Υλισμός και αντι-υλισμός
Νίκος Μουζέλης, Το Βήμα, Νέες Εποχές, Δημοσιευμένο: 2009-08-09
Το πρόσφατο σκάνδαλο με τις εξετάσεις του διεθνούς μπακαλορεά (ΙΒ) αποκαλύπτει πολλά για την κοινωνία στην οποία ζούμε. Οπως έγινε γνωστό, το αντίτιμο για την αγορά των ερωτήσεων ήταν 10.000 ευρώ ανά άτομο. Το ότι σε γνωστά ιδιωτικά σχολεία ένας σημαντικός αριθμός μαθητών της τελευταίας τάξης του λυκείου αγόρασε τα θέματα δεν δείχνει μόνο την ευρηματικότητα αυτών που τα έκλεψαν, ούτε τη μαγκιά των μαθητών που ήξεραν από πριν τα θέματα. Δείχνει κυρίως τη νοοτροπία των γονιών που έδωσαν στους κανακάρηδές τους τα χρήματα για να τα αγοράσουν. Είναι μια νοοτροπία που βασίζεται στην αντίληψη πως όλα μπορεί κανείς να τα αγοράσει. Οτι το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες- ακόμα και τις πιο αμπαρωμένες. Είναι μια αντίληψη του κόσμου και της ζωής που συνδέεται άρρηκτα με τον ανεγκέφαλο, ακραίο καταναλωτισμό- με τις Ρorsche, τα κότερα, την γκλαμουριά, τις κιτς βίλες-παλατάκια και τα συνακόλουθα. Πρόκειται για έναν τύπο ευδαιμονισμού που διαφέρει ριζικά από αυτόν του Επίκουρου- αφού ο τελευταίος θεωρεί την πειθαρχία ως βασική προϋπόθεση για την επίτευξη της γνήσιας απόλαυσης. Με άλλα λόγια, η σύγχρονη καταναλωτική κουλτούρα επειδή δεν έχει ούτε όρια ούτε μπούσουλα οδηγεί σε έναν ρηχό ευδαιμονισμό που δεν δυναμώνει αλλά υποσκάπτει την ατομική αυτονομία. Οδηγεί στην αλλοτρίωση παρά στη χειραφέτηση του ατόμου.
Θα πει βέβαια κανείς πως αυτού του είδους η ζωή πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει όσο υπάρχουν μεγάλες ανισότητες και διαφορές μεταξύ εχόντων και μη εχόντων. Υπάρχουν όμως, σε σχέση με το παρελθόν, δύο βασικές διαφορές. Σε πιο παραδοσιακές κοινωνίες το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών δεν ήταν μόνο πολιτικο-οικονομικό αλλά και πολιτισμικό. Αυτοί που ήταν στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας έβρισκαν παρηγοριά στα εκτεταμένα συγγενικά δίκτυα, στη θρησκεία και γενικά στην παράδοση (όλες οι εμπειρικές, κοινωνιολογικές μελέτες περί εκσυγχρονισμού δείχνουν πως οι κατηγορίες του πληθυσμού που εκσυγχρονίζονται τελευταίες είναι τα οικονομικά αδύνατα στρώματαιδίως οι πληθυσμοί της αγροτικής περιφέρειας). Σήμερα το πολιτισμικό χάσμα έχει σημαντικά αμβλυνθεί. Πλούσιοι και φτωχοί, μέσω της τηλεόρασης και των άλλων ΜΜΕ, αποκτούν όλο και περισσότερο μια υλιστική, καταναλωτική κουλτούρα. Εχουν μεν παρόμοιες ανάγκες, με τη διαφορά βέβαια πως οι πρώτοι μπορούν να τις ικανοποιήσουν ενώ οι δεύτεροι δεν μπορούν.
Επιπλέον, υπάρχει μια δεύτερη βασική διαφορά. Στην πρώιμη νεωτερικότητα (19ος αιώνας), με την εδραίωση του κράτους-έθνους στις αναπτυγμένες χώρες και με τη διαδικασία δημιουργίας εθνικής συνείδησης και ταυτότητας στις αναπτυσσόμενες, ο πατριωτισμός- είτε ήταν συνδεδεμένος με τη θρησκεία και την οικογένεια είτε όχι- έδινε μια μη υλιστική διάσταση στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αργότερα η μαρξιστική ιδεολογία, τα εργατικά κινήματα, η πάλη των τάξεων κινητοποίησαν ένα μεγάλο μέρος των μη προνομιούχων και των διανοουμένων σε έναν τρόπο ζωής που λειτουργούσε σαν αντίβαρο στον καταναλωτικό υλισμό.
Σήμερα ο πατριωτισμός τείνει να μετατραπεί σε έναν σοβινιστικό ρατσισμό, η μαρξιστική ιδεολογία έχει ξεφτίσει, τα εργατικά κινήματα και οργανώσεις περιθωριοποιούνται και οι δημόσιοι διανοούμενοι σταδιακά εξαφανίζονται. Οσο για την οικογένεια και τη θρησκεία, η πρώτη αποδιοργανώνεται ενώ η δεύτερη, μέσω της εκκοσμίκευσης, συρρικνώνεται ή πάει χέρι χέρι με τον αυταρχισμό και τη μισαλλοδοξία της άκρας Δεξιάς.
Βρισκόμαστε έτσι σε ένα αδιέξοδο. Η επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες δεν είναι δυνατή- ή όταν επιχειρείται, καταλήγει σε έναν δογματικό φονταμενταλισμό (π.χ. ιρανικός ισλαμισμός, η ευαγγελική Δεξιά στις ΗΠΑ). Ετσι η μόνη διέξοδος είναι ο άκρατος καταναλωτικός υλισμός. Οι καταναλωτικοί παράδεισοι των πλουσίων και τα καταναλωτικά όνειρα των φτωχών χαρακτηρίζουν όλο και περισσότερο τον σύγχρονο βίο. Ζούμε δηλαδή μια κατάσταση όπου η ζωή αρχίζει και τελειώνει σε μια πνευματική έρημο. Σε ένα μεταμοντέρνο πλαίσιο όπου πέρα από τον καταναλωτικό ευδαιμονισμό δεν υπάρχουν αντίβαρα, δεν υπάρχουν αξίες και διαδικασίες ικανές να νοηματοδοτήσουν την ανθρώπινη ύπαρξη.
Ολα όμως δεν είναι τόσο μαύρα. Υπάρχουν στη νέα γενιά σημάδια αντίδρασης στα παραπάνω. Σήμερα δεν έχουμε μόνο τα golden boys του χρηματοπιστωτικού συστήματος και όλους αυτούς που το μόνο όνειρό τους είναι ο γρήγορος πλουτισμός, έχουμε συγχρόνως νέες και νέους που νοιάζονται για το περιβάλλον και για την παγκόσμια φτώχεια. Εχουμε τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, τη Διεθνή Αμνηστία και τα διάφορα κινήματα που μάχονται για την εξάπλωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εχουμε τέλος νέες και νέους που ψάχνουν για μια νέα, γνήσια πνευματικότητα εντός ή και εκτός των καθιερωμένων εκκλησιών/θρησκειών. Μια πνευματικότητα απαλλαγμένη από δόγματα και εθνοκεντρικούς, βάρβαρους φανατισμούς. Για τη στιγμή βέβαια αυτού του είδους οι αντι-υλιστικές τάσεις βρίσκονται στα σπάργανα. Δεν έχουν τη δύναμη να αναχαιτίσουν τη νεοφιλελεύθερη θεοποίηση της αγοράς και του χρήματος. Αυτό όμως μπορεί στο μέλλον να αλλάξει. Πώς; Θα ασχοληθώ με το θέμα στο επόμενο άρθρο μου.
*Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Εconomics.
Θα πει βέβαια κανείς πως αυτού του είδους η ζωή πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει όσο υπάρχουν μεγάλες ανισότητες και διαφορές μεταξύ εχόντων και μη εχόντων. Υπάρχουν όμως, σε σχέση με το παρελθόν, δύο βασικές διαφορές. Σε πιο παραδοσιακές κοινωνίες το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών δεν ήταν μόνο πολιτικο-οικονομικό αλλά και πολιτισμικό. Αυτοί που ήταν στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας έβρισκαν παρηγοριά στα εκτεταμένα συγγενικά δίκτυα, στη θρησκεία και γενικά στην παράδοση (όλες οι εμπειρικές, κοινωνιολογικές μελέτες περί εκσυγχρονισμού δείχνουν πως οι κατηγορίες του πληθυσμού που εκσυγχρονίζονται τελευταίες είναι τα οικονομικά αδύνατα στρώματαιδίως οι πληθυσμοί της αγροτικής περιφέρειας). Σήμερα το πολιτισμικό χάσμα έχει σημαντικά αμβλυνθεί. Πλούσιοι και φτωχοί, μέσω της τηλεόρασης και των άλλων ΜΜΕ, αποκτούν όλο και περισσότερο μια υλιστική, καταναλωτική κουλτούρα. Εχουν μεν παρόμοιες ανάγκες, με τη διαφορά βέβαια πως οι πρώτοι μπορούν να τις ικανοποιήσουν ενώ οι δεύτεροι δεν μπορούν.
Επιπλέον, υπάρχει μια δεύτερη βασική διαφορά. Στην πρώιμη νεωτερικότητα (19ος αιώνας), με την εδραίωση του κράτους-έθνους στις αναπτυγμένες χώρες και με τη διαδικασία δημιουργίας εθνικής συνείδησης και ταυτότητας στις αναπτυσσόμενες, ο πατριωτισμός- είτε ήταν συνδεδεμένος με τη θρησκεία και την οικογένεια είτε όχι- έδινε μια μη υλιστική διάσταση στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αργότερα η μαρξιστική ιδεολογία, τα εργατικά κινήματα, η πάλη των τάξεων κινητοποίησαν ένα μεγάλο μέρος των μη προνομιούχων και των διανοουμένων σε έναν τρόπο ζωής που λειτουργούσε σαν αντίβαρο στον καταναλωτικό υλισμό.
Σήμερα ο πατριωτισμός τείνει να μετατραπεί σε έναν σοβινιστικό ρατσισμό, η μαρξιστική ιδεολογία έχει ξεφτίσει, τα εργατικά κινήματα και οργανώσεις περιθωριοποιούνται και οι δημόσιοι διανοούμενοι σταδιακά εξαφανίζονται. Οσο για την οικογένεια και τη θρησκεία, η πρώτη αποδιοργανώνεται ενώ η δεύτερη, μέσω της εκκοσμίκευσης, συρρικνώνεται ή πάει χέρι χέρι με τον αυταρχισμό και τη μισαλλοδοξία της άκρας Δεξιάς.
Βρισκόμαστε έτσι σε ένα αδιέξοδο. Η επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες δεν είναι δυνατή- ή όταν επιχειρείται, καταλήγει σε έναν δογματικό φονταμενταλισμό (π.χ. ιρανικός ισλαμισμός, η ευαγγελική Δεξιά στις ΗΠΑ). Ετσι η μόνη διέξοδος είναι ο άκρατος καταναλωτικός υλισμός. Οι καταναλωτικοί παράδεισοι των πλουσίων και τα καταναλωτικά όνειρα των φτωχών χαρακτηρίζουν όλο και περισσότερο τον σύγχρονο βίο. Ζούμε δηλαδή μια κατάσταση όπου η ζωή αρχίζει και τελειώνει σε μια πνευματική έρημο. Σε ένα μεταμοντέρνο πλαίσιο όπου πέρα από τον καταναλωτικό ευδαιμονισμό δεν υπάρχουν αντίβαρα, δεν υπάρχουν αξίες και διαδικασίες ικανές να νοηματοδοτήσουν την ανθρώπινη ύπαρξη.
Ολα όμως δεν είναι τόσο μαύρα. Υπάρχουν στη νέα γενιά σημάδια αντίδρασης στα παραπάνω. Σήμερα δεν έχουμε μόνο τα golden boys του χρηματοπιστωτικού συστήματος και όλους αυτούς που το μόνο όνειρό τους είναι ο γρήγορος πλουτισμός, έχουμε συγχρόνως νέες και νέους που νοιάζονται για το περιβάλλον και για την παγκόσμια φτώχεια. Εχουμε τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, τη Διεθνή Αμνηστία και τα διάφορα κινήματα που μάχονται για την εξάπλωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εχουμε τέλος νέες και νέους που ψάχνουν για μια νέα, γνήσια πνευματικότητα εντός ή και εκτός των καθιερωμένων εκκλησιών/θρησκειών. Μια πνευματικότητα απαλλαγμένη από δόγματα και εθνοκεντρικούς, βάρβαρους φανατισμούς. Για τη στιγμή βέβαια αυτού του είδους οι αντι-υλιστικές τάσεις βρίσκονται στα σπάργανα. Δεν έχουν τη δύναμη να αναχαιτίσουν τη νεοφιλελεύθερη θεοποίηση της αγοράς και του χρήματος. Αυτό όμως μπορεί στο μέλλον να αλλάξει. Πώς; Θα ασχοληθώ με το θέμα στο επόμενο άρθρο μου.
*Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Εconomics.