Γιατί χάνουν οι Σοσιαλιστές
Ανδρέας Πανταζόπουλος, Το Βήμα, Νέες Εποχές, Δημοσιευμένο: 2009-06-14
Η συντριπτική ήττα που υπέστη η Σοσιαλδημοκρατία στις ευρωεκλογές θέτει σύμφωνα με τις πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις το ακόλουθο ερώτημα: Μήπως βρισκόμαστε στην απαρχή της παρακμής και του μαρασμού του μεταπολεμικού σοσιαλδημοκρατικού δένδρου; Εκείνου του μοντέλου συμμετοχικής διακυβέρνησης που προήγαγε θεσμικά την τριμερή διαπραγμάτευση, αναγνωρίζοντας και εξημερώνοντας ταυτόχρονα τη σύγκρουση κεφαλαίου/εργασίας, και θέσπισε το παρεμβατικό κοινωνικό κράτος. Στηριζόμενο στο μαζικό κόμμα, στην εσωκομματική πλουραλιστική δημοκρατική του οργάνωση και σε μια ακατάλυτη σχέση με τα πανίσχυρα εργατικά συνδικάτα. Οι ρεαλιστές, από την πλευρά τους, θα απαντούσαν ότι αυτό το μοντέλο έχει από καιρό διαμελισθεί, ορισμένα τουλάχιστον χαρακτηριστικά του έχουν ήδη αναιρεθεί.
Αν αξίζει να εμμείνουμε στην αναζήτηση απάντησης, αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι τέτοιοι ισχυρισμοί δεν είναι πειστικοί. Αλλά γιατί η αναπόφευκτη γενικότητά τους και ενίοτε η μελαγχολική αναπόληση της μεταπολεμικής χρυσής σοσιαλδημοκρατικής τριακονταετίας μπορεί να λειτουργήσουν μυστικοποιητικά ως προς ενδεχόμενους σημερινούς μετασχηματισμούς της πάλαι ποτέ κραταιής «σοσιαλδημοκρατικής πρόκλησης». Ειδικότερα, η ευρωπαϊκή πολιτική συγκυρία, και μάλιστα η τωρινή, παρά τις υπαρκτές, ενίοτε και μεγάλες, εθνικές ιδιαιτερότητες, μοιάζει να ενοποιεί σε έναν βασικό λόγο τη σοσιαλδημοκρατική καχεξία: την αποεθνικοποίησή της ντουμπλαρισμένη με την αποκοινωνικοποίησή της.
▅ Η παγκοσμιοποίηση
Η Σοσιαλδημοκρατία ιστορικά συγκροτήθηκε ως εθνική πολιτική δύναμη, και μόνο όταν το κυβερνητικό κοινωνικό μοντέλο της στέφθηκε με επιτυχία έγινε πολύτιμο προς εξαγωγή προϊόν. Ο ευρωπαϊσμός της ήταν παρακολούθημα μιας επιτυχίας σε κρατικοεθνικά πλαίσια, όχι το αντίστροφο. Το τέλος αυτού του πρώτου επιτυχημένου σοσιαλδημοκρατικού κύκλου συνέπεσε με ό,τι συνηθίσαμε να ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση. Η λεγόμενη πτώση των συνόρων, η αυξανόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας, οι νέες τεχνολογίες στην επικοινωνία έσπρωξαν τη Σοσιαλδημοκρατία αφενός στην αποεθνικοποίησή της, αφετέρου προς μια ορισμένη αποκοινωνικοποίησή της. Είναι η περίοδος του μπλερισμού, όπου το ομώνυμο μοντέλο προσλαμβάνει πλέον κοσμοπολίτικα χαρακτηριστικά, προκρίνει κοινωνικές συμμαχίες ενός νέου προοδευτικού κέντρου, ποντάρει σε ένα ανάλαφρο πολιτισμικό ύφος και, ταυτόχρονα, «προσηλυτίζεται» στον αγοραίο καπιταλισμό και τον αντικρατισμό. Παρά τις όποιες εκσυγχρονιστικές επιτυχίες του, αυτό το μοντέλο βρίσκεται σήμερα στο εδώλιο. Χρεώνεται ένα μείζον κοινωνικό έλλειμμα στην πολιτική του, την αυξανόμενη αποστασιοποίηση μεγάλου μέρους των λαϊκών τάξεων από τον πολιτικό του φορέα. Η οικονομική κρίση έρχεται να ενισχύσει αυτή την τάση κοινωνικής αποξένωσης της Σοσιαλδημοκρατίας, στα όρια της κοινωνικής της απονομιμοποίησης.
Από την άποψη αυτή, τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών είναι εμβληματικά. Η κοινωνική ήττα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων συναρτάται άμεσα με την αδυναμία τους να πείσουν την παραδοσιακή εκλογική τους βάση για την αναγκαιότητα μιας υπερεθνικής δομής, όπως η ΕΕ, προκειμένου να ρυθμισθεί ο αχαλίνωτος καπιταλισμός. Ενα μεγάλο μέρος των παραδοσιακών κοινωνικών τους ερεισμάτων παραμένει δέσμιο ενός κρατικο-προνοιακού φαντασιακού: η έξοδος από το εθνικό ισοδυναμεί με προδοσία του κοινωνικού, και αντίστροφα, η σοσιαλδημοκρατική λιποταξία από το κοινωνικό χρεώνεται στην άνευ όρων προσχώρησή της στο υπερεθνικό, ακόμη και στο μεταεθνικό.
▅ Οι αγορές
Αν αυτός είναι ο βασικός λόγος της σημερινής κοινωνιολογικής κρίσης της Σοσιαλδημοκρατίας, αφήνοντας κατά μέρος την κρίση της ίδιας της ιδέας της «προόδου», η πολιτική της ευθύνη συνίσταται σε τούτο: στο ότι δεν κατάφερε ως τώρα όχι «απλώς» να προτείνει και να επιβάλει μια εφαρμόσιμη υπερεθνική πολιτική ρύθμισης των αγορών, αλλά κυρίως δεν σκέφθηκε σοβαρά την πολύμορφη σχέση εθνικού/υπερεθνικού, το πώς δηλαδή μπορεί να υπάρχει το δημοκρατικό έθνος, αλλά και το κράτος, και οι πολιτικές και νοερές συνεκτικές τους λειτουργίες σε συνθήκες μιας επιθυμητής αλλά και επιβεβλημένης ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το ζήτημα να ξανασκεφθούμε το έθνος σε μια προοπτική πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης παραγνωρίστηκε, έγινε βορά των κάθε είδους αριστερο-λεπενισμών, των κάθε είδους εθνο-κυριαρχιστών Δεξιάς και Αριστεράς.
Ενώπιον αυτού του αδιεξόδου, η Σοσιαλδημοκρατία αποφάσισε εσχάτως να κάνει μια επιπλέον στροφή, τη φορά αυτή «ριζοσπαστική». Πραγματικό vertigo για τους δυνάμει ψηφοφόρους της. Καταγγέλλοντας, έμμεσα τουλάχιστον, τον μπλερισμό για όλα τα δεινά που υφίσταται, θεώρησε ότι μπορεί να αναπληρώσει το κοινωνικό της έλλειμμα διαμέσου μιας αναξιόπιστης, όπως τελικά αποδεικνύεται, αριστερής ρητορικής, διανθισμένης με συμμετοχικές διαδικασίες και πράσινη ανάπτυξη. Ενας αφηρημένος ηθικολογικός λόγος, ένα μετριοπαθές λαϊκίστικο ύφος, χωρίς την ανάληψη συγκεκριμένων ευθυνών που να απορρέουν από προγραμματικές δεσμεύσεις, και μια συγκινησιακή/συμπονετική τροπή της νέας μεγάλης της υπόσχεσης φαίνεται να είναι το νέο της πρόσημο. Το οποίο όμως αποτυγχάνει να πείσει, προτού καν αναπτυχθεί σε όλη του την έκταση. Σε αυτή την περιδίνηση, η σοσιαλδημοκρατία κινδυνεύει να «κάψει» και το νέο πραγματικό διακύβευμα της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, εργαλειοποιώντας το στο πλαίσιο μιας αλυσιτελούς στρατηγικής.
▅ Οι απαντήσεις
Η κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας φωτίζεται ακόμα καλύτερα, αν δούμε εκ του σύνεγγυς εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν το πλέγμα της σημερινής δεξιάς ηγεμονίας στην Ευρώπη. Ηγεμονία που εδράζεται σε μια πραγματιστική, μη ιδεοληπτική, κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Η ευρωδεξιά, και ο σαρκοζισμός είναι ίσως το κατ΄ εξοχήν παράδειγμα, επιδεικνύει μια εντυπωσιακή ευελιξία προσαρμογής στις νέες συνθήκες, χωρίς περιττά ταμπού. Οντας μοντέρνα, ακόμα και υπερμοντέρνα, διατηρεί για τον εαυτό της το δικαίωμα να αποφασίζει «εθνικά», δηλαδή παρεμβατικά, για ορισμένα θέματα που άπτονται της κοινωνικής προστασίας, ή για προβλήματα «ασφάλειας» (που τα συνδέει με τη «λαθρομετανάστευση»), ακόμα και για ζητήματα διεύρυνσης της ΕΕ (π.χ. Τουρκία), που κρίνει ότι πλήττουν την εθνική κοινωνική συνοχή.
Προφανώς, και ευτυχώς, η Σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να δώσει τις ίδιες απαντήσεις με τη Δεξιά, η οποία φαίνεται να κερδίζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε αυτό το σημείο τη δική της μάχη με την Ακροδεξιά, την ίδια στιγμή που η Σοσιαλδημοκρατία φαντάζει όμηρος ενός αριστερίστικου λαϊκισμού. Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι του σημείου να αρνείται την πραγματικότητα, και μάλιστα να την απαρνείται, η απόσταση είναι μεγάλη. Υπ΄ αυτή την οπτική, η κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: παραγνώριση της πραγματικότητας και έλλειμμα πολιτικής βούλησης, όλα αυτά σε ένα φόντο διανοητικής παραίτησης.
* Ο Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ, ερευνητής συνεργαζόμενος με το γαλλικό Κέντρο Πολιτικών Ερευνών (CΕVΙΡΟF/CΝRS).
Αν αξίζει να εμμείνουμε στην αναζήτηση απάντησης, αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι τέτοιοι ισχυρισμοί δεν είναι πειστικοί. Αλλά γιατί η αναπόφευκτη γενικότητά τους και ενίοτε η μελαγχολική αναπόληση της μεταπολεμικής χρυσής σοσιαλδημοκρατικής τριακονταετίας μπορεί να λειτουργήσουν μυστικοποιητικά ως προς ενδεχόμενους σημερινούς μετασχηματισμούς της πάλαι ποτέ κραταιής «σοσιαλδημοκρατικής πρόκλησης». Ειδικότερα, η ευρωπαϊκή πολιτική συγκυρία, και μάλιστα η τωρινή, παρά τις υπαρκτές, ενίοτε και μεγάλες, εθνικές ιδιαιτερότητες, μοιάζει να ενοποιεί σε έναν βασικό λόγο τη σοσιαλδημοκρατική καχεξία: την αποεθνικοποίησή της ντουμπλαρισμένη με την αποκοινωνικοποίησή της.
▅ Η παγκοσμιοποίηση
Η Σοσιαλδημοκρατία ιστορικά συγκροτήθηκε ως εθνική πολιτική δύναμη, και μόνο όταν το κυβερνητικό κοινωνικό μοντέλο της στέφθηκε με επιτυχία έγινε πολύτιμο προς εξαγωγή προϊόν. Ο ευρωπαϊσμός της ήταν παρακολούθημα μιας επιτυχίας σε κρατικοεθνικά πλαίσια, όχι το αντίστροφο. Το τέλος αυτού του πρώτου επιτυχημένου σοσιαλδημοκρατικού κύκλου συνέπεσε με ό,τι συνηθίσαμε να ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση. Η λεγόμενη πτώση των συνόρων, η αυξανόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας, οι νέες τεχνολογίες στην επικοινωνία έσπρωξαν τη Σοσιαλδημοκρατία αφενός στην αποεθνικοποίησή της, αφετέρου προς μια ορισμένη αποκοινωνικοποίησή της. Είναι η περίοδος του μπλερισμού, όπου το ομώνυμο μοντέλο προσλαμβάνει πλέον κοσμοπολίτικα χαρακτηριστικά, προκρίνει κοινωνικές συμμαχίες ενός νέου προοδευτικού κέντρου, ποντάρει σε ένα ανάλαφρο πολιτισμικό ύφος και, ταυτόχρονα, «προσηλυτίζεται» στον αγοραίο καπιταλισμό και τον αντικρατισμό. Παρά τις όποιες εκσυγχρονιστικές επιτυχίες του, αυτό το μοντέλο βρίσκεται σήμερα στο εδώλιο. Χρεώνεται ένα μείζον κοινωνικό έλλειμμα στην πολιτική του, την αυξανόμενη αποστασιοποίηση μεγάλου μέρους των λαϊκών τάξεων από τον πολιτικό του φορέα. Η οικονομική κρίση έρχεται να ενισχύσει αυτή την τάση κοινωνικής αποξένωσης της Σοσιαλδημοκρατίας, στα όρια της κοινωνικής της απονομιμοποίησης.
Από την άποψη αυτή, τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών είναι εμβληματικά. Η κοινωνική ήττα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων συναρτάται άμεσα με την αδυναμία τους να πείσουν την παραδοσιακή εκλογική τους βάση για την αναγκαιότητα μιας υπερεθνικής δομής, όπως η ΕΕ, προκειμένου να ρυθμισθεί ο αχαλίνωτος καπιταλισμός. Ενα μεγάλο μέρος των παραδοσιακών κοινωνικών τους ερεισμάτων παραμένει δέσμιο ενός κρατικο-προνοιακού φαντασιακού: η έξοδος από το εθνικό ισοδυναμεί με προδοσία του κοινωνικού, και αντίστροφα, η σοσιαλδημοκρατική λιποταξία από το κοινωνικό χρεώνεται στην άνευ όρων προσχώρησή της στο υπερεθνικό, ακόμη και στο μεταεθνικό.
▅ Οι αγορές
Αν αυτός είναι ο βασικός λόγος της σημερινής κοινωνιολογικής κρίσης της Σοσιαλδημοκρατίας, αφήνοντας κατά μέρος την κρίση της ίδιας της ιδέας της «προόδου», η πολιτική της ευθύνη συνίσταται σε τούτο: στο ότι δεν κατάφερε ως τώρα όχι «απλώς» να προτείνει και να επιβάλει μια εφαρμόσιμη υπερεθνική πολιτική ρύθμισης των αγορών, αλλά κυρίως δεν σκέφθηκε σοβαρά την πολύμορφη σχέση εθνικού/υπερεθνικού, το πώς δηλαδή μπορεί να υπάρχει το δημοκρατικό έθνος, αλλά και το κράτος, και οι πολιτικές και νοερές συνεκτικές τους λειτουργίες σε συνθήκες μιας επιθυμητής αλλά και επιβεβλημένης ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το ζήτημα να ξανασκεφθούμε το έθνος σε μια προοπτική πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης παραγνωρίστηκε, έγινε βορά των κάθε είδους αριστερο-λεπενισμών, των κάθε είδους εθνο-κυριαρχιστών Δεξιάς και Αριστεράς.
Ενώπιον αυτού του αδιεξόδου, η Σοσιαλδημοκρατία αποφάσισε εσχάτως να κάνει μια επιπλέον στροφή, τη φορά αυτή «ριζοσπαστική». Πραγματικό vertigo για τους δυνάμει ψηφοφόρους της. Καταγγέλλοντας, έμμεσα τουλάχιστον, τον μπλερισμό για όλα τα δεινά που υφίσταται, θεώρησε ότι μπορεί να αναπληρώσει το κοινωνικό της έλλειμμα διαμέσου μιας αναξιόπιστης, όπως τελικά αποδεικνύεται, αριστερής ρητορικής, διανθισμένης με συμμετοχικές διαδικασίες και πράσινη ανάπτυξη. Ενας αφηρημένος ηθικολογικός λόγος, ένα μετριοπαθές λαϊκίστικο ύφος, χωρίς την ανάληψη συγκεκριμένων ευθυνών που να απορρέουν από προγραμματικές δεσμεύσεις, και μια συγκινησιακή/συμπονετική τροπή της νέας μεγάλης της υπόσχεσης φαίνεται να είναι το νέο της πρόσημο. Το οποίο όμως αποτυγχάνει να πείσει, προτού καν αναπτυχθεί σε όλη του την έκταση. Σε αυτή την περιδίνηση, η σοσιαλδημοκρατία κινδυνεύει να «κάψει» και το νέο πραγματικό διακύβευμα της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, εργαλειοποιώντας το στο πλαίσιο μιας αλυσιτελούς στρατηγικής.
▅ Οι απαντήσεις
Η κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας φωτίζεται ακόμα καλύτερα, αν δούμε εκ του σύνεγγυς εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν το πλέγμα της σημερινής δεξιάς ηγεμονίας στην Ευρώπη. Ηγεμονία που εδράζεται σε μια πραγματιστική, μη ιδεοληπτική, κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Η ευρωδεξιά, και ο σαρκοζισμός είναι ίσως το κατ΄ εξοχήν παράδειγμα, επιδεικνύει μια εντυπωσιακή ευελιξία προσαρμογής στις νέες συνθήκες, χωρίς περιττά ταμπού. Οντας μοντέρνα, ακόμα και υπερμοντέρνα, διατηρεί για τον εαυτό της το δικαίωμα να αποφασίζει «εθνικά», δηλαδή παρεμβατικά, για ορισμένα θέματα που άπτονται της κοινωνικής προστασίας, ή για προβλήματα «ασφάλειας» (που τα συνδέει με τη «λαθρομετανάστευση»), ακόμα και για ζητήματα διεύρυνσης της ΕΕ (π.χ. Τουρκία), που κρίνει ότι πλήττουν την εθνική κοινωνική συνοχή.
Προφανώς, και ευτυχώς, η Σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να δώσει τις ίδιες απαντήσεις με τη Δεξιά, η οποία φαίνεται να κερδίζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε αυτό το σημείο τη δική της μάχη με την Ακροδεξιά, την ίδια στιγμή που η Σοσιαλδημοκρατία φαντάζει όμηρος ενός αριστερίστικου λαϊκισμού. Αλλά από το σημείο αυτό μέχρι του σημείου να αρνείται την πραγματικότητα, και μάλιστα να την απαρνείται, η απόσταση είναι μεγάλη. Υπ΄ αυτή την οπτική, η κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: παραγνώριση της πραγματικότητας και έλλειμμα πολιτικής βούλησης, όλα αυτά σε ένα φόντο διανοητικής παραίτησης.
* Ο Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ, ερευνητής συνεργαζόμενος με το γαλλικό Κέντρο Πολιτικών Ερευνών (CΕVΙΡΟF/CΝRS).