Κλιματική αλλαγή και δημόσια σφαίρα
Andrew Dobson, Οpen Democracy, ppol.gr, Δημοσιευμένο: 2008-04-04
Τα δημόσια αποχωρητήρια και η πολιτική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μοιάζουν άσχετα, αλλά υπάρχει μεγάλη σχέση του τι συμβαίνει σε τέτοιους δημόσιους χώρους με ό,τι συμβαίνει με το κλίμα. Ως συνήθως, μια «πλούσια» χώρα που ο δημόσιος χώρος της αλώνεται από την ατομικιστική, αγοραία αντίληψη (η Βρετανία), αναδεικνύει ανάγλυφα ευρύτερες, διεθνείς τάσεις.
Το Μάρτιο του 2008, η Βρετανίδα υπουργός κοινοτήτων και τοπικής αυτοδιοίκησης διαπίστωσε πως στις βρετανικές πόλεις αυξάνονται σε τέτοιο βαθμό οι πρωινοί καταναλωτές και οι βραδινοί γλεντζέδες, ώστε δεν επαρκούν πια οι «ανέσεις κοινής χρήσης» για να τους ανακουφίσουν. Κάτι έπρεπε να γίνει.
Η λύση που πρότεινε η Χέιζελ Μπλίαρς (Hazel Blears) είναι διαφωτιστική: πρότεινε να επιδοτούνται τα καφέ, τα εστιατόρια, και τα καταστήματα, ώστε το κοινό να μπορεί να χρησιμοποιεί τις τουαλέτες (τα «αποχωρητήρια») τους.
Είναι μια τυπική περίπτωση πρωτοβουλίας ιδιωτικής χρηματοδότησης (PFI) από την ανάποδη: το δημόσιο χρήμα διοχετεύεται προς τον ιδιωτικό τομέα, για να παράσχει μία αδιαμφισβήτητα δημόσια υπηρεσία.
Η εναλλακτική λύση ήταν προφανής: η χρηματοδότηση της ανακαίνισης και της συντήρησης των δημοσίων αποχωρητηρίων, χωρίς να ανακατεύεται ο ιδιωτικός τομέας. Πώς και δεν ήταν αυτή η πρώτη επιλογή μιας υπουργού αρμόδιας για τις «κοινότητες»; Μα διότι -σύμφωνα με μία απλοϊκή, λογιστική προσέγγιση- είναι πιο φτηνό να πληρώσεις τον ιδιωτικό τομέα από το να επενδύσεις στο δημόσιο.
Το πρόβλημα είναι πως αυτός ο τρόπος προσέγγισης εννοιών όπως «κόστος» και «δαπάνη» δε συνυπολογίζει την αξία της δημόσιας σφαίρας αυτής καθ’ εαυτής.
Ο λάθος δρόμος
Το περιβάλλον είναι ένα τυπικό παράδειγμα «αποθέματος δημοσίων πόρων» που να μεν λιγοστεύουν και είναι πεπερασμένοι, από την άλλη όμως κανείς δεν είναι δυνατό να αποκλειστεί από τη χρήση τους. Τέτοιοι κοινόχρηστοι πόροι αντιμετωπίζουν το λεγόμενο «πρόβλημα του λαθρεπιβάτη»: αφού κανείς δεν μπορεί να αποκλειστεί από τη χρήση τους, κανείς δεν έχει ατομικό συμφέρον να τους συντηρεί σε καλή κατάσταση. Το συμφέρον των ανθρώπων είναι να υπάρχει κάποιος τρίτος που θα συντηρεί τον πόρο, ενώ εκείνοι θα ασχολούνται με τις υπόλοιπες ασχολίες τους. Η αγγλική παροιμία που ταιριάζει στην περίπτωση είναι: «έχε το κέικ σου και φα’ το» («having your cake and eating it»).
Υπάρχουν διάφορες λύσεις στο «πρόβλημα του λαθρεπιβάτη». Συνήθως ασχολούμεθα με τη συμπεριφορά των λαθρεπιβατών, αλλά ίσως να ήταν εξίσου ενδιαφέρον -και πιο ασυνήθιστο- να ασχολούμαστε με όσους δεν συμπεριφέρονται έτσι. Τι είδους άνθρωποι είναι εκείνοι που κοπιάζουν προκειμένου να συντηρήσουν ένα δημόσιο πόρο, από τον οποίο θα επωφελούνταν εξίσου, άκοπα; Η απάντηση βρίσκεται στη στράτευση των ανθρώπων αυτών στην ιδέα της κοινοκτημοσύνης και την έννοια του κοινόχρηστου πόρου.
Πράγμα που μας οδηγεί σε κάπως διαφορετικές του συνήθους απαντήσεις σε ζητήματα σαν την κλιματική αλλαγή. Σήμερα οι όποιες προσεγγίσεις συντάσσονται στη γλώσσα του εμπορίου και του κοινωνικού συμβολαίου, που θεωρεί πως οι εκ φύσεως εγωκεντρικοί άνθρωποι δρουν υπέρ του κοινού καλού μόνο όταν τους συμφέρει ατομικά. Έτσι, η εμπορία ρύπων και τα «όρια ρύπανσης» θεωρείται πως εγγυώνται τη μείωση των εκπομπών θερμοκηπικών αερίων.
Από την άποψη όμως του «προβλήματος του λαθρεπιβάτη» το εμπόριο ρύπων αποτελεί μάλλον μέρος του προβλήματος, παρά της λύσης, ακριβώς διότι ενισχύει τον τρόπο σκέψης που οδήγησε εξαρχής στο πρόβλημα. Οι λαθρεπιβάτες της εμπορίας ρύπων θα αναζητούν πάντα έναν τρόπο να πάνε το «όριο ρύπανσης» όσο το δυνατό ψηλότερα και την τιμή των ρύπων όσο το δυνατό χαμηλότερα -και αυτό πράγματι κάνουν, όλη την ώρα.
Μας χρειάζεται ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης, που να προτάσσει την ακεραιότητα του δημοσίου πόρου λόγω της σημασίας του για το κοινωνικό σύνολο, κι όχι λόγω κάποιου εξατομικευμένου κέρδους που θα μπορούσε κάποιος να αποκομίσει από τη συμπεριφορά του προς αυτόν.
Πρόκειται για μία ρητά μη-ανταλλακτική προσέγγιση της συλλογικής δράσης, που προτάσσει μία περιβαλλοντική δράση που πάει κόντρα στην ακαταμάχητη λαϊκή πεποίθηση πως «για να το κάνω, καν’ το πρώτα εσύ».
Αυτού του είδους η προσέγγιση πάσχει από δύο σοβαρά μειονεκτήματα.
Πρώτον, υποθέτει πως οι λαθρεπιβάτες εξέλιπαν. Αυτό όμως δε συνέβη -για την ακρίβεια παραμένει άγνωστο αν όλες οι πλευρές τηρούν τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει ως συστατικά τμήματα του κοινωνικού συμβολαίου. Από την άποψη αυτή, η συμφωνία εμπεριέχει διαρκώς τη δυνατότητα να καταρρεύσει, φαγωμένη από την εσωτερική της υπονόμευση.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ο παραλογισμός της: το «δε θα το κάνω αν δεν το κάνεις» είναι καταφανώς η ιδεώδης συνταγή για αδράνεια, ιδίως σε έναν κόσμο λαθρεπιβατών. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν η σχέση αφορά από τη μια κράτη, από την άλλη άτομα, καθώς σε συνθήκες γενικευμένης απαξίωσης και δυσπιστίας της πολιτικής (ακόμα και σε πολλά δημοκρατικά κράτη), οι πολίτες συχνά δεν πρόκειται να εκπληρώσουν το κομμάτι της συμφωνίας που τους αναλογεί, διότι δεν θα πιστεύουν πως η κυβέρνηση θα εκπληρώσει το δικό της.
Έτσι λοιπόν χρειάζεται μια διαφορετική λογική, του τύπου «θα το κάνω, έστω κι αν εσύ δεν το κάνεις». Αυτό μοιάζει εξωφρενικά παράλογο αν σκέφτεται κανείς σαν έμπορος ή σαν συμβολαιογράφος, αλλά είναι εντελώς λογικό όταν οικοδομείς κοινωνικά κινήματα του τύπου που απαιτεί η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η ορθή στροφή
Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται η σημασία της έννοιας του δημοσίου χώρου. Η δημόσια σφαίρα είναι ο χώρος όπου οι πολίτες μαθαίνουν τι είναι ένα «απόθεμα δημοσίων πόρων» και πώς να το φροντίσουν. Είναι εκεί που οι άνθρωποι αναπτύσσουν μη-ανταλλακτικό ήθος και μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν τους λαθρεπιβάτες, χωρίς να πέφτουν στην παγίδα να πιστέψουν πως μόνη λύση είναι η ιδιωτικοποίηση και η «κινητροποίηση» των πόρων αυτών (που κάνουν τα πράγματα χειρότερα).
Φόροι, πρόστιμα, φοροαπαλλαγές και αδειοδοτήσεις, όλα δείχνουν προς την ιδιωτικοποίηση του δημοσίου χώρου, που είναι η λάθος κατεύθυνση.
Για να λυθεί το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, είναι απαραίτητο ένα ευρύτερο και βαθύτερο πλαίσιο αξιακών αναφορών από όσες διατίθενται σήμερα. Η τεχνολογία δεν αρκεί -αλλά δεν αρκούν ούτε οι πολιτικές λύσεις, εφόσον αναπαραγάγουν τις λογικές που δημιούργησαν εξαρχής το πρόβλημα.
Να γιατί η προώθηση της αγοραίας επίλυσης του προβλήματος των δημοσίων αποχωρητηρίων από την Χέιζελ Μπλίαρ δεν είναι κακά νέα μόνο για τους ξενύχτηδες, αλλά και για όλους όσοι μάχονται την κλιματική αλλαγή. Ενισχύει την ιδέα πως η δημόσια σφαίρα δεν είναι παρά μία ακόμα ανταλλακτική αξία, μία πεποίθηση που διαρκώς ισχυροποιείται στη Βρετανία τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Η αλήθεια είναι πως η ικανότητα της κοινωνίας να αντιμετωπίσει θεμελιακά περιβαλλοντικά προβλήματα σαν την κλιματική αλλαγή, υπονομεύεται σοβαρά εφόσον δεν αναπτυχθεί η ανιδιοτελής δέσμευση υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος -και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει.
Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι ταυτόχρονα μια μάχη που δίδεται σε τεχνολογικό, πολιτικό, οικονομικό και αξιακό επίπεδο -και η μεγαλύτερη πολιτιστική αλλαγή στην οποία θα μπορούσαν να ελπίζουν οι κυβερνήσεις για να την κερδίσουν, είναι η προάσπιση της δημόσιας σφαίρας.
Σε πάρα πολλά σημεία του πλανήτη όμως, οι κυβερνήσεις στρέφουν τους πολίτες στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: αυτοχρηματοδοτήσεις, συμβόλαια εξατομικευμένης κατάρτισης, πωλήσεις κοινωνικών κατοικιών, μείωση χρηματοδότησης των βιβλιοθηκών και (ε, ναι, επιμένω!) εγκατάλειψη των δημοσίων αποχωρητηρίων.
Όλα τούτα δείχνουν την εγκατάλειψη του δημόσιου χώρου και του δημοσίου συμφέροντος.
Η μεγαλύτερη απώλεια της ξέφρενης ιδιωτικοποίησης και πώλησης της δημόσιας σφαίρας μπορεί εντέλει να είναι το ίδιο το κλίμα. Ήρθε η ώρα να αλλάξουμε ματιά, και να υιοθετήσουμε μια οπτική που να κάνει ένα σωρό πράγματα, που μέχρι σήμερα έμοιαζαν άπιαστα, έξαφνα και πάλι δυνατά.
---------------------------------------------------------------
* O Andrew Dobson είναι καθηγητής πολιτικής επιστήμης
Το Μάρτιο του 2008, η Βρετανίδα υπουργός κοινοτήτων και τοπικής αυτοδιοίκησης διαπίστωσε πως στις βρετανικές πόλεις αυξάνονται σε τέτοιο βαθμό οι πρωινοί καταναλωτές και οι βραδινοί γλεντζέδες, ώστε δεν επαρκούν πια οι «ανέσεις κοινής χρήσης» για να τους ανακουφίσουν. Κάτι έπρεπε να γίνει.
Η λύση που πρότεινε η Χέιζελ Μπλίαρς (Hazel Blears) είναι διαφωτιστική: πρότεινε να επιδοτούνται τα καφέ, τα εστιατόρια, και τα καταστήματα, ώστε το κοινό να μπορεί να χρησιμοποιεί τις τουαλέτες (τα «αποχωρητήρια») τους.
Είναι μια τυπική περίπτωση πρωτοβουλίας ιδιωτικής χρηματοδότησης (PFI) από την ανάποδη: το δημόσιο χρήμα διοχετεύεται προς τον ιδιωτικό τομέα, για να παράσχει μία αδιαμφισβήτητα δημόσια υπηρεσία.
Η εναλλακτική λύση ήταν προφανής: η χρηματοδότηση της ανακαίνισης και της συντήρησης των δημοσίων αποχωρητηρίων, χωρίς να ανακατεύεται ο ιδιωτικός τομέας. Πώς και δεν ήταν αυτή η πρώτη επιλογή μιας υπουργού αρμόδιας για τις «κοινότητες»; Μα διότι -σύμφωνα με μία απλοϊκή, λογιστική προσέγγιση- είναι πιο φτηνό να πληρώσεις τον ιδιωτικό τομέα από το να επενδύσεις στο δημόσιο.
Το πρόβλημα είναι πως αυτός ο τρόπος προσέγγισης εννοιών όπως «κόστος» και «δαπάνη» δε συνυπολογίζει την αξία της δημόσιας σφαίρας αυτής καθ’ εαυτής.
Ο λάθος δρόμος
Το περιβάλλον είναι ένα τυπικό παράδειγμα «αποθέματος δημοσίων πόρων» που να μεν λιγοστεύουν και είναι πεπερασμένοι, από την άλλη όμως κανείς δεν είναι δυνατό να αποκλειστεί από τη χρήση τους. Τέτοιοι κοινόχρηστοι πόροι αντιμετωπίζουν το λεγόμενο «πρόβλημα του λαθρεπιβάτη»: αφού κανείς δεν μπορεί να αποκλειστεί από τη χρήση τους, κανείς δεν έχει ατομικό συμφέρον να τους συντηρεί σε καλή κατάσταση. Το συμφέρον των ανθρώπων είναι να υπάρχει κάποιος τρίτος που θα συντηρεί τον πόρο, ενώ εκείνοι θα ασχολούνται με τις υπόλοιπες ασχολίες τους. Η αγγλική παροιμία που ταιριάζει στην περίπτωση είναι: «έχε το κέικ σου και φα’ το» («having your cake and eating it»).
Υπάρχουν διάφορες λύσεις στο «πρόβλημα του λαθρεπιβάτη». Συνήθως ασχολούμεθα με τη συμπεριφορά των λαθρεπιβατών, αλλά ίσως να ήταν εξίσου ενδιαφέρον -και πιο ασυνήθιστο- να ασχολούμαστε με όσους δεν συμπεριφέρονται έτσι. Τι είδους άνθρωποι είναι εκείνοι που κοπιάζουν προκειμένου να συντηρήσουν ένα δημόσιο πόρο, από τον οποίο θα επωφελούνταν εξίσου, άκοπα; Η απάντηση βρίσκεται στη στράτευση των ανθρώπων αυτών στην ιδέα της κοινοκτημοσύνης και την έννοια του κοινόχρηστου πόρου.
Πράγμα που μας οδηγεί σε κάπως διαφορετικές του συνήθους απαντήσεις σε ζητήματα σαν την κλιματική αλλαγή. Σήμερα οι όποιες προσεγγίσεις συντάσσονται στη γλώσσα του εμπορίου και του κοινωνικού συμβολαίου, που θεωρεί πως οι εκ φύσεως εγωκεντρικοί άνθρωποι δρουν υπέρ του κοινού καλού μόνο όταν τους συμφέρει ατομικά. Έτσι, η εμπορία ρύπων και τα «όρια ρύπανσης» θεωρείται πως εγγυώνται τη μείωση των εκπομπών θερμοκηπικών αερίων.
Από την άποψη όμως του «προβλήματος του λαθρεπιβάτη» το εμπόριο ρύπων αποτελεί μάλλον μέρος του προβλήματος, παρά της λύσης, ακριβώς διότι ενισχύει τον τρόπο σκέψης που οδήγησε εξαρχής στο πρόβλημα. Οι λαθρεπιβάτες της εμπορίας ρύπων θα αναζητούν πάντα έναν τρόπο να πάνε το «όριο ρύπανσης» όσο το δυνατό ψηλότερα και την τιμή των ρύπων όσο το δυνατό χαμηλότερα -και αυτό πράγματι κάνουν, όλη την ώρα.
Μας χρειάζεται ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης, που να προτάσσει την ακεραιότητα του δημοσίου πόρου λόγω της σημασίας του για το κοινωνικό σύνολο, κι όχι λόγω κάποιου εξατομικευμένου κέρδους που θα μπορούσε κάποιος να αποκομίσει από τη συμπεριφορά του προς αυτόν.
Πρόκειται για μία ρητά μη-ανταλλακτική προσέγγιση της συλλογικής δράσης, που προτάσσει μία περιβαλλοντική δράση που πάει κόντρα στην ακαταμάχητη λαϊκή πεποίθηση πως «για να το κάνω, καν’ το πρώτα εσύ».
Αυτού του είδους η προσέγγιση πάσχει από δύο σοβαρά μειονεκτήματα.
Πρώτον, υποθέτει πως οι λαθρεπιβάτες εξέλιπαν. Αυτό όμως δε συνέβη -για την ακρίβεια παραμένει άγνωστο αν όλες οι πλευρές τηρούν τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει ως συστατικά τμήματα του κοινωνικού συμβολαίου. Από την άποψη αυτή, η συμφωνία εμπεριέχει διαρκώς τη δυνατότητα να καταρρεύσει, φαγωμένη από την εσωτερική της υπονόμευση.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ο παραλογισμός της: το «δε θα το κάνω αν δεν το κάνεις» είναι καταφανώς η ιδεώδης συνταγή για αδράνεια, ιδίως σε έναν κόσμο λαθρεπιβατών. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν η σχέση αφορά από τη μια κράτη, από την άλλη άτομα, καθώς σε συνθήκες γενικευμένης απαξίωσης και δυσπιστίας της πολιτικής (ακόμα και σε πολλά δημοκρατικά κράτη), οι πολίτες συχνά δεν πρόκειται να εκπληρώσουν το κομμάτι της συμφωνίας που τους αναλογεί, διότι δεν θα πιστεύουν πως η κυβέρνηση θα εκπληρώσει το δικό της.
Έτσι λοιπόν χρειάζεται μια διαφορετική λογική, του τύπου «θα το κάνω, έστω κι αν εσύ δεν το κάνεις». Αυτό μοιάζει εξωφρενικά παράλογο αν σκέφτεται κανείς σαν έμπορος ή σαν συμβολαιογράφος, αλλά είναι εντελώς λογικό όταν οικοδομείς κοινωνικά κινήματα του τύπου που απαιτεί η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η ορθή στροφή
Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται η σημασία της έννοιας του δημοσίου χώρου. Η δημόσια σφαίρα είναι ο χώρος όπου οι πολίτες μαθαίνουν τι είναι ένα «απόθεμα δημοσίων πόρων» και πώς να το φροντίσουν. Είναι εκεί που οι άνθρωποι αναπτύσσουν μη-ανταλλακτικό ήθος και μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν τους λαθρεπιβάτες, χωρίς να πέφτουν στην παγίδα να πιστέψουν πως μόνη λύση είναι η ιδιωτικοποίηση και η «κινητροποίηση» των πόρων αυτών (που κάνουν τα πράγματα χειρότερα).
Φόροι, πρόστιμα, φοροαπαλλαγές και αδειοδοτήσεις, όλα δείχνουν προς την ιδιωτικοποίηση του δημοσίου χώρου, που είναι η λάθος κατεύθυνση.
Για να λυθεί το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, είναι απαραίτητο ένα ευρύτερο και βαθύτερο πλαίσιο αξιακών αναφορών από όσες διατίθενται σήμερα. Η τεχνολογία δεν αρκεί -αλλά δεν αρκούν ούτε οι πολιτικές λύσεις, εφόσον αναπαραγάγουν τις λογικές που δημιούργησαν εξαρχής το πρόβλημα.
Να γιατί η προώθηση της αγοραίας επίλυσης του προβλήματος των δημοσίων αποχωρητηρίων από την Χέιζελ Μπλίαρ δεν είναι κακά νέα μόνο για τους ξενύχτηδες, αλλά και για όλους όσοι μάχονται την κλιματική αλλαγή. Ενισχύει την ιδέα πως η δημόσια σφαίρα δεν είναι παρά μία ακόμα ανταλλακτική αξία, μία πεποίθηση που διαρκώς ισχυροποιείται στη Βρετανία τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Η αλήθεια είναι πως η ικανότητα της κοινωνίας να αντιμετωπίσει θεμελιακά περιβαλλοντικά προβλήματα σαν την κλιματική αλλαγή, υπονομεύεται σοβαρά εφόσον δεν αναπτυχθεί η ανιδιοτελής δέσμευση υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος -και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει.
Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι ταυτόχρονα μια μάχη που δίδεται σε τεχνολογικό, πολιτικό, οικονομικό και αξιακό επίπεδο -και η μεγαλύτερη πολιτιστική αλλαγή στην οποία θα μπορούσαν να ελπίζουν οι κυβερνήσεις για να την κερδίσουν, είναι η προάσπιση της δημόσιας σφαίρας.
Σε πάρα πολλά σημεία του πλανήτη όμως, οι κυβερνήσεις στρέφουν τους πολίτες στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: αυτοχρηματοδοτήσεις, συμβόλαια εξατομικευμένης κατάρτισης, πωλήσεις κοινωνικών κατοικιών, μείωση χρηματοδότησης των βιβλιοθηκών και (ε, ναι, επιμένω!) εγκατάλειψη των δημοσίων αποχωρητηρίων.
Όλα τούτα δείχνουν την εγκατάλειψη του δημόσιου χώρου και του δημοσίου συμφέροντος.
Η μεγαλύτερη απώλεια της ξέφρενης ιδιωτικοποίησης και πώλησης της δημόσιας σφαίρας μπορεί εντέλει να είναι το ίδιο το κλίμα. Ήρθε η ώρα να αλλάξουμε ματιά, και να υιοθετήσουμε μια οπτική που να κάνει ένα σωρό πράγματα, που μέχρι σήμερα έμοιαζαν άπιαστα, έξαφνα και πάλι δυνατά.
---------------------------------------------------------------
* O Andrew Dobson είναι καθηγητής πολιτικής επιστήμης