Η κρίση και η Ευρωπαϊκή Αριστερά
Γεράσιμος Γεωργάτος, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2008-11-11
Οι μεγάλες κρίσεις, υπό μια οπτική, αντιμετωπίζονται και ως ευκαιρία προοδευτικής διεξόδου, αφού εμπεριέχουν τις ωδίνες της κυοφορίας του καινούργιου, υπό την προϋπόθεση ότι η μορφή, το περιεχόμενο και η κατεύθυνσή του θα καθοριστούν από προοδευτικές και δημοκρατικές δυνάμεις.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι πάντοτε τόσο ευθύγραμμα και η ιστορία αποδεικνύεται συχνά αρκούντως ειρωνική και δολοπλόκα. Τη μεγάλη κρίση του 1929 ακολούθησε στη Δυτική Ευρώπη όχι η ενίσχυση αλλά η αποδυνάμωση της αριστεράς, με εξαίρεση τη σουηδική σοσιαλδημοκρατία, ενώ, μετά τις καταστροφικές συνέπειες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η σημαία του διεθνισμού ή τουλάχιστον των βλέψεων για κάποια μορφή υπερεθνικής ολοκλήρωσης πέρασε στα χέρια των κομμάτων της δεξιάς και του κέντρου. Οι θεμελιωτές-οραματιστές της ευρωπαϊκής ενότητας ήταν τρεις συντηρητικοί πολιτικοί, όλοι τους καθολικοί και καταγόμενοι από γερμανόφωνες περιοχές: ο Ρομπέρ Σουμάν, Γάλλος, γεννημένος στο Λουξεμβούργο, ο Κόντραντ Αντενάουερ από τη Ρηνανία και ο Αλτσίνε ντε Γκάσπαρι, Ιταλός από το Νότιο Τυρόλο. Τη δεκαετία του ’50, ελάχιστοι άνθρωποι και πολιτικοί φορείς είχαν τη διορατικότητα να προβλέψουν ότι μια οικονομική συμφωνία, που άφηνε εκτός της τις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης και το σύνολο της ανατολικής, θα μπορούσε να αποβεί ο θεμέλιος λίθος της πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης ολόκληρης της ηπείρου.
Όσο για τη στάση των δυνάμεων της αριστεράς, αν και καθ’ υπερβολή, είναι χαρακτηριστική η τότε αντίδραση του Γαλλικού Κ.Κ. που κατηγορούσε τον Ζαν Μονέ ως πράκτορα των Αμερικάνων, χαρακτήριζε το σχέδιο Σουμάν ως συνέχεια του χιτλερισμού, αποκαλούσε την κυβέρνηση Αντενάουερ «οι νεοναζί της Βόννης» και απέδιδε στη γαλλική κυβέρνηση Μολέ τον ρόλο του καθεστώτος του Βισύ. Και στα καθ’ ημάς, τις παραμονές της ελληνικής ένταξης, το αλήστου μνήμης «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» διαπερνούσε την αριστερά από τη σοσιαλδημοκρατική μέχρι την ακροαριστερή εκδοχή της, με φωτεινή εξαίρεση τις δυνάμεις και τα στελέχη της Ανανεωτικής Αριστεράς.
Η αριστερά, ακολουθώντας τον δρόμο της εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα και τη θεωρία του ιδιαίτερου εθνικού δρόμου για τον σοσιαλισμό, αδυνατούσε να αντιληφθεί ότι ακόμα και ένα εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, για να έχει πιθανότητες επιτυχίας, όφειλε να διαμορφώνεται στο πλαίσιο μιας υπερεθνικής και διεθνούς προοπτικής. Όθεν και δεν επιχείρησε ποτέ της να υποστηρίξει σοβαρά ένα διακριτό σχέδιο για την ΕΟΚ και κατόπιν για την Ε.Ε., αναπτύσσοντας συνήθως αμυντικά αντανακλαστικά.
Η παρούσα κρίση, που αναμφίβολα σηματοδοτεί την κατάρρευση των δογμάτων και των ιδεολογημάτων τής επί τριακονταετία οικονομικής ορθοδοξίας, δεν πρέπει να αποτελέσει μια ακόμα χαμένη ευκαιρία. Η θεμελιακή πολιτική διαμάχη σήμερα διεξάγεται γύρω από την έκταση, το βάθος και τη μορφή της δημόσιας παρέμβασης και ρύθμισης. Ήδη, ο Σαρκοζί στη Γαλλία, αν και συντηρητικός πολιτικός, αξιοποιώντας την γκωλική παρεμβατική παράδοση, προτείνει όχι μόνο υποστήριξη και ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά και δημόσιες επενδύσεις για την αναθέρμανση της οικονομίας. Ανάλογες προτάσεις κεϋνσιανού προσανατολισμού κατατίθενται και από τους Άγγλους Εργατικούς και τον Γκόρντον Μπράουν, ενώ γενικότερα η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, με τον αέρα και της εκλογής Ομπάμα στις ΗΠΑ, ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει στη νέα φάση, συντονίζοντας τις ενέργειές της και τον προγραμματικό της λόγο στο πλαίσιο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς.
Οι δυνάμεις της Αριστεράς σε ευρωπαϊκή κλίμακα, τουλάχιστον εκείνες που αντιλαμβάνονται τον σοσιαλισμό ως διαδικασία, και όχι ως στάδια και τελικό στόχο, έχουν κάθε λόγο να εμπλακούν σε αυτή τη διαμάχη, αν θέλουν να προωθήσουν ένα δικό τους διακριτό και πιο ριζοσπαστικό μεταρρυθμιστικό πολιτικό σχέδιο. Και αυτό δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων εντός επιμέρους εθνικών πλαισίων, ώστε ως δεύτερο στάδιο να επέλθει η σοσιαλιστική μετάβαση στην Ευρώπη, όπως περίπου διατυπώνεται σε σχέδιο διακήρυξης για τις ευρωεκλογές από επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Διακριτό σημείο αιχμής του προγραμματικού λόγου της αριστεράς και του ΚΕΑ, πρέπει να είναι η δυναμική επαναφορά της αναγκαιότητας ενός ευρωπαϊκού Συντάγματος που προωθεί την ενοποίηση, ανεξάρτητα από την εξέλιξη του συσχετισμού δυνάμεων στα κράτη-μέλη, με εκλεγμένη απευθείας από τους λαούς της Ευρώπης Συντακτική Συνέλευση, που θα μπορούσε να είναι και το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Έτσι, η αριστερά υπερβαίνει την εθνική περιχαράκωση και ξαναπιάνει το νήμα ενός πραγματικού και όχι μόνο θεωρητικού διεθνισμού, καθώς η ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση αποτελεί ορατή απάντηση στις ανεξέλεγκτες αγορές και στην κυριαρχία του οικονομικού επί του πολιτικού και, επιπλέον, είναι ουσιαστικό βήμα για την αναγκαία και επείγουσα πολιτική διεύθυνση της παγκοσμιοποίησης.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι πάντοτε τόσο ευθύγραμμα και η ιστορία αποδεικνύεται συχνά αρκούντως ειρωνική και δολοπλόκα. Τη μεγάλη κρίση του 1929 ακολούθησε στη Δυτική Ευρώπη όχι η ενίσχυση αλλά η αποδυνάμωση της αριστεράς, με εξαίρεση τη σουηδική σοσιαλδημοκρατία, ενώ, μετά τις καταστροφικές συνέπειες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η σημαία του διεθνισμού ή τουλάχιστον των βλέψεων για κάποια μορφή υπερεθνικής ολοκλήρωσης πέρασε στα χέρια των κομμάτων της δεξιάς και του κέντρου. Οι θεμελιωτές-οραματιστές της ευρωπαϊκής ενότητας ήταν τρεις συντηρητικοί πολιτικοί, όλοι τους καθολικοί και καταγόμενοι από γερμανόφωνες περιοχές: ο Ρομπέρ Σουμάν, Γάλλος, γεννημένος στο Λουξεμβούργο, ο Κόντραντ Αντενάουερ από τη Ρηνανία και ο Αλτσίνε ντε Γκάσπαρι, Ιταλός από το Νότιο Τυρόλο. Τη δεκαετία του ’50, ελάχιστοι άνθρωποι και πολιτικοί φορείς είχαν τη διορατικότητα να προβλέψουν ότι μια οικονομική συμφωνία, που άφηνε εκτός της τις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης και το σύνολο της ανατολικής, θα μπορούσε να αποβεί ο θεμέλιος λίθος της πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης ολόκληρης της ηπείρου.
Όσο για τη στάση των δυνάμεων της αριστεράς, αν και καθ’ υπερβολή, είναι χαρακτηριστική η τότε αντίδραση του Γαλλικού Κ.Κ. που κατηγορούσε τον Ζαν Μονέ ως πράκτορα των Αμερικάνων, χαρακτήριζε το σχέδιο Σουμάν ως συνέχεια του χιτλερισμού, αποκαλούσε την κυβέρνηση Αντενάουερ «οι νεοναζί της Βόννης» και απέδιδε στη γαλλική κυβέρνηση Μολέ τον ρόλο του καθεστώτος του Βισύ. Και στα καθ’ ημάς, τις παραμονές της ελληνικής ένταξης, το αλήστου μνήμης «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» διαπερνούσε την αριστερά από τη σοσιαλδημοκρατική μέχρι την ακροαριστερή εκδοχή της, με φωτεινή εξαίρεση τις δυνάμεις και τα στελέχη της Ανανεωτικής Αριστεράς.
Η αριστερά, ακολουθώντας τον δρόμο της εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα και τη θεωρία του ιδιαίτερου εθνικού δρόμου για τον σοσιαλισμό, αδυνατούσε να αντιληφθεί ότι ακόμα και ένα εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, για να έχει πιθανότητες επιτυχίας, όφειλε να διαμορφώνεται στο πλαίσιο μιας υπερεθνικής και διεθνούς προοπτικής. Όθεν και δεν επιχείρησε ποτέ της να υποστηρίξει σοβαρά ένα διακριτό σχέδιο για την ΕΟΚ και κατόπιν για την Ε.Ε., αναπτύσσοντας συνήθως αμυντικά αντανακλαστικά.
Η παρούσα κρίση, που αναμφίβολα σηματοδοτεί την κατάρρευση των δογμάτων και των ιδεολογημάτων τής επί τριακονταετία οικονομικής ορθοδοξίας, δεν πρέπει να αποτελέσει μια ακόμα χαμένη ευκαιρία. Η θεμελιακή πολιτική διαμάχη σήμερα διεξάγεται γύρω από την έκταση, το βάθος και τη μορφή της δημόσιας παρέμβασης και ρύθμισης. Ήδη, ο Σαρκοζί στη Γαλλία, αν και συντηρητικός πολιτικός, αξιοποιώντας την γκωλική παρεμβατική παράδοση, προτείνει όχι μόνο υποστήριξη και ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά και δημόσιες επενδύσεις για την αναθέρμανση της οικονομίας. Ανάλογες προτάσεις κεϋνσιανού προσανατολισμού κατατίθενται και από τους Άγγλους Εργατικούς και τον Γκόρντον Μπράουν, ενώ γενικότερα η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, με τον αέρα και της εκλογής Ομπάμα στις ΗΠΑ, ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει στη νέα φάση, συντονίζοντας τις ενέργειές της και τον προγραμματικό της λόγο στο πλαίσιο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς.
Οι δυνάμεις της Αριστεράς σε ευρωπαϊκή κλίμακα, τουλάχιστον εκείνες που αντιλαμβάνονται τον σοσιαλισμό ως διαδικασία, και όχι ως στάδια και τελικό στόχο, έχουν κάθε λόγο να εμπλακούν σε αυτή τη διαμάχη, αν θέλουν να προωθήσουν ένα δικό τους διακριτό και πιο ριζοσπαστικό μεταρρυθμιστικό πολιτικό σχέδιο. Και αυτό δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων εντός επιμέρους εθνικών πλαισίων, ώστε ως δεύτερο στάδιο να επέλθει η σοσιαλιστική μετάβαση στην Ευρώπη, όπως περίπου διατυπώνεται σε σχέδιο διακήρυξης για τις ευρωεκλογές από επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ. Διακριτό σημείο αιχμής του προγραμματικού λόγου της αριστεράς και του ΚΕΑ, πρέπει να είναι η δυναμική επαναφορά της αναγκαιότητας ενός ευρωπαϊκού Συντάγματος που προωθεί την ενοποίηση, ανεξάρτητα από την εξέλιξη του συσχετισμού δυνάμεων στα κράτη-μέλη, με εκλεγμένη απευθείας από τους λαούς της Ευρώπης Συντακτική Συνέλευση, που θα μπορούσε να είναι και το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Έτσι, η αριστερά υπερβαίνει την εθνική περιχαράκωση και ξαναπιάνει το νήμα ενός πραγματικού και όχι μόνο θεωρητικού διεθνισμού, καθώς η ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση αποτελεί ορατή απάντηση στις ανεξέλεγκτες αγορές και στην κυριαρχία του οικονομικού επί του πολιτικού και, επιπλέον, είναι ουσιαστικό βήμα για την αναγκαία και επείγουσα πολιτική διεύθυνση της παγκοσμιοποίησης.