Το δημόσιο συμφέρον και η μάθηση
Δημήτρης Παπούλιας, ΤΟ ΒΗΜΑ, Δημοσιευμένο: 2008-01-11
Τρία βιβλία με ενδιαφέρον περιεχόμενο, γραμμένα από πανεπιστημιακούς καθηγητές, κυκλοφόρησαν πρόσφατα με αναφορά στα μεγάλα και δύσκολα θέματα που απασχολούν τη χώρα μας μετά τη μεταπολίτευση. Η ποιότητα της γραφής και η αναλυτική τους παρουσίαση μας κάνουν να σκεφτόμαστε αισιόδοξα, μέσα σε αυτή την αρρωστημένη πολιτική ατμόσφαιρα, ότι υπάρχουν καθηγητές στην Ελλάδα των οποίων το ερευνητικό και συγγραφικό έργο ανεβάζει το επίπεδο του ελληνικού πανεπιστημίου και μεταδίδει ταυτόχρονα γνώση και εμπειρία χρήσιμη στις τρέχουσες ανάγκες των πολιτών και του κράτους.
Ιδιαίτερα μάλιστα γιατί τα θέματα στα οποία αναφέρονται τα βιβλία είναι ακριβώς αυτά που κυριαρχούν στην τρέχουσα πολιτική και κοινωνική συγκυρία: Υγεία, Ασφαλιστικό και Κράτος. Θέματα που παρά τη μεγάλη σημασία τους αντιμετωπίζονται με περισσή προχειρότητα και «οι λύσεις τους» είτε συναντούν καθολική αντίδραση είτε περνούν απαρατήρητες.
Οι συγγραφείς των βιβλίων κάνουν ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που κάνει η πολιτεία με προτάσεις που αιφνιδιάζουν τους πάντες και από εκείνους που αντιδρούν σπασμωδικά και αντιπροτείνουν «τη μη λύση και τη διαιώνιση των προβλημάτων» ως την καλύτερη απάντηση. Οι καθηγητές στα βιβλία τους περιγράφουν τα προβλήματα με αναλυτικό τρόπο, προσδιορίζουν τις βασικές τους συντεταγμένες, προσθέτουν την ευρωπαϊκή και παγκόσμια εμπειρία και τέλος προτείνουν το κατάλληλο πλαίσιο προσέγγισης. Μέσα στο οποίο, σε δημοκρατικές πολιτείες με νοήμονες πολίτες, ενώσεις πολιτών, κόμματα και κυβερνήσεις συζητούν, διαφωνούν, επιλέγουν, επανέρχονται και αποφασίζουν.
Πρόκειται για τα βιβλία των καθηγητών Χ. Μουτσόπουλου για τα Συστήματα Υγείας (εκδόσεις Λιβάνη, 2007), Τ. Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό (εκδόσεις Πόλις, 2007), Δ. Σωτηρόπουλου για το ελληνικό κράτος με συγκρίσεις του τελευταίου με Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία (εκδόσεις Ποταμός, 2007). Διαβάζοντάς τα αναρωτήθηκα γιατί άραγε πολλά από αυτά τα βιβλία, τα οποία έχουν αξιοπρόσεχτη κυκλοφορία και προβολή, δεν δρουν αποτελεσματικά στο επίπεδο της κοινωνίας και της πολιτικής. Εδώ χρειάζεται μια διάκριση. Τα βιβλία, γενικά, δρουν ικανοποιητικά στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών, γιατί αυτή είναι ωριμότερη και περισσότερο προχωρημένη πολιτικά και έτοιμη να απορροφήσει νέες ιδέες και νέες προτάσεις. Τα βιβλία δεν έχουν αποτελεσματικότητα στο επίπεδο της κοινωνίας με την ευρύτερη έννοια και της πολιτικής εξουσίας. Εκεί οι αντιθέσεις είναι μεγάλες, τα επιμέρους συμφέροντα είναι κατακερματισμένα και η πληροφόρηση είναι ατελής και φιλτραρισμένη. Αυτός άλλωστε είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο οι μεγάλες και φιλόδοξες συζητήσεις για τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις πέφτουν συνεχώς στο κενό τα τελευταία χρόνια. Οι καθηγητές φαίνεται ότι θα συνεχίσουν να γράφουν ενδιαφέρουσες απόψεις, η κρίσιμη μάζα ιδεών θα κυκλοφορεί μεταξύ των πληροφορημένων πολιτών, αλλά η χώρα μας θα συνεχίσει να υποχωρεί συνεχώς στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και στις διεθνείς κατατάξεις. Το βιοτικό επίπεδο και οι συνθήκες ζωής των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων θα υποβιβάζονται και θα χειροτερεύουν. Το περιεχόμενο των βιβλίων θα συνεχίσει να ενδιαφέρει τους ολίγους αν δεν υπάρξει οργανωμένη διάδοση της γνώσης και οργανωμένη αντίδραση της ευρύτερης κοινωνίας και της πολιτικής εξουσίας.
Απαντήσεις σε αυτό το επείγον θέμα για τη χώρα μας υπάρχουν αναλυτικά σε δύο ξένα εκλεκτά βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα: το πρώτο του καθηγητή D. Μarquard με τίτλο «Decline of the Ρublic» (εκδόσεις Ρolity, 2004) και το δεύτερο του καθηγητή J. Μezirow με τίτλο «Η μετασχηματίζουσα μάθηση» (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2006). Στο πρώτο διαπιστώνεται ότι σε ευρωπαϊκή κλίμακα χάνεται σταδιακά αυτό που είναι γνωστό και σε μας ως δημόσιο συμφέρον και δημόσια σφαίρα. Χάνεται υπέρ της αγοράς και των ποικίλων συμφερόντων του ιδιωτικού τομέα, της ιδιωτικής σφαίρας, που εισέβαλαν αλόγιστα και πρόχειρα σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η προσωπική ασφάλεια, η απονομή δικαίου και η επικοινωνία. Χάνεται και γιατί πολλοί ταύτισαν το δημόσιο συμφέρον με το δικό τους προσωπικό συμφέρον. Στο δεύτερο βιβλίο υποστηρίζεται πως η διεργασία του κριτικού στοχασμού και αναστοχασμού είναι η πιο σημαντική εμπειρία μάθησης στην ενήλικη ζωή και ότι η ενίσχυσή της θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό στόχο της εκπαίδευσης των ενηλίκων.
Αναφέρομαι στα δύο αυτά σημαντικά βιβλία για να τονίσω πόσο επείγουσα και ενδιαφέρουσα για την ελληνική πραγματικότητα είναι η θεματολογία τους. Στον βωμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, του κέρδους, και από την αμέλεια της πολιτείας χάνεται καθημερινά και στη χώρα μας η αίσθηση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς και στις αρχές της δημοκρατικής πολιτείας. Οι πολίτες απληροφόρητοι γίνονται έρμαιο της τρέχουσας συμπεριφοράς των επωνύμων και της αγοραίας κατανάλωσης. Η έλλειψη συστηματικής εκπαίδευσης και μάθησης μεγαλώνει το χάσμα της σύγχρονης γνώσης, οδηγεί σε φτώχεια και ανισότητα στην πρόσβαση για νέες ευκαιρίες και δημιουργικό έργο.
Το δημόσιο συμφέρον και η μάθηση, που μετασχηματίζει τις ψυχές και τις συνειδήσεις των ανθρώπων, γίνονται κατ΄ ανάγκη δύο κρίσιμες συνιστώσες για όλους. Η ανανεωμένη αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος, η ενσωμάτωση της άποψης της μετασχηματίζουσας μάθησης και η επανατοποθέτησή μας έναντι αυτών των θεμελιωδών εννοιών μπορούν να κάνουν τα βιβλία των ελλήνων καθηγητών περισσότερο χρήσιμα στην πράξη, ανοίγοντας ένα παράθυρο αισιοδοξίας στην καταθλιπτική ατμόσφαιρα της εποχής μας. Οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις, που όλοι ευαγγελίζονται, χρειάζονται πρώτα απ΄ όλα όραμα και ρεύματα ιδεών και απόψεων. Χρειάζονται δημόσια εμπιστοσύνη και γνώση. Είναι καιρός να αλλάξει η ατζέντα των θεμάτων και των προτεραιοτήτων που μας απασχολούν. Οι έλληνες και οι ξένοι καθηγητές δείχνουν την κατεύθυνση.
Ιδιαίτερα μάλιστα γιατί τα θέματα στα οποία αναφέρονται τα βιβλία είναι ακριβώς αυτά που κυριαρχούν στην τρέχουσα πολιτική και κοινωνική συγκυρία: Υγεία, Ασφαλιστικό και Κράτος. Θέματα που παρά τη μεγάλη σημασία τους αντιμετωπίζονται με περισσή προχειρότητα και «οι λύσεις τους» είτε συναντούν καθολική αντίδραση είτε περνούν απαρατήρητες.
Οι συγγραφείς των βιβλίων κάνουν ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που κάνει η πολιτεία με προτάσεις που αιφνιδιάζουν τους πάντες και από εκείνους που αντιδρούν σπασμωδικά και αντιπροτείνουν «τη μη λύση και τη διαιώνιση των προβλημάτων» ως την καλύτερη απάντηση. Οι καθηγητές στα βιβλία τους περιγράφουν τα προβλήματα με αναλυτικό τρόπο, προσδιορίζουν τις βασικές τους συντεταγμένες, προσθέτουν την ευρωπαϊκή και παγκόσμια εμπειρία και τέλος προτείνουν το κατάλληλο πλαίσιο προσέγγισης. Μέσα στο οποίο, σε δημοκρατικές πολιτείες με νοήμονες πολίτες, ενώσεις πολιτών, κόμματα και κυβερνήσεις συζητούν, διαφωνούν, επιλέγουν, επανέρχονται και αποφασίζουν.
Πρόκειται για τα βιβλία των καθηγητών Χ. Μουτσόπουλου για τα Συστήματα Υγείας (εκδόσεις Λιβάνη, 2007), Τ. Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό (εκδόσεις Πόλις, 2007), Δ. Σωτηρόπουλου για το ελληνικό κράτος με συγκρίσεις του τελευταίου με Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία (εκδόσεις Ποταμός, 2007). Διαβάζοντάς τα αναρωτήθηκα γιατί άραγε πολλά από αυτά τα βιβλία, τα οποία έχουν αξιοπρόσεχτη κυκλοφορία και προβολή, δεν δρουν αποτελεσματικά στο επίπεδο της κοινωνίας και της πολιτικής. Εδώ χρειάζεται μια διάκριση. Τα βιβλία, γενικά, δρουν ικανοποιητικά στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών, γιατί αυτή είναι ωριμότερη και περισσότερο προχωρημένη πολιτικά και έτοιμη να απορροφήσει νέες ιδέες και νέες προτάσεις. Τα βιβλία δεν έχουν αποτελεσματικότητα στο επίπεδο της κοινωνίας με την ευρύτερη έννοια και της πολιτικής εξουσίας. Εκεί οι αντιθέσεις είναι μεγάλες, τα επιμέρους συμφέροντα είναι κατακερματισμένα και η πληροφόρηση είναι ατελής και φιλτραρισμένη. Αυτός άλλωστε είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο οι μεγάλες και φιλόδοξες συζητήσεις για τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις πέφτουν συνεχώς στο κενό τα τελευταία χρόνια. Οι καθηγητές φαίνεται ότι θα συνεχίσουν να γράφουν ενδιαφέρουσες απόψεις, η κρίσιμη μάζα ιδεών θα κυκλοφορεί μεταξύ των πληροφορημένων πολιτών, αλλά η χώρα μας θα συνεχίσει να υποχωρεί συνεχώς στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και στις διεθνείς κατατάξεις. Το βιοτικό επίπεδο και οι συνθήκες ζωής των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων θα υποβιβάζονται και θα χειροτερεύουν. Το περιεχόμενο των βιβλίων θα συνεχίσει να ενδιαφέρει τους ολίγους αν δεν υπάρξει οργανωμένη διάδοση της γνώσης και οργανωμένη αντίδραση της ευρύτερης κοινωνίας και της πολιτικής εξουσίας.
Απαντήσεις σε αυτό το επείγον θέμα για τη χώρα μας υπάρχουν αναλυτικά σε δύο ξένα εκλεκτά βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα: το πρώτο του καθηγητή D. Μarquard με τίτλο «Decline of the Ρublic» (εκδόσεις Ρolity, 2004) και το δεύτερο του καθηγητή J. Μezirow με τίτλο «Η μετασχηματίζουσα μάθηση» (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2006). Στο πρώτο διαπιστώνεται ότι σε ευρωπαϊκή κλίμακα χάνεται σταδιακά αυτό που είναι γνωστό και σε μας ως δημόσιο συμφέρον και δημόσια σφαίρα. Χάνεται υπέρ της αγοράς και των ποικίλων συμφερόντων του ιδιωτικού τομέα, της ιδιωτικής σφαίρας, που εισέβαλαν αλόγιστα και πρόχειρα σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η προσωπική ασφάλεια, η απονομή δικαίου και η επικοινωνία. Χάνεται και γιατί πολλοί ταύτισαν το δημόσιο συμφέρον με το δικό τους προσωπικό συμφέρον. Στο δεύτερο βιβλίο υποστηρίζεται πως η διεργασία του κριτικού στοχασμού και αναστοχασμού είναι η πιο σημαντική εμπειρία μάθησης στην ενήλικη ζωή και ότι η ενίσχυσή της θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό στόχο της εκπαίδευσης των ενηλίκων.
Αναφέρομαι στα δύο αυτά σημαντικά βιβλία για να τονίσω πόσο επείγουσα και ενδιαφέρουσα για την ελληνική πραγματικότητα είναι η θεματολογία τους. Στον βωμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, του κέρδους, και από την αμέλεια της πολιτείας χάνεται καθημερινά και στη χώρα μας η αίσθηση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς και στις αρχές της δημοκρατικής πολιτείας. Οι πολίτες απληροφόρητοι γίνονται έρμαιο της τρέχουσας συμπεριφοράς των επωνύμων και της αγοραίας κατανάλωσης. Η έλλειψη συστηματικής εκπαίδευσης και μάθησης μεγαλώνει το χάσμα της σύγχρονης γνώσης, οδηγεί σε φτώχεια και ανισότητα στην πρόσβαση για νέες ευκαιρίες και δημιουργικό έργο.
Το δημόσιο συμφέρον και η μάθηση, που μετασχηματίζει τις ψυχές και τις συνειδήσεις των ανθρώπων, γίνονται κατ΄ ανάγκη δύο κρίσιμες συνιστώσες για όλους. Η ανανεωμένη αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος, η ενσωμάτωση της άποψης της μετασχηματίζουσας μάθησης και η επανατοποθέτησή μας έναντι αυτών των θεμελιωδών εννοιών μπορούν να κάνουν τα βιβλία των ελλήνων καθηγητών περισσότερο χρήσιμα στην πράξη, ανοίγοντας ένα παράθυρο αισιοδοξίας στην καταθλιπτική ατμόσφαιρα της εποχής μας. Οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις, που όλοι ευαγγελίζονται, χρειάζονται πρώτα απ΄ όλα όραμα και ρεύματα ιδεών και απόψεων. Χρειάζονται δημόσια εμπιστοσύνη και γνώση. Είναι καιρός να αλλάξει η ατζέντα των θεμάτων και των προτεραιοτήτων που μας απασχολούν. Οι έλληνες και οι ξένοι καθηγητές δείχνουν την κατεύθυνση.