Πώς θα αποφύγουμε νέα Lehman Βrothers
Paul Krugman, ΤΟ ΒΗΜΑ, Δημοσιευμένο: 2010-04-07
O Λευκός Οίκος είναι πεπεισμένος ότι ένα νομοσχέδιο που θα μεταρρυθμίζει τους κανόνες ελέγχου της οικονομίας θα περάσει σύντομα από τη Γερουσία. Δεν είμαι τόσο βέβαιος, με δεδομένη την αντίθεση της ηγεσίας των Ρεπουμπλικανών σε κάθε πραγματική μεταρρύθμιση. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, πόσο καλό είναι το σχέδιο νόμου που βρίσκεται στο τραπέζι, το οποίο συνέταξε ο γερουσιαστής Κρις Ντοντ από το Κονέκτικατ;
Οχι αρκετά καλό. Είναι μια καλόπιστη προσπάθεια για να γίνει ό,τι χρειάζεται, αλλά θα δημιουργούσε ένα σύστημα εξαρτημένο σε μεγάλο ποσοστό από τη σύνεση και τις καλές προθέσεις των κυβερνητικών αξιωματούχων. Αλλά όπως δείχνει η ιστορία της τελευταίας δεκαετίας, το να εμπιστευόμαστε τις καλές προθέσεις των αξιωματούχων μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο για την υγεία της οικονομίας.
Είναι αδύνατο να επινοηθεί ένα πραγματικά ασφαλές καθεστώς ελέγχου- όποιος πιστεύει το αντίθετο υποτιμά τη δύναμη της βλακείας. Αλλά μπορούμε να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε ένα σύστημα σχετικώς ανθεκτικό στη βλακεία. Δυστυχώς το νομοσχέδιο Ντοντ δεν κάνει κάτι τέτοιο.
Ενώ το ανάθεμα για τις μεγάλες τράπεζες είναι απόλυτα δικαιολογημένο, το βασικό πρόβλημα με το οικονομικό μας σύστημα δεν είναι το μέγεθος των μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Είναι, αντιθέτως, το γεγονός ότι το υφιστάμενο σύστημα δεν περιορίζει τη ριψοκίνδυνη συμπεριφορά των «σκιωδών» τραπεζικών ιδρυμάτων - όπως η Lehman Βrothers- που πραγματοποιούν τραπεζικές πράξεις οι οποίες είναι απολύτως ικανές να προκαλέσουν μια τραπεζική κρίση αλλά, επειδή περισσότερο διανέμουν χρέος παρά λαμβάνουν καταθέσεις, υπόκεινται σε ελάχιστη επίβλεψη.
Το νομοσχέδιο Ντοντ προσπαθεί να καλύψει την τρύπα του συστήματος, επιτρέποντας σε ομοσπονδιακούς ελεγκτές να επιβάλουν «αυστηρούς κανόνες για το κεφάλαιο, τη ρευστότητα, τα δάνεια, τα περιθώρια ανάληψης ρίσκου και άλλους όρους, καθώς οι εταιρείες μεγαλώνουν σε μέγεθος και πολυπλοκότητα» . Δίνει ακόμη στους ελεγκτές τη δύναμη να προβαίνουν σε κατασχέσεις των προβληματικών χρηματοπιστωτικών εταιρειών- και απαιτεί από τις μεγάλες εταιρείες να υποβάλλουν «σχέδια κηδείας», ώστε να μπορούν εύκολα να τις κλείσουν. Ολα αυτά είναι καλά. Στην πραγματικότητα, το νομοσχέδιο επεκτείνει στις σκιώδεις τράπεζες τους κανόνες ελέγχου στους οποίους υπόκεινται ήδη οι συμβατικές τράπεζες. Αλλά τι ακριβώς θα είναι αυτοί οι «αυστηροί όροι» για το κεφάλαιο, τη ρευστότητα κ.ο.κ. Ο νόμος δεν μας λέει. Αντί για αυτό, όλα επαφίενται στη σύνεση του Συμβουλί ου Επίβλεψης Οικονομικής Σταθερότητας, που είναι κάτι σαν μια διυπηρεσιακή δύναμη αμέσου επεμβάσεως, στην οποία μετέχουν ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, ο υπουργός Οικονομικών, ο επικεφαλής της Νομισματικής Επιτροπής και οι επικεφαλής άλλων πέντε ομοσπονδιακών υπηρεσιών.
OΜάικ Κόντζαλ, του Ιδρύματος Ρούζβελτ, το ιστολόγιο (blog) του οποίου έχει καταστεί απαραίτητο ανάγνωσμα για όποιον ενδιαφέρεται για την οικονομική μεταρρύθμιση, έχει υποδείξει τι πάει λάθος: απλώς σκεφτείτε ποιος ήταν σε αυτό το συμβούλιο το 2005, που ήταν το έτος στο οποίο κορυφώθηκε ο ανεύθυνος δανεισμός.
Λοιπόν το 2005 πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας ήταν ο Αλαν Γκρίνσπαν, ο οποίος απέρριψε τις προειδοποιήσεις για τη «φούσκα» των στεγαστικών. Τον Οκτώβριο του 2005 διαβεβαίωνε ότι «τα όλο και πολυπλοκότερα οικονομικά εργαλεία έχουν συνεισφέρει στην ανάπτυξη ενός πολύ πιο ευέλικτου, αποτελεσματικού και επομένως ευπροσάρμοστου οικονομικού συστήματος». Εκείνη την περίοδο, υπουργός των Οικονομικών ήταν ο Τζον Σνόου. Πραγματικά, δεν νομίζω πως υπάρχει κανείς που να θυμάται οτιδήποτε για τον κ. Σνόου, εκτός από το ότι ο Καρλ Ρόουβ τού φερόταν σαν να ήταν το παιδί για τα θελήματα.
Επικεφαλής της Νομισματικής Επιτροπής ήταν ο Τζον Ντούγκαν, ο οποίος παραμένει στη θέση του. Πρόσφατο άρθρο των «Τimes» σχολίαζε τη συνήθειά του να σταματά τις προσπάθειες των Πολιτειών για την καταπολέμηση των καταχρηστικών δανεισμών με το επιχείρημα ότι ο ίδιος και όχι οι Πολιτείες έχουν τον έλεγχο των εθνικών τραπεζών - μόνο που ο ίδιος σχεδόν ποτέ δεν ανέλαβε δράση για να προστατεύσει τους καταναλωτές.
Και σε ό,τι αφορά την προστασία των καταναλωτών: το νομοσχέδιο Ντοντ δημιουργεί μια λίγο- πολύ ανεξάρτητη υπηρεσία προστασίας τους από τους καταχρηστικούς δανεισμούς, κάτι που ως τώρα ήταν αρμοδιότητα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Αυτό είναι καλό. Αλλά δίνει στο συμβούλιο επίβλεψης τη δυνατότητα να υπερκεράσει τις συστάσεις της υπηρεσίας.
Το θέμα είναι ότι το νομοσχέδιο Ντοντ παρέχει σε μια κυβέρνηση αποφασισμένη να ελέγξει την οικονομία τα εργαλεία για να το κάνει. Αλλά δεν κάνει πολλά για να ενισχύσει το οπλοστάσιο μιας λιγότερο αποφασισμένης κυβέρνησης. Αντιθέτως καθιστά εύκολο για τους μελλοντικούς ελεγκτές να κοιτάξουν από την άλλη πλευρά μόλις «σκάσει» μια άλλη «φούσκα».
Ετσι αυτό που χρειάζεται να νομοθετηθεί είναι αναλυτικοί κανόνες, κανόνες που θα απαιτούν την ανάληψη δράσεως ακόμη και από ελεγκτές που δεν θέλουν και τόσο να κάνουν τη δουλειά τους. Θα πρέπει να υπάρχουν αυστηροί κανόνες που να ορίζουν πότε οι ελεγκτές θα πρέπει να προβαίνουν στην κατάσχεση μιας προβληματικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας.
----
Ο κ. Πολ Κρούγκμαν είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πρίνστον και κάτοχος του βραβείου Νομπέλ Οικονομίας του 2008.
Οχι αρκετά καλό. Είναι μια καλόπιστη προσπάθεια για να γίνει ό,τι χρειάζεται, αλλά θα δημιουργούσε ένα σύστημα εξαρτημένο σε μεγάλο ποσοστό από τη σύνεση και τις καλές προθέσεις των κυβερνητικών αξιωματούχων. Αλλά όπως δείχνει η ιστορία της τελευταίας δεκαετίας, το να εμπιστευόμαστε τις καλές προθέσεις των αξιωματούχων μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο για την υγεία της οικονομίας.
Είναι αδύνατο να επινοηθεί ένα πραγματικά ασφαλές καθεστώς ελέγχου- όποιος πιστεύει το αντίθετο υποτιμά τη δύναμη της βλακείας. Αλλά μπορούμε να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε ένα σύστημα σχετικώς ανθεκτικό στη βλακεία. Δυστυχώς το νομοσχέδιο Ντοντ δεν κάνει κάτι τέτοιο.
Ενώ το ανάθεμα για τις μεγάλες τράπεζες είναι απόλυτα δικαιολογημένο, το βασικό πρόβλημα με το οικονομικό μας σύστημα δεν είναι το μέγεθος των μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Είναι, αντιθέτως, το γεγονός ότι το υφιστάμενο σύστημα δεν περιορίζει τη ριψοκίνδυνη συμπεριφορά των «σκιωδών» τραπεζικών ιδρυμάτων - όπως η Lehman Βrothers- που πραγματοποιούν τραπεζικές πράξεις οι οποίες είναι απολύτως ικανές να προκαλέσουν μια τραπεζική κρίση αλλά, επειδή περισσότερο διανέμουν χρέος παρά λαμβάνουν καταθέσεις, υπόκεινται σε ελάχιστη επίβλεψη.
Το νομοσχέδιο Ντοντ προσπαθεί να καλύψει την τρύπα του συστήματος, επιτρέποντας σε ομοσπονδιακούς ελεγκτές να επιβάλουν «αυστηρούς κανόνες για το κεφάλαιο, τη ρευστότητα, τα δάνεια, τα περιθώρια ανάληψης ρίσκου και άλλους όρους, καθώς οι εταιρείες μεγαλώνουν σε μέγεθος και πολυπλοκότητα» . Δίνει ακόμη στους ελεγκτές τη δύναμη να προβαίνουν σε κατασχέσεις των προβληματικών χρηματοπιστωτικών εταιρειών- και απαιτεί από τις μεγάλες εταιρείες να υποβάλλουν «σχέδια κηδείας», ώστε να μπορούν εύκολα να τις κλείσουν. Ολα αυτά είναι καλά. Στην πραγματικότητα, το νομοσχέδιο επεκτείνει στις σκιώδεις τράπεζες τους κανόνες ελέγχου στους οποίους υπόκεινται ήδη οι συμβατικές τράπεζες. Αλλά τι ακριβώς θα είναι αυτοί οι «αυστηροί όροι» για το κεφάλαιο, τη ρευστότητα κ.ο.κ. Ο νόμος δεν μας λέει. Αντί για αυτό, όλα επαφίενται στη σύνεση του Συμβουλί ου Επίβλεψης Οικονομικής Σταθερότητας, που είναι κάτι σαν μια διυπηρεσιακή δύναμη αμέσου επεμβάσεως, στην οποία μετέχουν ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, ο υπουργός Οικονομικών, ο επικεφαλής της Νομισματικής Επιτροπής και οι επικεφαλής άλλων πέντε ομοσπονδιακών υπηρεσιών.
OΜάικ Κόντζαλ, του Ιδρύματος Ρούζβελτ, το ιστολόγιο (blog) του οποίου έχει καταστεί απαραίτητο ανάγνωσμα για όποιον ενδιαφέρεται για την οικονομική μεταρρύθμιση, έχει υποδείξει τι πάει λάθος: απλώς σκεφτείτε ποιος ήταν σε αυτό το συμβούλιο το 2005, που ήταν το έτος στο οποίο κορυφώθηκε ο ανεύθυνος δανεισμός.
Λοιπόν το 2005 πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας ήταν ο Αλαν Γκρίνσπαν, ο οποίος απέρριψε τις προειδοποιήσεις για τη «φούσκα» των στεγαστικών. Τον Οκτώβριο του 2005 διαβεβαίωνε ότι «τα όλο και πολυπλοκότερα οικονομικά εργαλεία έχουν συνεισφέρει στην ανάπτυξη ενός πολύ πιο ευέλικτου, αποτελεσματικού και επομένως ευπροσάρμοστου οικονομικού συστήματος». Εκείνη την περίοδο, υπουργός των Οικονομικών ήταν ο Τζον Σνόου. Πραγματικά, δεν νομίζω πως υπάρχει κανείς που να θυμάται οτιδήποτε για τον κ. Σνόου, εκτός από το ότι ο Καρλ Ρόουβ τού φερόταν σαν να ήταν το παιδί για τα θελήματα.
Επικεφαλής της Νομισματικής Επιτροπής ήταν ο Τζον Ντούγκαν, ο οποίος παραμένει στη θέση του. Πρόσφατο άρθρο των «Τimes» σχολίαζε τη συνήθειά του να σταματά τις προσπάθειες των Πολιτειών για την καταπολέμηση των καταχρηστικών δανεισμών με το επιχείρημα ότι ο ίδιος και όχι οι Πολιτείες έχουν τον έλεγχο των εθνικών τραπεζών - μόνο που ο ίδιος σχεδόν ποτέ δεν ανέλαβε δράση για να προστατεύσει τους καταναλωτές.
Και σε ό,τι αφορά την προστασία των καταναλωτών: το νομοσχέδιο Ντοντ δημιουργεί μια λίγο- πολύ ανεξάρτητη υπηρεσία προστασίας τους από τους καταχρηστικούς δανεισμούς, κάτι που ως τώρα ήταν αρμοδιότητα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Αυτό είναι καλό. Αλλά δίνει στο συμβούλιο επίβλεψης τη δυνατότητα να υπερκεράσει τις συστάσεις της υπηρεσίας.
Το θέμα είναι ότι το νομοσχέδιο Ντοντ παρέχει σε μια κυβέρνηση αποφασισμένη να ελέγξει την οικονομία τα εργαλεία για να το κάνει. Αλλά δεν κάνει πολλά για να ενισχύσει το οπλοστάσιο μιας λιγότερο αποφασισμένης κυβέρνησης. Αντιθέτως καθιστά εύκολο για τους μελλοντικούς ελεγκτές να κοιτάξουν από την άλλη πλευρά μόλις «σκάσει» μια άλλη «φούσκα».
Ετσι αυτό που χρειάζεται να νομοθετηθεί είναι αναλυτικοί κανόνες, κανόνες που θα απαιτούν την ανάληψη δράσεως ακόμη και από ελεγκτές που δεν θέλουν και τόσο να κάνουν τη δουλειά τους. Θα πρέπει να υπάρχουν αυστηροί κανόνες που να ορίζουν πότε οι ελεγκτές θα πρέπει να προβαίνουν στην κατάσχεση μιας προβληματικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας.
----
Ο κ. Πολ Κρούγκμαν είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πρίνστον και κάτοχος του βραβείου Νομπέλ Οικονομίας του 2008.