Ξεχασμένο 1968 και λάθος τέλος της Ιστορίας
Johanan P. Arnason, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2008-09-07
Στις αρχές του 1969, μεταξύ δηλαδή της σοβιετικής εισβολής του Αυγούστου και του φιλοσοβιετικού παλατιανού πραξικοπήματος υπό τον Γούσταβ Χούζακ, τον Μάιο του 1969, δημοσιεύθηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό της Ένωσης Τσεχοσλοβάκων Συγγραφέων μια συνέντευξη του Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Το τσεχοσλαβακικό μεταρρυθμιστικό κίνημα –και όχι η κομματική ηγεσία– είχε επιδείξει αρκετή ευελιξία και οι πιθανότητες επιβίωσής του, παρά την πρόσκαιρη ήττα, φαίνονταν περισσότερες από ό,τι προέβλεπαν οι περισσότεροι αναλυτές, όταν ήρθε σε σύγκρουση με το σοβιετικό μπλοκ. Ο Σαρτρ και ο συνομιλητές του (που φαίνονται να συμφωνούν σε γενικές γραμμές) θεωρούν τις εξελίξεις στη Γαλλία, την Ιταλία και την Τσεχοσλοβακία ως ένδειξη μιας νέας ευρωπαϊκής επαναστατικής δυναμικής και μιας σύγκλισης αντίρροπων δυνάμεων στις δυο πλευρές του "Σιδηρού Παραπετάσματος". Και στις τρεις περιπτώσεις, πρόωρες ήττες φαίνεται να ακολουθούνταν από συσπείρωση και αναζήτηση εναλλακτικών στρατηγικών.
Η ιδέα, ωστόσο, ότι οι Τσεχοσλοβάκοι εκσυγχρονιστές και οι Δυτικοευρωπαίοι ριζοσπάστες είχαν κοινό πρόγραμμα δεν ήταν, σε καμιά περίπτωση, χαρακτηριστικό καμίας πλευράς το 1968, ενώ εύκολα βρίσκουμε παραδείγματα που συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου. Η σύνδεση όμως είχε γίνει πολύ νωρίς, από συμμετέχοντες και των δύο πλευρών, και οι ιδέες τους, ακόμα κι αν δεν συγκίνησαν το ευρύ κοινό, ανήκουν στον κόσμο της αντιπαράθεσης του 1968. Το πιο λογικό πλαίσιο για την άποψη της εγγύτητας των δύο κινημάτων ήταν μια μη ορθόδοξη μαρξιστική θεωρία της επανάστασης. Αφού η μεταρρυθμιστική διαδικασία στην Τσεχοσλοβακία ερμηνεύθηκε, μάλλον εύκολα, ως επανάσταση εναντίον της γραφειοκρατίας, πιο συγκεκριμένα επιχειρήματα μπορούσαν να αντληθούν από την τροτσκιστική παράδοση. Βέβαια, οι αναφορές στον Τρότσκυ ήταν πολύ περιθωριακές στο τσεχοσλοβακικό κίνημα (ειρήσθω εν παρόδω, ότι η επικείμενη μετάφραση στα τσέχικα της Προδομένης επανάστασης καταγγέλθηκε από τη σοβιετική προπαγάνδα ως ένα ακόμα σύμπτωμα της αντεπαναστατικής δράσης), αλλά ο απόηχος της αντίθεσης στη γραφειοκρατία ήταν πολύ πιο κοινός. Όσοι ασπάζονταν τέτοιες απόψεις μπορούσαν να τις συνδέσουν με ετερόδοξα μαρξιστικά ρεύματα στη Δύση: για παράδειγμα, οι πρώτες σημαντικές τσέχικες αναλύσεις για το έργο του Μαρκούζε προέρχονταν από αυτό τον χώρο.
Εν ολίγοις, οι θεωρητικές γέφυρες που οικοδομήθηκαν μεταξύ Τσεχοσλοβακίας και Δύσης αποτελούν ένα πρωτογενές παράδειγμα του ρόλου που μπορούσαν να διαδραματίσουν το 1968 τέτοιες παράμετροι της μαρξιστικής σκέψης, περιθωριακές ή ξεχασμένες μέχρι τότε. Παρείχαν την πιο πρόσφορη κοινή γλώσσα για κινήματα που δρούσαν σε διαφορετικά, κατά τα λοιπά, περιβάλλοντα. Επιπλέον, η Τσεχοσλοβακία ήταν, το 1968, η μόνη αυθεντική περίπτωση δημοκρατικού ξεσηκωμού στον κομμουνιστικό κόσμο. Το γεγονός ότι οι Δυτικοευρωπαίοι ριζοσπάστες του 1968, βυθισμένοι στις αυταπάτες τους για την κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση, δεν ενδιαφέρονταν για την Άνοιξη της Πράγας αποτελεί δείγμα μιας υπόρρητης διανοητικής και πολιτικής αδυναμίας. Και, παρόλο που το τσεχοσλοβάκικο μεταρρυθμιστικό κίνημα συγκαταλέγεται αναντίλεκτα στα σπουδαία γεγονότα του 1968, είναι πιο αμφιλεγόμενο αν έχει αφήσει κάποια ουσιαστική παρακαταθήκη. Δεν έχει αφήσει συλλογικές μνήμες συγκρίσιμες με αυτές του ’68 στη Δύση, και η ετυμηγορία της κυρίαρχης άποψης, ιδίως στον μετακομμουνιστικό κόσμο, είναι πολύ έντονα απορριπτική.
Όπως παρατήρησε ένας από τους πρωταγωνιστές της, είκοσι πέντε χρόνια μετά, η Άνοιξη της Πράγας καταδικάστηκε και βυθίστηκε στη λήθη από δύο διαδοχικές και εχθρικές μεταξύ τους ομάδες νικητών: αυτούς που αποκατέστησαν την τάξη μετά το 1969, και αυτούς που σχεδίασαν μια νέα τάξη μετά το 1989. Σε πιο ανεπίσημο επίπεδο, η πιο δημοφιλής άποψη είναι πως από τα γεγονότα του 1968 εξάγεται μόνο ένα διπλά αρνητικό μάθημα: απέδειξαν ότι ήταν αδύνατον να μεταρρυθμιστεί ένα σύστημα, το οποίο εν συνεχεία εξακολούθησε να αποδεικνύει, πέραν πάσης αμφιβολίας, την ανικανότητά του να ανταγωνιστεί επαξίως το δυτικό μοντέλο νεωτερικότητας.
Λόγω των πολύ διαφορετικών εκφάνσεων που πήρε αυτή η κρίση της οργανωμένης νεωτερικότητας στα δύο στρατόπεδα στα οποία είχε διαιρέσει τον κόσμο ο Ψυχρός Πόλεμος, η φιλελεύθερη καπιταλιστική Δύση μπορούσε να διακηρύξει τη νίκη της επί του αυτοκαταστροφικού της αντιπάλου· και αυτός ο εξωτερικός θρίαμβος χρησίμευσε για να εμφυσήσει αυτοπεποίθηση στην εσωτερική της δύναμη: μια αβέβαιη μετάβαση μπορούσε να παρουσιαστεί ως η τελική ωρίμανση μιας αδιαμφισβήτητης συνταγής για επιτυχημένο εκσυγχρονισμό. Αυτή η ευρέως διαδεδομένη αλλά συχνά υπόρρητη πλάνη είναι ο πολιτισμικός τροφοδότης νέων εκδοχών ενός παλιού θέματος: του Τέλους της Ιστορίας.
Δεν υπάρχει βάσιμος λόγος να πιστέψουμε ότι η οδός που ακολούθησαν πριν από είκοσι χρόνια οι πρώην σοβιετικοί δορυφόροι –ένα μείγμα επίσημου εκδυτικισμού και δομικής περιφερειοποίησης– ήταν μονόδρομος· και μια πιο κοντινή ματιά στα ματαιωμένα σχέδια μετασχηματισμού μπορεί να να μας υπενθυμίσει ανοιχτά ερωτήματα που οι ευαγγελιστές του υπάρχοντος προτιμούν να λησμονούν. Υπό το φως αρχειακών πηγών που άνοιξαν μετά το 1991, φαίνεται τώρα λιγότερο αφελές να κάνουμε υποθέσεις για διαφορετικά σενάρια το 1968. Οι απόψεις ήταν πιο διχασμένες εντός της σοβιετικής ηγεσίας, και η τελική απόφαση για την επέμβαση ήταν πιο αμφιλεγόμενη από ό,τι θεωρούσαμε μέχρι τώρα: δεν είναι καθόλου παράλογη η ιδέα –παρόλο που ήταν μια πολύ λιγότερο πιθανή έκβαση– ότι το αυτοκρατορικό κέντρο μπορεί να είχε αποφασίσει μια ηπιότερη στρατηγική, περιορίζοντας τις απώλειές του. Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ένα αυτόνομο μεταρρυθμιστικό καθεστώς στην Τσεχοσλοβακία θα αντιμετώπιζε, εν ευθέτω χρόνο, τόσο εσωτερικές όσο και διεθνείς πιέσεις για να ευθυγραμμιστεί με μεγαλύτερη συνέπεια με τα φιλελεύθερα μοντέλα. Αλλά δεν είναι αβάσιμο να σκεφτούμε ότι μια αναζωογονημένη χάρη στο μεταρρυθμιστικό κίνημα της δεκαετίας του 1960 και μη κατεστραμμένη από το τραύμα της «κανονικοποίησης» του 1969 κοινωνία θα μπορούσε να έχει ανταποκριθεί σ’ αυτή την πρόκληση πιο ισορροπημένα από ό,τι ο μετακομμουνιστικός συνασπισμός που ήρθε αιφνίδια στην εξουσία κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Μια επανεξέταση της άνοιξης της Πράγας πρέπει να ξεκινήσει με τα διακριτά χαρακτηριστικά που την ξεχωρίζουν από άλλες περιπτώσεις μεταρρυθμιστικού κομμουνισμού. Σε αντίθεση με τις χλιαρές υποδείξεις Σοβιετικών αναλυτών και τους σοβαρότερους ισχυρισμούς κάποιων Δυτικών αναλυτών, δεν μπορούμε να δούμε το τσεχοσλοβάκικο εγχείρημα ως μια πρώτη εκδοχή της περεστρόικα του Γκορμπατσόφ. Ήταν περισσότερο –σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από οποιαδήποτε άλλη απόπειρα να αλλάξει ένα κομμουνιστικό καθεστώς εκ των έσω– μια θεμελιώδης συμμαχία δυνάμεων που προηγουμένως είχαν χρησιμοποιηθεί, αλλά όχι απορροφηθεί από το κομματικό κράτος. Οι κομμουνιστές, και ο τρόπος που ανήλθαν στην εξουσία, στην Τσεχοσλοβακία έχαιραν πολύ μεγαλύτερης λαϊκής υποστήριξης σε σχέση με άλλες χώρες, και είχαν καταφέρει να κινητοποιήσουν μεγάλο κομμάτι του αριστερού κόσμου. Η πολιτική των κομμουνιστών μπορούσε, με λίγα λόγια, να κεφαλαιοποιήσει τις ελπίδες για ριζοσπαστική αλλαγή, που βασίζονταν στην πολιτική παράδοση της χώρας σε εμφανή αντίθεση με το σοβιετικό μοντέλο, αν και ήταν πολύ διάχυτη και υπερβολικά περιπεπλεγμένη με τις μεταπολεμικές γεωπολιτικές σκέψεις, για να επιτρέπει μια ξεκάθαρη αντισταλινική στάση. Το μεταρρυθμιστικό κίνημα έφερε αυτή την υπόρρητη ρήξη στην επιφάνεια, και η διαδικασία ξεκίνησε στις αρχές του 1960, ούτε μια δεκαετία μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές. Μια πολωτική διαδικασία εντός της αυθεντικής επικράτειας του κομματικού κράτους, με αυτό τον τρόπο, αλληλεπίδρασε με την αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια για ένα καθεστώς που από το 1961 και μετά υποσχόταν μεταρρυθμίσεις τις οποίες δεν μπορούσε να υλοποιήσει. Πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας αυτές τις ευρύτερες διαστάσεις όταν κρίνουμε τις πράξεις των μεταρρυθμιστών που ήρθαν στην εξουσία μετά τον Γενάρη του 1968. Είναι αλήθεια ότι το επίσημο πρόγραμμά τους, αν και το πιο φιλόδοξο του είδους του, μοιάζει εκ των υστέρων να στόχευε σε έναν πολλαπλό τετραγωνισμό του κύκλου. Αλλά, από την άλλη, ο δυναμισμός αυτού του κινήματος, ως σύνολο και οι δεσμοί του με τη πιο ριζοσπαστική πτέρυγα της ηγεσίας ήταν αρκετά ισχυροί ώστε να εξασφαλίσουν ότι αυτές οι εσωτερικές αντιφάσεις δεν θα οδηγούσαν σε παράλυση. Η πιο τρανταχτή απόδειξη ήταν η κατάργηση της λογοκρισίας τον Μάρτιο του 1968.
Κατά τη γνώμη μου, η μεταρρυθμιστική διαδικασία –νοούμενη ως συνδυαστικό αποτέλεσμα σχεδίου και κινήματος– είχε γίνει μη αναστρέψιμη τον Αύγουστο του 1968. Το κομματικό συνέδριο που ήταν προγραμματισμένο για τον Σεπτέμβριο του 1968 θα άλλαζε τόσο αποφασιστικά τον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων, που είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε την παλινόρθωση της παλιάς τάξης, από μέσα. Αν αποδεχθούμε αυτή την άποψη, το μεταρρυθμιστικό κίνημα μπορεί να θεωρηθεί μια έξοδος από τον κομμουνισμό – πολύ διαφορετική από αυτήν της Ουγγαρίας το 1956, αλλά πολύ κοντινή στη συγκριτική ιστορία τέτοιων εξόδων και εξίσου σημαντική για την κριτική των «μεταβατικών» κατασκευών του ενός και μόνου ορθού δρόμου.
Χρειάζεται, τέλος, να γραφτεί μια αυθεντική διανοητική ιστορία της Άνοιξης της Πράγας. Οι μάλλον λίγοι ιστορικοί που έχουν μελετήσει το κίνημα τείνουν να υπεραπλουστεύουν τη σχέση μεταξύ διανοητικής και πολιτικής ζωής, και έτσι να υποτιμούν την αυτονομία της κάθε πλευράς. Και με αυτό θα ήθελα να κλείσω, αναφερόμενος στα διανοητικά ρεύματα παρά στις κυρίαρχες πολιτικές εξελίξεις. Η ιδέα ότι η κρίση του σοβιετικού μοντέλου μπορεί να σχετίζεται με μια πιο γενική κρίση της νεωτερικότητας είχε μεγαλύτερη απήχηση στην Τσεχοσλοβακία του 1968 απʼ ό,τι σε αυτήν του 1989. Δεν υποστηρίζω ότι αυτός ήταν ένας καθοριστικός παράγοντας για τις στρατηγικές της μεταρρύθμισης, αλλά αποτελούσε τουλάχιστον μια αξιοσημείωτη συνιστώσα της ατμόσφαιρας στις οποίες αυτές αναπτύχθηκαν. Τα δοκίμια του Κάρελ Κόσικ, από τα τέλη του 1960 είναι εξαιρετικά εύγλωττα προς αυτή την κατεύθυνση· πιο συγκρατημένες εκδοχές της ίδιας άποψης σχετίζονται, σίγουρα, με την πολιτιστική άνθηση που προηγήθηκε και συνόδευσε την Άνοιξη της Πράγας.
---
Ο Johann P. Arnason είναι κοινωνιολόγος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου La Trobe της Μελβούρνης και διευθυντής του περιοδικού «Thesis Eleven». Το άρθρο, στο οποίο εδώ έγιναν μερικές περικοπές για λόγους χώρου, δημοσιεύθηκε στο τχ. 68 (Φεβρουάριος 2002) του περιοδικού.
Η ιδέα, ωστόσο, ότι οι Τσεχοσλοβάκοι εκσυγχρονιστές και οι Δυτικοευρωπαίοι ριζοσπάστες είχαν κοινό πρόγραμμα δεν ήταν, σε καμιά περίπτωση, χαρακτηριστικό καμίας πλευράς το 1968, ενώ εύκολα βρίσκουμε παραδείγματα που συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου. Η σύνδεση όμως είχε γίνει πολύ νωρίς, από συμμετέχοντες και των δύο πλευρών, και οι ιδέες τους, ακόμα κι αν δεν συγκίνησαν το ευρύ κοινό, ανήκουν στον κόσμο της αντιπαράθεσης του 1968. Το πιο λογικό πλαίσιο για την άποψη της εγγύτητας των δύο κινημάτων ήταν μια μη ορθόδοξη μαρξιστική θεωρία της επανάστασης. Αφού η μεταρρυθμιστική διαδικασία στην Τσεχοσλοβακία ερμηνεύθηκε, μάλλον εύκολα, ως επανάσταση εναντίον της γραφειοκρατίας, πιο συγκεκριμένα επιχειρήματα μπορούσαν να αντληθούν από την τροτσκιστική παράδοση. Βέβαια, οι αναφορές στον Τρότσκυ ήταν πολύ περιθωριακές στο τσεχοσλοβακικό κίνημα (ειρήσθω εν παρόδω, ότι η επικείμενη μετάφραση στα τσέχικα της Προδομένης επανάστασης καταγγέλθηκε από τη σοβιετική προπαγάνδα ως ένα ακόμα σύμπτωμα της αντεπαναστατικής δράσης), αλλά ο απόηχος της αντίθεσης στη γραφειοκρατία ήταν πολύ πιο κοινός. Όσοι ασπάζονταν τέτοιες απόψεις μπορούσαν να τις συνδέσουν με ετερόδοξα μαρξιστικά ρεύματα στη Δύση: για παράδειγμα, οι πρώτες σημαντικές τσέχικες αναλύσεις για το έργο του Μαρκούζε προέρχονταν από αυτό τον χώρο.
Εν ολίγοις, οι θεωρητικές γέφυρες που οικοδομήθηκαν μεταξύ Τσεχοσλοβακίας και Δύσης αποτελούν ένα πρωτογενές παράδειγμα του ρόλου που μπορούσαν να διαδραματίσουν το 1968 τέτοιες παράμετροι της μαρξιστικής σκέψης, περιθωριακές ή ξεχασμένες μέχρι τότε. Παρείχαν την πιο πρόσφορη κοινή γλώσσα για κινήματα που δρούσαν σε διαφορετικά, κατά τα λοιπά, περιβάλλοντα. Επιπλέον, η Τσεχοσλοβακία ήταν, το 1968, η μόνη αυθεντική περίπτωση δημοκρατικού ξεσηκωμού στον κομμουνιστικό κόσμο. Το γεγονός ότι οι Δυτικοευρωπαίοι ριζοσπάστες του 1968, βυθισμένοι στις αυταπάτες τους για την κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση, δεν ενδιαφέρονταν για την Άνοιξη της Πράγας αποτελεί δείγμα μιας υπόρρητης διανοητικής και πολιτικής αδυναμίας. Και, παρόλο που το τσεχοσλοβάκικο μεταρρυθμιστικό κίνημα συγκαταλέγεται αναντίλεκτα στα σπουδαία γεγονότα του 1968, είναι πιο αμφιλεγόμενο αν έχει αφήσει κάποια ουσιαστική παρακαταθήκη. Δεν έχει αφήσει συλλογικές μνήμες συγκρίσιμες με αυτές του ’68 στη Δύση, και η ετυμηγορία της κυρίαρχης άποψης, ιδίως στον μετακομμουνιστικό κόσμο, είναι πολύ έντονα απορριπτική.
Όπως παρατήρησε ένας από τους πρωταγωνιστές της, είκοσι πέντε χρόνια μετά, η Άνοιξη της Πράγας καταδικάστηκε και βυθίστηκε στη λήθη από δύο διαδοχικές και εχθρικές μεταξύ τους ομάδες νικητών: αυτούς που αποκατέστησαν την τάξη μετά το 1969, και αυτούς που σχεδίασαν μια νέα τάξη μετά το 1989. Σε πιο ανεπίσημο επίπεδο, η πιο δημοφιλής άποψη είναι πως από τα γεγονότα του 1968 εξάγεται μόνο ένα διπλά αρνητικό μάθημα: απέδειξαν ότι ήταν αδύνατον να μεταρρυθμιστεί ένα σύστημα, το οποίο εν συνεχεία εξακολούθησε να αποδεικνύει, πέραν πάσης αμφιβολίας, την ανικανότητά του να ανταγωνιστεί επαξίως το δυτικό μοντέλο νεωτερικότητας.
Λόγω των πολύ διαφορετικών εκφάνσεων που πήρε αυτή η κρίση της οργανωμένης νεωτερικότητας στα δύο στρατόπεδα στα οποία είχε διαιρέσει τον κόσμο ο Ψυχρός Πόλεμος, η φιλελεύθερη καπιταλιστική Δύση μπορούσε να διακηρύξει τη νίκη της επί του αυτοκαταστροφικού της αντιπάλου· και αυτός ο εξωτερικός θρίαμβος χρησίμευσε για να εμφυσήσει αυτοπεποίθηση στην εσωτερική της δύναμη: μια αβέβαιη μετάβαση μπορούσε να παρουσιαστεί ως η τελική ωρίμανση μιας αδιαμφισβήτητης συνταγής για επιτυχημένο εκσυγχρονισμό. Αυτή η ευρέως διαδεδομένη αλλά συχνά υπόρρητη πλάνη είναι ο πολιτισμικός τροφοδότης νέων εκδοχών ενός παλιού θέματος: του Τέλους της Ιστορίας.
Δεν υπάρχει βάσιμος λόγος να πιστέψουμε ότι η οδός που ακολούθησαν πριν από είκοσι χρόνια οι πρώην σοβιετικοί δορυφόροι –ένα μείγμα επίσημου εκδυτικισμού και δομικής περιφερειοποίησης– ήταν μονόδρομος· και μια πιο κοντινή ματιά στα ματαιωμένα σχέδια μετασχηματισμού μπορεί να να μας υπενθυμίσει ανοιχτά ερωτήματα που οι ευαγγελιστές του υπάρχοντος προτιμούν να λησμονούν. Υπό το φως αρχειακών πηγών που άνοιξαν μετά το 1991, φαίνεται τώρα λιγότερο αφελές να κάνουμε υποθέσεις για διαφορετικά σενάρια το 1968. Οι απόψεις ήταν πιο διχασμένες εντός της σοβιετικής ηγεσίας, και η τελική απόφαση για την επέμβαση ήταν πιο αμφιλεγόμενη από ό,τι θεωρούσαμε μέχρι τώρα: δεν είναι καθόλου παράλογη η ιδέα –παρόλο που ήταν μια πολύ λιγότερο πιθανή έκβαση– ότι το αυτοκρατορικό κέντρο μπορεί να είχε αποφασίσει μια ηπιότερη στρατηγική, περιορίζοντας τις απώλειές του. Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ένα αυτόνομο μεταρρυθμιστικό καθεστώς στην Τσεχοσλοβακία θα αντιμετώπιζε, εν ευθέτω χρόνο, τόσο εσωτερικές όσο και διεθνείς πιέσεις για να ευθυγραμμιστεί με μεγαλύτερη συνέπεια με τα φιλελεύθερα μοντέλα. Αλλά δεν είναι αβάσιμο να σκεφτούμε ότι μια αναζωογονημένη χάρη στο μεταρρυθμιστικό κίνημα της δεκαετίας του 1960 και μη κατεστραμμένη από το τραύμα της «κανονικοποίησης» του 1969 κοινωνία θα μπορούσε να έχει ανταποκριθεί σ’ αυτή την πρόκληση πιο ισορροπημένα από ό,τι ο μετακομμουνιστικός συνασπισμός που ήρθε αιφνίδια στην εξουσία κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Μια επανεξέταση της άνοιξης της Πράγας πρέπει να ξεκινήσει με τα διακριτά χαρακτηριστικά που την ξεχωρίζουν από άλλες περιπτώσεις μεταρρυθμιστικού κομμουνισμού. Σε αντίθεση με τις χλιαρές υποδείξεις Σοβιετικών αναλυτών και τους σοβαρότερους ισχυρισμούς κάποιων Δυτικών αναλυτών, δεν μπορούμε να δούμε το τσεχοσλοβάκικο εγχείρημα ως μια πρώτη εκδοχή της περεστρόικα του Γκορμπατσόφ. Ήταν περισσότερο –σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από οποιαδήποτε άλλη απόπειρα να αλλάξει ένα κομμουνιστικό καθεστώς εκ των έσω– μια θεμελιώδης συμμαχία δυνάμεων που προηγουμένως είχαν χρησιμοποιηθεί, αλλά όχι απορροφηθεί από το κομματικό κράτος. Οι κομμουνιστές, και ο τρόπος που ανήλθαν στην εξουσία, στην Τσεχοσλοβακία έχαιραν πολύ μεγαλύτερης λαϊκής υποστήριξης σε σχέση με άλλες χώρες, και είχαν καταφέρει να κινητοποιήσουν μεγάλο κομμάτι του αριστερού κόσμου. Η πολιτική των κομμουνιστών μπορούσε, με λίγα λόγια, να κεφαλαιοποιήσει τις ελπίδες για ριζοσπαστική αλλαγή, που βασίζονταν στην πολιτική παράδοση της χώρας σε εμφανή αντίθεση με το σοβιετικό μοντέλο, αν και ήταν πολύ διάχυτη και υπερβολικά περιπεπλεγμένη με τις μεταπολεμικές γεωπολιτικές σκέψεις, για να επιτρέπει μια ξεκάθαρη αντισταλινική στάση. Το μεταρρυθμιστικό κίνημα έφερε αυτή την υπόρρητη ρήξη στην επιφάνεια, και η διαδικασία ξεκίνησε στις αρχές του 1960, ούτε μια δεκαετία μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές. Μια πολωτική διαδικασία εντός της αυθεντικής επικράτειας του κομματικού κράτους, με αυτό τον τρόπο, αλληλεπίδρασε με την αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια για ένα καθεστώς που από το 1961 και μετά υποσχόταν μεταρρυθμίσεις τις οποίες δεν μπορούσε να υλοποιήσει. Πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας αυτές τις ευρύτερες διαστάσεις όταν κρίνουμε τις πράξεις των μεταρρυθμιστών που ήρθαν στην εξουσία μετά τον Γενάρη του 1968. Είναι αλήθεια ότι το επίσημο πρόγραμμά τους, αν και το πιο φιλόδοξο του είδους του, μοιάζει εκ των υστέρων να στόχευε σε έναν πολλαπλό τετραγωνισμό του κύκλου. Αλλά, από την άλλη, ο δυναμισμός αυτού του κινήματος, ως σύνολο και οι δεσμοί του με τη πιο ριζοσπαστική πτέρυγα της ηγεσίας ήταν αρκετά ισχυροί ώστε να εξασφαλίσουν ότι αυτές οι εσωτερικές αντιφάσεις δεν θα οδηγούσαν σε παράλυση. Η πιο τρανταχτή απόδειξη ήταν η κατάργηση της λογοκρισίας τον Μάρτιο του 1968.
Κατά τη γνώμη μου, η μεταρρυθμιστική διαδικασία –νοούμενη ως συνδυαστικό αποτέλεσμα σχεδίου και κινήματος– είχε γίνει μη αναστρέψιμη τον Αύγουστο του 1968. Το κομματικό συνέδριο που ήταν προγραμματισμένο για τον Σεπτέμβριο του 1968 θα άλλαζε τόσο αποφασιστικά τον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων, που είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε την παλινόρθωση της παλιάς τάξης, από μέσα. Αν αποδεχθούμε αυτή την άποψη, το μεταρρυθμιστικό κίνημα μπορεί να θεωρηθεί μια έξοδος από τον κομμουνισμό – πολύ διαφορετική από αυτήν της Ουγγαρίας το 1956, αλλά πολύ κοντινή στη συγκριτική ιστορία τέτοιων εξόδων και εξίσου σημαντική για την κριτική των «μεταβατικών» κατασκευών του ενός και μόνου ορθού δρόμου.
Χρειάζεται, τέλος, να γραφτεί μια αυθεντική διανοητική ιστορία της Άνοιξης της Πράγας. Οι μάλλον λίγοι ιστορικοί που έχουν μελετήσει το κίνημα τείνουν να υπεραπλουστεύουν τη σχέση μεταξύ διανοητικής και πολιτικής ζωής, και έτσι να υποτιμούν την αυτονομία της κάθε πλευράς. Και με αυτό θα ήθελα να κλείσω, αναφερόμενος στα διανοητικά ρεύματα παρά στις κυρίαρχες πολιτικές εξελίξεις. Η ιδέα ότι η κρίση του σοβιετικού μοντέλου μπορεί να σχετίζεται με μια πιο γενική κρίση της νεωτερικότητας είχε μεγαλύτερη απήχηση στην Τσεχοσλοβακία του 1968 απʼ ό,τι σε αυτήν του 1989. Δεν υποστηρίζω ότι αυτός ήταν ένας καθοριστικός παράγοντας για τις στρατηγικές της μεταρρύθμισης, αλλά αποτελούσε τουλάχιστον μια αξιοσημείωτη συνιστώσα της ατμόσφαιρας στις οποίες αυτές αναπτύχθηκαν. Τα δοκίμια του Κάρελ Κόσικ, από τα τέλη του 1960 είναι εξαιρετικά εύγλωττα προς αυτή την κατεύθυνση· πιο συγκρατημένες εκδοχές της ίδιας άποψης σχετίζονται, σίγουρα, με την πολιτιστική άνθηση που προηγήθηκε και συνόδευσε την Άνοιξη της Πράγας.
---
Ο Johann P. Arnason είναι κοινωνιολόγος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου La Trobe της Μελβούρνης και διευθυντής του περιοδικού «Thesis Eleven». Το άρθρο, στο οποίο εδώ έγιναν μερικές περικοπές για λόγους χώρου, δημοσιεύθηκε στο τχ. 68 (Φεβρουάριος 2002) του περιοδικού.