Διμερείς σχέσεις σε φόντο διεθνούς ρευστότητας
Γιώργος Καπόπουλος, Ημερησία, Δημοσιευμένο: 2008-01-26
Οι επίσημες επισκέψεις πρωθυπουργών της Ελλάδας στην Αγκυρα είναι μετρημένες στα δάχτυλα: Ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1930 σε μια επίσκεψη - ιστορική τομή πλήρους εκκαθάρισης του παρελθόντος και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής την άνοιξη του 1959 την επαύριον των συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου με την προσδοκία πλήρους αποκατάστασης της ελληνοτουρκικής συνεργασίας.
Και οι δύο επισκέψεις συνδέθηκαν με υψηλότατες προσδοκίες, ένα κλίμα γενικευμένης αισιοδοξίας ήταν κυρίαρχο τότε στην Αθήνα. Η επίσκεψη που μόλις ολοκλήρωσε ο Κ. Καραμανλής έγινε σε κλίμα χαμηλών προσδοκιών και αυτή καθαυτή η πραγματοποίησή της αναδείχθηκε ως γεγονός βαρύνουσας σημασίας.
Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτήν τη διαφορά; Είναι πιο σκληρή και αδιάλλακτη η Τουρκική Ηγεσία σήμερα από ό,τι το 1930 και το 1959; Αυξάνονται αυτεπαγγέλτως με την πάροδο του χρόνου ο αναθεωρητισμός και οι διεκδικήσεις της Αγκυρας;
Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι πιο σύνθετη. Ας ξεκινήσουμε από την αυτονόητη διαπίστωση ότι οι διμερείς σχέσεις κρατών δεν διαμορφώνονται σε δοκιμαστικό σωλήνα αλλά βρίσκονται σε καθοριστική συνάρτηση με περιφερειακές και διεθνείς ισορροπίες.
Η διαμόρφωση νέων ισορροπιών και δεδομένων στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν αυτή που οδήγησε τους Βενιζέλο και Ατατούρκ στην ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1930: Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία διεκδικούσαν ζώνες κυριαρχίας και επιρροής μια νέα δηλαδή πραγματικότητα που επανιεραρχούσε τις διπλωματικές προτεραιότητες της Αθήνας και της Αγκυρας και καθιστούσε τις ελληνοτουρκικές διαφορές βλαπτικές για τα καλώς νοούμενα ζωτικά συμφέροντα των δύο χωρών.
Η σύγκλιση συμφερόντων επαναεπιβεβαιώθηκε μετά το 1945 σε ένα νέο τοπίο με τις δύο χώρες να διεκδικούν θέση ισότιμου εταίρου στη Δυτική Συμμαχία. Αυτά τα νέα δεδομένα θεώρησαν ως σταθερά οι Καραμανλής και Μεντερές όταν επεχείρησαν το 1959 ένα νέο ξεκίνημα...
Σήμερα ένα βασικό χαρακτηριστικό των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι οι σταθερές διεθνείς και περιφερειακές συντεταγμένες της Αθήνας και η αδιατάρακτη εσωτερική σταθερότητα από τη μια μεριά, και η πλήρης αβεβαιότητα διεθνούς προσανατολισμού και η εσωτερική ρευστότητα στην Αγκυρα.
Χώρα - μέλος του Σκληρού Πυρήνα της Ε.Ε. η Ελλάδα με την προοπτική ένταξης όλων των Βορείων Γειτόνων της στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση με την πιο μακρά περίοδο εσωτερικής σταθερότητας στην Ιστορία της. Από την άλλη μεριά η Τουρκία όπου μαίνεται η αντιπαράθεση Ισλαμιστών-Κεμαλιστών, δοκιμάζονται οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, είναι αβέβαιη η ευρωπαϊκή πορεία, ενώ όλοι οι ο γείτονες της στην Ασία είναι εστίες εντάσεων και συγκρούσεων.
Αν για την Αθήνα οι ελληνοτουρκικές διαφορές είναι η βασική εκκρεμότητα στην εξωτερική πολιτική, για την Αγκυρα είναι σαφές ότι δεν αποτελούν την άμεση προτεραιότητα: Προηγούνται οι εξελίξεις στο Ιράκ, οι σχέσεις του Ιράν και της Συρίας με τις ΗΠΑ και την Δύση, οι σχέσεις με την Αρμενία αλλά και οι εσωτερικές εξελίξεις στην Γεωργία και πάνω από όλα η εκκαθάριση του ευρωπαϊκού ορίζοντα που έχει σε επικίνδυνο βαθμό σκιαστεί από τους Σαρκοζί και Μέρκελ.
Η ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΙΣΑ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ Ρ. ΠΡΟΝΤΙ
Η εκλογική μάχη του 2006 θύμιζε σκηνικό σύγκρουσης δύο κόσμων: Από τη μια ο Μπερλουσκόνι που ταύτιζε την Κεντροαριστερά με τους Μπολσεβίκους από την άλλη η παράταξη του Πρόντι που ταύτιζε τον Καβαλιέρε με την Διαπλοκή, την Διαφθορά, τον Νεοφασισμό και τον Ρατσισμό.
Το αποτέλεσμα των Εκλογών κρίθηκε στο νήμα υπέρ της Κεντροαριστεράς, κυρίως χάρη στην ψήφο των Ιταλών της Διασποράς. Ήταν φανερό ότι η Κεντροαριστερά είχε υποστεί μια διπλή ήττα: Ούτε μπόρεσε να απαξιώσει ηθικά και πολιτικά τον Μπερλουσκόνι ούτε να πείσει ότι διαθέτει συνολική εναλλακτική πρόταση διαχείρισης με αποτέλεσμα ο Καβαλιέρε να αποτελεί ως αντίπαλο δέος το μόνο ενοποιητικό σημείο αναφοράς της Κεντροαριστεράς.
Ετσι η κυβέρνηση Πρόντι ξεκίνησε την θητεία της με ημερομηνία πρόωρης λήξης που έμενε απλά να προσδιορισθεί: Ο Μπερλουσκόνι παρά τις δικαστικές του περιπέτειες, τα προβλήματα της υγείας του και την εσωτερική αμφισβήτηση παρέμεινε ως πρωθυπουργός σε αναμονή, ενώ η Κεντροαριστερά άρχισε να σχεδιάζει την επόμενη μέρα με την συγκρότηση του Δημοκρατικού Κόμματος, την εκλογή του Βελτρόνι ως ηγέτη και την υιοθέτηση του δικομματισμού στη θέση του διπολισμού.
Ετσι εύλογα προέκυψε το ερώτημα πώς μπορεί να επιβιώσει μια συμμαχική κυβέρνηση όταν το μεγαλύτερο κόμμα του συνασπισμού δηλώνει ότι εγκαταλείπει την πολιτική συμμαχιών αλλά και πώς μπορεί να κυβερνήσει με αξιοπιστία ένας πρωθυπουργός όταν η παράταξή του έχει ήδη εκλέξει τον διάδοχό του.
Στην κυριολεξία και χωρίς υπερβολή μπορούμε να μιλήσουμε για πολιτικό χαρακίρι: Το πρόβλημα της σταθερότητας αντιμετωπίσθηκε σε επίπεδο εκλογικού νόμου που θα επέβαλλε τον δικομματισμό και όχι σε επίπεδο διαχειριστικού προγραμματισμού που να πείθει τους πολίτες της χώρας ότι η Κεντροαριστερά είναι αποφασισμένη να αντιμετωπίσει δομικά και όχι μόνο αστυνομικά και δικαστικά την Διαφθορά, αλλά και να προχωρήσει σε ουσιαστική αποκέντρωση με στόχο όχι την ενίσχυση τοπικών γραφειοκρατικών αλλά την καταπολέμηση των περιφερειακών ανισοτήτων. Το κενό αυτό στρατηγικής και πολιτικής σπεύδει να καλύψει για τρίτη φορά ο Μπερλουσκόνι.
Και οι δύο επισκέψεις συνδέθηκαν με υψηλότατες προσδοκίες, ένα κλίμα γενικευμένης αισιοδοξίας ήταν κυρίαρχο τότε στην Αθήνα. Η επίσκεψη που μόλις ολοκλήρωσε ο Κ. Καραμανλής έγινε σε κλίμα χαμηλών προσδοκιών και αυτή καθαυτή η πραγματοποίησή της αναδείχθηκε ως γεγονός βαρύνουσας σημασίας.
Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτήν τη διαφορά; Είναι πιο σκληρή και αδιάλλακτη η Τουρκική Ηγεσία σήμερα από ό,τι το 1930 και το 1959; Αυξάνονται αυτεπαγγέλτως με την πάροδο του χρόνου ο αναθεωρητισμός και οι διεκδικήσεις της Αγκυρας;
Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι πιο σύνθετη. Ας ξεκινήσουμε από την αυτονόητη διαπίστωση ότι οι διμερείς σχέσεις κρατών δεν διαμορφώνονται σε δοκιμαστικό σωλήνα αλλά βρίσκονται σε καθοριστική συνάρτηση με περιφερειακές και διεθνείς ισορροπίες.
Η διαμόρφωση νέων ισορροπιών και δεδομένων στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν αυτή που οδήγησε τους Βενιζέλο και Ατατούρκ στην ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1930: Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία διεκδικούσαν ζώνες κυριαρχίας και επιρροής μια νέα δηλαδή πραγματικότητα που επανιεραρχούσε τις διπλωματικές προτεραιότητες της Αθήνας και της Αγκυρας και καθιστούσε τις ελληνοτουρκικές διαφορές βλαπτικές για τα καλώς νοούμενα ζωτικά συμφέροντα των δύο χωρών.
Η σύγκλιση συμφερόντων επαναεπιβεβαιώθηκε μετά το 1945 σε ένα νέο τοπίο με τις δύο χώρες να διεκδικούν θέση ισότιμου εταίρου στη Δυτική Συμμαχία. Αυτά τα νέα δεδομένα θεώρησαν ως σταθερά οι Καραμανλής και Μεντερές όταν επεχείρησαν το 1959 ένα νέο ξεκίνημα...
Σήμερα ένα βασικό χαρακτηριστικό των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι οι σταθερές διεθνείς και περιφερειακές συντεταγμένες της Αθήνας και η αδιατάρακτη εσωτερική σταθερότητα από τη μια μεριά, και η πλήρης αβεβαιότητα διεθνούς προσανατολισμού και η εσωτερική ρευστότητα στην Αγκυρα.
Χώρα - μέλος του Σκληρού Πυρήνα της Ε.Ε. η Ελλάδα με την προοπτική ένταξης όλων των Βορείων Γειτόνων της στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση με την πιο μακρά περίοδο εσωτερικής σταθερότητας στην Ιστορία της. Από την άλλη μεριά η Τουρκία όπου μαίνεται η αντιπαράθεση Ισλαμιστών-Κεμαλιστών, δοκιμάζονται οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, είναι αβέβαιη η ευρωπαϊκή πορεία, ενώ όλοι οι ο γείτονες της στην Ασία είναι εστίες εντάσεων και συγκρούσεων.
Αν για την Αθήνα οι ελληνοτουρκικές διαφορές είναι η βασική εκκρεμότητα στην εξωτερική πολιτική, για την Αγκυρα είναι σαφές ότι δεν αποτελούν την άμεση προτεραιότητα: Προηγούνται οι εξελίξεις στο Ιράκ, οι σχέσεις του Ιράν και της Συρίας με τις ΗΠΑ και την Δύση, οι σχέσεις με την Αρμενία αλλά και οι εσωτερικές εξελίξεις στην Γεωργία και πάνω από όλα η εκκαθάριση του ευρωπαϊκού ορίζοντα που έχει σε επικίνδυνο βαθμό σκιαστεί από τους Σαρκοζί και Μέρκελ.
Η ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΙΣΑ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ Ρ. ΠΡΟΝΤΙ
Η εκλογική μάχη του 2006 θύμιζε σκηνικό σύγκρουσης δύο κόσμων: Από τη μια ο Μπερλουσκόνι που ταύτιζε την Κεντροαριστερά με τους Μπολσεβίκους από την άλλη η παράταξη του Πρόντι που ταύτιζε τον Καβαλιέρε με την Διαπλοκή, την Διαφθορά, τον Νεοφασισμό και τον Ρατσισμό.
Το αποτέλεσμα των Εκλογών κρίθηκε στο νήμα υπέρ της Κεντροαριστεράς, κυρίως χάρη στην ψήφο των Ιταλών της Διασποράς. Ήταν φανερό ότι η Κεντροαριστερά είχε υποστεί μια διπλή ήττα: Ούτε μπόρεσε να απαξιώσει ηθικά και πολιτικά τον Μπερλουσκόνι ούτε να πείσει ότι διαθέτει συνολική εναλλακτική πρόταση διαχείρισης με αποτέλεσμα ο Καβαλιέρε να αποτελεί ως αντίπαλο δέος το μόνο ενοποιητικό σημείο αναφοράς της Κεντροαριστεράς.
Ετσι η κυβέρνηση Πρόντι ξεκίνησε την θητεία της με ημερομηνία πρόωρης λήξης που έμενε απλά να προσδιορισθεί: Ο Μπερλουσκόνι παρά τις δικαστικές του περιπέτειες, τα προβλήματα της υγείας του και την εσωτερική αμφισβήτηση παρέμεινε ως πρωθυπουργός σε αναμονή, ενώ η Κεντροαριστερά άρχισε να σχεδιάζει την επόμενη μέρα με την συγκρότηση του Δημοκρατικού Κόμματος, την εκλογή του Βελτρόνι ως ηγέτη και την υιοθέτηση του δικομματισμού στη θέση του διπολισμού.
Ετσι εύλογα προέκυψε το ερώτημα πώς μπορεί να επιβιώσει μια συμμαχική κυβέρνηση όταν το μεγαλύτερο κόμμα του συνασπισμού δηλώνει ότι εγκαταλείπει την πολιτική συμμαχιών αλλά και πώς μπορεί να κυβερνήσει με αξιοπιστία ένας πρωθυπουργός όταν η παράταξή του έχει ήδη εκλέξει τον διάδοχό του.
Στην κυριολεξία και χωρίς υπερβολή μπορούμε να μιλήσουμε για πολιτικό χαρακίρι: Το πρόβλημα της σταθερότητας αντιμετωπίσθηκε σε επίπεδο εκλογικού νόμου που θα επέβαλλε τον δικομματισμό και όχι σε επίπεδο διαχειριστικού προγραμματισμού που να πείθει τους πολίτες της χώρας ότι η Κεντροαριστερά είναι αποφασισμένη να αντιμετωπίσει δομικά και όχι μόνο αστυνομικά και δικαστικά την Διαφθορά, αλλά και να προχωρήσει σε ουσιαστική αποκέντρωση με στόχο όχι την ενίσχυση τοπικών γραφειοκρατικών αλλά την καταπολέμηση των περιφερειακών ανισοτήτων. Το κενό αυτό στρατηγικής και πολιτικής σπεύδει να καλύψει για τρίτη φορά ο Μπερλουσκόνι.