Σκέψεις για τον προγραμματικό λόγο της Αριστεράς
Γιώργος Ιωαννίδης, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2008-03-16
Όταν το 1994, πρωτοετής φοιτητής στο Πάντειο, έκανα "πολιτικό καμάκι" σε φίλους και συμφοιτητές, η αυθόρμητη απάντηση που συχνά έπαιρνα από τον συνομιλητή μου ήταν: "Και τι θέλετε δηλαδή, να γίνουμε σαν την ΕΣΣΔ;". Φυσικά, η ΕΣΣΔ δεν υπήρχε το ’94 αφού ο "υπαρκτός" είχε καταρρεύσει. Υπήρχε όμως έντονη και πρόσφατη η αίσθηση ότι δεν αποτέλεσε εναλλακτική. Την απάντηση μπορείτε να την φανταστείτε: "Εμείς είχαμε κάνει από καιρό κριτική στην ΕΣΣΔ, εμείς λέμε σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία" και διάφορα τέτοια, τα οποία όμως ήταν καταδικασμένα να μην πείθουν. Όχι γιατί δεν ήταν αληθινά, αλλά γιατί αυτό που συνέβη εκεί επί "υπαρκτού" και η συνακόλουθη κατάρρευσή του μας είχε απονομιμοποιήσει συνολικά, ασχέτως διαφοροποιήσεων. Την ίδια απάντηση συνέχιζα να παίρνω και το ’95 και το ’96 και πάει λέγοντας. Καθώς όμως πέρναγαν τα χρόνια και πλησίαζα προς το πτυχίο, κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει. Λίγα χρόνια αργότερα (κοντά στο ’98-’99, νομίζω) η αυθόρμητη απάντηση ήταν άλλη. Είχε πλέον αλλάξει στο: "Και τι μπορούμε να κάνουμε δηλαδή;". Δε λέω ότι η απόκριση σε αυτό το ερώτημα ήταν πιο εύκολη. Σε κάθε περίπτωση όμως, το ίδιο το ερώτημα σε προκαλούσε και ήταν καλοδεχούμενο: δεν χρειαζόταν πλέον να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, έπρεπε να πεις κάτι ουσιαστικό, να δώσεις εναλλακτική.
Από τότε πέρασε πολύ καιρός, το ερώτημα όμως παρέμεινε. Αυτό που άλλαζε ήταν η απάντηση ή, καλύτερα, η έμφαση που δίναμε στις πολλές απαντήσεις που διαθέταμε. Αρχικά, μιλήσαμε για την ανάγκη ύπαρξης στη Βουλή ενός κόμματος σαν τον Συνασπισμό, προκειμένου να υπερασπίζεται, με τις όποιες δυνάμεις του, τα δικαιώματα, τις ελευθερίες, μια αριστερή κουλτούρα. Στη συνέχεια είπαμε για την ανάγκη μιας δυναμικής και αριστερής αντιπολίτευσης, προκειμένου να μην περάσουν τα φιλελεύθερα σχέδια της κυβέρνησης. Έπειτα μιλήσαμε για τα κινήματα και για το ότι "Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός". Μετά αναφερθήκαμε στην ενότητα της Αριστεράς, σήμερα μιλάμε για την ανάγκη μιας "νέας κοινωνικής και κυβερνητικής πλειοψηφίας, με άξονα τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς".
Σε κάθε περίπτωση και εκδοχή των παραπάνω, ενίοτε από όλους, ενίοτε από μερικούς, προβαλλόταν η ανάγκη διατύπωσης και ενός προγραμματικού λόγου. Δυστυχώς όμως για εμάς, το αίτημα διατύπωσης προγραμματικού λόγου ενεπλάκη στις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις και ως ένα σημείο φετιχοποιήθηκε, υπό την έννοια ότι έφτασε να ταυτίζεται με ένα συγκεκριμένο ρεύμα του Συνασπισμού. Αντίστοιχα, και πάλι δυστυχώς, φετιχοποιήθηκε και το αίτημα του να είμαστε με τα κινήματα κάνοντας δυναμική αντιπολίτευση, το οποίο, με τη σειρά του, ταυτίστηκε με ένα άλλο ρεύμα του Συνασπισμού. Και φυσικά, όπως όλα τα κακέκτυπα, έτσι και το σχήμα "προγραμματικός λόγος vs κινηματική δράση" δεν περιγράφει την πραγματική εσωκομματική κατάσταση, αφού καμία τάση δεν έχει "καπαρώσει" είτε το ένα είτε το άλλο, ούτε επιτρέπει τη διαμόρφωση ολοκληρωμένης πολιτικής στρατηγικής.
Τώρα όμως που ο Συνασπισμός "χτυπά" στις δημοσκοπήσεις διψήφια ποσοστά και φαίνεται γενικότερα να αποκτά μια ισχυρή δυναμική, μπορούμε να ξανασυζητήσουμε το θέμα απο-φετιχοποιώντας το, επειδή η πραγματικότητα μας το επιβάλλει. Μπορούμε να ξαναδούμε τη σχέση του προγραμματικού λόγου και της κινηματικής δράσης, την έμφαση που πρέπει ένα αριστερό κόμμα να δίνει στο ένα και στο άλλο, τον τρόπο με τον οποίο αλληλοδιαπλέκονται, αλλά, κυρίως, τι πρακτικές συνέπειες έχει ό,τι αποφασίσουμε σχετικά με το θέμα.
Προγραμματικός λόγος, αιτήματα και πρόγραμμα
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται όταν κάποιος προσπαθεί να γράψει για τον προγραμματικό λόγο είναι τι ακριβώς είναι αυτός, πού διαχωρίζεται από τα |αιτήματα| ή/και το |πρόγραμμα|. Όπως το καταλαβαίνω, η διαφορά του προγραμματικού λόγου και του προγράμματος με το αίτημα είναι ότι το δεύτερο θέτει μεν το στόχο (τι πρέπει να γίνει), δεν μας λέει όμως πώς θα επιτευχθεί (πώς θα γίνει). Αυτή η διάκριση δεν είναι μικρής σημασίας. Όταν αρχίζεις να περιγράφεις τα "πώς", τότε αρχίζεις να διαπιστώνεις ότι γεννιούνται αντιφάσεις και συγκρούσεις, στις οποίες πρέπει να πάρεις θέση. Τότε ο "λαός" ξαφνικά μετατρέπεται σε συγκεκριμένες ομάδες ή τάξεις με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, άλλα από τα οποία θα θέλαμε να ενισχύσουμε, με άλλα όμως επιβάλλεται να συγκρουστούμε. Οι κοινωνικές συμμαχίες αλλά και οι αντιπαλότητες οικοδομούνται πάνω στο έδαφος του "πώς". Αντίστοιχα, η διαφορά του προγραμματικού λόγου με το πρόγραμμα έγκειται στο ότι το δεύτερο είναι συνολικότερο του πρώτου. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στον Συνασπισμό έχουμε πολλά αιτήματα, λιγότερες συγκεκριμένες προτάσεις και κανένα πρόγραμμα. Για το παραπάνω δεν χρειάζεται να απολογηθούμε, θα ήταν μικρομεγαλισμός να θεωρούμε ότι ένα κόμμα του 3%-5% μπορεί να έχει συνολικό πρόγραμμα που να μην είναι εγκεφαλική άσκηση επί χάρτου. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για ένα κόμμα με διψήφιο ποσοστό.
Καταρχάς όμως χρειάζεται μια διευκρίνιση. Το αίτημα η Αριστερά να διατυπώσει προγραμματικό λόγο ταυτίζεται με το αίτημα να τοποθετείται επί των προβλημάτων με πολιτικά υπεύθυνο τρόπο, δηλαδή να μη λαϊκίζει και να μην μπουρδολογεί. Σε αυτήν τη λογική, ο προγραμματικός λόγος δεν χρειάζεται να πιάνει κάθε λεπτομέρεια κάθε θέματος. Η πραγματικότητα είναι εξαιρετικά πλούσια και η κοινωνία εξαιρετικά αντιφατική για να την τυλίξεις σε ένα χαρτί. Τα υπουργεία έχουν διευθύνσεις, υποδιευθύνσεις, παρα-διευθύνσεις. Προγραμματικός λόγος δεν σημαίνει να περιγράψεις μέχρι κεραίας τι θα κάνεις με αυτά. Σημαίνει όμως να διαμορφώσεις μια γενική (όχι όμως γενικόλογη, ούτε αόριστη) κατεύθυνση για τους βασικούς και ειδικούς άξονες της πολιτικής σου.
Ο προγραμματικός λόγος ως εργαλείο πειθούς και όχι απαραιτήτως διακυβέρνησης
Ξεκινώντας από το υπαρκτό ερώτημα του παλιού συμφοιτητή μου "Και τι μπορούμε να κάνουμε;" θα υποστηρίξω ότι ο προγραμματικός λόγος είναι καταρχήν εργαλείο πολιτικής πειθούς και όχι απαραιτήτως διακυβέρνησης. Με άλλα λόγια, έχω την εντύπωση ότι το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ως Αριστερά δεν σχετίζεται πλέον τόσο με τις προθέσεις μας ("Θέλετε να γίνουμε ΕΣΣΔ;") όσο με την αδυναμία του κόσμου να συλλάβει μια εναλλακτική πέραν του νεοφιλελευθερισμού. Είναι αυτό ακριβώς που ο Μαρξ εννοούσε όταν έλεγε πως το ισχυρότερο όπλο του υφιστάμενου συστήματος είναι το ότι υφίσταται. Σε αυτήν τη λογική, η διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων, ακόμα και αν κινούνται εντός του πλαισίου του καπιταλισμού, στοχεύει στο να πολεμήσει την πεποίθηση ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι η μόνη ρεαλιστική επιλογή. Η διατύπωση προτάσεων που μπορούν να εφαρμοστούν αύριο το πρωί έχει στόχο να εισάγει τους πολίτες σε μια λογική ότι δεν υπάρχουν μονόδρομοι, συνεπώς απαιτείται να επιλέξουμε και τι κάνουμε και πώς το κάνουμε.
Ακριβώς για αυτό τον λόγο, όσοι υποστηρίζουν ότι η διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων εξωραϊζει τον καπιταλισμό αγνοούν δύο σημαντικές παραμέτρους. Η πρώτη αφορά τα παραπάνω, δηλαδή ότι η διατύπωση μεταρρυθμιστικών προτάσεων επιδιώκει να αμφισβητήσει τη λογική του μονόδρομου. Η δεύτερη έχει να κάνει με το γεγονός ότι ένας "πιο δίκαιος" καπιταλισμός ανοίγει περισσότερες δυνατότητες επιθετικών διεκδικήσεων απ’ ό,τι ένας άγριος καπιταλισμός. Σε τελική ανάλυση η λαϊκή σοφία το έχει παραστατικά σχηματοποιήσει λέγοντας ότι "τρώγοντας έρχεται η όρεξη". Υπ’ αυτήν την έννοια, οι προτάσεις π.χ. για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ή για φορολόγηση των μερισμάτων των μετοχών, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το κράτος πρόνοιας κ.ά., μπορεί να "εξωράιζαν" τον καπιταλισμό εάν εφαρμόζονταν, ταυτόχρονα όμως θα διεύρυναν τον δημοκρατικό έλεγχο και τα δικαιώματα των πολιτών, ανοίγοντας τον δρόμο για περισσότερες διεκδικήσεις. Για παράδειγμα, στα σκανδιναβικά κράτη κατά τη δεκαετία του 1970 τα συνδικάτα δεν διατύπωναν αιτήματα για βασικό μισθό, διεκδικούσαν να αποδίδεται στους εργαζόμενους, με τη μορφή μετοχών (δηλαδή τίτλων ιδιοκτησίας), ποσοστό από τα ετήσια κέρδη των επιχειρήσεων, με στόχο τη σταδιακή αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος.
Από την ψήφο διαμαρτυρίας στην πολιτική υποστήριξη
Το δεύτερο στοιχείο σχετικά με τον προγραμματικό λόγο της Αριστεράς σχετίζεται με το ότι έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει μια ψήφο διαμαρτυρίας σε πολιτική υποστήριξη. Το παράδειγμα του Ασφαλιστικού είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς σήμερα. Είδαμε ότι κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης του Ασφαλιστικού προσκρούει σε έντονες κοινωνικές αντιδράσεις, και καλά κάνει. Όμως το ερώτημα για εμάς δεν σχετίζεται μόνο με το |γιατί| των αντιδράσεων αλλά και με το περιεχόμενό τους. Είναι φυσιολογικό οι άνθρωποι να αντιδρούν σε ό,τι δυσχεραίνει τη θέση τους. Αυτή την αντίδραση πρέπει ως κόμμα να την υποστηρίζουμε, ακόμα και να την υποκινούμε. Ταυτόχρονα όμως θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να χρησιμοποιήσουμε αυτή την αντίδραση, προκειμένου να προκαταβάλουμε μια λύση. Δεν ισχυρίζομαι ότι πρέπει να κάνουμε "εποικοδομητική κριτική" στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης. Κάθε άλλο, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο πρέπει να απορριφθεί συλλήβδην. Είναι όμως άλλο πράγμα να λες "στο Ασφαλιστικό δεν κάνετε τίποτα" από το να λες "τα μέτρα σας δεν θα περάσουν" και τίποτα παραπάνω. Η ύπαρξη συγκεκριμένης αντιπρότασης για τη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να μετατραπεί η ψήφος διαμαρτυρίας σε συνειδητή και διαρκή πολιτική στήριξη. Βάσει των παραπάνω, όταν "συνομιλώντας" με τον πρωθυπουργό αντιπροτείνουμε το ένα ή το άλλο συγκεκριμένο μέτρο δεν απευθυνόμαστε στην κυβέρνηση αλλά στην κοινωνία. Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δεν θα υιοθετήσει τις προτάσεις μας, το ίδιο όμως δεν ισχύει για την κοινωνία. Με άλλα λόγια, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, εάν να σταματήσει, σίγουρα θα σταματήσει στους δρόμους. Το Ασφαλιστικό όμως ως πρόβλημα, εάν να λυθεί, θα λυθεί πρώτα στους δρόμους από ανθρώπους που ζητάνε πράγματα και στη συνέχεια στη Βουλή μέσω αυτού του "μαγικού" τρόπου με τον οποίο η κοινωνία επιβάλλει τη θέλησή της και στο θεσμικό επίπεδο, ακόμη και εάν οι συσχετισμοί δύναμης των κομμάτων δεν έχουν ανατραπεί εντελώς.
Σε συνέχεια των παραπάνω, αντικείμενο, στόχος και κριτήριο του προγραμματικού μας λόγου δεν μπορεί να είναι ο ρεαλισμός των προτάσεών μας (υπό την έννοια του ρεαλισμού της εξουσίας) αλλά το εφικτό τους, υπό την έννοια ότι μπορούν να πραγματοποιηθούν επειδή υποστηρίζονται από την κοινωνική πλειοψηφία. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι υπάρχουν δύο ειδών ρεαλισμοί. Ο πρώτος είναι ο εσωτερικός ρεαλισμός του συστήματος: για παράδειγμα, δεδομένου του χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να προωθηθεί μια ισχυρότερη κοινωνική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το αστείο είναι ότι σε αυτήν τη λογική βλέπουμε να προσχωρούν τόσο οι υποστηρικτές του σημερινού καθεστώτος, υποστηρίζοντας τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο στην ανταγωνιστικότητα, όσο και οι "φανατικότεροι" πολέμιοί του, υποστηρίζοντας ότι κάθε τέτοια προσπάθεια είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και ο μόνος δρόμος είναι η διάλυση ή η αποχώρηση από αυτή. Εκτός όμως από τον ρεαλισμό της εξουσίας, υπάρχει και ο ρεαλισμός της κοινωνίας. Εκεί η παραπάνω πρόταση μπορεί να βρει υποστήριξη και, γιατί όχι, να επιβληθεί παρά το γεγονός ότι στη βασική της φιλοσοφία συνιστά τομή σε σχέση με ό,τι ακολουθείται σήμερα. Αυτό που την καθιστά ρεαλιστική είναι αφενός ότι υποστηρίζεται από ευρύτερα στρώματα, αφετέρου ότι δεν συνεπάγεται αυτόματα τον σοσιαλισμό. Υπ’ αυτή την έννοια, για να είναι αριστερός λόγος, ο προγραμματικός λόγος και τα αιτήματα-προτάσεις που διατυπώνει προϋποθέτει τομές, που μπορεί να είναι μικρές, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχουν. Δε γνωρίζω ποιο είναι το απόλυτο κριτήριο της τομής ή αν υπάρχει κάποιο, θα έλεγα όμως ότι πράγματα όπως η διεύρυνση του δημοκρατικού ελέγχου, η ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών, η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων και η ισότητα θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως κάποια από τα κριτήρια. Ταυτόχρονα, βέβαια, ο προγραμματικός λόγος οφείλει να διατυπώνει και προτάσεις που προϋποθέτουν σημαντικότερες αλλαγές και ιδεολογικές μετατοπίσεις. Κατά συνέπεια, δεν είναι όλες οι προγραμματικές προτάσεις το ίδιο "εφικτές", κάποιες μπορούν να εφαρμοστούν σήμερα, κάποιες χρειάζονται κατιτίς παραπάνω.
Κίνδυνοι από τα αριστερά...
Σε αυτό το σημείο, όμως, ο κίνδυνος δεν έρχεται μόνο από τα "δεξιά", την πιθανότητα δηλαδή διατύπωσης ενός διαχειριστικού λόγου, αλλά και από τα "αριστερά", την πιθανότητα δηλαδή να αντιλαμβανόμαστε ως τομή αποκλειστικά την επανάσταση. Στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματός μας ακούστηκε από αρκετά χείλη ότι "άλλο η εξουσία και άλλο η κυβέρνηση". Φαντάζομαι ότι αυτό που εννοούσαν οι σύντροφοι ήταν ότι δεν φτάνει να έχεις την κυβέρνηση εάν δεν έχεις εξασφαλίσει τον έλεγχο και της οικονομικής εξουσίας. Η παραπάνω διαπίστωση, γενικά μιλώντας, είναι σωστή, και οι αριστεροί το ξέρουν ήδη από τον 19ο αιώνα. Το πρόβλημα δημιουργείται από τη στιγμή που δεν αντιλαμβανόμαστε ότι η πολιτική σφαίρα (κυβέρνηση) διατηρεί μια σχετική αυτονομία από την οικονομική σφαίρα (εξουσία). Η ιστορία δείχνει ότι είναι δυνατόν η κοινωνία να επιβάλει --ως ένα σημείο-- κανόνες στην οικονομία χωρίς να έχει τον έλεγχο της (το καλύτερο παράδειγμα είναι το κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη των δεκαετιών του ’60 και του ’70). Το να μην αναγνωρίζουμε αυτήν τη σχέση μας οδηγεί σε ένα χυδαίο οικονομισμό. Είναι προφανές ότι οι προτάσεις που διατυπώνουμε δεν μπορούν να εφαρμοστούν εάν δεν πραγματοποιηθούν αλλαγές και αναδιάταξη του συσχετισμού δύναμης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι προτάσεις μας πρέπει να περιμένουν τον σοσιαλισμό. Με άλλα λόγια, αυτό που καθιστά τις προτάσεις μας εφικτές ή όχι δεν είναι άλλο από την πραγματική κοινωνική υποστήριξη σε αυτές και τη δυνατότητά τους να κινητοποιήσουν κόσμο.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι είτε εμείς να μην μπορούμε να αντιληφθούμε την πραγματικότητα, είτε οι προτάσεις μας να μην τη λαμβάνουν υπόψη (είτε από επιλογή, είτε από άγνοια). Το πρόβλημα με τους λεονταρισμούς είναι ότι καθιστούν τον φορέα τους αναξιόπιστο ως εναλλακτική επιλογή και ταυτόχρονα ιδανικό ως όχημα διαμαρτυρίας. Συνεπώς, οι προτάσεις που διατυπώνουμε πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνουν υπόψη και να απαντούν στη σημερινή πραγματικότητα, όχι στο επαναστατικό μας "θα ήθελα να". Ταυτόχρονα, οι προτάσεις μας πρέπει να επιτρέπουν στον κόσμο να ταυτιστεί με αυτές, να θεωρήσει ότι όντως είναι εφικτές, προκειμένου να τις στηρίξει ενεργά. Πηγαίνετε για παράδειγμα σε έναν εργαζόμενο σε βιβλιοπωλείο, που κατά μέσο όρο παίρνει 580 ευρώ, και πείτε του να αγωνιστεί για κατώτατο μισθό 1.300 ευρώ. Θα σας κοιτάξει σαν να ήρθατε από τον πλανήτη Άρη. Είναι τόσο μακρινό, τόσο άπιαστο, όσο και αν του λέγατε για κατώτατο μισθό στις 3.000 ευρώ. Γιατί επομένως αυτό είναι πιο "αριστερό" από το να διεκδικήσει να παίρνει του χρόνου 800 ευρώ; Το θεωρεί κανείς πιο εύκολο; Και πάλι, δεν υποστηρίζω ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τη θέση για κατώτατο μισθό στα 1.300 ευρώ, αυτό όμως δεν θα συμβεί εν μια νυκτί. Ο ρόλος του προγραμματικού λόγου έγκειται ακριβώς στο ότι περιγράφει τα στάδια που πρέπει να ακολουθηθούν προκειμένου να φτάσουμε εκεί. Αυτή η περιγραφή δεν γίνεται για να δώσουμε στην κυβέρνηση έναν "οδηγό", αλλά για να πείσουμε τον κόσμο ότι η πρόταση είναι σε τελική ανάλυση εφικτή.
Ένα αντίστοιχο παράδειγμα μπορούμε να βρούμε στον λόγο ορισμένων συντρόφων για τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων. Μετά το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων υποστήριξαν με ζέση ότι τα χρήματα των ταμείων πρέπει να κατατίθενται στην ασφάλεια της τράπεζας. Αγνοούν όμως ότι ακριβώς αυτό έκαναν επί χρόνια οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Υποχρέωναν τα ασφαλιστικά ταμεία να καταθέτουν τα αποθεματικά τους στην Τράπεζα της Ελλάδος, της οποίας όμως το επιτόκιο ήταν χαμηλότερο από τον πληθωρισμό, με συνέπεια χρόνο με τον χρόνο να χάνονται δισεκατομμύρια. Προφανώς δεν υπάρχει εύκολη απάντηση στο ερώτημα της αξιοποίησης των αποθεματικών των ταμείων, σε κάθε περίπτωση όμως καλό θα ήταν να αποφεύγουμε τις εύκολες λύσεις και να μελετάμε την πραγματικότητα και τις επιλογές μας. Αντίστοιχα παραδείγματα μπορούμε να βρούμε αρκετά.
...και από τα δεξιά
Τέλος, υπάρχει και ο κίνδυνος από τα "δεξιά", να μετατραπούμε δηλαδή σε δύναμη διαχείρισης. Η Αριστερά έχει πολλά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων και μάλλον θα υπάρξουν και άλλα. Σε σχέση με τον προγραμματικό λόγο, νομίζω ότι το πρόβλημα έγκειται στο ότι κάποιοι πίστεψαν υπέρ του δέον στη δύναμή του. Δεν φτάνουν μόνο σωστές προτάσεις για να αλλάξεις τον κόσμο ή έστω να τον κάνεις καλύτερο. Χρειάζεται και κοινωνική υποστήριξη. Αλλιώς η πραγματικότητα θα αποδειχθεί πολύ πολύπλοκη και ισχυρή για να αναμετρηθείς μόνος μαζί της και θα καταλήξεις βουλευτής, άντε υπουργός του ΠΑΣΟΚ, αφοπλισμένος, ενσωματωμένος. Η πολιτική δεν είναι μόνο επιχειρήματα που αναμετρώνται στον δημόσιο λόγο. Αν ήταν έτσι, μετά από δέκα τηλεμαχίες θα σχηματίζαμε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Εντέλει, η πολιτική τοποθέτηση είναι θέμα ιδεολογίας, και ο προγραμματικός λόγος απλώς την υποστηρίζει. Για να αλλάξει η ιδεολογία χρειάζονται πολλά, και βιώματα, και πρακτικές, και επιχειρήματα. Σε αυτή την προσπάθεια μπορούμε να βρούμε στον προγραμματικό λόγο ένα χρήσιμο εργαλείο.
Σε τελική ανάλυση, όμως, ας μην ξεχνάμε ότι για τη φράση "όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι" δεν υπάρχει αυστηρή λογική θεμελίωση. Η απάντηση είναι ένα απλό, θεμελιακό και αυτάρεσκο "γιατί έτσι θέλουμε".
|Ο Γιώργος Ιωαννίδης είναι οικονομολόγος, υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης|
Από τότε πέρασε πολύ καιρός, το ερώτημα όμως παρέμεινε. Αυτό που άλλαζε ήταν η απάντηση ή, καλύτερα, η έμφαση που δίναμε στις πολλές απαντήσεις που διαθέταμε. Αρχικά, μιλήσαμε για την ανάγκη ύπαρξης στη Βουλή ενός κόμματος σαν τον Συνασπισμό, προκειμένου να υπερασπίζεται, με τις όποιες δυνάμεις του, τα δικαιώματα, τις ελευθερίες, μια αριστερή κουλτούρα. Στη συνέχεια είπαμε για την ανάγκη μιας δυναμικής και αριστερής αντιπολίτευσης, προκειμένου να μην περάσουν τα φιλελεύθερα σχέδια της κυβέρνησης. Έπειτα μιλήσαμε για τα κινήματα και για το ότι "Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός". Μετά αναφερθήκαμε στην ενότητα της Αριστεράς, σήμερα μιλάμε για την ανάγκη μιας "νέας κοινωνικής και κυβερνητικής πλειοψηφίας, με άξονα τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς".
Σε κάθε περίπτωση και εκδοχή των παραπάνω, ενίοτε από όλους, ενίοτε από μερικούς, προβαλλόταν η ανάγκη διατύπωσης και ενός προγραμματικού λόγου. Δυστυχώς όμως για εμάς, το αίτημα διατύπωσης προγραμματικού λόγου ενεπλάκη στις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις και ως ένα σημείο φετιχοποιήθηκε, υπό την έννοια ότι έφτασε να ταυτίζεται με ένα συγκεκριμένο ρεύμα του Συνασπισμού. Αντίστοιχα, και πάλι δυστυχώς, φετιχοποιήθηκε και το αίτημα του να είμαστε με τα κινήματα κάνοντας δυναμική αντιπολίτευση, το οποίο, με τη σειρά του, ταυτίστηκε με ένα άλλο ρεύμα του Συνασπισμού. Και φυσικά, όπως όλα τα κακέκτυπα, έτσι και το σχήμα "προγραμματικός λόγος vs κινηματική δράση" δεν περιγράφει την πραγματική εσωκομματική κατάσταση, αφού καμία τάση δεν έχει "καπαρώσει" είτε το ένα είτε το άλλο, ούτε επιτρέπει τη διαμόρφωση ολοκληρωμένης πολιτικής στρατηγικής.
Τώρα όμως που ο Συνασπισμός "χτυπά" στις δημοσκοπήσεις διψήφια ποσοστά και φαίνεται γενικότερα να αποκτά μια ισχυρή δυναμική, μπορούμε να ξανασυζητήσουμε το θέμα απο-φετιχοποιώντας το, επειδή η πραγματικότητα μας το επιβάλλει. Μπορούμε να ξαναδούμε τη σχέση του προγραμματικού λόγου και της κινηματικής δράσης, την έμφαση που πρέπει ένα αριστερό κόμμα να δίνει στο ένα και στο άλλο, τον τρόπο με τον οποίο αλληλοδιαπλέκονται, αλλά, κυρίως, τι πρακτικές συνέπειες έχει ό,τι αποφασίσουμε σχετικά με το θέμα.
Προγραμματικός λόγος, αιτήματα και πρόγραμμα
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται όταν κάποιος προσπαθεί να γράψει για τον προγραμματικό λόγο είναι τι ακριβώς είναι αυτός, πού διαχωρίζεται από τα |αιτήματα| ή/και το |πρόγραμμα|. Όπως το καταλαβαίνω, η διαφορά του προγραμματικού λόγου και του προγράμματος με το αίτημα είναι ότι το δεύτερο θέτει μεν το στόχο (τι πρέπει να γίνει), δεν μας λέει όμως πώς θα επιτευχθεί (πώς θα γίνει). Αυτή η διάκριση δεν είναι μικρής σημασίας. Όταν αρχίζεις να περιγράφεις τα "πώς", τότε αρχίζεις να διαπιστώνεις ότι γεννιούνται αντιφάσεις και συγκρούσεις, στις οποίες πρέπει να πάρεις θέση. Τότε ο "λαός" ξαφνικά μετατρέπεται σε συγκεκριμένες ομάδες ή τάξεις με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, άλλα από τα οποία θα θέλαμε να ενισχύσουμε, με άλλα όμως επιβάλλεται να συγκρουστούμε. Οι κοινωνικές συμμαχίες αλλά και οι αντιπαλότητες οικοδομούνται πάνω στο έδαφος του "πώς". Αντίστοιχα, η διαφορά του προγραμματικού λόγου με το πρόγραμμα έγκειται στο ότι το δεύτερο είναι συνολικότερο του πρώτου. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στον Συνασπισμό έχουμε πολλά αιτήματα, λιγότερες συγκεκριμένες προτάσεις και κανένα πρόγραμμα. Για το παραπάνω δεν χρειάζεται να απολογηθούμε, θα ήταν μικρομεγαλισμός να θεωρούμε ότι ένα κόμμα του 3%-5% μπορεί να έχει συνολικό πρόγραμμα που να μην είναι εγκεφαλική άσκηση επί χάρτου. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για ένα κόμμα με διψήφιο ποσοστό.
Καταρχάς όμως χρειάζεται μια διευκρίνιση. Το αίτημα η Αριστερά να διατυπώσει προγραμματικό λόγο ταυτίζεται με το αίτημα να τοποθετείται επί των προβλημάτων με πολιτικά υπεύθυνο τρόπο, δηλαδή να μη λαϊκίζει και να μην μπουρδολογεί. Σε αυτήν τη λογική, ο προγραμματικός λόγος δεν χρειάζεται να πιάνει κάθε λεπτομέρεια κάθε θέματος. Η πραγματικότητα είναι εξαιρετικά πλούσια και η κοινωνία εξαιρετικά αντιφατική για να την τυλίξεις σε ένα χαρτί. Τα υπουργεία έχουν διευθύνσεις, υποδιευθύνσεις, παρα-διευθύνσεις. Προγραμματικός λόγος δεν σημαίνει να περιγράψεις μέχρι κεραίας τι θα κάνεις με αυτά. Σημαίνει όμως να διαμορφώσεις μια γενική (όχι όμως γενικόλογη, ούτε αόριστη) κατεύθυνση για τους βασικούς και ειδικούς άξονες της πολιτικής σου.
Ο προγραμματικός λόγος ως εργαλείο πειθούς και όχι απαραιτήτως διακυβέρνησης
Ξεκινώντας από το υπαρκτό ερώτημα του παλιού συμφοιτητή μου "Και τι μπορούμε να κάνουμε;" θα υποστηρίξω ότι ο προγραμματικός λόγος είναι καταρχήν εργαλείο πολιτικής πειθούς και όχι απαραιτήτως διακυβέρνησης. Με άλλα λόγια, έχω την εντύπωση ότι το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ως Αριστερά δεν σχετίζεται πλέον τόσο με τις προθέσεις μας ("Θέλετε να γίνουμε ΕΣΣΔ;") όσο με την αδυναμία του κόσμου να συλλάβει μια εναλλακτική πέραν του νεοφιλελευθερισμού. Είναι αυτό ακριβώς που ο Μαρξ εννοούσε όταν έλεγε πως το ισχυρότερο όπλο του υφιστάμενου συστήματος είναι το ότι υφίσταται. Σε αυτήν τη λογική, η διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων, ακόμα και αν κινούνται εντός του πλαισίου του καπιταλισμού, στοχεύει στο να πολεμήσει την πεποίθηση ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι η μόνη ρεαλιστική επιλογή. Η διατύπωση προτάσεων που μπορούν να εφαρμοστούν αύριο το πρωί έχει στόχο να εισάγει τους πολίτες σε μια λογική ότι δεν υπάρχουν μονόδρομοι, συνεπώς απαιτείται να επιλέξουμε και τι κάνουμε και πώς το κάνουμε.
Ακριβώς για αυτό τον λόγο, όσοι υποστηρίζουν ότι η διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων εξωραϊζει τον καπιταλισμό αγνοούν δύο σημαντικές παραμέτρους. Η πρώτη αφορά τα παραπάνω, δηλαδή ότι η διατύπωση μεταρρυθμιστικών προτάσεων επιδιώκει να αμφισβητήσει τη λογική του μονόδρομου. Η δεύτερη έχει να κάνει με το γεγονός ότι ένας "πιο δίκαιος" καπιταλισμός ανοίγει περισσότερες δυνατότητες επιθετικών διεκδικήσεων απ’ ό,τι ένας άγριος καπιταλισμός. Σε τελική ανάλυση η λαϊκή σοφία το έχει παραστατικά σχηματοποιήσει λέγοντας ότι "τρώγοντας έρχεται η όρεξη". Υπ’ αυτήν την έννοια, οι προτάσεις π.χ. για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ή για φορολόγηση των μερισμάτων των μετοχών, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το κράτος πρόνοιας κ.ά., μπορεί να "εξωράιζαν" τον καπιταλισμό εάν εφαρμόζονταν, ταυτόχρονα όμως θα διεύρυναν τον δημοκρατικό έλεγχο και τα δικαιώματα των πολιτών, ανοίγοντας τον δρόμο για περισσότερες διεκδικήσεις. Για παράδειγμα, στα σκανδιναβικά κράτη κατά τη δεκαετία του 1970 τα συνδικάτα δεν διατύπωναν αιτήματα για βασικό μισθό, διεκδικούσαν να αποδίδεται στους εργαζόμενους, με τη μορφή μετοχών (δηλαδή τίτλων ιδιοκτησίας), ποσοστό από τα ετήσια κέρδη των επιχειρήσεων, με στόχο τη σταδιακή αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος.
Από την ψήφο διαμαρτυρίας στην πολιτική υποστήριξη
Το δεύτερο στοιχείο σχετικά με τον προγραμματικό λόγο της Αριστεράς σχετίζεται με το ότι έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει μια ψήφο διαμαρτυρίας σε πολιτική υποστήριξη. Το παράδειγμα του Ασφαλιστικού είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς σήμερα. Είδαμε ότι κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης του Ασφαλιστικού προσκρούει σε έντονες κοινωνικές αντιδράσεις, και καλά κάνει. Όμως το ερώτημα για εμάς δεν σχετίζεται μόνο με το |γιατί| των αντιδράσεων αλλά και με το περιεχόμενό τους. Είναι φυσιολογικό οι άνθρωποι να αντιδρούν σε ό,τι δυσχεραίνει τη θέση τους. Αυτή την αντίδραση πρέπει ως κόμμα να την υποστηρίζουμε, ακόμα και να την υποκινούμε. Ταυτόχρονα όμως θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να χρησιμοποιήσουμε αυτή την αντίδραση, προκειμένου να προκαταβάλουμε μια λύση. Δεν ισχυρίζομαι ότι πρέπει να κάνουμε "εποικοδομητική κριτική" στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης. Κάθε άλλο, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο πρέπει να απορριφθεί συλλήβδην. Είναι όμως άλλο πράγμα να λες "στο Ασφαλιστικό δεν κάνετε τίποτα" από το να λες "τα μέτρα σας δεν θα περάσουν" και τίποτα παραπάνω. Η ύπαρξη συγκεκριμένης αντιπρότασης για τη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να μετατραπεί η ψήφος διαμαρτυρίας σε συνειδητή και διαρκή πολιτική στήριξη. Βάσει των παραπάνω, όταν "συνομιλώντας" με τον πρωθυπουργό αντιπροτείνουμε το ένα ή το άλλο συγκεκριμένο μέτρο δεν απευθυνόμαστε στην κυβέρνηση αλλά στην κοινωνία. Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δεν θα υιοθετήσει τις προτάσεις μας, το ίδιο όμως δεν ισχύει για την κοινωνία. Με άλλα λόγια, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, εάν να σταματήσει, σίγουρα θα σταματήσει στους δρόμους. Το Ασφαλιστικό όμως ως πρόβλημα, εάν να λυθεί, θα λυθεί πρώτα στους δρόμους από ανθρώπους που ζητάνε πράγματα και στη συνέχεια στη Βουλή μέσω αυτού του "μαγικού" τρόπου με τον οποίο η κοινωνία επιβάλλει τη θέλησή της και στο θεσμικό επίπεδο, ακόμη και εάν οι συσχετισμοί δύναμης των κομμάτων δεν έχουν ανατραπεί εντελώς.
Σε συνέχεια των παραπάνω, αντικείμενο, στόχος και κριτήριο του προγραμματικού μας λόγου δεν μπορεί να είναι ο ρεαλισμός των προτάσεών μας (υπό την έννοια του ρεαλισμού της εξουσίας) αλλά το εφικτό τους, υπό την έννοια ότι μπορούν να πραγματοποιηθούν επειδή υποστηρίζονται από την κοινωνική πλειοψηφία. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι υπάρχουν δύο ειδών ρεαλισμοί. Ο πρώτος είναι ο εσωτερικός ρεαλισμός του συστήματος: για παράδειγμα, δεδομένου του χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να προωθηθεί μια ισχυρότερη κοινωνική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το αστείο είναι ότι σε αυτήν τη λογική βλέπουμε να προσχωρούν τόσο οι υποστηρικτές του σημερινού καθεστώτος, υποστηρίζοντας τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο στην ανταγωνιστικότητα, όσο και οι "φανατικότεροι" πολέμιοί του, υποστηρίζοντας ότι κάθε τέτοια προσπάθεια είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και ο μόνος δρόμος είναι η διάλυση ή η αποχώρηση από αυτή. Εκτός όμως από τον ρεαλισμό της εξουσίας, υπάρχει και ο ρεαλισμός της κοινωνίας. Εκεί η παραπάνω πρόταση μπορεί να βρει υποστήριξη και, γιατί όχι, να επιβληθεί παρά το γεγονός ότι στη βασική της φιλοσοφία συνιστά τομή σε σχέση με ό,τι ακολουθείται σήμερα. Αυτό που την καθιστά ρεαλιστική είναι αφενός ότι υποστηρίζεται από ευρύτερα στρώματα, αφετέρου ότι δεν συνεπάγεται αυτόματα τον σοσιαλισμό. Υπ’ αυτή την έννοια, για να είναι αριστερός λόγος, ο προγραμματικός λόγος και τα αιτήματα-προτάσεις που διατυπώνει προϋποθέτει τομές, που μπορεί να είναι μικρές, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχουν. Δε γνωρίζω ποιο είναι το απόλυτο κριτήριο της τομής ή αν υπάρχει κάποιο, θα έλεγα όμως ότι πράγματα όπως η διεύρυνση του δημοκρατικού ελέγχου, η ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών, η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων και η ισότητα θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως κάποια από τα κριτήρια. Ταυτόχρονα, βέβαια, ο προγραμματικός λόγος οφείλει να διατυπώνει και προτάσεις που προϋποθέτουν σημαντικότερες αλλαγές και ιδεολογικές μετατοπίσεις. Κατά συνέπεια, δεν είναι όλες οι προγραμματικές προτάσεις το ίδιο "εφικτές", κάποιες μπορούν να εφαρμοστούν σήμερα, κάποιες χρειάζονται κατιτίς παραπάνω.
Κίνδυνοι από τα αριστερά...
Σε αυτό το σημείο, όμως, ο κίνδυνος δεν έρχεται μόνο από τα "δεξιά", την πιθανότητα δηλαδή διατύπωσης ενός διαχειριστικού λόγου, αλλά και από τα "αριστερά", την πιθανότητα δηλαδή να αντιλαμβανόμαστε ως τομή αποκλειστικά την επανάσταση. Στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματός μας ακούστηκε από αρκετά χείλη ότι "άλλο η εξουσία και άλλο η κυβέρνηση". Φαντάζομαι ότι αυτό που εννοούσαν οι σύντροφοι ήταν ότι δεν φτάνει να έχεις την κυβέρνηση εάν δεν έχεις εξασφαλίσει τον έλεγχο και της οικονομικής εξουσίας. Η παραπάνω διαπίστωση, γενικά μιλώντας, είναι σωστή, και οι αριστεροί το ξέρουν ήδη από τον 19ο αιώνα. Το πρόβλημα δημιουργείται από τη στιγμή που δεν αντιλαμβανόμαστε ότι η πολιτική σφαίρα (κυβέρνηση) διατηρεί μια σχετική αυτονομία από την οικονομική σφαίρα (εξουσία). Η ιστορία δείχνει ότι είναι δυνατόν η κοινωνία να επιβάλει --ως ένα σημείο-- κανόνες στην οικονομία χωρίς να έχει τον έλεγχο της (το καλύτερο παράδειγμα είναι το κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη των δεκαετιών του ’60 και του ’70). Το να μην αναγνωρίζουμε αυτήν τη σχέση μας οδηγεί σε ένα χυδαίο οικονομισμό. Είναι προφανές ότι οι προτάσεις που διατυπώνουμε δεν μπορούν να εφαρμοστούν εάν δεν πραγματοποιηθούν αλλαγές και αναδιάταξη του συσχετισμού δύναμης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι προτάσεις μας πρέπει να περιμένουν τον σοσιαλισμό. Με άλλα λόγια, αυτό που καθιστά τις προτάσεις μας εφικτές ή όχι δεν είναι άλλο από την πραγματική κοινωνική υποστήριξη σε αυτές και τη δυνατότητά τους να κινητοποιήσουν κόσμο.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι είτε εμείς να μην μπορούμε να αντιληφθούμε την πραγματικότητα, είτε οι προτάσεις μας να μην τη λαμβάνουν υπόψη (είτε από επιλογή, είτε από άγνοια). Το πρόβλημα με τους λεονταρισμούς είναι ότι καθιστούν τον φορέα τους αναξιόπιστο ως εναλλακτική επιλογή και ταυτόχρονα ιδανικό ως όχημα διαμαρτυρίας. Συνεπώς, οι προτάσεις που διατυπώνουμε πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνουν υπόψη και να απαντούν στη σημερινή πραγματικότητα, όχι στο επαναστατικό μας "θα ήθελα να". Ταυτόχρονα, οι προτάσεις μας πρέπει να επιτρέπουν στον κόσμο να ταυτιστεί με αυτές, να θεωρήσει ότι όντως είναι εφικτές, προκειμένου να τις στηρίξει ενεργά. Πηγαίνετε για παράδειγμα σε έναν εργαζόμενο σε βιβλιοπωλείο, που κατά μέσο όρο παίρνει 580 ευρώ, και πείτε του να αγωνιστεί για κατώτατο μισθό 1.300 ευρώ. Θα σας κοιτάξει σαν να ήρθατε από τον πλανήτη Άρη. Είναι τόσο μακρινό, τόσο άπιαστο, όσο και αν του λέγατε για κατώτατο μισθό στις 3.000 ευρώ. Γιατί επομένως αυτό είναι πιο "αριστερό" από το να διεκδικήσει να παίρνει του χρόνου 800 ευρώ; Το θεωρεί κανείς πιο εύκολο; Και πάλι, δεν υποστηρίζω ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τη θέση για κατώτατο μισθό στα 1.300 ευρώ, αυτό όμως δεν θα συμβεί εν μια νυκτί. Ο ρόλος του προγραμματικού λόγου έγκειται ακριβώς στο ότι περιγράφει τα στάδια που πρέπει να ακολουθηθούν προκειμένου να φτάσουμε εκεί. Αυτή η περιγραφή δεν γίνεται για να δώσουμε στην κυβέρνηση έναν "οδηγό", αλλά για να πείσουμε τον κόσμο ότι η πρόταση είναι σε τελική ανάλυση εφικτή.
Ένα αντίστοιχο παράδειγμα μπορούμε να βρούμε στον λόγο ορισμένων συντρόφων για τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων. Μετά το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων υποστήριξαν με ζέση ότι τα χρήματα των ταμείων πρέπει να κατατίθενται στην ασφάλεια της τράπεζας. Αγνοούν όμως ότι ακριβώς αυτό έκαναν επί χρόνια οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Υποχρέωναν τα ασφαλιστικά ταμεία να καταθέτουν τα αποθεματικά τους στην Τράπεζα της Ελλάδος, της οποίας όμως το επιτόκιο ήταν χαμηλότερο από τον πληθωρισμό, με συνέπεια χρόνο με τον χρόνο να χάνονται δισεκατομμύρια. Προφανώς δεν υπάρχει εύκολη απάντηση στο ερώτημα της αξιοποίησης των αποθεματικών των ταμείων, σε κάθε περίπτωση όμως καλό θα ήταν να αποφεύγουμε τις εύκολες λύσεις και να μελετάμε την πραγματικότητα και τις επιλογές μας. Αντίστοιχα παραδείγματα μπορούμε να βρούμε αρκετά.
...και από τα δεξιά
Τέλος, υπάρχει και ο κίνδυνος από τα "δεξιά", να μετατραπούμε δηλαδή σε δύναμη διαχείρισης. Η Αριστερά έχει πολλά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων και μάλλον θα υπάρξουν και άλλα. Σε σχέση με τον προγραμματικό λόγο, νομίζω ότι το πρόβλημα έγκειται στο ότι κάποιοι πίστεψαν υπέρ του δέον στη δύναμή του. Δεν φτάνουν μόνο σωστές προτάσεις για να αλλάξεις τον κόσμο ή έστω να τον κάνεις καλύτερο. Χρειάζεται και κοινωνική υποστήριξη. Αλλιώς η πραγματικότητα θα αποδειχθεί πολύ πολύπλοκη και ισχυρή για να αναμετρηθείς μόνος μαζί της και θα καταλήξεις βουλευτής, άντε υπουργός του ΠΑΣΟΚ, αφοπλισμένος, ενσωματωμένος. Η πολιτική δεν είναι μόνο επιχειρήματα που αναμετρώνται στον δημόσιο λόγο. Αν ήταν έτσι, μετά από δέκα τηλεμαχίες θα σχηματίζαμε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Εντέλει, η πολιτική τοποθέτηση είναι θέμα ιδεολογίας, και ο προγραμματικός λόγος απλώς την υποστηρίζει. Για να αλλάξει η ιδεολογία χρειάζονται πολλά, και βιώματα, και πρακτικές, και επιχειρήματα. Σε αυτή την προσπάθεια μπορούμε να βρούμε στον προγραμματικό λόγο ένα χρήσιμο εργαλείο.
Σε τελική ανάλυση, όμως, ας μην ξεχνάμε ότι για τη φράση "όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι" δεν υπάρχει αυστηρή λογική θεμελίωση. Η απάντηση είναι ένα απλό, θεμελιακό και αυτάρεσκο "γιατί έτσι θέλουμε".
|Ο Γιώργος Ιωαννίδης είναι οικονομολόγος, υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης|