Για ένα νέο αριστερό μεταρρυθμισμό
Γιάννης Παπαθεοδώρου, Δημοσιευμένο: 2009-07-23
1. Χαμένες Προσδοκίες
Ανεξάρτητα από ποια άποψη υιοθετεί κανείς για τα αποτελέσματα του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες ευρω-εκλογές, («καθαρή», «ταπεινωτική» ή σκέτη «ήττα») σίγουρα όλοι συμφωνούμε πως ο συγκεκριμένος πολιτικός φορέας δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις πολιτικές προσδοκίες ενός διευρυμένου κοινωνικού σώματος που είχε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, εκφράσει το ειλικρινές ενδιαφέρον του αλλά και την ενεργή διαθεσιμότητά του για μια αλλαγή των παγιωμένων συσχετισμών μέσα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ που ήταν ήδη «υπό δοκιμή», βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων, με μια άνοδο που, αν και συχνά χαρακτηρίστηκε «δημοσκοπική», είχε ωστόσο, συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά και πιθανά πολιτικά διακυβεύματα (μετακίνηση ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, ανάδειξη μιας νέας «κοινωνικής αριστεράς», προσανατολισμός των προοδευτικών κοινωνικών στρωμάτων στην κατεύθυνση μιας νέας εναλλακτικής ηγεμονίας με επίκεντρο την αριστερά). Το στοίχημα αυτό χάθηκε οριστικά, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει αλλά συρρίκνωσε αυτές τις πολιτικές προσδοκίες, επιλέγοντας μια στρατηγική που τον έκανε να μοιάζει περισσότερο με «κόμμα διαμαρτυρίας» παρά με υπεύθυνη πολιτική δύναμη. Ακόμη περισσότερο, το αρχικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ ως πολυφωνικής συνύπαρξης διαφορετικών αριστερών σχημάτων που θα μπορούσαν, δυνητικά έστω, να συμπορεύονται με ενιαίο στόχο ανεστάλη, ακριβώς επειδή – και αυτό είναι σημαντικό- για πρώτη φορά στην πορεία του προέκυψαν μείζονα ζητήματα εσωτερικής ιδεολογικής διαφοροποίησης, που τα έθεσε η ίδια η κοινωνία και όχι ο εσωτερικός «πόλεμος των τάσεων». (εκπαιδευτικό, «Δεκέμβρης», Ευρώπη).
2. Γκρίζες Ζώνες
Η σταδιακή «απόσυρση» του ενδιαφέροντος των πολιτών ενισχύθηκε από πολιτικές επιλογές, πράξεις και παραλείψεις του ΣΥΡΙΖΑ, που συστηματικά καλλιεργούσαν μια πολιτική «γκρίζων ζωνών» : ανολοκλήρωτες πολιτικές διεργασίες διεύρυνσης (οικολόγοι, «σοσιαλιστική συνιστώσα»), αδυναμία προσδιορισμού πολιτικών συμμαχιών, θολός επαναστατικός βερμπαλισμός για τη βία του Δεκέμβρη, ψηφοδέλτιο «ποσοστώσεων» για τις ευρωεκλογές, τυχοδιωκτικές επινοήσεις ενός «τρίτου πόλου» χωρίς αντίστοιχες διεργασίες με υπαρκτές πολιτικές δυνάμεις. Όλες οι κεντρικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον από την έκθεση της ΔΕΘ και μετά, ήταν προσδιορισμένες από μια ευκαιριακή επικοινωνιακή στρατηγική, που δεν άφηνε περιθώρια για μια ουσιαστική κεφαλαιοποίηση αυτής της κοινωνικής διαθεσιμότητας, που τον έφερε στο προσκήνιο. Αρκεί κανείς να εξετάσει, την ίδια την προεκλογική καμπάνια για να διαπιστώσει πως ακόμη και το πολυσέλιδο «πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ «πολτοποιήθηκε» κάτω από το βάρος των «15 σημείων πάλης» και από τα ακαθόριστα ευχολόγια για τις «ανάγκες των πολλών». Οι «πολλοί», ωστόσο, επέλεξαν την αποχή, δηλώνοντας έτσι πως δεν τους αφορούσαν ούτε οι αριστερίστικες κορώνες («όλα είναι βία»), αλλά ούτε και τα πιστοποιητικά «αριστεροφροσύνης» που μοίραζε ο σύντροφος Τσίπρας για τη δήθεν ελλειμματική «ριζοσπαστικοποίηση» των μαζών.
3. Ηγεμονισμοί χωρίς ηγεμονία
Τα όσα ιλαροτραγικά συνέβησαν, μετά τις εκλογές, ανέδειξαν ένα πρωτοφανές πρόβλημα, που γυρίζει το χώρο μας πίσω στις χειρότερες παραδόσεις «αρχηγισμού» και προσωποκεντρικού ανταγωνισμού. Ωστόσο, παρ’ όλες τις ρητορικές κόντρες των «μονομάχων», το κοινό πολιτικό τους σχέδιο για τη διαμόρφωση ενός συγκεντρωτικού μορφώματος που αφυδατώνει τον ΣΥΝ, αποτελεί την οριστική μετάλλαξη της αριστεράς σε ένα αθροιστικό σύνολο καταγγελτικών φωνών, χωρίς προοπτική ηγεμονίας ∙ χωρίς, δηλαδή, την απαραίτητη ωριμότητα που θα έδινε έμφαση σε μια σύγχρονη ιδεολογική ταυτότητα της κοινωνικής αριστεράς και όχι στα (υπαρκτά) οργανωτικά προβλήματα μιας εκλογικής συμμαχίας. Η επινόηση της «κόκκινης κάρτας» του ΣΥΡΙΖΑ που προτάθηκε ως «μέσο» για την εκπλήρωση αυτού του «ηγεμονισμού», απομακρύνεται, όλο και περισσότερο, από τα πραγματικά προβλήματα της πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς. Η περαιτέρω «συριζοποίηση» του ΣΥΝ, μέσω αιφνιδιαστικών εξαγγελιών, όχι μόνο δεν απαντά στο αίτημα για την ανασυγκρότηση του χώρου αλλά, αντίθετα, επιταχύνει τη γραφειοκρατική διολίσθηση ενός κόμματος, με ιστορία είκοσι χρόνων, στον «αστερισμό του αριστερισμού». Η παραίτηση από τις κεντρικές πολιτικές εξελίξεις, η αδιαφορία για την πρόταση διακυβέρνησης και η έμφαση στον «αντισυστημικό» ακτιβισμό είναι ο πιο σύντομος δρόμος για τον εκτοπισμό της αριστεράς στο περιθώριο του πολιτικού συστήματος. Δυστυχώς, το «ηγετικό δίδυμο» (Τσίπρας-Αλαβάνος) επέλεξε μετεκλογικά τις ατομικές «κινήσεις μοναξιάς», ενισχύοντας, έτσι, τη σύγχυση των ψηφοφόρων και ακυρώνοντας έμπρακτα το ρόλο της καθ’ ημάς αριστεράς στη δημόσια σφαίρα. Οι εκατέρωθεν «ηγεμονισμοί» βρίσκονται, ωστόσο, σε πλήρη αναντιστοιχία με το αίτημα μιας νέας εναλλακτικής ηγεμονίας, απέναντι στη σταθερή παρουσία της δεξιάς και την ανησυχητικό άνοδο της ακροδεξιάς.
4. Ο «εσωτερικός εχθρός»
Στην επίσημη ρητορική που ακολουθήθηκε μετά τις εκλογές, οι μελοδραματικές εκκλήσεις για ενότητα και ομοψυχία, στεγάστηκαν κάτω από το κοινότυπο σύνθημα : «Κανείς δεν περισσεύει». Στις δημοσιευμένες, ωστόσο, αναλύσεις πολλών συνιστωσών και τάσεων του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως υιοθετήθηκε πλήρως η αντίληψη πως η βασική αιτία για τα χαμηλά ποσοστά των εκλογών είναι η θεσμική λειτουργία, ο πολιτικός λόγος αλλά και η δημόσια παρουσία της Ανανεωτικής Πτέρυγα. Στις αναλύσεις αυτές έχει διατυπωθεί ακόμη και το αίτημα για οριστική εκδίωξη των μελών της από το κοινό τους σπίτι, στο οποίο υπήρξαν ιδρυτικά μέλη. Με την ανοχή της ηγεσίας του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, η συνωμοτική θεωρία για την ύπαρξη του «εσωτερικού εχθρού» νομιμοποιήθηκε και υιοθετήθηκε ως πολιτική συμπεριφορά και ως τακτική διάχυσης ευθυνών για τα αποτελέσματα των εκλογών. Φαίνεται, λοιπόν, πως «κανείς δεν περισσεύει» εκτός από την Ανανεωτική Πτέρυγα. Το γεγονός αυτό καθαυτό, σε μια άλλη συγκυρία, δεν θα δήλωνε τίποτε περισσότερο από τα αδιέξοδα του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στη συγκεκριμένη φάση, σηματοδοτεί μια αντίληψη «καθαρότητας», που απλώς περιορίζει την ίδια την κοινωνική ορατότητα του χώρου. Γιατί, ας μη γελιόμαστε : το «ειδικό βάρος», η κοινωνική και πολιτισμική εμβέλεια της Ανανεωτικής Πτέρυγας υπερβαίνει κατά πολύ τα στενά όρια των κομματικών ποσοστών και το άθροισμα των «συνιστωσών», ακριβώς επειδή η ανανεωτική αριστερά «βγαίνει» μέσα από ιστορικές διεργασίες της «μακράς διάρκειας». Όσοι είχαν τη φαεινή ιδέα να εκποιήσουν αυτή την περιουσία σε περιστασιακούς κληρονόμους, που επενδύουν ακόμη στις φραξιονιστικές φαντασιώσεις του ’70 και του ’80, ας μετρήσουν, έστω και την ύστατη ώρα, τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής. Το πρόσφατο «ευρωψηφοδέλτιο χωρίς Ευρώπη» είναι, πάντως, ένα αρκετά ενδεικτικό παράδειγμα για το τι σημαίνει ο αποκλεισμός της Ανανεωτικής Πτέρυγας από την κεντρική σκηνή του ΣΥΡΙΖΑ. Όποιος πάρει το ρίσκο να οδηγήσει αυτό το χώρο σε μια επόμενη εκλογική αναμέτρηση με αποκλειστική αρχή τη λογική το συσχετισμό πλειοψηφίας- μειοψηφίας, θα πρέπει να είναι έτοιμος να αποδεχτεί και το κόστος αυτής της επιλογής : δηλαδή, την οριστική εξαφάνιση όχι μόνο της ανανεωτικής αλλά και της ριζοσπαστικής αριστεράς στο σύνολό της.
5. Πολιτικός Ανακαθορισμός
Από την επομένη, κιόλας, των εκλογών τέθηκε το ζήτημα για μια γενναία «πολιτική στροφή», που θα σηματοδοτούσε τη δυναμική επανεμφάνιση των ανανεωτικών ιδεών στο πολιτικό προσκήνιο. Ως τώρα, από την πλευρά της πλειοψηφίας του ΣΥΝ και των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν επικρατήσει σιωπές, επιθέσεις και διολισθήσεις που δεν ανταποκρίνονται στα μηνύματα των εκλογών. Το πολιτικό πλαίσιο που έθεσε η Ανανεωτική Πτέρυγα είναι σαφές σε ό,τι αφορά τις πολιτικές δράσεις, τις συμμαχίες και τις προκλήσεις της «μη αυτοδυναμίας». Σε κάθε περίπτωση, αυτό που ενδιαφέρει πλέον δεν είναι μια νέα ισορροπία συμβίωσης αλλά η προγραμματική στροφή του ΣΥΝ στον «αριστερό μεταρρυθμισμό» : στην ανάγκη προώθησης δομικών μεταρρυθμίσεων με θεσμικές παρεμβάσεις στο κοινωνικό κράτος, στην οικονομική πολιτική, στην παιδεία, στο κράτος Δικαίου, στο μεταναστευτικό, στην οικολογία. Ο «αριστερός μεταρρυθμισμός» μπορεί να αποτελέσει, στις σημερινές συνθήκες, ένα αξιόπιστο πλαίσιο δράσης που επιχειρεί να ανασυγκροτήσει αλλά και να συγκεράσει διαφορετικές όψεις της δημόσιας σφαίρας της αριστεράς : από την εμπειρία των κινημάτων ως το κοινοβουλευτικό έργο, και από τις επιστημονικές και κοινωνικές οργανώσεις ως εκείνο το κομμάτι της νεολαίας που θα αναζητήσει το θεσμικό ισοζύγιο του ανατρεπτικού δυναμισμού του. Πρώτος και κύριος στόχος, ως τι επόμενες εκλογές, δεν μπορεί παρά να είναι η απόκρουση της δεξιάς στροφής με την ανάληψη πρωτοβουλιών, οι οποίες θα ορίζουν ένα νέο κοινωνικό ορίζοντα προσδοκιών για τους αριστερούς και δημοκρατικούς πολίτες. Η ουσιαστική επανασύνδεση με τη δέσμη των ανανεωτικών ιδεών αλλά και με το κοινωνικό σώμα που προέρχεται από την ιστορική κομμουνιστική ανανέωση και φτάνει ως την αριστερή σοσιαλδημοκρατία μπορεί να αποτελέσει μια πρώτη δυναμική επανεμφάνιση της ανανεωτικής αριστεράς.
Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτόν τον πολιτικό ανακαθορισμό είναι η ιδεολογική διαφοροποίηση του χώρου της ανανεωτικής αριστεράς, από όλες εκείνες τις αντιλήψεις που προτάσσουν ως λύση τη μετωπική ρήξη με τις δυνάμεις του «αστικού πολιτικού συστήματος», αντιμετωπίζοντας συχνά ακόμη και τους ίδιους τους κρατικούς θεσμούς ως μια απόλυτα «αρνητική εξωτερικότητα». Η ιστορική εμπειρία της «μετωπικής ρήξης» με το «σύστημα», στο όνομα μιας δήθεν επαναστατικής πρωτοπορίας, έχει οδηγήσει συχνά την αριστερά σε αρχαϊκές οπισθοδρομήσεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή κρίση και κατάσταση του καπιταλισμού. Ο νέος αριστερισμός που δυστυχώς αποτυπώνεται όλο και περισσότερο στον «αντισυστημικό» λόγο του ΣΥΡΙΖΑ αφήνει ανυπεράσπιστους πολλούς χώρους θεσμικής παρέμβασης, οι οποίοι θα ήταν προνομιακό πεδίο δράσης για την αριστερά. Η ξεκάθαρη και οριστική τοποθέτηση της ανανεωτικής αριστεράς στην αναζήτηση του «δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό», δηλώνει πως, ιδιαίτερα σήμερα, ο δρόμος αυτός μας ενδιαφέρει εξίσου, τόσο ως προς το σκέλος των δημοκρατικών θεσμών όσο και ως προς το σκέλος της σοσιαλιστικής στρατηγικής. Επομένως, για την ανανεωτική αριστερά, το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων από τα αριστερά είναι ουσιαστικό γιατί αποτελεί παρέμβαση στις διαδικασίες μεταχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων και αγώνων που διαπερνούν τους θεσμούς. Εδώ ακριβώς πρέπει να υπάρξει μια σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις εκκλήσεις για συναισθηματική ενότητα και στις απαιτήσεις για πολιτική ενότητα της καθ’ ημάς αριστεράς. Καμιά αριστερή συλλογικότητα δεν επέζησε με αποκλειστικό γνώμονα την αθροιστική της συνύπαρξη. Η μόνη σταθερή «συγκολλητική» της ουσία ήταν και είναι η ιδεολογική της συνοχή. Ακόμη και αν έχει κόστος αυτή η διαδικασία διαλόγου και αντιπαράθεσης, θα πρέπει να την αποδεχτούμε ως στοιχείο μετάβασης σε μια νέα πραγματικότητα, που θα συσπειρώνει το ενεργό κοινωνικό δυναμικό της ανανεωτικής και διαρκώς ανανεούμενης αριστεράς, κεφαλαιοποιώντας τις παραδόσεις της και ανακαθορίζοντας τις προοπτικές της. Η πολιτική συζήτηση, άλλωστε, είναι το μόνο μέσο που πρέπει και μπορεί να αντικαταστήσει τις «ασκήσεις επί χάρτου». Το στοίχημα για ένα νέο «αριστερό μεταρρυθμισμό» είναι ανοιχτό και επίκαιρο.
Ανεξάρτητα από ποια άποψη υιοθετεί κανείς για τα αποτελέσματα του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες ευρω-εκλογές, («καθαρή», «ταπεινωτική» ή σκέτη «ήττα») σίγουρα όλοι συμφωνούμε πως ο συγκεκριμένος πολιτικός φορέας δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις πολιτικές προσδοκίες ενός διευρυμένου κοινωνικού σώματος που είχε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, εκφράσει το ειλικρινές ενδιαφέρον του αλλά και την ενεργή διαθεσιμότητά του για μια αλλαγή των παγιωμένων συσχετισμών μέσα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ που ήταν ήδη «υπό δοκιμή», βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων, με μια άνοδο που, αν και συχνά χαρακτηρίστηκε «δημοσκοπική», είχε ωστόσο, συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά και πιθανά πολιτικά διακυβεύματα (μετακίνηση ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, ανάδειξη μιας νέας «κοινωνικής αριστεράς», προσανατολισμός των προοδευτικών κοινωνικών στρωμάτων στην κατεύθυνση μιας νέας εναλλακτικής ηγεμονίας με επίκεντρο την αριστερά). Το στοίχημα αυτό χάθηκε οριστικά, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει αλλά συρρίκνωσε αυτές τις πολιτικές προσδοκίες, επιλέγοντας μια στρατηγική που τον έκανε να μοιάζει περισσότερο με «κόμμα διαμαρτυρίας» παρά με υπεύθυνη πολιτική δύναμη. Ακόμη περισσότερο, το αρχικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ ως πολυφωνικής συνύπαρξης διαφορετικών αριστερών σχημάτων που θα μπορούσαν, δυνητικά έστω, να συμπορεύονται με ενιαίο στόχο ανεστάλη, ακριβώς επειδή – και αυτό είναι σημαντικό- για πρώτη φορά στην πορεία του προέκυψαν μείζονα ζητήματα εσωτερικής ιδεολογικής διαφοροποίησης, που τα έθεσε η ίδια η κοινωνία και όχι ο εσωτερικός «πόλεμος των τάσεων». (εκπαιδευτικό, «Δεκέμβρης», Ευρώπη).
2. Γκρίζες Ζώνες
Η σταδιακή «απόσυρση» του ενδιαφέροντος των πολιτών ενισχύθηκε από πολιτικές επιλογές, πράξεις και παραλείψεις του ΣΥΡΙΖΑ, που συστηματικά καλλιεργούσαν μια πολιτική «γκρίζων ζωνών» : ανολοκλήρωτες πολιτικές διεργασίες διεύρυνσης (οικολόγοι, «σοσιαλιστική συνιστώσα»), αδυναμία προσδιορισμού πολιτικών συμμαχιών, θολός επαναστατικός βερμπαλισμός για τη βία του Δεκέμβρη, ψηφοδέλτιο «ποσοστώσεων» για τις ευρωεκλογές, τυχοδιωκτικές επινοήσεις ενός «τρίτου πόλου» χωρίς αντίστοιχες διεργασίες με υπαρκτές πολιτικές δυνάμεις. Όλες οι κεντρικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον από την έκθεση της ΔΕΘ και μετά, ήταν προσδιορισμένες από μια ευκαιριακή επικοινωνιακή στρατηγική, που δεν άφηνε περιθώρια για μια ουσιαστική κεφαλαιοποίηση αυτής της κοινωνικής διαθεσιμότητας, που τον έφερε στο προσκήνιο. Αρκεί κανείς να εξετάσει, την ίδια την προεκλογική καμπάνια για να διαπιστώσει πως ακόμη και το πολυσέλιδο «πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ «πολτοποιήθηκε» κάτω από το βάρος των «15 σημείων πάλης» και από τα ακαθόριστα ευχολόγια για τις «ανάγκες των πολλών». Οι «πολλοί», ωστόσο, επέλεξαν την αποχή, δηλώνοντας έτσι πως δεν τους αφορούσαν ούτε οι αριστερίστικες κορώνες («όλα είναι βία»), αλλά ούτε και τα πιστοποιητικά «αριστεροφροσύνης» που μοίραζε ο σύντροφος Τσίπρας για τη δήθεν ελλειμματική «ριζοσπαστικοποίηση» των μαζών.
3. Ηγεμονισμοί χωρίς ηγεμονία
Τα όσα ιλαροτραγικά συνέβησαν, μετά τις εκλογές, ανέδειξαν ένα πρωτοφανές πρόβλημα, που γυρίζει το χώρο μας πίσω στις χειρότερες παραδόσεις «αρχηγισμού» και προσωποκεντρικού ανταγωνισμού. Ωστόσο, παρ’ όλες τις ρητορικές κόντρες των «μονομάχων», το κοινό πολιτικό τους σχέδιο για τη διαμόρφωση ενός συγκεντρωτικού μορφώματος που αφυδατώνει τον ΣΥΝ, αποτελεί την οριστική μετάλλαξη της αριστεράς σε ένα αθροιστικό σύνολο καταγγελτικών φωνών, χωρίς προοπτική ηγεμονίας ∙ χωρίς, δηλαδή, την απαραίτητη ωριμότητα που θα έδινε έμφαση σε μια σύγχρονη ιδεολογική ταυτότητα της κοινωνικής αριστεράς και όχι στα (υπαρκτά) οργανωτικά προβλήματα μιας εκλογικής συμμαχίας. Η επινόηση της «κόκκινης κάρτας» του ΣΥΡΙΖΑ που προτάθηκε ως «μέσο» για την εκπλήρωση αυτού του «ηγεμονισμού», απομακρύνεται, όλο και περισσότερο, από τα πραγματικά προβλήματα της πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς. Η περαιτέρω «συριζοποίηση» του ΣΥΝ, μέσω αιφνιδιαστικών εξαγγελιών, όχι μόνο δεν απαντά στο αίτημα για την ανασυγκρότηση του χώρου αλλά, αντίθετα, επιταχύνει τη γραφειοκρατική διολίσθηση ενός κόμματος, με ιστορία είκοσι χρόνων, στον «αστερισμό του αριστερισμού». Η παραίτηση από τις κεντρικές πολιτικές εξελίξεις, η αδιαφορία για την πρόταση διακυβέρνησης και η έμφαση στον «αντισυστημικό» ακτιβισμό είναι ο πιο σύντομος δρόμος για τον εκτοπισμό της αριστεράς στο περιθώριο του πολιτικού συστήματος. Δυστυχώς, το «ηγετικό δίδυμο» (Τσίπρας-Αλαβάνος) επέλεξε μετεκλογικά τις ατομικές «κινήσεις μοναξιάς», ενισχύοντας, έτσι, τη σύγχυση των ψηφοφόρων και ακυρώνοντας έμπρακτα το ρόλο της καθ’ ημάς αριστεράς στη δημόσια σφαίρα. Οι εκατέρωθεν «ηγεμονισμοί» βρίσκονται, ωστόσο, σε πλήρη αναντιστοιχία με το αίτημα μιας νέας εναλλακτικής ηγεμονίας, απέναντι στη σταθερή παρουσία της δεξιάς και την ανησυχητικό άνοδο της ακροδεξιάς.
4. Ο «εσωτερικός εχθρός»
Στην επίσημη ρητορική που ακολουθήθηκε μετά τις εκλογές, οι μελοδραματικές εκκλήσεις για ενότητα και ομοψυχία, στεγάστηκαν κάτω από το κοινότυπο σύνθημα : «Κανείς δεν περισσεύει». Στις δημοσιευμένες, ωστόσο, αναλύσεις πολλών συνιστωσών και τάσεων του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως υιοθετήθηκε πλήρως η αντίληψη πως η βασική αιτία για τα χαμηλά ποσοστά των εκλογών είναι η θεσμική λειτουργία, ο πολιτικός λόγος αλλά και η δημόσια παρουσία της Ανανεωτικής Πτέρυγα. Στις αναλύσεις αυτές έχει διατυπωθεί ακόμη και το αίτημα για οριστική εκδίωξη των μελών της από το κοινό τους σπίτι, στο οποίο υπήρξαν ιδρυτικά μέλη. Με την ανοχή της ηγεσίας του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, η συνωμοτική θεωρία για την ύπαρξη του «εσωτερικού εχθρού» νομιμοποιήθηκε και υιοθετήθηκε ως πολιτική συμπεριφορά και ως τακτική διάχυσης ευθυνών για τα αποτελέσματα των εκλογών. Φαίνεται, λοιπόν, πως «κανείς δεν περισσεύει» εκτός από την Ανανεωτική Πτέρυγα. Το γεγονός αυτό καθαυτό, σε μια άλλη συγκυρία, δεν θα δήλωνε τίποτε περισσότερο από τα αδιέξοδα του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στη συγκεκριμένη φάση, σηματοδοτεί μια αντίληψη «καθαρότητας», που απλώς περιορίζει την ίδια την κοινωνική ορατότητα του χώρου. Γιατί, ας μη γελιόμαστε : το «ειδικό βάρος», η κοινωνική και πολιτισμική εμβέλεια της Ανανεωτικής Πτέρυγας υπερβαίνει κατά πολύ τα στενά όρια των κομματικών ποσοστών και το άθροισμα των «συνιστωσών», ακριβώς επειδή η ανανεωτική αριστερά «βγαίνει» μέσα από ιστορικές διεργασίες της «μακράς διάρκειας». Όσοι είχαν τη φαεινή ιδέα να εκποιήσουν αυτή την περιουσία σε περιστασιακούς κληρονόμους, που επενδύουν ακόμη στις φραξιονιστικές φαντασιώσεις του ’70 και του ’80, ας μετρήσουν, έστω και την ύστατη ώρα, τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής. Το πρόσφατο «ευρωψηφοδέλτιο χωρίς Ευρώπη» είναι, πάντως, ένα αρκετά ενδεικτικό παράδειγμα για το τι σημαίνει ο αποκλεισμός της Ανανεωτικής Πτέρυγας από την κεντρική σκηνή του ΣΥΡΙΖΑ. Όποιος πάρει το ρίσκο να οδηγήσει αυτό το χώρο σε μια επόμενη εκλογική αναμέτρηση με αποκλειστική αρχή τη λογική το συσχετισμό πλειοψηφίας- μειοψηφίας, θα πρέπει να είναι έτοιμος να αποδεχτεί και το κόστος αυτής της επιλογής : δηλαδή, την οριστική εξαφάνιση όχι μόνο της ανανεωτικής αλλά και της ριζοσπαστικής αριστεράς στο σύνολό της.
5. Πολιτικός Ανακαθορισμός
Από την επομένη, κιόλας, των εκλογών τέθηκε το ζήτημα για μια γενναία «πολιτική στροφή», που θα σηματοδοτούσε τη δυναμική επανεμφάνιση των ανανεωτικών ιδεών στο πολιτικό προσκήνιο. Ως τώρα, από την πλευρά της πλειοψηφίας του ΣΥΝ και των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν επικρατήσει σιωπές, επιθέσεις και διολισθήσεις που δεν ανταποκρίνονται στα μηνύματα των εκλογών. Το πολιτικό πλαίσιο που έθεσε η Ανανεωτική Πτέρυγα είναι σαφές σε ό,τι αφορά τις πολιτικές δράσεις, τις συμμαχίες και τις προκλήσεις της «μη αυτοδυναμίας». Σε κάθε περίπτωση, αυτό που ενδιαφέρει πλέον δεν είναι μια νέα ισορροπία συμβίωσης αλλά η προγραμματική στροφή του ΣΥΝ στον «αριστερό μεταρρυθμισμό» : στην ανάγκη προώθησης δομικών μεταρρυθμίσεων με θεσμικές παρεμβάσεις στο κοινωνικό κράτος, στην οικονομική πολιτική, στην παιδεία, στο κράτος Δικαίου, στο μεταναστευτικό, στην οικολογία. Ο «αριστερός μεταρρυθμισμός» μπορεί να αποτελέσει, στις σημερινές συνθήκες, ένα αξιόπιστο πλαίσιο δράσης που επιχειρεί να ανασυγκροτήσει αλλά και να συγκεράσει διαφορετικές όψεις της δημόσιας σφαίρας της αριστεράς : από την εμπειρία των κινημάτων ως το κοινοβουλευτικό έργο, και από τις επιστημονικές και κοινωνικές οργανώσεις ως εκείνο το κομμάτι της νεολαίας που θα αναζητήσει το θεσμικό ισοζύγιο του ανατρεπτικού δυναμισμού του. Πρώτος και κύριος στόχος, ως τι επόμενες εκλογές, δεν μπορεί παρά να είναι η απόκρουση της δεξιάς στροφής με την ανάληψη πρωτοβουλιών, οι οποίες θα ορίζουν ένα νέο κοινωνικό ορίζοντα προσδοκιών για τους αριστερούς και δημοκρατικούς πολίτες. Η ουσιαστική επανασύνδεση με τη δέσμη των ανανεωτικών ιδεών αλλά και με το κοινωνικό σώμα που προέρχεται από την ιστορική κομμουνιστική ανανέωση και φτάνει ως την αριστερή σοσιαλδημοκρατία μπορεί να αποτελέσει μια πρώτη δυναμική επανεμφάνιση της ανανεωτικής αριστεράς.
Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτόν τον πολιτικό ανακαθορισμό είναι η ιδεολογική διαφοροποίηση του χώρου της ανανεωτικής αριστεράς, από όλες εκείνες τις αντιλήψεις που προτάσσουν ως λύση τη μετωπική ρήξη με τις δυνάμεις του «αστικού πολιτικού συστήματος», αντιμετωπίζοντας συχνά ακόμη και τους ίδιους τους κρατικούς θεσμούς ως μια απόλυτα «αρνητική εξωτερικότητα». Η ιστορική εμπειρία της «μετωπικής ρήξης» με το «σύστημα», στο όνομα μιας δήθεν επαναστατικής πρωτοπορίας, έχει οδηγήσει συχνά την αριστερά σε αρχαϊκές οπισθοδρομήσεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή κρίση και κατάσταση του καπιταλισμού. Ο νέος αριστερισμός που δυστυχώς αποτυπώνεται όλο και περισσότερο στον «αντισυστημικό» λόγο του ΣΥΡΙΖΑ αφήνει ανυπεράσπιστους πολλούς χώρους θεσμικής παρέμβασης, οι οποίοι θα ήταν προνομιακό πεδίο δράσης για την αριστερά. Η ξεκάθαρη και οριστική τοποθέτηση της ανανεωτικής αριστεράς στην αναζήτηση του «δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό», δηλώνει πως, ιδιαίτερα σήμερα, ο δρόμος αυτός μας ενδιαφέρει εξίσου, τόσο ως προς το σκέλος των δημοκρατικών θεσμών όσο και ως προς το σκέλος της σοσιαλιστικής στρατηγικής. Επομένως, για την ανανεωτική αριστερά, το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων από τα αριστερά είναι ουσιαστικό γιατί αποτελεί παρέμβαση στις διαδικασίες μεταχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων και αγώνων που διαπερνούν τους θεσμούς. Εδώ ακριβώς πρέπει να υπάρξει μια σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις εκκλήσεις για συναισθηματική ενότητα και στις απαιτήσεις για πολιτική ενότητα της καθ’ ημάς αριστεράς. Καμιά αριστερή συλλογικότητα δεν επέζησε με αποκλειστικό γνώμονα την αθροιστική της συνύπαρξη. Η μόνη σταθερή «συγκολλητική» της ουσία ήταν και είναι η ιδεολογική της συνοχή. Ακόμη και αν έχει κόστος αυτή η διαδικασία διαλόγου και αντιπαράθεσης, θα πρέπει να την αποδεχτούμε ως στοιχείο μετάβασης σε μια νέα πραγματικότητα, που θα συσπειρώνει το ενεργό κοινωνικό δυναμικό της ανανεωτικής και διαρκώς ανανεούμενης αριστεράς, κεφαλαιοποιώντας τις παραδόσεις της και ανακαθορίζοντας τις προοπτικές της. Η πολιτική συζήτηση, άλλωστε, είναι το μόνο μέσο που πρέπει και μπορεί να αντικαταστήσει τις «ασκήσεις επί χάρτου». Το στοίχημα για ένα νέο «αριστερό μεταρρυθμισμό» είναι ανοιχτό και επίκαιρο.