Η Ευρώπη ως ερώτημα
Σταύρος Ζουμπουλάκης, Η Καθημερινή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2023-01-15
Τα άρθρα, οι μπροσούρες και τα βιβλία που μιλούν για την Ευρώπη και το μέλλον της είναι αμέτρητα. Βαρετά και ανούσια, στην πλειονότητά τους, ιδίως όσα την προσεγγίζουν υπό το πρίσμα της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και των τραπεζών. Πού και πού ωστόσο ξεμυτίζουν και σημαντικά κείμενα, όπως τούτα τα δύο που κυκλοφόρησαν στη γλώσσα μας τη χρονιά που πέρασε: Τζωρτζ Στάινερ, «Η ιδέα της Ευρώπης» (Δώμα), Μίλαν Κούντερα, «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» (Εστία).
Ο Στάινερ, ο μέγας αναγνώστης και κήρυκας της ανθρωπιστικής παιδείας, σε τούτη την ομιλία τού 2004 που εκδόθηκε σε χωριστό τομίδιο την ίδια χρονιά, προκειμένου να εξηγήσει την ιδέα της Ευρώπης, διάλεξε να μη μιλήσει τόσο για βιβλία και για γράμματα, αλλά περισσότερο για τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται αυτή η ιδέα, υλικά και φυσικά, στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Για τον Στάινερ λοιπόν, η Ευρώπη είναι πρώτα κι αρχή τα καφενεία της (τόπος διακριτός από τα εστιατόρια και τα μπαρ), εκεί όπου πηγαίνεις για να συναντήσεις φίλους, ομοϊδεάτες ή συνωμότες, αλλά και για να διαβάσεις (ή να γράψεις) μοναχός σου. Δεύτερον, η Ευρώπη ανέκαθεν περπατιέται, δεν υπάρχουν εδώ Σαχάρες και τούντρες, ακόμη και σήμερα δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι πηγαίνουν με τα πόδια, από διάφορες χώρες, στον Aγιο Ιάκωβο της Κομποστέλας. Τρίτον, τα οδωνύμια των ευρωπαϊκών πόλεων, αυτά που αντικρίζουμε κάθε μέρα, φέρουν ονόματα δημιουργών, επιστημόνων και πολιτικών (αντίθετα προς τις αμερικανικές λεωφόρους που αριθμούνται), και μαζί με άλλα οδόσημα ορίζουν τις πόλεις μας ως τόπους μνήμης. Τέταρτον, η Ευρώπη είναι τελικά «ιστορία δύο πόλεων», της Αθήνας και της Ιερουσαλήμ, τα αντίπαλα ιδεώδη των οποίων προσπαθεί να συμφιλιώσει. Πέμπτον, η Ευρώπη είναι ο μόνος πολιτισμός που έχει εσχατολογική αυτοσυνείδηση, που πιστεύει δηλαδή ότι μπορεί κάποτε να τελειώσει.
Αν πάντως η Ευρώπη έχει μέλλον –και ο Στάινερ πιστεύει ότι παρά ταύτα έχει!–, αυτό βρίσκεται αυτονόητα στην ενοποίησή της, αλλά ακόμη περισσότερο στον σεβασμό των πολιτιστικών, γλωσσικών, κοινωνικών, διατροφικών και άλλων ιδιαιτεροτήτων. Τούτο σε απλά ελληνικά σημαίνει αντίσταση στη σαρωτική κυριαρχία της αγγλοαμερικανικής γλώσσας και κουλτούρας. Το δύσκολο εγχείρημα της Ευρώπης συμπυκνώνεται, κατά τον Στάινερ, στην εξισορρόπηση δύο αντιφατικών αξιώσεων, της πολιτικοοικονομικής ενοποίησης αφενός και της δημιουργικής ιδιαιτερότητας αφετέρου, για τη δημιουργία ενός θύραθεν ανθρωπισμού, που θα συνδυάζει την παράδοση της ελληνικής σκέψης και της ιουδαϊκής ηθικής, και θα επιδιώκει τη μη χρησιμοθηρική γνώση και την ομορφιά.
Το βιβλίο του Κούντερα, που πρωτοεκδόθηκε στα γαλλικά το 2021, περιέχει δύο παλαιότερα κείμενά του. Στο πρώτο, την περίφημη ομιλία του στο Συνέδριο των Τσεχοσλοβάκων Συγγραφέων (1967), το οποίο αποτέλεσε μήτρα της Aνοιξης της Πράγας, υποστηρίζει με έμφαση ότι για ένα μικρό έθνος η υπεράσπιση της γλώσσας και της κουλτούρας του είναι αξεχώριστη από την πολιτική αυτονομία και ανεξαρτησία του. Αυτό όμως είναι σχεδόν αυτονόητο, το κρίσιμο ερώτημα είναι άλλο: για ποιο λόγο να υπάρχει ένα μικρό έθνος και να μην ενσωματώνεται και να αφομοιώνεται σε ευρύτερες εθνικές και γλωσσικές οντότητες; Μόνο ένας λόγος, απαντάει ο Κούντερα, μπορεί να δικαιώσει την ύπαρξη ενός μικρού έθνους: η πρωτότυπη και ξεχωριστή συμβολή του στον πολιτισμό της Ευρώπης (και του κόσμου όλου), μια συμβολή που, αν λείψει αυτό το μικρό έθνος και η γλώσσα του, θα χαθεί για πάντα.
Στο δεύτερο κείμενο του τομιδίου (1983), ο Κούντερα μετακινείται από την Τσεχοσλοβακία προς την ευρύτερη ενότητα της Κεντρικής Ευρώπης – προσφιλές θέμα του. Ποια είναι αυτή και ποια είναι τα σύνορά της; «Η Κεντρική Ευρώπη δεν είναι κράτος, αλλά κουλτούρα ή πεπρωμένο. Τα σύνορά της είναι φανταστικά και πρέπει να χαράζονται και να ξαναχαράζονται με βάση κάθε νέα ιστορική κατάσταση» (σ. 73). Αν κάτι ενώνει τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, είναι η αντίθεση, όχι τόσο πια προς τη Γερμανία, αλλά προς τη Ρωσία. Το ξέρουμε και από άλλα κείμενά του, ο Κούντερα δύσκολα αποκρύπτει τη βαθιά αντιπάθειά του προς τη Ρωσία. Θεωρεί ότι η Ρωσία δεν ανήκει στην Ευρώπη, ότι είναι εχθρός της Ευρώπης. «Ο πολιτισμός του ρωσικού ολοκληρωτισμού είναι η ριζική άρνηση της Δύσης» (σ. 91), γράφει, μα η αλήθεια είναι άλλη: ο κομμουνιστικός (όπως και ο ναζιστικός) ολοκληρωτισμός είναι γέννημα και θρέμμα της Ευρώπης, και εκείνος που κατεξοχήν τον υπέστη είναι ο ρωσικός λαός. Ο Κούντερα είδε βεβαίως τα ρωσικά τανκς να εισβάλλουν στην πατρίδα του, η αντίθεσή του όμως προς τη Ρωσία έχει βαθύτερες ρίζες, πηγάζει από την αντιπάθειά του για τον βυζαντινό κόσμο και την Ορθόδοξη χριστιανοσύνη. Oποια και αν ήταν η πολιτική σημασία του κειμένου αυτού την εποχή που γράφτηκε, σήμερα, την ώρα της μετακομμουνιστικής δικτατορίας του Πούτιν και κυρίως του πολέμου της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας, όταν τα αντιρωσικά αισθήματα βρίσκουν, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, γόνιμο έδαφος, ο αποκλεισμός της Ρωσίας από την Ευρώπη και η εξώθησή της σε εξωευρωπαϊκές και αντιευρωπαϊκές συμμαχίες αποτελεί επικίνδυνο πολιτικό και πολιτιστικό σφάλμα. Αν πάψουμε, στις πόλεις και στις πολίχνες της Ευρώπης, να διαβάζουμε Ντοστογιέφσκι και να ανεβάζουμε Τσέχωφ, τότε ούτε εμείς θα είμαστε Ευρώπη.
Η Ευρώπη θα εξακολουθεί να είναι Ευρώπη όσο θα αντιμετωπίζεται ως ερώτημα. Οι απαντήσεις, όπως πάντα, θα διαφέρουν. Εν προκειμένω, είμαι βέβαιος πως ο Στάινερ θα συμφωνούσε ανεπιφύλακτα με το πρώτο κείμενο του Κούντερα, αλλά όχι με το δεύτερο. Καθένας έχει τελικά τη δική του Ευρώπη. Δεν είναι κακό αυτό, αρκεί να μην παίρνει τροπή αποκλειστική και διχαστική.