Τι θα είχε γίνει αν
Τάσος Παππάς, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2009-03-29
Πριν από μερικά χρόνια είχα ρωτήσει τον Γ. Φαράκο «πώς θα ήταν σήμερα η χώρα αν το Δεκέμβρη του 1944 το ΚΚΕ είχε κερδίσει τη μάχη της Αθήνας;». Ο πρώην γραμματέας της Κ.Ε. του ΚΚΕ μού έδωσε την εξής απάντηση: «Κανείς δεν μπορεί να πει. Συχνά η ζωή αποδεικνύεται πλουσιότερη και από την πιο αχαλίνωτη φαντασία».
Με προσωπική εμπλοκή στα γεγονότα της περιόδου, ηγετικό στέλεχος για πολλά χρόνια του ΚΚΕ και παρά το γεγονός ότι οι σύντροφοί του τον στόλισαν «δεόντως» όταν αποχώρησε από το κόμμα, δεν ήθελε να ενώσει τη φωνή του με όσους τραγουδούσαν το σουξέ «ευτυχώς σύντροφοι που χάσαμε».
Η σκηνή ήρθε στο νου μου με αφορμή τη θέση που διατύπωσε ο Θ. Πάγκαλος σε συνέδριο που ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του Γ. Φαράκου ότι «αν το ΚΚΕ νικούσε το 1949 τότε θα σκότωνε όλους τους αντιφρονούντες και ένα μέρος των στελεχών του», που προκάλεσε την οργή της Αλέκας Παπαρήγα η οποία με επιστολή της στον Γ. Παπανδρέου τον κάλεσε να συνετίσει τον Πάγκαλο. Εγείρονται δύο ζητήματα: Εχει δίκιο ο Θ. Πάγκαλος επί της ουσίας; Νομιμοποιείται η Γραμματέας του ΚΚΕ να ζητά από τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ να επαναφέρει στην τάξη τον «άτακτο μαθητή»;
Σ’ ό,τι αφορά το πρώτο, η συζήτηση είναι πολύ μεγάλη, έχει ξεκινήσει πολύ πριν από την κατάρρευση του 1989 και δεν πρόκειται να τελειώσει γιατί η αναμέτρηση με τα «αν» της Ιστορίας είναι διαρκής, συναρπαστική και εμπλουτίζεται με νέο υλικό. Ωστόσο, η προσπάθεια ανακατασκευής του παρελθόντος με πρόθεση την αναδρομική δικαίωση αν δεν συνοδεύεται με ντοκουμέντα και πειστική επιχειρηματολογία είναι ευάλωτη στην κατηγορία της ιδεολογικής προσαρμογής στην κυρίαρχη θέαση.
Υπέρ της αντίληψης Πάγκαλου συνηγορούν πολλοί παράγοντες. Οι κυριότεροι είναι οι εξής: Εφόσον όπου επιβλήθηκαν τα κομμουνιστικά κόμματα τα αποτελέσματα σε γενικές γραμμές ήταν τα ίδια, γιατί η Ελλάδα να αποτελούσε εξαίρεση; Υπήρχε περίπτωση η τοπική ηγεσία, και να ήθελε, που δεν ήθελε αν κρίνουμε από τις ιδέες που ήταν δεσπόζουσες στο εσωτερικό του κόμματος, να ακολουθήσει διαφορετική πορεία;
Τα σκιρτήματα ανεξαρτησίας -ειλικρινή ή ιδιοτελή είναι αδιάφορο-, δηλαδή η θεωρία των δύο πόλων του Ν. Ζαχαριάδη, προέκυψαν εκ των υστέρων (12η Ολομέλεια 27-6-1945) και αφού είχε προηγηθεί η συντριβή του κινήματος στην πρωτεύουσα. Και, βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε (και εδώ φαίνεται να δικαιώνεται η εκτίμηση Πάγκαλου για την τύχη που θα είχαν και στελέχη του ΚΚΕ) ότι όσοι δοκίμασαν να κοντράρουν την επίσημη γραμμή συκοφαντήθηκαν με βάναυσο τρόπο και οδηγήθηκαν στον αφανισμό (Αρης Βελουχιώτης).
Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνεται το ΚΚΕ το ρόλο του και τον ανταγωνισμό του με τα άλλα κόμματα. Χαρακτηρίζει αντικομμουνιστική οποιαδήποτε κριτική αμφισβητεί τα ιερά και τα όσια του, την εντάσσει σε σχέδια που εξυφαίνονται εναντίον του από κύκλους εντός και εκτός επικράτειας, την καταγγέλλει ότι μιμείται τη μισαλλοδοξία του μετεμφυλιακού καθεστώτος κι ας χρησιμοποιεί έντονα επιθετική ρητορική με ιαβέρειο ύφος απέναντι στους αντιπάλους του, αδιαφορώντας αν θίγει τις δικές τους ιδρυτικές αφηγήσεις.
Δεν «επιτρέπει» στο ΠΑΣΟΚ να το αποκαλεί «αριστερό ψάλτη της δεξιάς» και στον ΣΥΡΙΖΑ να το περιγράφει ως «συστημική δύναμη». Το «φουσκωμένο συλλογικό εγώ του» εξεγείρεται και ανακαλύπτει αντικομμουνιστική υστερία, ενώ την ίδια στιγμή ο δημόσιος λόγος του για το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ είναι απαξιωτικός και ενίοτε προσβλητικός: «δεκανίκι του συστήματος, στυλοβάτη του κεφαλαίου, ανάχωμα στο ριζοσπαστισμό των μαζών» είναι μερικά από τα «ευώδη» σχόλια του εκφραστικού οργάνου του.
Αν, όμως, το ΠΑΣΟΚ είναι όλα αυτά, αν δεν διαφέρει σε τίποτα από τη δεξιά, όπως καθημερινώς μας λένε οι ανακοινώσεις του κόμματος, αν συλλήβδην η σοσιαλδημοκρατία έχει περάσει στην αντίπερα όχθη, γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ θυμώνει με το «αντικομμουνιστικό παραλήρημα» του Θ. Πάγκαλου και απαιτεί από τον Γ. Παπανδρέου να τον αποδοκιμάσει; Θα έπρεπε να το θεωρεί φυσιολογική εξέλιξη. Απλώς το ΚΚΕ διεκδικεί το δικαίωμα να μιλά ελεύθερα για όλους τους άλλους, ενοχλείται όμως όταν ασκούν το ίδιο δικαίωμα και οι άλλοι.
Με προσωπική εμπλοκή στα γεγονότα της περιόδου, ηγετικό στέλεχος για πολλά χρόνια του ΚΚΕ και παρά το γεγονός ότι οι σύντροφοί του τον στόλισαν «δεόντως» όταν αποχώρησε από το κόμμα, δεν ήθελε να ενώσει τη φωνή του με όσους τραγουδούσαν το σουξέ «ευτυχώς σύντροφοι που χάσαμε».
Η σκηνή ήρθε στο νου μου με αφορμή τη θέση που διατύπωσε ο Θ. Πάγκαλος σε συνέδριο που ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του Γ. Φαράκου ότι «αν το ΚΚΕ νικούσε το 1949 τότε θα σκότωνε όλους τους αντιφρονούντες και ένα μέρος των στελεχών του», που προκάλεσε την οργή της Αλέκας Παπαρήγα η οποία με επιστολή της στον Γ. Παπανδρέου τον κάλεσε να συνετίσει τον Πάγκαλο. Εγείρονται δύο ζητήματα: Εχει δίκιο ο Θ. Πάγκαλος επί της ουσίας; Νομιμοποιείται η Γραμματέας του ΚΚΕ να ζητά από τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ να επαναφέρει στην τάξη τον «άτακτο μαθητή»;
Σ’ ό,τι αφορά το πρώτο, η συζήτηση είναι πολύ μεγάλη, έχει ξεκινήσει πολύ πριν από την κατάρρευση του 1989 και δεν πρόκειται να τελειώσει γιατί η αναμέτρηση με τα «αν» της Ιστορίας είναι διαρκής, συναρπαστική και εμπλουτίζεται με νέο υλικό. Ωστόσο, η προσπάθεια ανακατασκευής του παρελθόντος με πρόθεση την αναδρομική δικαίωση αν δεν συνοδεύεται με ντοκουμέντα και πειστική επιχειρηματολογία είναι ευάλωτη στην κατηγορία της ιδεολογικής προσαρμογής στην κυρίαρχη θέαση.
Υπέρ της αντίληψης Πάγκαλου συνηγορούν πολλοί παράγοντες. Οι κυριότεροι είναι οι εξής: Εφόσον όπου επιβλήθηκαν τα κομμουνιστικά κόμματα τα αποτελέσματα σε γενικές γραμμές ήταν τα ίδια, γιατί η Ελλάδα να αποτελούσε εξαίρεση; Υπήρχε περίπτωση η τοπική ηγεσία, και να ήθελε, που δεν ήθελε αν κρίνουμε από τις ιδέες που ήταν δεσπόζουσες στο εσωτερικό του κόμματος, να ακολουθήσει διαφορετική πορεία;
Τα σκιρτήματα ανεξαρτησίας -ειλικρινή ή ιδιοτελή είναι αδιάφορο-, δηλαδή η θεωρία των δύο πόλων του Ν. Ζαχαριάδη, προέκυψαν εκ των υστέρων (12η Ολομέλεια 27-6-1945) και αφού είχε προηγηθεί η συντριβή του κινήματος στην πρωτεύουσα. Και, βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε (και εδώ φαίνεται να δικαιώνεται η εκτίμηση Πάγκαλου για την τύχη που θα είχαν και στελέχη του ΚΚΕ) ότι όσοι δοκίμασαν να κοντράρουν την επίσημη γραμμή συκοφαντήθηκαν με βάναυσο τρόπο και οδηγήθηκαν στον αφανισμό (Αρης Βελουχιώτης).
Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνεται το ΚΚΕ το ρόλο του και τον ανταγωνισμό του με τα άλλα κόμματα. Χαρακτηρίζει αντικομμουνιστική οποιαδήποτε κριτική αμφισβητεί τα ιερά και τα όσια του, την εντάσσει σε σχέδια που εξυφαίνονται εναντίον του από κύκλους εντός και εκτός επικράτειας, την καταγγέλλει ότι μιμείται τη μισαλλοδοξία του μετεμφυλιακού καθεστώτος κι ας χρησιμοποιεί έντονα επιθετική ρητορική με ιαβέρειο ύφος απέναντι στους αντιπάλους του, αδιαφορώντας αν θίγει τις δικές τους ιδρυτικές αφηγήσεις.
Δεν «επιτρέπει» στο ΠΑΣΟΚ να το αποκαλεί «αριστερό ψάλτη της δεξιάς» και στον ΣΥΡΙΖΑ να το περιγράφει ως «συστημική δύναμη». Το «φουσκωμένο συλλογικό εγώ του» εξεγείρεται και ανακαλύπτει αντικομμουνιστική υστερία, ενώ την ίδια στιγμή ο δημόσιος λόγος του για το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ είναι απαξιωτικός και ενίοτε προσβλητικός: «δεκανίκι του συστήματος, στυλοβάτη του κεφαλαίου, ανάχωμα στο ριζοσπαστισμό των μαζών» είναι μερικά από τα «ευώδη» σχόλια του εκφραστικού οργάνου του.
Αν, όμως, το ΠΑΣΟΚ είναι όλα αυτά, αν δεν διαφέρει σε τίποτα από τη δεξιά, όπως καθημερινώς μας λένε οι ανακοινώσεις του κόμματος, αν συλλήβδην η σοσιαλδημοκρατία έχει περάσει στην αντίπερα όχθη, γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ θυμώνει με το «αντικομμουνιστικό παραλήρημα» του Θ. Πάγκαλου και απαιτεί από τον Γ. Παπανδρέου να τον αποδοκιμάσει; Θα έπρεπε να το θεωρεί φυσιολογική εξέλιξη. Απλώς το ΚΚΕ διεκδικεί το δικαίωμα να μιλά ελεύθερα για όλους τους άλλους, ενοχλείται όμως όταν ασκούν το ίδιο δικαίωμα και οι άλλοι.