπαθούν όλοι να κλωτσήσουν την αμοιβαία τους διάψευση κάτω από το χαλί του καθωσπρεπισμού, οι γραμμές έχουν τσακίσει. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να αμφισβητήσει λαοπρόβλητους επιστήμονες, καθώς βασίζει ακόμη την επιτυχία της υγειονομικής πολιτικής στη συλλογική πίστη προς την επιστήμη. Οι επιστήμονες δεν μπορούν να αντιπολιτευτούν την κυβέρνηση, καθώς έχουν εξαρτήσει το κύρος τους από την πολιτική τους αχρωματοψία. Κι ωστόσο, οι γιατροί έχουν θυμώσει με την ευκολία που κρίνεται το λειτούργημά τους – εντός κι εκτός ΜΕΘ. Οι κυβερνητικοί έχουν θυμώσει με την πολιτική αφέλεια των καθηγητών που έχουν περάσει πολλά χρόνια στις βιβλιοθήκες για να μπορούν να καταλάβουν την κοινωνία – και να μην την τροφοδοτούν με μηνύματα που υποσκάπτουν την υγειονομική της συμμόρφωση.
Ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Γι’ αυτό και τα προσχήματα μεταξύ πολιτικής και επιστήμης τηρούνται. Αλλά μόνο τα προσχήματα.