Συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο - Γιατί δεν θα πρέπει να αποκλειστεί εκ των προτέρων
Αλ. Ηρακλείδης, Ανδ. Στεργίου, Θοδ. Τσίκας, Κων. Τσιτσελίκης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2023-03-12
Προσφάτως έγινε λόγος περί ελληνοτουρκικής συνεκμετάλλευσης, συγκεκριμένα από την Κυρία Ντόρα Μπακογιάννη, «μία ιδέα ταμπού για την ελληνική εξωτερική πολιτική», όπως είπε και η ίδια.
Καταρχήν η ιδέα περί συνεκμετάλλευσης σε σχέση με την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου Πελάγους πρωτοεμφανίστηκε πριν σχεδόν 50 χρόνια, τον Μάρτιο του 1975 στη Ρώμη, από τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών Ιχσάν Σαμπρί Τσαγλάγιαγκιλ (ιερό τέρας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής αλλά όχι ιέρακας) σε συνομιλία του με τον Έλληνα ομόλογο του Δημήτρη Μπίτσιο.
Η πάγια ελληνική θέση από τότε δεν είναι θετική ως προς την συνεκμετάλλευση και αυτό για τρεις λόγους: (α) ότι μια εξ ημισείας συμμετοχή είναι προδήλως άδικη και θεμελιώνει την απαράδεκτη μαξιμαλιστική τουρκική θέση περί μοιράσματος της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου (η αντίστοιχη μαξιμαλιστική ελληνική θέση είναι ότι σχεδόν όλο το Αιγαίο πρέπει να είναι ελληνική υφαλοκρηπίδα από τα παράλια της ηπειρωτικής Ελλάδα μέχρι τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου)· (β) ακόμη και μια μη εξ ημισείας συμμετοχή, π.χ. 25-75% πάλι δεν θα ήταν αποδεκτή γιατί θα εγκαθίδρυε καθεστώς συγκυριαρχίας στο Αιγαίο· και (γ) μια συνεταιρική εκμετάλλευση ακόμη και με καθορισμό εκ των προτέρων του ποσοστού συμμετοχής στη βάση προηγούμενης οριοθέτησης (20-80%, 25-75% ή 30-70%) θα είναι αιτία προστριβών και διαφωνιών. Αυτό που είτε εκφράζεται ανοιχτά είτε υπονοείται είναι ότι η Τουρκία είναι μια πάγια αναθεωρητική δύναμη και εφόσον η Ελλάδα κάνει μια παραχώρηση, η Τουρκία θα το εκμεταλλευθεί και θα ζητήσει στο μέλλον περισσότερα.
Ωστόσο, η συνεκμετάλλευση δεν θα πρέπει να αποκλειστεί εκ προοιμίου. Ας δούμε γιατί.
Συνεκμεταλλεύσεις σε περιπτώσεις υφαλοκρηπίδων υπάρχουν κυρίως σε τρεις περιπτώσεις: (1) ως λύση εναλλακτική στην περίπτωση δυσκολίας συμφωνίας για οριοθέτηση, (2) ως λύση στο πλαίσιο μιας οριοθέτησης και (3) ως τρόπος αντιμετώπισης εκείνων των περιπτώσεων όπου τα κοιτάσματα πετρελαίου ή φυσικού αερίου βρίσκονται ακριβώς εκεί που έχει χαραχτεί το θαλάσσιο σύνορο μεταξύ των υφαλοκρηπίδων των δύο χωρών.
Συνεκμεταλλεύσεις χωρίς προηγούμενη οριοθέτηση έχουν λάβει χώρα σε ορισμένες περιπτώσεις, π.χ. μεταξύ Ιαπωνίας και Νοτίου Κορέας ή Ινδονησίας-Αυστραλίας. Επίσης, το καθεστώς συνεκμετάλλευσης μπορεί να είναι συμπληρωματικό της οριοθέτησης, η οποία έχει προέλθει από διεθνές δικαστήριο ή με διαπραγματεύσεις. Αυτές είναι περισσότερες, όπως μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας. Και υπάρχουν βέβαια και συνεκμεταλλεύσεις σε ό,τι αφορά περιοχές που τα κοιτάσματα βρίσκονται ακριβώς στη γραμμή οριοθέτησης, όπως μεταξύ Βρετανίας και Νορβηγίας στη Βόρεια Θάλασσα ή μεταξύ Ην. Αραβικών Εμιράτων και Κατάρ.
Εκεί λοιπόν που τα κοιτάσματα είναι ενιαία κάτω ακριβώς από την οριοθετική γραμμή που διαχωρίζει την υφαλοκρηπίδα, η συνεκμετάλλευση είναι η μόνη εφικτή προοπτική. Συνεπώς, κάποιου είδους συνεκμετάλλευση στο Ανατολικό Αιγαίο είναι μάλλον μονόδρομος. Ίσως έτσι θα μπορούσε να τεθεί σε ενέργεια η δυναμική που υπήρχε στην αρχική ΕΟΚ, ότι δηλαδή µία από κοινού συνεργασία για ένα ζήτημα λειτουργικό που σαφώς ωφελεί τα συμμετέχοντα μέρη έχει ως επακόλουθο ο ανταγωνισμός που υπήρχε να αρχίζει να φαντάζει ξεπερασμένος και τελικά να ξεπερνιέται.
Υπάρχει ωστόσο ένα καίριας σημασίας ερώτημα που ενδεχομένως τροποποιεί θεμελιωδώς ή ακυρώνει το ζήτημα της συνεκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε μία σχεδόν κλειστή θάλασσα, όπως το Αιγαίο, αλλά και η ευρύτερη Μεσόγειος: ο κίνδυνος ρύπανσης αποτελεί σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα σε συνδυασμό με την κλιματική κρίση που συνεχώς διευρύνεται. Η υποχρέωση για εξεύρεση εναλλακτικών μορφών ενέργειας, μηδενικού ρίσκου ρύπανσης και μηδενικών ρύπων, οδηγεί σε άλλες μορφές εκμετάλλευσης του Αιγαίου στη συνορεύουσα ζώνη με την Τουρκία. Η ανάγκη συνεργασίας λοιπόν, με την μορφή συνεκμετάλλευσης παραμένει αλλά αφορά διαφορετικά πεδία παραγωγής ενέργειας, τα οποία στην προκειμένη περίπτωση διασυνδέονται άμεσα με την κλιματική αλλαγή που αναμένεται να πλήξει βάναυσα την Ανατολική Μεσόγειο (ως hotspot of climate change).
Στο σημείο αυτό ερχόμαστε σε έναν ακόμη λόγο που συνηγορεί υπέρ της ελληνοτουρκικής συνεργασίας και κοινής δράσης στο Αιγαίο. Πρόκειται για την πιθανή λειτουργία «υπέρτατων στόχων» (superordinate goals), κατά τη θεωρία επίλυσης συγκρούσεων του κοινωνιοψυχολόγου Mujafer Sherif. Ως τέτοιους στόχους ο Sherif ονόμασε τις επιδιώξεις που είναι πολύ σημαντικές και για τις δύο πλευρές αλλά είναι εντελώς αδύνατον να εκπληρωθούν από τη µία πλευρά από μόνη της. Για την εκπλήρωση των επιδιώξεων αυτών απαραίτητη είναι η συνεργασία και της άλλης πλευράς· οι από κοινού προσπάθειες. Η έρευνα των συγκρούσεων σε άλλα επίπεδα ανάλυσης, από τον Sherif και άλλους ερευνητές στο επιστημονικό πεδίο της «επίλυσης συγκρούσεων» (conflict resolution), έχει δείξει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις αν οι δύο αντίπαλοι κατορθώσουν, εκόντες-άκοντες, να συνεργαστούν προς επίτευξη του δύσκολου, αλλά απαραίτητου αυτού στόχου, το αποτέλεσμα είναι η σταδιακή μείωση της δυσπιστίας και το άνοιγμα της οδού για εκτόνωση της κατάστασης, ειδικά αν το αποτέλεσμα είναι αμοιβαία επωφελές, με δύο κερδισμένους. Εξάλλου, η ωφέλεια είναι από τη φύση της κοινή, απέναντι στην κλιματική αλλαγή που θα πλήξει και τις δύο χώρες ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες.
Για τη «Γέφυρα Διαλόγου»
Αλέξης Ηρακλείδης, ομότιμος καθηγητής, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ανδρέας Στεργίου, καθηγητής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Θόδωρος Τσίκας, πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος
Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, καθηγητής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας