Η μείωση του χρέους κοστίζει
Ποιοι θα την πληρώσουν είναι θέμα στον κοινωνικό διάλογο
Ελίζα Παπαδάκη, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2009-12-02
Κρίσιμες συνέπειες για τη χώρα μας θα έχουν οι αποφάσεις που θα λάβει αύριο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μεταβολή επιτοκίων δεν αναμένεται, αλλά ο πρόεδρός της Ζαν-Κλοντ Τρισέ έχει προαναγγείλει τη σταδιακή απόσυρση της τεράστιας ρευστότητας που διέθεσε εκτάκτως φέτος η ΕΚΤ για να στηρίξει τις οικονομίες που δοκιμάζονταν από τη χρηματοπιστωτική κρίση και την ύφεση. Η πλημμυρίδα των επιπλέον ευρώ θα αρχίσει να αποσύρεται το 2010, στο βαθμό που θα επιβεβαιώνεται κάποια σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος και ανάκαμψη των πραγματικών οικονομιών της Ευρωζώνης.
Η πολιτική αυτή επηρεάζει άμεσα την Ελλάδα, μολονότι βρισκόμαστε σε άλλη φάση από την πλειονότητα των χωρών του ευρώ - και τότε και τώρα - και αντιμετωπίζουμε ιδιαίτερα, δικά μας προβλήματα. Όταν η ΕΚΤ άνοιξε την κάνουλα των ευρώ την περασμένη άνοιξη, ούτε η εσωτερική μας ζήτηση έπεφτε όσο αλλού, ούτε οι ελληνικές τράπεζες είχαν κλονιστεί όπως άλλες. Καθώς επεδίωκε όμως την ανάσχεση της διεθνούς κρίσης στην Ευρωζώνη, διευκόλυνε την τότε κυβέρνηση να συνεχίσει να δανείζεται υπέρογκα. Διότι συγκράτησε το κόστος του δανεισμού που άγγιζε απαγορευτικά επίπεδα: το spread, η απόσταση από τα γερμανικά ομόλογα είχε φτάσει το Μάρτιο μέχρι και τις τρεις ποσοστιαίες μονάδες, για να υποχωρήσει κατόπιν μέσα στην αφθονία του χρήματος. Χωρίς αυτήν την «παρενέργεια» των έκτακτων μέτρων της ΕΚΤ, η χώρα μας θα είχε εξαναγκαστεί πολλούς μήνες νωρίτερα να περιορίσει το δημόσιο δανεισμό και το κόστος του.
Η απόσυρση της μεγάλης πρόσθετης ρευστότητας από την ΕΚΤ έρχεται όμως τώρα, όταν η δική μας οικονομία, σε αντίθεση με τον κύριο όγκο της Ευρωζώνης, προβλέπεται να παραμείνει σε ύφεση και το 2010. Έτσι το spread των ελληνικών ομολόγων άρχισε πάλι να ανεβαίνει – προς στιγμήν ραγδαία, με τη βοήθεια και της πάντα διαρκούσας διεθνούς χρηματοοικονομικής αστάθειας όπου ρόλο παίζουν και άσχετα γεγονότα σαν τη στάση πληρωμών στο Ντουμπάι, και μιας κινδυνολογίας στο διεθνή Τύπο που τροφοδοτούσε την κερδοσκοπία.
Στον καταιγισμό δημοσιευμάτων για το ενδεχόμενο χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους έβαλε ένα τέλος προχθές ο επίτροπος Χοακίν Αλμούνια, δηλώνοντας – από το Πεκίνο! – ότι «η Ελλάδα δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει ποτέ διότι έχει τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Μετά την κατηγορηματική τοποθέτηση του επιτρόπου το spread προσγειώθηκε σε πιο ανεκτά επίπεδα. Συνέβαλαν άλλωστε και οι διευκρινίσεις του υπουργού Οικονομικών, όπως και προσπάθειες να διαφοροποιηθούν οι πηγές του δανεισμού (Κίνα). Δεν χωρεί όμως αμφιβολία ότι η τάση του κόστους του δανεισμού θα είναι εφεξής ανοδική. Σύμφωνα με το νέο προϋπολογισμό το 2010 θα πληρώσουμε για τόκους του δημοσίου χρέους το 5,3% του ΑΕΠ (μιάμιση φορά όσα δίνονται στην παιδεία, την έρευνα και τον πολιτισμό μαζί), από 4,7% το 2008, πρόβλεψη που μπορεί να αποδειχθεί υπεραισιόδοξη. Σε κάθε περίπτωση η ανάγκη να μειωθούν τα ελλείμματα, να μπουν οι βάσεις για να αρχίσει να μειώνεται το χρέος είναι πια επιτακτική, αν θέλουμε να περισσέψουν πόροι για δημόσιες πολιτικές, κοινωνικές, αναπτυξιακές, περιβαλλοντικές. Αλλά αυτό συνεπάγεται αφαίρεση εισοδήματος τώρα, μέσα από τη φορολογία και μέσα από συμπίεση των δημοσίων δαπανών, αλλιώς δεν γίνεται. Αν δανεισμός σήμαινε να ξοδεύουμε σήμερα αυριανό εισόδημα, μείωση του χρέους σημαίνει, αντίστροφα, ότι για να το αποπληρώνουμε αφαιρούμε ένα μέρος από το σημερινό μας εισόδημα. Ο δανεισμός, σωστή πρακτική όταν διοχετεύεται σε επενδύσεις που βελτιώνουν την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας, αυξάνουν την απασχόληση και το παραγόμενο εισόδημα από το οποίο αποπληρώνεται, δεκαετίες τώρα σ’ εμάς μάλλον καταναλωτικές ανάγκες κάλυπτε και σωρευόταν. Από εδώ προκύπτει η τωρινή δυσκολία.
Το καίριο ερώτημα είναι πού θα αναζητηθεί το προς αφαίρεση εισόδημα, μέσα από ποιες ανακατανομές στην κοινωνία. Ελάχιστοι θα διαφωνούσαν στα προφανή κριτήρια: κοινωνική δικαιοσύνη με προστασία των ασθενέστερων και επιβάρυνση, αντίστοιχα, των πιο εύπορων, ταυτόχρονα προώθηση της ανάπτυξης, ενθάρρυνση της παραγωγικής δραστηριότητας ώστε να δημιουργεί περισσότερο εισόδημα. Πρόκειται όμως για γενικές διατυπώσεις, σαν αυτές που ακούγονται τις προεκλογικές περιόδους, μακριά από τις πρακτικές εφαρμογές όπου κάθε κατηγορία θα έβλεπε τί κόστος επωμίζεται.
Αναγγέλλοντας προχθές ο πρωθυπουργός ένα μεγάλο διάλογο για την οικονομία και καλώντας όλους τους κοινωνικούς φορείς σε συμμετοχή και συνυπευθυνότητα, προέβλεψε ότι «θα υπάρξουν και συγκρούσεις». Εύλογα, αφού κοινωνία και κράτος συγκροτούνται από αντιτιθέμενα συμφέροντα. Αν δεν προταθούν συγκεκριμένες ανακατανομές εισοδημάτων και πόρων για συζήτηση/διαπραγμάτευση, αν δεν εξηγηθεί, συγκεκριμένα επίσης, το προσδοκώμενο όφελος, τότε και αυτός ο διάλογος θα εκφυλισθεί σε παράλληλους μονολόγους χωρίς συνέχεια – και θα μείνουν οι συγκρούσεις.