Απέναντι στις αγορές
Μικρότερη από όσο θέλαμε η ευρωπαϊκή προστασία
Ελίζα Παπαδάκη, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2010-04-07
Εφόσον οι υπεύθυνοι μας διαβεβαιώνουν ότι οι ανάγκες χρηματοδότησης του ελληνικού Δημοσίου έχουν καλυφθεί για τον Απρίλιο, ίσως να έχουμε μερικές ημέρες ηρεμίας για να σκεφτούμε πού βρισκόμαστε, ό,τι και αν κάνουν τα spreads. Ας πάρουμε λίγη απόσταση από τον βομβαρδισμό με πληροφορίες που τόσο γρήγορα είναι αδύνατο να σταθμιστούν και μόνο ταραχή προκαλούν. Και ας πάμε νοερά ενάμιση χρόνο πίσω, τότε που στην Ελλάδα ακόμα αγνοούσαμε τι μελλόταν να συμβεί σε εμάς ειδικά, αλλά στον πλούσιο, ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο- στον οποίο ανήκουμε- επικρατούσε δέος μπροστά στο ενδεχόμενο ολοσχερούς κατάρρευσης της οικονομίας. Εκεί, τους τελευταίους μήνες του 2008 Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ανακάλυπταν ξαφνικά και πάλι, ύστερα από ογδόντα χρόνια, ότι «οι αγορές μπορούσαν να αποτύχουν, να πέσουν έξω, να χρεοκοπήσουν, να προδώσουν (την εμπιστοσύνη του κόσμου)», ή όπως αλλιώς θα μετέφραζε κανείς την πολυσήμαντη αγγλική λέξη fail. Οι αγορές όχι των αγαθών βέβαια αλλά των κεφαλαίων, που γεννούν τις μεγάλες κρίσεις. Εντέλει δεν αυτορρυθμίζονταν, παραδέχθηκε συντετριμμένος ο υπέρμαχός τους Αλαν Γκρίνσπαν. Που σημαίνει επίσης ότι δεν έκαναν σωστές διαγνώσεις: λάθος εκτιμούσαν τους κινδύνους και λάθος τους κοστολογούσαν.
Δόθηκε τότε η εντύπωση ότι θα άνοιγε μια ουσιαστική συζήτηση για τον ρόλο των αγορών κεφαλαίων, για τη λειτουργία τους, τη σχέση τους με την πραγματική οικονομία της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, για τη μεταρρύθμισή τους ώστε να μην αποσταθεροποιούν το όλο σύστημα. Λίγο προχώρησε όμως. Συνέβη το παράδοξο η επιτυχία των κυβερνήσεων στη διάσωση των τραπεζών, μέσω αυτών και της οικονομίας ολόκληρης, να παραμερίσει το ζήτημα, καθώς μοιάζει να επανέρχεται η ομαλότητα- σαν να γυρίσαμε στην προ της κρίσης κατάσταση. Επιμέρους ρυθμιστικές παρεμβάσεις έγιναν, ακολουθούν και άλλες. Αναμένεται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να προτείνει τη δημιουργία ενός νέου Παγκόσμιου Ταμείου με πόρους των ίδιων των τραπεζών (δηλαδή να τους επιβληθεί ένας φόρος για τη χρηματοδότησή του), που θα ασφαλίζει από μελλοντικές χρεοκοπίες.
Συνολικά ωστόσο οι όροι για τις κυβερνήσεις έναντι των αγορών διαμορφώνονται τώρα δυσμενέστεροι. Τα κράτη δανείστηκαν υπέρμετρα για να στηρίξουν τον τραπεζικό τομέα πρώτα, την παραγωγή και την απασχόληση κατόπιν, σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης. Διεύρυναν ελλείμματα, έχουν αυξήσει το χρέος τους και εξαρτώνται από τις αγορές για την αναχρηματοδότησή του. Για να το επαναφέρουν σε διατηρήσιμα επίπεδα θα απαιτηθούν συσταλτικές δημοσιονομικές πολιτικές, λιγότερες δαπάνες, περισσότεροι φόροι, γι΄ αυτό και προβλέπεται χαμηλή μεγέθυνση για αρκετά χρόνια. Τόσο χειρότερα θα γίνονται τα πράγματα όσο υψηλότερα ανεβαίνει το κόστος του δανεισμού, και τα επιτόκια τα διαμορφώνουν οι αγορές, ανάλογα με το πώς αξιολογούν σε κάθε περίπτωση τον κίνδυνο χρεοκοπίας οπότε οι πιστωτές θα έχαναν τα λεφτά τους. Μα πρόσφατα δεν είδαμε να πέφτουν έξω στις αξιολογήσεις τους, με τόσο οδυνηρά αποτελέσματα για τις κοινωνίες; Γιατί η αξιολόγηση των αγορών να διατηρείται αδιαμφισβήτητο κριτήριο για το κόστος με το οποίο θα δανείζεται μια χώρα, να επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό το μέγεθος της ανεργίας και της φτώχειας; Αυτό το ερώτημα, δυστυχώς, δεν τίθεται στην κεντρική πολιτική συζήτηση.
Σε αυτό το διεθνές και ευρωπαϊκό κλίμα έφτασε τον περασμένο Οκτώβριο η Ελλάδα, όταν μέσα από δικούς της δρόμους είχε διογκώσει εκρηκτικά πλέον το δημόσιο έλλειμμα και το χρέος, διατηρώντας παράλληλα μεγάλο εξωτερικό έλλειμμα και χρέος, σε ύφεση ύστερα από δώδεκα χρόνια έντονης μεγέθυνσης. Οι αγορές άρχισαν να στοιχηματίζουν στο ενδεχόμενο χρεοκοπίας της χώρας, σε ντόμινο με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, μέχρι και στη διάλυση της ευρωζώνης. Επί μήνες η μικρή Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο διεθνών οικονομικών αναλύσεων, ενώ ταυτόχρονα δανειζόταν ακριβά. Ολο αυτό το διάστημα ο Πρωθυπουργός προσπάθησε να εξασφαλίσει κάλυψη από την Ευρωπαϊκή Ενωση για να συγκρατηθεί χαμηλότερα το κόστος δανεισμού, και υπήρξαν σημαντικές φωνές που τον στήριξαν. Αλλά η ιστορία έληξε στις 25 Μαρτίου. Οι επίσημες δηλώσεις άφησαν αδιάφορες τις αγορές, που δεν έβλεπαν συγκεκριμένο μηχανισμό εγγύησης. Η έκβαση δεν εκπλήσσει όποιον διάβαζε γερμανικό Τύπο, τη φρικαλέα ηθικολογία για «άσωτους αμαρτωλούς» που πρέπει τώρα «να πληρώσουν». Μένει ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ να διαβεβαιώνει ότι η «πειστική» πολιτική της κυβέρνησης θα γίνει τελικά αντιληπτή από τις αγορές.