Θα πάρει η Κύπρος μαθήματα από τον Λίβανο;
Μακάριος Δρουσιώτης, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2006-08-04
Η κοινή γνώμη σε Ελλάδα και Κύπρο έμεινε άφωνη από την ανοχή και την ανεκτικότητα της ισραηλινής επιδρομής στον Λίβανο από τη διεθνή κοινότητα. Κυρίως, εκπλήττουν η ανοχή της Ρωσίας και η απουσία της Ε.Ε. Ο κόσμος στην Κύπρο εκπλήσσεται διότι, παρά τα βιώματα του 1974, του καλλιεργήθηκαν ψευδαισθήσεις ότι η Ε.Ε. και δευτερευόντως η Ρωσία ακολουθούν πολιτική αρχών. Αγνοούν ότι η Ε.Ε. είναι μια οικονομική συμμαχία, που δεν την ενδιαφέρει τι γίνεται έξω από τα σύνορα των ισχυρών μελών της. Αγνοούν, επίσης, ότι η Ρωσία κάνει περίπου τα ίδια στην Τσετσενία, διότι οι δικές μας «αρχές» είναι λειψές και τα ΜΜΕ δεν επιτρέπουν την «προπαγάνδα» εις βάρος μιας... φίλης χώρας.
Η ελπίδα -ελάχιστη- είναι πως η κρίση στον Λίβανο θα δώσει κάποια μαθήματα, ειδικά στην κυπριακή ηγεσία, για το πώς να διαχειριστεί από ’δώ και μπρος το εθνικό πρόβλημα.
Οπως απέδειξε για άλλη μία φορά η διεθνής εμπειρία, ο ισχυρότερος επιβάλλει την πολιτική του διά πυρός και σιδήρου. Οι αρχές και οι αξίες είναι εργαλεία που τα επικαλούνται οι δυνατοί για να επιβληθούν στους αδύναμους και όχι το αντίστροφο. Συνεπώς, τα μικρά κράτη, σε περιοχές κρίσεων, είναι έρμαια της αυταρχικής πολιτικής των ισχυρών γειτόνων τους, με τους τρίτους να νίπτουν τας χείρας τους, όπως συνέβη το ’74 στην Κύπρο και όπως συμβαίνει αυτές τις μέρες με τον Λίβανο.
Στην περίπτωση της Κύπρου, απ’ όλες τις απόψεις, η Τουρκία έγινε από το 1974 ο ισχυρός παράγοντας στην περιοχή μας. Οπως ορθά επισήμανε στην επικριτική έκθεσή του προς τον Κίσινγκερ, για τη διαχείριση της κυπριακής κρίσης του 1974 από τις ΗΠΑ, ο διευθυντής του Γραφείου Κύπρου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τομ Μπόγιατ («Ε», 21/7/2006), πριν από το 1974 στην Κύπρο «η ισορροπία ήταν περίπου ίση, με την ελληνική πλειοψηφία στο νησί να εξισώνεται από την τουρκική δύναμη στην περιοχή». Η ισορροπία αυτή, κατά τον Μπόγιατ, ανατράπηκε διότι οι Τούρκοι απέκτησαν «πλήρη υπεροχή και στην Κύπρο και στην περιοχή».
Ο Μακάριος, λίγο πριν πεθάνει (τέτοιες μέρες το 1977), διέγνωσε πως «μόνο όταν αλλάξουν οι ισορροπίες στην περιοχή θα λυθεί το Κυπριακό». Πράγματι, για 30 χρόνια, η Τουρκία, έχοντας απόλυτη υπεροχή και στην Κύπρο και στην περιοχή, υποστήριζε αταλάντευτα τη θέση πως το Κυπριακό λύθηκε οριστικά το 1974. Χρειάστηκε να περάσουν 30 χρόνια για ν’ ανατραπεί αυτή η ισορροπία. Ηταν η τελεσίδικη απόφαση της Ε.Ε. το 2002 για την ένταξη της Κύπρου και η διακαής επιθυμία της Τουρκίας ν’ αρχίσει διαπραγματεύσεις που ανέτρεψαν αυτή την ισορροπία. Υστερα από 30 χρόνια τουρκικής παρουσίας στην Κύπρο, η Ε.Ε. βρήκε λόγια για να διατυπώσει τη διαπίστωση πως υπήρχε στο νησί στρατός κατοχής και ότι χωρίς την αποχώρησή του ήταν αδιανόητο ν’ αρχίσουν διαπραγματεύσεις με την Τουρκία.
Η περίοδος από το 2002, όταν η Κύπρος έγινε ουσιαστικά μέλος της Ε.Ε., μέχρι το 2004, όταν η Τουρκία εξασφάλισε την ημερομηνία έναρξης διαπραγματεύσεων, ήταν η μόνη από το 1974 που η Κύπρος είχε το πάνω χέρι. Οχι επειδή έγινε ξαφνικά υπερδύναμη, αλλά διότι υπήρχε ταύτιση συμφερόντων με τα ισχυρά κράτη της Ε.Ε., καθώς και με τις ΗΠΑ. Εκείνη ήταν η ώρα για την Κύπρο να διεκδικήσει τη λύση του Κυπριακού. Ανεξάρτητα και πέρα από το σχέδιο Ανάν, όπως αποδείχθηκε, η κυπριακή ηγεσία δεν είχε την απαιτούμενη πολιτική κρίση να διαπιστώσει ότι το πλεονέκτημα που απέκτησε ήταν παροδικό και συγκυριακό και ότι έπρεπε να το αξιοποιήσει. Το 2004, ακόμη και μετά την καταψήφιση του σχεδίου Ανάν, ήταν μια μοναδική ευκαιρία για να επανέλθουν οι ισορροπίες εκεί που ήταν πριν το 1974: Ισχυρή Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή, πληθυσμιακά, πολιτικά και οικονομικά ισχυροί Ελληνοκύπριοι στην Κύπρο, με την Ε.Ε. να εγγυάται αυτή την ισορροπία, επειδή θα είχε όφελος από τη σταθερότητα.
Σε αυτή τη μεγάλη στιγμή της ιστορίας της, η Κύπρος βρέθηκε με μικρή ηγεσία. Εχοντας νηπιακή αντίληψη της διεθνούς πολιτικής, έκανε τη λανθασμένη ανάλυση ότι η Κύπρος, ως κράτος - μέλος της Ε.Ε., θα είχε διαρκή υπεροχή έναντι της Τουρκίας. Με αδέξιους χειρισμούς, χωρίς ρεαλιστική στρατηγική και εφικτούς στόχους, απεγκλωβίστηκε από τη διαδικασία λύσης του Κυπριακού, με τίμημα την απαλλαγή της Τουρκίας από κάθε ευθύνη για την κατοχή της Κύπρου.
Από τον όρο της Ε.Ε. ότι η Τουρκία δεν μπορούσε ν’ αρχίσει διαπραγματεύσεις διατηρώντας κατοχικό στρατό στην Κύπρο, καταντήσαμε να διεκδικούμε την εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών, διατηρούσης της κατοχής, ενώ τα κατεχόμενα αναβαθμίζονται ραγδαία από την ίδια την Ε.Ε. ως ανεξάρτητη πολιτική οντότητα.
Η ευκαιρία δεν χάθηκε ολοκληρωτικά. Υπάρχουν ακόμη οι δυνατότητες ν’ ανακτηθεί το χαμένο έδαφος. Τα Η.Ε. και οι ΗΠΑ καταβάλλουν ακόμη μία προσπάθεια επειδή είναι στις προτεραιότητές τους η πλήρης εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας - Τουρκίας. Το ζήτημα είναι κατά πόσον η κυπριακή ηγεσία έχει μάθει κάτι από την κρίση στον Λίβανο.
Η ελπίδα -ελάχιστη- είναι πως η κρίση στον Λίβανο θα δώσει κάποια μαθήματα, ειδικά στην κυπριακή ηγεσία, για το πώς να διαχειριστεί από ’δώ και μπρος το εθνικό πρόβλημα.
Οπως απέδειξε για άλλη μία φορά η διεθνής εμπειρία, ο ισχυρότερος επιβάλλει την πολιτική του διά πυρός και σιδήρου. Οι αρχές και οι αξίες είναι εργαλεία που τα επικαλούνται οι δυνατοί για να επιβληθούν στους αδύναμους και όχι το αντίστροφο. Συνεπώς, τα μικρά κράτη, σε περιοχές κρίσεων, είναι έρμαια της αυταρχικής πολιτικής των ισχυρών γειτόνων τους, με τους τρίτους να νίπτουν τας χείρας τους, όπως συνέβη το ’74 στην Κύπρο και όπως συμβαίνει αυτές τις μέρες με τον Λίβανο.
Στην περίπτωση της Κύπρου, απ’ όλες τις απόψεις, η Τουρκία έγινε από το 1974 ο ισχυρός παράγοντας στην περιοχή μας. Οπως ορθά επισήμανε στην επικριτική έκθεσή του προς τον Κίσινγκερ, για τη διαχείριση της κυπριακής κρίσης του 1974 από τις ΗΠΑ, ο διευθυντής του Γραφείου Κύπρου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τομ Μπόγιατ («Ε», 21/7/2006), πριν από το 1974 στην Κύπρο «η ισορροπία ήταν περίπου ίση, με την ελληνική πλειοψηφία στο νησί να εξισώνεται από την τουρκική δύναμη στην περιοχή». Η ισορροπία αυτή, κατά τον Μπόγιατ, ανατράπηκε διότι οι Τούρκοι απέκτησαν «πλήρη υπεροχή και στην Κύπρο και στην περιοχή».
Ο Μακάριος, λίγο πριν πεθάνει (τέτοιες μέρες το 1977), διέγνωσε πως «μόνο όταν αλλάξουν οι ισορροπίες στην περιοχή θα λυθεί το Κυπριακό». Πράγματι, για 30 χρόνια, η Τουρκία, έχοντας απόλυτη υπεροχή και στην Κύπρο και στην περιοχή, υποστήριζε αταλάντευτα τη θέση πως το Κυπριακό λύθηκε οριστικά το 1974. Χρειάστηκε να περάσουν 30 χρόνια για ν’ ανατραπεί αυτή η ισορροπία. Ηταν η τελεσίδικη απόφαση της Ε.Ε. το 2002 για την ένταξη της Κύπρου και η διακαής επιθυμία της Τουρκίας ν’ αρχίσει διαπραγματεύσεις που ανέτρεψαν αυτή την ισορροπία. Υστερα από 30 χρόνια τουρκικής παρουσίας στην Κύπρο, η Ε.Ε. βρήκε λόγια για να διατυπώσει τη διαπίστωση πως υπήρχε στο νησί στρατός κατοχής και ότι χωρίς την αποχώρησή του ήταν αδιανόητο ν’ αρχίσουν διαπραγματεύσεις με την Τουρκία.
Η περίοδος από το 2002, όταν η Κύπρος έγινε ουσιαστικά μέλος της Ε.Ε., μέχρι το 2004, όταν η Τουρκία εξασφάλισε την ημερομηνία έναρξης διαπραγματεύσεων, ήταν η μόνη από το 1974 που η Κύπρος είχε το πάνω χέρι. Οχι επειδή έγινε ξαφνικά υπερδύναμη, αλλά διότι υπήρχε ταύτιση συμφερόντων με τα ισχυρά κράτη της Ε.Ε., καθώς και με τις ΗΠΑ. Εκείνη ήταν η ώρα για την Κύπρο να διεκδικήσει τη λύση του Κυπριακού. Ανεξάρτητα και πέρα από το σχέδιο Ανάν, όπως αποδείχθηκε, η κυπριακή ηγεσία δεν είχε την απαιτούμενη πολιτική κρίση να διαπιστώσει ότι το πλεονέκτημα που απέκτησε ήταν παροδικό και συγκυριακό και ότι έπρεπε να το αξιοποιήσει. Το 2004, ακόμη και μετά την καταψήφιση του σχεδίου Ανάν, ήταν μια μοναδική ευκαιρία για να επανέλθουν οι ισορροπίες εκεί που ήταν πριν το 1974: Ισχυρή Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή, πληθυσμιακά, πολιτικά και οικονομικά ισχυροί Ελληνοκύπριοι στην Κύπρο, με την Ε.Ε. να εγγυάται αυτή την ισορροπία, επειδή θα είχε όφελος από τη σταθερότητα.
Σε αυτή τη μεγάλη στιγμή της ιστορίας της, η Κύπρος βρέθηκε με μικρή ηγεσία. Εχοντας νηπιακή αντίληψη της διεθνούς πολιτικής, έκανε τη λανθασμένη ανάλυση ότι η Κύπρος, ως κράτος - μέλος της Ε.Ε., θα είχε διαρκή υπεροχή έναντι της Τουρκίας. Με αδέξιους χειρισμούς, χωρίς ρεαλιστική στρατηγική και εφικτούς στόχους, απεγκλωβίστηκε από τη διαδικασία λύσης του Κυπριακού, με τίμημα την απαλλαγή της Τουρκίας από κάθε ευθύνη για την κατοχή της Κύπρου.
Από τον όρο της Ε.Ε. ότι η Τουρκία δεν μπορούσε ν’ αρχίσει διαπραγματεύσεις διατηρώντας κατοχικό στρατό στην Κύπρο, καταντήσαμε να διεκδικούμε την εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών, διατηρούσης της κατοχής, ενώ τα κατεχόμενα αναβαθμίζονται ραγδαία από την ίδια την Ε.Ε. ως ανεξάρτητη πολιτική οντότητα.
Η ευκαιρία δεν χάθηκε ολοκληρωτικά. Υπάρχουν ακόμη οι δυνατότητες ν’ ανακτηθεί το χαμένο έδαφος. Τα Η.Ε. και οι ΗΠΑ καταβάλλουν ακόμη μία προσπάθεια επειδή είναι στις προτεραιότητές τους η πλήρης εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας - Τουρκίας. Το ζήτημα είναι κατά πόσον η κυπριακή ηγεσία έχει μάθει κάτι από την κρίση στον Λίβανο.