Το ιδιωτικό τσιμέντο είναι καλύτερο, ενώ το δημόσιο;
Ράνια Κλουτσινιώτη, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2009-07-26
χετικά πρόσφατα, κατέβαινα οδηγώντας την Πειραιώς προς την Χαμοστέρνας, αργά το πρωινό. Από πολλά χρόνια συμβαίνει πολύ σπάνια να είμαι στο κέντρο της πόλης με Ι.Χ. Με την άκρη του ματιού μου -δεξιά, πίσω από τα κτίρια στο Γκάζι- αντιλήφθηκα ότι κατασκευάζεται κάποιο κτίριο, μάλλον μεταλλική κατασκευή, πολύ μεγάλου κυβισμού… Ξαφνιάστηκα. Φυσικά δεν μπορούσα να σταματήσω. Σκέφτηκα, χτίζεται ακόμη ένας ναός της νύχτας. Μα καλά, τέτοια θηριώδη κατασκευή δεν την βλέπει κανείς από τους νέους ανθρώπους που κυκλοφορούν στην πλατεία Κεραμεικού ή και στις δημοτικές εγκαταστάσεις του Γκάζι; Γιατί κανείς δεν διαμαρτύρεται;
Είναι μια σκέψη που με ταλανίζει από καιρό. Άλλο παράδειγμα: Η συνεχιζόμενη καταστροφή του μοναδικού και ευαίσθητου φυσικού τοπίου της χώρας από τους ιδιώτες, κτίζοντας οπουδήποτε νεόπλουτα και ακαλαίσθητα μεγαθήρια, τα προβεβλημένα στις κορυφογραμμές σύγχρονα παλάτια, με τη συνδρομή της απίστευτης νεοελληνικής νομοθεσίας που ακούει στο όνομα “εκτός σχεδίου” δόμηση, δεν φαίνεται να κινητοποιεί τους ενεργούς πολίτες. Το έχω ξαναγράψει και το έχω πει επανειλημμένα. Ακόμη σήμερα, το σύνολο του ελληνικού χώρου εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ακόμη και από το ενεργό τμήμα της κοινωνίας ως “οικόπεδο προς εκμετάλλευση”. Είναι ο λόγος που, παρʼ όλες τις κοινά αποδεκτές διαπιστώσεις για την ανησυχητική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ποιότητα του περιβάλλοντος, αυτή η ζοφερή πρακτική διαιωνίζεται, δίχως να προβάλλονται οι πρέπουσες αντιστάσεις από το ευαίσθητο τμήμα του κοινωνικού σώματος.
Επίσης, το τελευταίο και πιο πρόσφατο μέτρο, με το οποίο θα έπρεπε να πέφτουν τα μαλλιά των αριστερών πολιτών της χώρας, αυτό το απίστευτο αντισυνταγματικό συμπίλημα αύξησης των συντελεστών δόμησης με την «τακτοποίηση» των παράνομων ημιυπαίθριων και υπογείων, δεν δημιούργησε τις λογικά αναμενόμενες αντιδράσεις. Τι δηλαδή, μας βρίσκουν σύμφωνους οι ασκούμενες από την κυβέρνηση -αλλά και από όλες τις προηγούμενες- πρακτικές της συστηματικής επιβράβευσης της αυθαιρεσίας και των «κακόμοιρων» αυθαιρετούντων;
Τι περιμένουμε; Να κτιστεί και να καλυφθεί από «ιδιωτικό» τσιμέντο, η παρουσία του οποίου κινείται στα όρια της ανεκτικότητας, το σύμπαν. Ωραίος στόχος!!!
Μόλις όμως μιλάμε για δημόσια παρέμβαση συναντάμε απέναντί μας -από τους ίδιους ενεργούς πολίτες- τη στάση «μηδενική ανοχή στο κρατικό τσιμέντο». Και όταν μεν πρόκειται, για παράδειγμα, να δημιουργηθούν νέοι αυτοκινητόδρομοι, αεροδρόμια ή και ποδοσφαιρικά γήπεδα, τότε τέτοια στάση είναι απόλυτα κατανοητή. Λειτουργεί υπέρ της διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος, που είναι πρωτίστως η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Όταν όμως πρόκειται να δημιουργηθούν δημόσιες υποδομές μορφωτικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, τότε δεν θα έπρεπε να εξετάζονται οι προϋποθέσεις πιο προσεκτικά; Μάλιστα σε μια χώρα που καυχάται λεκτικά και κομπορρημονεί για τη μοναδική και υψηλή θέση της στην παγκόσμια κλίμακα πολιτιστικών αξιών, ενώ δεν έχει να επιδείξει σε τέτοιου είδους νέες υποδομές τίποτε άλλο από την αμφισβητούμενη -για να το πω ευγενικά- αποτυχία του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης.
Παρατηρήθηκε μια τέτοιου είδους μιζέρια και τελείως πρόσφατα, από τους ανθρώπους του δικού μας χώρου, του χώρου της αριστεράς, με τη δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου να δημιουργηθούν στον τέως Ιππόδρομο πολιτιστικές υποδομές, δηλαδή η Εθνική Βιβλιοθήκη και η Εθνική Λυρική Σκηνή, καθώς και να διαμορφωθεί ένας νέος μεγάλος πνεύμονας πρασίνου. Η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν στήριξε ούτε την επένδυση, ούτε την χωροθέτηση. Δεν γνωρίζω ακριβώς και με ποια επιχειρήματα.
Τέτοια στάση όμως υποστηρίζει τον προβληματισμό μου: όλοι συμφωνούμε ότι οι εκτεταμένες χωρικές αλλοιώσεις στο τοπίο της υπαίθρου Ελλάδας και των πόλεών της ασφαλώς δεν οφείλονται στη δημιουργία δημόσιων πάρκων πρασίνου και πολιτιστικών υποδομών. Οφείλονται στο ότι η διατεταγμένη Πολιτεία, αλλά και οι πολίτες, δεν έχουν καταδικάσει ακόμη στη συνείδησή τους την καθημερινή καταστροφή του τόπου από τους ιδιώτες, τα αυθαίρετα και τους αυθαιρετούντες.
Τι άλλο να πει κανείς;
* Η Ρ. Κλουτσινιώτη είναι αρχιτέκτων-πολεοδόμος
Είναι μια σκέψη που με ταλανίζει από καιρό. Άλλο παράδειγμα: Η συνεχιζόμενη καταστροφή του μοναδικού και ευαίσθητου φυσικού τοπίου της χώρας από τους ιδιώτες, κτίζοντας οπουδήποτε νεόπλουτα και ακαλαίσθητα μεγαθήρια, τα προβεβλημένα στις κορυφογραμμές σύγχρονα παλάτια, με τη συνδρομή της απίστευτης νεοελληνικής νομοθεσίας που ακούει στο όνομα “εκτός σχεδίου” δόμηση, δεν φαίνεται να κινητοποιεί τους ενεργούς πολίτες. Το έχω ξαναγράψει και το έχω πει επανειλημμένα. Ακόμη σήμερα, το σύνολο του ελληνικού χώρου εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ακόμη και από το ενεργό τμήμα της κοινωνίας ως “οικόπεδο προς εκμετάλλευση”. Είναι ο λόγος που, παρʼ όλες τις κοινά αποδεκτές διαπιστώσεις για την ανησυχητική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ποιότητα του περιβάλλοντος, αυτή η ζοφερή πρακτική διαιωνίζεται, δίχως να προβάλλονται οι πρέπουσες αντιστάσεις από το ευαίσθητο τμήμα του κοινωνικού σώματος.
Επίσης, το τελευταίο και πιο πρόσφατο μέτρο, με το οποίο θα έπρεπε να πέφτουν τα μαλλιά των αριστερών πολιτών της χώρας, αυτό το απίστευτο αντισυνταγματικό συμπίλημα αύξησης των συντελεστών δόμησης με την «τακτοποίηση» των παράνομων ημιυπαίθριων και υπογείων, δεν δημιούργησε τις λογικά αναμενόμενες αντιδράσεις. Τι δηλαδή, μας βρίσκουν σύμφωνους οι ασκούμενες από την κυβέρνηση -αλλά και από όλες τις προηγούμενες- πρακτικές της συστηματικής επιβράβευσης της αυθαιρεσίας και των «κακόμοιρων» αυθαιρετούντων;
Τι περιμένουμε; Να κτιστεί και να καλυφθεί από «ιδιωτικό» τσιμέντο, η παρουσία του οποίου κινείται στα όρια της ανεκτικότητας, το σύμπαν. Ωραίος στόχος!!!
Μόλις όμως μιλάμε για δημόσια παρέμβαση συναντάμε απέναντί μας -από τους ίδιους ενεργούς πολίτες- τη στάση «μηδενική ανοχή στο κρατικό τσιμέντο». Και όταν μεν πρόκειται, για παράδειγμα, να δημιουργηθούν νέοι αυτοκινητόδρομοι, αεροδρόμια ή και ποδοσφαιρικά γήπεδα, τότε τέτοια στάση είναι απόλυτα κατανοητή. Λειτουργεί υπέρ της διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος, που είναι πρωτίστως η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Όταν όμως πρόκειται να δημιουργηθούν δημόσιες υποδομές μορφωτικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, τότε δεν θα έπρεπε να εξετάζονται οι προϋποθέσεις πιο προσεκτικά; Μάλιστα σε μια χώρα που καυχάται λεκτικά και κομπορρημονεί για τη μοναδική και υψηλή θέση της στην παγκόσμια κλίμακα πολιτιστικών αξιών, ενώ δεν έχει να επιδείξει σε τέτοιου είδους νέες υποδομές τίποτε άλλο από την αμφισβητούμενη -για να το πω ευγενικά- αποτυχία του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης.
Παρατηρήθηκε μια τέτοιου είδους μιζέρια και τελείως πρόσφατα, από τους ανθρώπους του δικού μας χώρου, του χώρου της αριστεράς, με τη δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου να δημιουργηθούν στον τέως Ιππόδρομο πολιτιστικές υποδομές, δηλαδή η Εθνική Βιβλιοθήκη και η Εθνική Λυρική Σκηνή, καθώς και να διαμορφωθεί ένας νέος μεγάλος πνεύμονας πρασίνου. Η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν στήριξε ούτε την επένδυση, ούτε την χωροθέτηση. Δεν γνωρίζω ακριβώς και με ποια επιχειρήματα.
Τέτοια στάση όμως υποστηρίζει τον προβληματισμό μου: όλοι συμφωνούμε ότι οι εκτεταμένες χωρικές αλλοιώσεις στο τοπίο της υπαίθρου Ελλάδας και των πόλεών της ασφαλώς δεν οφείλονται στη δημιουργία δημόσιων πάρκων πρασίνου και πολιτιστικών υποδομών. Οφείλονται στο ότι η διατεταγμένη Πολιτεία, αλλά και οι πολίτες, δεν έχουν καταδικάσει ακόμη στη συνείδησή τους την καθημερινή καταστροφή του τόπου από τους ιδιώτες, τα αυθαίρετα και τους αυθαιρετούντες.
Τι άλλο να πει κανείς;
* Η Ρ. Κλουτσινιώτη είναι αρχιτέκτων-πολεοδόμος