Ο πολιτικός εκπεσμός και τα τρία ψεύτικα «1981»
Η Ελλάδα σε περίοδο γενικευμένης παρακμής και πολλαπλών αδιεξόδων
Γιάννης Βούλγαρης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2008-12-13
H καταθλιπτική εβδομάδα που περνάμε επιβεβαίωσε οτι η χώρα έχει εισέλθεισε περίοδο γενικευμένης παρακμής και πολλαπλών αδιεξόδων. Kρίση χωρίς επίκεντρο, την ονομάσαμε, καθώς ούτε η «κοινωνία» έχει τον δυναμισμό να επιβάλει μια κατεύθυνση ούτε η «πολιτική» είναι σε θέση να καθοδηγήσει τις κοινωνικές δυνάμεις.
Είναι σαφές ότι η Ελλάδα, σαν «λαχανιασμένη» μετά το τρέξιμο να προλάβει τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, βρίσκεται πάλι σε φάση απόκλισης, οπισθοδρόμησης και σύγχυσης ως προς το διεθνές γίγνεσθαι. Δυστυχώς όμως το γεγονός είναι τώρα περισσότερο επικίνδυνο γιατί και ο κόσμος βρίσκεται εν μέσω μιας δεινής κρίσης. Ο τωρινός εκτροχιασμός είναι άθροισμα ενός μακροχρόνιου δομικού προβλήματος και ενός συγκυριακού πολιτικού εκπεσμού.
Η παγίδα
Στο μακροχρόνιο πρόβλημα επικεντρώνεται ο συλλογικός τόμος που μόλις κυκλοφόρησε με επιμέλεια του Τάσου Γιαννίτση ( Σε αναζήτηση ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης, Παπαζήσης, 2008). Ο ίδιος ο επιμελητής συνοψίζει τα προβλήματα: περιορισμένη παραγωγική βάση σε διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, επιδεινούμενη ανταγωνιστικότητα, κρατικές πολιτικές μικροπολιτικής συναλλαγής και βραχυχρόνιας διατήρησης των κεκτημένων, απουσία νέων μεγάλων εθνικών στόχων. Η εικόνα δεν απορρέει από μια «καταστροφολογική» αποτίμηση της ελληνικής οικονομίας. Αντιθέτως, ο Γιάννης Καλογήρου επισημαίνει ότι η Ελλάδα της περιόδου 1994- 2007 γνώρισε το τρίτο ορμητικό κύμα ανάπτυξης στην ιστορία του 20ού αιώνα, με αντίστοιχες προγενέστερες περιόδους το 1932- 1936 και 1958- 1973. Η εικόνα λοιπόν αποδίδει τις κατακτήσεις αλλά και τις νέες υστερήσεις που εμφανίζει η Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80, καθώς αναζητά το πρόσωπο και τη θέση της στον νέο καταμερισμό εργασίας στην εποχή της ψηφιακής οικονομίας και της παγκοσμιοποίησης.
Η Ελλάδα μετά τις αποκλίσεις και το μπλοκάρισμα της ανάπτυξης που σημείωσε στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ΄80, κινήθηκε την επομένη να καλύψει το χαμένο έδαφος και να προλάβει το τρένο της ΟΝΕ που ξεκινούσε. Πέτυχε σημαντικά πράγματα. Πέρα από την ίδια την ΟΝΕ, το πιο ορατό αποτέλεσμα ήταν η ταχεία ανάπτυξη και η μείωση της απόστασης που μας χώριζε από την Ε.Ε.-15 ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα. Οι παράγοντες που συνέβαλαν ήταν η θετική επίδραση της δημοσιονομικής εξυγίανσης στην ανάπτυξη και στους επιχειρηματικούς σχεδιασμούς, γεγονός που εκφράστηκε και στην αύξηση των επενδύσεων για τεχνολογικό εξοπλισμό, η δημιουργία ενός αναπτυξιακού «πόλου» με τις τράπεζες και ένα δυναμικό διεθνοποιημένο τμήμα επιχειρήσεων, η πραγματοποίηση σημαντικών έργων υποδομή, και η συνεχής αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης τόσο λόγω της βελτίωσης των εισοδημάτων όσο και των αυξουσών προσδοκιών που καλλιεργούσε η ανάπτυξη, η μείωση των επιτοκίων και η χρηματιστική επέκταση.
Παράλληλα όμως φαίνονταν τα όρια που θα συναντούσε αυτή η δυναμική, ή μάλλον, ο νέος κατάλογος προβλημάτων που έπρεπε να αντιμετωπίσει η χώρα, η πολιτική ηγεσία και οι επιχειρηματικές δυνάμεις. Στη νέα αναπτυξιακή πορεία της χώρας είχε υπερβολικό βάρος η χρηματιστική και η καταναλωτική διάσταση, η ώθηση από τη δημοσιονομική εξυγίανση είχε ημερομηνία λήξης, όπως επίσης και οι συγκεντρωμένες δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής. Την ίδια ώρα, αυτοί οι παράγοντες δημιουργούσαν εφησυχασμό και ευμάρεια, που οδηγούσε τόσο την υπόλοιπη οικονομία όσο και τους σχεδιαστές της οικονομικής πολιτικής στον δρόμο της «εύκολης ανάπτυξης» και της προσαρμογής σε παραγωγικές δραστηριότητες χαμηλής ανταγωνιστικότητας. Κάποιες μάλιστα φορές η τάση θεωρητικοποιήθηκε και «νομιμοποιήθηκε» κοινωνιολογικά. Σε αντίθεση με τη βιομηχανική εποχή, έλεγε το επιχείρημα, η «μεταβιομηχανική» ευνοεί τις μικρές διαστάσεις, την ευελιξία, τις υπηρεσίες, τις ελαφριές δομές. Η Ελλάδα επομένως ευνοείται αυτομάτως στη μεταβιομηχανική δομή. Στην πραγματικότητα η κατάσταση έπρεπε να δημιουργεί ανησυχίες καθώς ενισχύονταν οι δυϊστικές τάσεις και προοπτικές του παραγωγικού ιστού. Το δυναμικό διεθνοποιημένο τμήμα έμενε περιορισμένο την ίδια ώρα που «ο κεντρικός πυρήνας του παραγωγικού μας ιστού μετακινείται κατά κύματα σε προϊόντα και δραστηριότητες μειούμενης έντασης σε γνώση και τεχνολογία», όπως σημειώνει ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης. Αποθαρρυντικές είναι εξάλλου οι τάσεις εφησυχασμού στον ενεργειακό τομέα, όπως δείχνει η Δανάη Διακουλάκη, καθώς η Ελλάδα έχει από τα πλέον ενεργοβόρα και βρώμικα παραγωγικά συστήματα της Ευρώπης.
Με λίγα λόγια, ακόμα και πριν από την κρίση, η δυναμική είχε ανακοπεί και ο κίνδυνος να παγιδευτεί η χώρα σε ένα μοντέλο «εύκολης ανάπτυξης», δηλαδή χαμηλής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, μειωμένης απασχόλησης και εισοδημάτων, επιταχυνόμενης υποβάθμισης του περιβάλλοντας, ήταν ορατός. Πόσο μάλλον που το «μοντέλο» παγιώνει μαζικά συμφέροντα και κεκτημένα που καθιστούν δύσκολη τη μεταβολή του. Αρκεί να θυμηθούμε την ευρύτατη τοπική θεσμική και κοινωνική συναίνεση που έχει η τουριστική μικροεπιχειρηματικότητα της «αρπαχτής». Ήλιος, θάλασσα, mousakas, σε ένα όλο και πιο κατεστραμμένο και ομογενοποιημένο περιβάλλον.
Χώρα σε σύγχυση
Αυτό το «μοντέλο του μουσακά» θα έφτανε έτσι κι αλλιώς στα όριά του, αλλά η παγκόσμια κρίση το επιταχύνει. Σε αυτή ακριβώς την περίοδο θα χρειαζόταν η στιβαρή και ευφυής πολιτική- κρατική παρέμβαση ώστε να ανακόψει τη ροπή στην «εύκολη ανάπτυξη» που μαθηματικά οδηγεί στη μελλοντική εθνική μιζέρια και να υποχρεώσει την οικονομία και την κοινωνία σε ένα άλμα. Ιστορικά η Ελλάδα έχει δείξει μια δεκτικότητα στον εκσυγχρονισμό, υιοθετώντας όμως τις πιο «ρηχές» και καταναλωτικές όψεις του. Το «βάθος» που φτάνει ο εκάστοτε εκσυγχρονισμός και η ικανότητα αφομοίωσης των πιο απαιτητικών παραγωγικών πειθαρχιών του ήταν αποτέλεσμα της κανονιστικής και οργανωτικής μεσολάβησης των πολιτικών- κρατικών θεσμών. Ειδικότερα, η κεντρική πολιτική βούληση και κατεύθυνση ήταν και είναι απαραίτητη σε τέτοιες καμπές προκειμένου να αναπλαισιώσουν τις συλλογικές προσδοκίες και συμπεριφορές, αλλάζοντάς τους αν χρειαστεί κατεύθυνση. Μόνο έτσι, λένε εξάλλου πολλοί μελετητές της παγκοσμιοποίησης, μπορεί μια χώρα να αυξήσει τους βαθμούς ελευθερίας έναντι του διεθνούς περιβάλλοντος και να αξιοποιήσει τις πιθανές ευκαιρίες.
Χάθηκε ο πολιτικός προσανατολισμός
Δυστυχώς όμως η Ελλάδα έχει χάσει τον πολιτικό της προσανατολισμό. Από το 2004 και έπειτα, όλες οι πολιτικές ηγεσίες θεώρησαν υποχρέωσή τους να αλλάξουν την «εθνική ατζέντα». Με γεια τους και χαρά τους, αρκεί να ήταν ικανές να θέσουν μια νέα, ευκρινή και ανταποκρινόμενη στις ανάγκες της χώρας. Πέντε χρόνια μετά; Ο ευρών αμειφθήσεται! Πολύ σωστά ο Παντελής Καψής έγραψε σε πρόσφατο κύριο άρθρο «η χαμένη πενταετία». Θα προσέθετα ότι υπήρξε πραγματική οπισθοδρόμηση. Αν προσέξουμε άλλωστε θα δούμε ότι εξαιρουμένου του ΚΚΕ, το οποίο δεν φιλοδόξησε να υπερβεί τον παραδοσιακό εκλογικό- πολιτικό του χώρο, οι υπόλοιποι φαντασιώθηκαν το δικό τους «1981». Η Ν.Δ. είδε τη νίκη της το 2004 σαν τη δική της «αλλαγή» και τον Κ. Καραμανλή σαν κεντροδεξιό «Αντρέα». Το ΠΑΣΟΚ αυτοακύρωσε την ίδια την ιστορική του διαδρομή, αναπολώντας το «1981» σαν καθαρτήρια επιστροφή στις ρίζες. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλαβάνου στην περίοδο της δημοσκοπικής ευφορίας θεώρησε ότι είχε την ίδια ιστορική ευκαιρία όπως ο «Αντρέας» έναντι του Γεωργίου Μαύρου. Οι φαντασιώσεις έμειναν φαντασιώσεις για τις πολιτικές ηγεσίες επιφέροντας επιμέρους κόστος στον κάθε χώρο, αλλά αυτό δεν θα ήταν τόσο σημαντικό αν δεν είχε προκαλέσει έναν γενικότερο πολιτικό εκπεσμό, μια γενικότερη πολιτική σύγχυση. Γιατί οι καιροί άλλα ζητούσαν και η φαντασίωση του «1981» δεν μπορούσε παρά να σημάνει έναν αναχρονισμό, μια οπισθοδρόμηση και μια υπεκφυγή έναντι της πραγματικής εθνικής ατζέντας. Η Ελλάδα χρειαζόταν κάτι άλλο. Χρειαζόταν ένα νέο κύμα μεταρρυθμίσεων (πραγματικών όχι ψευδεπίγραφων) που θα αναβάθμιζε τη χώρα αλλάζοντας την εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία, το ενεργειακό πρότυπο και την περιβαλλοντική συνείδηση. Χρειαζόταν επίσης ένα νέο πολιτικό ήθος για να περιφρουρήσει το κύρος των θεσμών. Χρειαζόταν έναν δημόσιο λόγο στοιχειωδώς ειλικρινή και υπεύθυνο.
Η χώρα βαδίζει λοιπόν ανοχύρωτη στην κρίση. Μέχρι χτες λέγαμε ότι υπόλογος ήταν η κυβέρνηση για την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική της. Τώρα βρισκόμαστε πλέον στα όρια του πολιτικού εκπεσμού και του κοινωνικού ξεχαρβαλώματος.
(Ελπίζω όμως να υπερβάλλω γιατί γράφω την ώρα που η Αθήνα καίγεται).
Είναι σαφές ότι η Ελλάδα, σαν «λαχανιασμένη» μετά το τρέξιμο να προλάβει τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, βρίσκεται πάλι σε φάση απόκλισης, οπισθοδρόμησης και σύγχυσης ως προς το διεθνές γίγνεσθαι. Δυστυχώς όμως το γεγονός είναι τώρα περισσότερο επικίνδυνο γιατί και ο κόσμος βρίσκεται εν μέσω μιας δεινής κρίσης. Ο τωρινός εκτροχιασμός είναι άθροισμα ενός μακροχρόνιου δομικού προβλήματος και ενός συγκυριακού πολιτικού εκπεσμού.
Η παγίδα
Στο μακροχρόνιο πρόβλημα επικεντρώνεται ο συλλογικός τόμος που μόλις κυκλοφόρησε με επιμέλεια του Τάσου Γιαννίτση ( Σε αναζήτηση ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης, Παπαζήσης, 2008). Ο ίδιος ο επιμελητής συνοψίζει τα προβλήματα: περιορισμένη παραγωγική βάση σε διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, επιδεινούμενη ανταγωνιστικότητα, κρατικές πολιτικές μικροπολιτικής συναλλαγής και βραχυχρόνιας διατήρησης των κεκτημένων, απουσία νέων μεγάλων εθνικών στόχων. Η εικόνα δεν απορρέει από μια «καταστροφολογική» αποτίμηση της ελληνικής οικονομίας. Αντιθέτως, ο Γιάννης Καλογήρου επισημαίνει ότι η Ελλάδα της περιόδου 1994- 2007 γνώρισε το τρίτο ορμητικό κύμα ανάπτυξης στην ιστορία του 20ού αιώνα, με αντίστοιχες προγενέστερες περιόδους το 1932- 1936 και 1958- 1973. Η εικόνα λοιπόν αποδίδει τις κατακτήσεις αλλά και τις νέες υστερήσεις που εμφανίζει η Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80, καθώς αναζητά το πρόσωπο και τη θέση της στον νέο καταμερισμό εργασίας στην εποχή της ψηφιακής οικονομίας και της παγκοσμιοποίησης.
Η Ελλάδα μετά τις αποκλίσεις και το μπλοκάρισμα της ανάπτυξης που σημείωσε στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ΄80, κινήθηκε την επομένη να καλύψει το χαμένο έδαφος και να προλάβει το τρένο της ΟΝΕ που ξεκινούσε. Πέτυχε σημαντικά πράγματα. Πέρα από την ίδια την ΟΝΕ, το πιο ορατό αποτέλεσμα ήταν η ταχεία ανάπτυξη και η μείωση της απόστασης που μας χώριζε από την Ε.Ε.-15 ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα. Οι παράγοντες που συνέβαλαν ήταν η θετική επίδραση της δημοσιονομικής εξυγίανσης στην ανάπτυξη και στους επιχειρηματικούς σχεδιασμούς, γεγονός που εκφράστηκε και στην αύξηση των επενδύσεων για τεχνολογικό εξοπλισμό, η δημιουργία ενός αναπτυξιακού «πόλου» με τις τράπεζες και ένα δυναμικό διεθνοποιημένο τμήμα επιχειρήσεων, η πραγματοποίηση σημαντικών έργων υποδομή, και η συνεχής αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης τόσο λόγω της βελτίωσης των εισοδημάτων όσο και των αυξουσών προσδοκιών που καλλιεργούσε η ανάπτυξη, η μείωση των επιτοκίων και η χρηματιστική επέκταση.
Παράλληλα όμως φαίνονταν τα όρια που θα συναντούσε αυτή η δυναμική, ή μάλλον, ο νέος κατάλογος προβλημάτων που έπρεπε να αντιμετωπίσει η χώρα, η πολιτική ηγεσία και οι επιχειρηματικές δυνάμεις. Στη νέα αναπτυξιακή πορεία της χώρας είχε υπερβολικό βάρος η χρηματιστική και η καταναλωτική διάσταση, η ώθηση από τη δημοσιονομική εξυγίανση είχε ημερομηνία λήξης, όπως επίσης και οι συγκεντρωμένες δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομής. Την ίδια ώρα, αυτοί οι παράγοντες δημιουργούσαν εφησυχασμό και ευμάρεια, που οδηγούσε τόσο την υπόλοιπη οικονομία όσο και τους σχεδιαστές της οικονομικής πολιτικής στον δρόμο της «εύκολης ανάπτυξης» και της προσαρμογής σε παραγωγικές δραστηριότητες χαμηλής ανταγωνιστικότητας. Κάποιες μάλιστα φορές η τάση θεωρητικοποιήθηκε και «νομιμοποιήθηκε» κοινωνιολογικά. Σε αντίθεση με τη βιομηχανική εποχή, έλεγε το επιχείρημα, η «μεταβιομηχανική» ευνοεί τις μικρές διαστάσεις, την ευελιξία, τις υπηρεσίες, τις ελαφριές δομές. Η Ελλάδα επομένως ευνοείται αυτομάτως στη μεταβιομηχανική δομή. Στην πραγματικότητα η κατάσταση έπρεπε να δημιουργεί ανησυχίες καθώς ενισχύονταν οι δυϊστικές τάσεις και προοπτικές του παραγωγικού ιστού. Το δυναμικό διεθνοποιημένο τμήμα έμενε περιορισμένο την ίδια ώρα που «ο κεντρικός πυρήνας του παραγωγικού μας ιστού μετακινείται κατά κύματα σε προϊόντα και δραστηριότητες μειούμενης έντασης σε γνώση και τεχνολογία», όπως σημειώνει ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης. Αποθαρρυντικές είναι εξάλλου οι τάσεις εφησυχασμού στον ενεργειακό τομέα, όπως δείχνει η Δανάη Διακουλάκη, καθώς η Ελλάδα έχει από τα πλέον ενεργοβόρα και βρώμικα παραγωγικά συστήματα της Ευρώπης.
Με λίγα λόγια, ακόμα και πριν από την κρίση, η δυναμική είχε ανακοπεί και ο κίνδυνος να παγιδευτεί η χώρα σε ένα μοντέλο «εύκολης ανάπτυξης», δηλαδή χαμηλής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, μειωμένης απασχόλησης και εισοδημάτων, επιταχυνόμενης υποβάθμισης του περιβάλλοντας, ήταν ορατός. Πόσο μάλλον που το «μοντέλο» παγιώνει μαζικά συμφέροντα και κεκτημένα που καθιστούν δύσκολη τη μεταβολή του. Αρκεί να θυμηθούμε την ευρύτατη τοπική θεσμική και κοινωνική συναίνεση που έχει η τουριστική μικροεπιχειρηματικότητα της «αρπαχτής». Ήλιος, θάλασσα, mousakas, σε ένα όλο και πιο κατεστραμμένο και ομογενοποιημένο περιβάλλον.
Χώρα σε σύγχυση
Αυτό το «μοντέλο του μουσακά» θα έφτανε έτσι κι αλλιώς στα όριά του, αλλά η παγκόσμια κρίση το επιταχύνει. Σε αυτή ακριβώς την περίοδο θα χρειαζόταν η στιβαρή και ευφυής πολιτική- κρατική παρέμβαση ώστε να ανακόψει τη ροπή στην «εύκολη ανάπτυξη» που μαθηματικά οδηγεί στη μελλοντική εθνική μιζέρια και να υποχρεώσει την οικονομία και την κοινωνία σε ένα άλμα. Ιστορικά η Ελλάδα έχει δείξει μια δεκτικότητα στον εκσυγχρονισμό, υιοθετώντας όμως τις πιο «ρηχές» και καταναλωτικές όψεις του. Το «βάθος» που φτάνει ο εκάστοτε εκσυγχρονισμός και η ικανότητα αφομοίωσης των πιο απαιτητικών παραγωγικών πειθαρχιών του ήταν αποτέλεσμα της κανονιστικής και οργανωτικής μεσολάβησης των πολιτικών- κρατικών θεσμών. Ειδικότερα, η κεντρική πολιτική βούληση και κατεύθυνση ήταν και είναι απαραίτητη σε τέτοιες καμπές προκειμένου να αναπλαισιώσουν τις συλλογικές προσδοκίες και συμπεριφορές, αλλάζοντάς τους αν χρειαστεί κατεύθυνση. Μόνο έτσι, λένε εξάλλου πολλοί μελετητές της παγκοσμιοποίησης, μπορεί μια χώρα να αυξήσει τους βαθμούς ελευθερίας έναντι του διεθνούς περιβάλλοντος και να αξιοποιήσει τις πιθανές ευκαιρίες.
Χάθηκε ο πολιτικός προσανατολισμός
Δυστυχώς όμως η Ελλάδα έχει χάσει τον πολιτικό της προσανατολισμό. Από το 2004 και έπειτα, όλες οι πολιτικές ηγεσίες θεώρησαν υποχρέωσή τους να αλλάξουν την «εθνική ατζέντα». Με γεια τους και χαρά τους, αρκεί να ήταν ικανές να θέσουν μια νέα, ευκρινή και ανταποκρινόμενη στις ανάγκες της χώρας. Πέντε χρόνια μετά; Ο ευρών αμειφθήσεται! Πολύ σωστά ο Παντελής Καψής έγραψε σε πρόσφατο κύριο άρθρο «η χαμένη πενταετία». Θα προσέθετα ότι υπήρξε πραγματική οπισθοδρόμηση. Αν προσέξουμε άλλωστε θα δούμε ότι εξαιρουμένου του ΚΚΕ, το οποίο δεν φιλοδόξησε να υπερβεί τον παραδοσιακό εκλογικό- πολιτικό του χώρο, οι υπόλοιποι φαντασιώθηκαν το δικό τους «1981». Η Ν.Δ. είδε τη νίκη της το 2004 σαν τη δική της «αλλαγή» και τον Κ. Καραμανλή σαν κεντροδεξιό «Αντρέα». Το ΠΑΣΟΚ αυτοακύρωσε την ίδια την ιστορική του διαδρομή, αναπολώντας το «1981» σαν καθαρτήρια επιστροφή στις ρίζες. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλαβάνου στην περίοδο της δημοσκοπικής ευφορίας θεώρησε ότι είχε την ίδια ιστορική ευκαιρία όπως ο «Αντρέας» έναντι του Γεωργίου Μαύρου. Οι φαντασιώσεις έμειναν φαντασιώσεις για τις πολιτικές ηγεσίες επιφέροντας επιμέρους κόστος στον κάθε χώρο, αλλά αυτό δεν θα ήταν τόσο σημαντικό αν δεν είχε προκαλέσει έναν γενικότερο πολιτικό εκπεσμό, μια γενικότερη πολιτική σύγχυση. Γιατί οι καιροί άλλα ζητούσαν και η φαντασίωση του «1981» δεν μπορούσε παρά να σημάνει έναν αναχρονισμό, μια οπισθοδρόμηση και μια υπεκφυγή έναντι της πραγματικής εθνικής ατζέντας. Η Ελλάδα χρειαζόταν κάτι άλλο. Χρειαζόταν ένα νέο κύμα μεταρρυθμίσεων (πραγματικών όχι ψευδεπίγραφων) που θα αναβάθμιζε τη χώρα αλλάζοντας την εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία, το ενεργειακό πρότυπο και την περιβαλλοντική συνείδηση. Χρειαζόταν επίσης ένα νέο πολιτικό ήθος για να περιφρουρήσει το κύρος των θεσμών. Χρειαζόταν έναν δημόσιο λόγο στοιχειωδώς ειλικρινή και υπεύθυνο.
Η χώρα βαδίζει λοιπόν ανοχύρωτη στην κρίση. Μέχρι χτες λέγαμε ότι υπόλογος ήταν η κυβέρνηση για την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική της. Τώρα βρισκόμαστε πλέον στα όρια του πολιτικού εκπεσμού και του κοινωνικού ξεχαρβαλώματος.
(Ελπίζω όμως να υπερβάλλω γιατί γράφω την ώρα που η Αθήνα καίγεται).