’Μαύρο πρόβατο’ πολιτικά μεταλλαγμένο
Γιάννης Βούλγαρης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2009-03-07
H Ελλάδα χαρακτηρίζεται και πάλι «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης. αυτή τη φορά όμως εντάσσεται σε ολόκληρο κοπάδι, παρέα με ισχυρότερες χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία. Σημάδι ότι
η κατάσταση είναι διαφορετική. Είμαστε «μαύρο πρόβατο» νέου είδους. Πολιτικά μεταλλαγμένο. όχι μόνο γιατί εμείς αλλάξαμε, αλλά γιατί άλλαξε ο κόσμος και η Ευρώπη
Η σημερινή σκληρή πραγματικότητα ανέσυρε αμέσως τους «κοινούς τόπους» που ιστορικά μας συντροφεύουν σαν απαισιόδοξη αυτογνωσία: πόσο Ευρωπαίοι είμαστε κατά βάθος; πόσο οθωμανικό παρελθόν κουβαλάμε μέσα μας; κ.ο.κ. Και αυτός όμως ο λόγος της εθνικής υπαρξιακής αγωνίας τίθεται σήμερα με τελείως διαφορετικούς όρους γιατί έχει αλλάξει το πλαίσιο.
Πράγματι, το εθνικό υπαρξιακό ερώτημα σχετιζόταν πάντα με τη θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια ή ευρωπαϊκή γεωπολιτική και στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το διακύβευμα ήταν πάντα «το κυνήγι των πιο πολιτισμένων χωρών»: πόσο απέχουμε; πώς θα τους φτάσουμε; Το αίτιο της απαισιοδοξίας ήταν πάντα είτε η καθυστέρηση, είτε η «ρηχότητα» του εκάστοτε εκσυγχρονιστικού/ αναπτυξιακού άλματος που κάναμε: ποιες είναι οι αιτίες της καθυστέρησης; γιατί όταν κατορθώνουμε να εφαρμόσουμε τις σημαντικές κατακτήσεις των «πιο πολιτισμένων χωρών» την ίδια στιγμή τις στρεβλώνουμε «βαλκανοποιώντας τες»; Καπάκι ερχόταν πάντα και η ιδεολογική διαμάχη με επίκεντρο την πολιτισμική αμφιβολία: είμαστε Δύση ή Ανατολή; Μήπως χάνουμε την ελληνικότητά μας; και τι είναι αυτή; Τέλος, κυνηγώντας συνεχώς «τους πιο πολιτισμένους», αισθανόμασταν έρμαια μιας αέναης μετάβασης: η Ελλάδα και οι Έλληνες ήταν υποχρεωμένοι να φύγουν από ό,τι μόλις είχαν κατακτήσει για να πετύχουν κάτι «πιο σύγχρονο». Τα ερωτήματα δεν αφορούσαν ειδικά την Ελλάδα, αλλά όλες τις χώρες της εκάστοτε «περιφέρειας» και «ημιπεριφέρειας» του παγκόσμιου συστήματος. Αυτό που άλλαζε ήταν ο βαθμός επιτυχίας ή αποτυχίας: κάποιες χώρες ή περιοχές κατόρθωναν σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο να ανέβουν στην παγκόσμια ιεραρχία ή να μειώσουν την απόσταση από τους εκάστοτε «πρώτους» ή να γίνουν πρώτες. Και αντιστρόφως, άλλες χώρες ή οι ίδιες σε άλλη ιστορική περίοδο, υποβαθμίζονταν, «έμεναν πίσω».
Στη μακρά διάρκεια, δηλαδή από τη σύσταση του εθνικού κράτους μέχρι σήμερα, η Ελλάδα ανήκει στους κερδισμένους, παρ΄ ότι η πορεία ήταν ασυνεχής, διακεκομμένη (π.χ. Εμφύλιος) ή επιταχυνόμενη (κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο). Όπως εξάλλου και στις άλλες χώρες, έτσι και στην Ελλάδα η αντιφατική και αμφίθυμη προσήλωση στο κυνήγι «των πιο πολιτισμένων χωρών» προώθησε την εγχώρια επιστήμη και παρήγαγε υψηλή εθνική κουλτούρα που περιστράφηκε γύρω από το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας. Αρκεί να αναλογιστούμε τη σπουδαία ποίηση που ενέπνευσε η αναζήτηση της «ελληνικότητας», παράλληλα βεβαίως με την άφθονη σκαρταδούρα εθνολαϊκίστικου κυρίως περιεχομένου. Η θεσμοποίηση
Η διαδικασία ένταξης στην ΕΟΚ και στην ΟΝΕ κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο άλλαξε ριζικά τους όρους του ζητήματος. Το «κυνήγι της Ευρώπης» εντάχθηκε σε ένα συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο. Δεν ήταν πλέον «εξωτερική» σχέση μεταξύ δύο διαφορετικών οντοτήτων. Αντιθέτως, η ευρωπαϊκή επιρροή άρχιζε να εσωτερικεύεται. Σε αυτή τη φάση, η Ελλάδα θεωρήθηκε «μαύρο πρόβατο» δύο φορές. Την πρώτη στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 λόγω του εκτροχιασμού των δημόσιων οικονομικών και τη δεύτερη στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 κυρίως λόγω «μακεδονικού» αλλά και της μεγάλης απόστασης που τη χώριζε αρχικά από τους δείκτες του Μάαστριχτ. Σχεδόν ταυτόχρονα, σημειώθηκαν δύο πυκνώσεις του περί της «εθνικής αυτογνωσίας» δημόσιου λόγου. Η πρώτη, στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, είχε ως μοτίβα τα δίπολα, «εκσυγχρονισμόςκαθυστέρηση», «δυτική κουλτούρα- εθνική ιδιομορφία». Στο επιστημονικό επίπεδο καταγράφηκαν αρκετές σημαντικές συμβολές που ακόμα λειτουργούν ως αναφορές, αλλά ο δημόσιος λόγος μάλλον δημιουργούσε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα «κινδυνεύουσας ελληνικότητας».
Η δεύτερη πύκνωση έγινε τη δεκαετία του ΄90 τόσο υπό το βάρος του «μακεδονικού» όσο και της ΟΝΕ. Το πρώτο ωθούσε περισσότερο στην ιδεολογία του «ανάδελφου έθνους» ενώ η δεύτερη προς τον εξευρωπαϊσμό. Πολιτικά η σύγκρουση αποκρυσταλλώθηκε στο δίπολο «εκσυγχρονισμός- λαϊκισμός» με επικρατέστερο τον πρώτο, ο οποίος επέβαλε και την εθνική ατζέντα. Ιδεολογικά διαμορφώθηκε μάλλον ένα μείγμα «αμφίθυμου ευρωπαϊσμού» που σήμαινε αποδοχή της ευρωπαϊκής προοπτικής με σχετική όμως εθνική παραμυθία. Συγκρίνοντας τις δύο πυκνώσεις μπορούμε, νομίζω, ήδη να καταγράψουμε μια αισθητή μετατόπιση της συλλογικής συνείδησης από την υπερβάλλουσα «εθνική ιδιομορφία» και την «κινδυνεύουσα ελληνικότητα» στον «εξευρωπαϊσμό της εθνικής μας ταυτότητας», παρά τις αμφιθυμίες.
η κατάσταση είναι διαφορετική. Είμαστε «μαύρο πρόβατο» νέου είδους. Πολιτικά μεταλλαγμένο. όχι μόνο γιατί εμείς αλλάξαμε, αλλά γιατί άλλαξε ο κόσμος και η Ευρώπη
Η σημερινή σκληρή πραγματικότητα ανέσυρε αμέσως τους «κοινούς τόπους» που ιστορικά μας συντροφεύουν σαν απαισιόδοξη αυτογνωσία: πόσο Ευρωπαίοι είμαστε κατά βάθος; πόσο οθωμανικό παρελθόν κουβαλάμε μέσα μας; κ.ο.κ. Και αυτός όμως ο λόγος της εθνικής υπαρξιακής αγωνίας τίθεται σήμερα με τελείως διαφορετικούς όρους γιατί έχει αλλάξει το πλαίσιο.
Πράγματι, το εθνικό υπαρξιακό ερώτημα σχετιζόταν πάντα με τη θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια ή ευρωπαϊκή γεωπολιτική και στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το διακύβευμα ήταν πάντα «το κυνήγι των πιο πολιτισμένων χωρών»: πόσο απέχουμε; πώς θα τους φτάσουμε; Το αίτιο της απαισιοδοξίας ήταν πάντα είτε η καθυστέρηση, είτε η «ρηχότητα» του εκάστοτε εκσυγχρονιστικού/ αναπτυξιακού άλματος που κάναμε: ποιες είναι οι αιτίες της καθυστέρησης; γιατί όταν κατορθώνουμε να εφαρμόσουμε τις σημαντικές κατακτήσεις των «πιο πολιτισμένων χωρών» την ίδια στιγμή τις στρεβλώνουμε «βαλκανοποιώντας τες»; Καπάκι ερχόταν πάντα και η ιδεολογική διαμάχη με επίκεντρο την πολιτισμική αμφιβολία: είμαστε Δύση ή Ανατολή; Μήπως χάνουμε την ελληνικότητά μας; και τι είναι αυτή; Τέλος, κυνηγώντας συνεχώς «τους πιο πολιτισμένους», αισθανόμασταν έρμαια μιας αέναης μετάβασης: η Ελλάδα και οι Έλληνες ήταν υποχρεωμένοι να φύγουν από ό,τι μόλις είχαν κατακτήσει για να πετύχουν κάτι «πιο σύγχρονο». Τα ερωτήματα δεν αφορούσαν ειδικά την Ελλάδα, αλλά όλες τις χώρες της εκάστοτε «περιφέρειας» και «ημιπεριφέρειας» του παγκόσμιου συστήματος. Αυτό που άλλαζε ήταν ο βαθμός επιτυχίας ή αποτυχίας: κάποιες χώρες ή περιοχές κατόρθωναν σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο να ανέβουν στην παγκόσμια ιεραρχία ή να μειώσουν την απόσταση από τους εκάστοτε «πρώτους» ή να γίνουν πρώτες. Και αντιστρόφως, άλλες χώρες ή οι ίδιες σε άλλη ιστορική περίοδο, υποβαθμίζονταν, «έμεναν πίσω».
Στη μακρά διάρκεια, δηλαδή από τη σύσταση του εθνικού κράτους μέχρι σήμερα, η Ελλάδα ανήκει στους κερδισμένους, παρ΄ ότι η πορεία ήταν ασυνεχής, διακεκομμένη (π.χ. Εμφύλιος) ή επιταχυνόμενη (κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο). Όπως εξάλλου και στις άλλες χώρες, έτσι και στην Ελλάδα η αντιφατική και αμφίθυμη προσήλωση στο κυνήγι «των πιο πολιτισμένων χωρών» προώθησε την εγχώρια επιστήμη και παρήγαγε υψηλή εθνική κουλτούρα που περιστράφηκε γύρω από το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας. Αρκεί να αναλογιστούμε τη σπουδαία ποίηση που ενέπνευσε η αναζήτηση της «ελληνικότητας», παράλληλα βεβαίως με την άφθονη σκαρταδούρα εθνολαϊκίστικου κυρίως περιεχομένου. Η θεσμοποίηση
Η διαδικασία ένταξης στην ΕΟΚ και στην ΟΝΕ κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο άλλαξε ριζικά τους όρους του ζητήματος. Το «κυνήγι της Ευρώπης» εντάχθηκε σε ένα συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο. Δεν ήταν πλέον «εξωτερική» σχέση μεταξύ δύο διαφορετικών οντοτήτων. Αντιθέτως, η ευρωπαϊκή επιρροή άρχιζε να εσωτερικεύεται. Σε αυτή τη φάση, η Ελλάδα θεωρήθηκε «μαύρο πρόβατο» δύο φορές. Την πρώτη στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 λόγω του εκτροχιασμού των δημόσιων οικονομικών και τη δεύτερη στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 κυρίως λόγω «μακεδονικού» αλλά και της μεγάλης απόστασης που τη χώριζε αρχικά από τους δείκτες του Μάαστριχτ. Σχεδόν ταυτόχρονα, σημειώθηκαν δύο πυκνώσεις του περί της «εθνικής αυτογνωσίας» δημόσιου λόγου. Η πρώτη, στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, είχε ως μοτίβα τα δίπολα, «εκσυγχρονισμόςκαθυστέρηση», «δυτική κουλτούρα- εθνική ιδιομορφία». Στο επιστημονικό επίπεδο καταγράφηκαν αρκετές σημαντικές συμβολές που ακόμα λειτουργούν ως αναφορές, αλλά ο δημόσιος λόγος μάλλον δημιουργούσε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα «κινδυνεύουσας ελληνικότητας».
Η δεύτερη πύκνωση έγινε τη δεκαετία του ΄90 τόσο υπό το βάρος του «μακεδονικού» όσο και της ΟΝΕ. Το πρώτο ωθούσε περισσότερο στην ιδεολογία του «ανάδελφου έθνους» ενώ η δεύτερη προς τον εξευρωπαϊσμό. Πολιτικά η σύγκρουση αποκρυσταλλώθηκε στο δίπολο «εκσυγχρονισμός- λαϊκισμός» με επικρατέστερο τον πρώτο, ο οποίος επέβαλε και την εθνική ατζέντα. Ιδεολογικά διαμορφώθηκε μάλλον ένα μείγμα «αμφίθυμου ευρωπαϊσμού» που σήμαινε αποδοχή της ευρωπαϊκής προοπτικής με σχετική όμως εθνική παραμυθία. Συγκρίνοντας τις δύο πυκνώσεις μπορούμε, νομίζω, ήδη να καταγράψουμε μια αισθητή μετατόπιση της συλλογικής συνείδησης από την υπερβάλλουσα «εθνική ιδιομορφία» και την «κινδυνεύουσα ελληνικότητα» στον «εξευρωπαϊσμό της εθνικής μας ταυτότητας», παρά τις αμφιθυμίες.