Η καταρρέουσα Αθήνα ψηφίζει
Γιάννης Βούλγαρης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2010-10-02
Οταν το ιστορικό κέντρο της Αθήνας καταρρέει, οι δημοτικές εκλογές στον Δήμο Αθηναίων παύουν να είναι διαχειριστική ρουτίνα, σαν να διεξάγονταν σε μια «κανονική» στιγμή στη ζωή της πόλης. Ο κ. Ν. Κακλαμάνης δεν φαίνεται να το καταλαβαίνει. Γι΄ αυτό η υποψηφιότητά του έχει όλο το άρωμα της Ελλάδας της χρεοκοπίας. Σαν να θέλει να θυμίσει ότι οι παθογένειες που οδήγησαν τη χώρα στην κρίση είναι όλες εδώ, μαζί μας, για να ροκανίσουν πεισματικά τις προσπάθειες ανάταξης και να θεριέψουν ξανά, μόλις οι καταστάσεις το επιτρέψουν.
Η Αθήνα, το κέντρο της, καταρρέει μπροστά στα μάτια μας. Η διαπίστωση δεν σηκώνει αμφισβητήσεις ούτε ωραιοποιήσεις. Μέσα σε λίγα χρόνια μια από τις ασφαλέστερες πόλεις της Ευρώπης γέμισε άβατα, απαγορευμένες ζώνες, σκουπίδια και βρωμιά, μαφίες, ανθρώπινα ερείπια πεταμένα απροστάτευτα στον δρόμο, συνοικίες στα πρόθυρα τοπικών εμφυλίων πολέμων. Ευθύνη του κ. Κακλαμάνη; Οχι μόνο. Αλλά ναι, και δική του. Ευθύνη μάλιστα μεγάλη. Μεταπήδησε στη δημαρχία, άσχετος με τα αυτοδιοικητικά, έχοντας πίσω του μια σύντομη θητεία στο υπουργείο Υγείας που θα τη θυμούνται περισσότερο οι δαπάνες των νοσοκομείων, παρά οι ασθενείς. Ανέλαβε τη δημαρχία (το αναγνωρίζουμε ασυζητητί) σε δύσκολες συνθήκες, όταν το πρόβλημα της μετανάστευσης έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις στην Αθήνα. Κανένας δεν τον ψέγει γιατί δεν το έλυσε. Ομως, ως «διακεκριμένο στέλεχος της κεντρικής πολιτικής σκηνής» και ικανός στην επικοινωνία, ο κ. Κακλαμάνης θα μπορούσε να γίνει ο μοχλός κινητοποίησης των θεσμών και των πολιτών, αν όχι για τη βελτίωση της πόλης, τουλάχιστον να μην έφτανε στη σημερινή κατάρρευση. Θα μπορούσε να κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις του δήμου, να μην αφήσει σε χλωρό κλαρί τους αρμόδιους υπουργούς, να πρωτοστατήσει στην άμυνα της πόλης. Αντί αυτού, ο δήμος και ο δήμαρχος φυγομάχησαν, κρύφτηκαν για να αποφύγουν τα δύσκολα, παρακολουθώντας απλώς την κατάρρευση της πόλης. Την ίδια ώρα, επιδόθηκαν στα γνωστά παλαιοκομματικά τερτίπια: χρήση του δημόσιου χρήματος για την οικοδόμηση προσωπικών μηχανισμών προς μελλοντική χρήση μετά την πε ραντζάδα από τον πρώτο δήμο της χώρας, συνδιαλλαγή με τις συντεχνίες, τηλεοπτικές φιγούρες για ασήμαντες δραστηριότητες. Την ώρα που εμείς δεν μπορούσαμε πλέον να περπατήσουμε στους γνώριμους δρόμους που σε όλη μας τη ζωή περπατούσαμε. Συναυτουργός στον περιορισμό της προσωπικής μας ελευθερίας. Αυτό το αίσθημα οργής προς τον απερχόμενο δήμαρχο διακατέχει χιλιάδες Αθηναίους και Αθηναίες.
Η κατάσταση του κέντρου της Αθήνας αφορά την Ελλάδα, όχι τις λίγες χιλιάδες κατοίκους του. Και το διακύβευμα στις εκλογές του Δήμου Αθηναίων δεν είναι δημοτικό ή τοπικό, αλλά εθνικό. Αφορά τη σχέση της Ελλάδας με τον διεθνή περίγυρο, αφορά την ποιότητα της δημοκρατίας στην καθημερινότητά μας, αφορά τη σχέση των πολιτών με τον δημόσιο χώρο.
Η Αθήνα δεν είναι ένας «τουριστικός προορισμός», δεν είναι «ένας ενδιάμεσος σταθμός» για τα νησιά μας, ούτε «η βιτρίνα της χώρας». Είναι το portal της Ελλάδας στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Μέσω αυτής πρωτίστως οργανώνονται οι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, διοικητικές, πολιτισμικές σχέσεις της χώρας με το διεθνές περιβάλλον. Η πείρα αλλά και σημαντικοί κοινωνιολόγοι (όπως ο Καστέλς και η Σάσεν) έχουν δείξει ότι ο ρόλος των μεγάλων πόλεων στην παγκοσμιοποίηση είναι καθοριστικός, αποτελούν ένα παγκόσμιο δίκτυο με ισχυρούς, λιγότερο ισχυρούς ή αδύναμους κόμβους. Η θέση μιας πόλης σε αυτό το ιεραρχημένο περιβάλλον αντανακλά άμεσα ή έμμεσα τη θέση της χώρας στον κόσμο. Για την Ελλάδα αυτόν τον ρόλο οφείλει να παίζει η Αθήνα, και ίσως μόνο αυτή μεταξύ των ελληνικών πόλεων, λόγω του μικρού μεγέθους της χώρας. Οταν η Αθήνα αναβαθμίζεται, αναβαθμίζεται η Ελλάδα, όταν υποβαθμίζεται, υποβαθμίζεται και η Ελλάδα. Αλλά η Αθήνα είναι ταυτόσημη με το ιστορικό κέντρο της. Μπορεί οι δυναμικοί κλάδοι και οι μοντέρνες υποδομές που ενσωματώνονται στην παγκόσμια οικονομία να αποκεντρώνονται, να διαχέονται στο λεκανοπέδιο, αλλά είναι προφανές ότι η Αθήνα ποτέ δεν θα αποκτήσει την ταυτότητά της από την Κηφισιά, την Παλλήνη, το Ελληνικό ή το Θριάσιο. Και η ταυτότητα της Αθήνας λόγω κλασικής αρχαιότητας, είναι το πιο ισχυρό χαρτί που διαθέτει στο παγκοσμιοποιημένο δίκτυο των πόλεων. Για τούτο, η κατάρρευση του ιστορικού κέντρου καταρρακώνει την εικόνα της Αθήνας συνολικά. Και αντιστρόφως, η διάσωση του ιστορικού κέντρου αποτελεί ουσιώδη κρίκο στην εθνική προσπάθεια ανάταξης της χώρας μετά τη χρεοκοπία.
Η ποιότητα της δημοκρατίας αποτυπώνεται και στον χώρο. Η Ελλάδα εξαιτίας της κυριαρχίας τής μικροϊδιοκτησίας και της μικροεπιχειρηματικότητας, ήταν χώρα χωρίς μεγάλες ταξικές ανισότητες, με θολές ταξικές διαχωριστικές γραμμές και αυτό αποτυπωνόταν και στον χαρακτήρα της Αθήνας. Οι διαφορές των καλών και των κακών συνοικιών ήταν μικρότερες από ό,τι σε άλλες μεγάλες πόλεις του εξωτερικού, ο χάρτης της πόλης δεν τεμαχιζόταν από μεγάλες κοινωνικές ασυνέχειες, η κοινωνική ώσμωση αποτυπωνόταν και στο σώμα της πόλης. Για πρώτη φορά αυτή η παράδοση κινδυνεύει να σπάσει με τόσο δραματικό τρόπο, καθώς στο κέντρο της πόλης καθιερώνονται άβατα, απαγορευμένες διελεύσεις, κοινωνικά- πολιτισμικά σύνορα, που τεμαχίζουν, αποκλείουν ή εγκλωβίζουν τους κατοίκους της πόλης. Ενα απόθεμα δημοκρατικής κουλτούρας ενσωματωμένο στην ίδια τη γεωγραφία της πόλης διασπαθίζεται αμαχητί.
Και μαζί χάνεται η αίσθηση και η αξία του δημόσιου χώρου ως ενοποιητικού στοιχείου των ανθρώπων και ως παράγοντα κοινωνικής συνοχής. Ο εκβαρβαρισμός της καθημερινότητας ωθεί τους ανθρώπους στην απόσυρση, στην περιχαράκωση στο οικείο, αλλά ένα οικείο που γίνεται όλο και πιο στενό για να είναι ασφαλές, όλο και πιο φοβικό, άρα δυνάμει χειραγωγήσιμο από λαϊκιστές παντός είδους, όλο και πιο ιδιωτικό άρα απολιτικό. Ο δημόσιος χώρος αδειάζει από πολίτες και γεμίζει από περαστικούς ιδιώτες ή από επίδοξους κατακτητές που επιδιώκουν να επιβάλουν τους κανόνες τους ακόμα και με τη βία.
Πρόσφατα ο γνωστός αρχιτέκτονας κ. Αντρέας Κούρκουλας συνόψισε εύστοχα όλα τα πιο πάνω. «Ζούμε σε μια άσχημη πόλη» είπε, «αλλά μια πόλη με ζωντανή κοινωνική δομή, μια πόλη που μέχρι πρόσφατα δεν γεννούσε φόβο και βία. Μια πόλη που λειτουργούσε αναμεικτικά , χωρίς σκληρούς αποκλεισμούς. Αυτό το χαρακτηριστικό υποχωρεί και η βία κάνει την εμφάνισή της απειλητικά πάνω από την πόλη. Στα πλαίσια αυτά, οποιαδήποτε κίνηση για την ανάκτηση τ ου χαμένου χώρου της πόλης μοιάζει σανίδα σωτηρίας».
«Σανίδα σωτηρίας», για να βγούμε από τον φαύλο κύκλο αναπαραγωγής ενός αποτυχημένου πολιτικού προσωπικού και μιας κοινωνίας που δεν μπορεί να αντιδράσει ούτε στη διάλυση του κέντρου της πρωτεύουσας. Η ελπίδα έγκειται στη διάθεση των πολιτών να υπερασπίσουν την πόλη. Ελπίδα είναι επίσης οι «μη αναμενόμενες» υποψηφιότητες που ξεφεύγουν από το καρμπόν του γνωστού πολιτικού παιχνιδιού και από μόνες τους δείχνουν τη διάθεση «τομών» σε σχέση με το παρελθόν. Η υποψηφιότητα του Γιώργου Καμίνη, κύριου αντιπάλου του απερχόμενου δημάρχου, αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Οχι ως αντιδεξιά υποψηφιότητα, γιατί το διακύβευμα υπερβαίνει τον διαχωρισμό δεξιά- αντιδεξιά, ούτε ως ρελάνς της «Κεντροαριστεράς». Ενδιαφέρει τα μέγιστα αν σηματοδοτήσει «μια κίνηση για την ανάκτηση του χαμένου χώρου της πόλης».
Η Αθήνα, το κέντρο της, καταρρέει μπροστά στα μάτια μας. Η διαπίστωση δεν σηκώνει αμφισβητήσεις ούτε ωραιοποιήσεις. Μέσα σε λίγα χρόνια μια από τις ασφαλέστερες πόλεις της Ευρώπης γέμισε άβατα, απαγορευμένες ζώνες, σκουπίδια και βρωμιά, μαφίες, ανθρώπινα ερείπια πεταμένα απροστάτευτα στον δρόμο, συνοικίες στα πρόθυρα τοπικών εμφυλίων πολέμων. Ευθύνη του κ. Κακλαμάνη; Οχι μόνο. Αλλά ναι, και δική του. Ευθύνη μάλιστα μεγάλη. Μεταπήδησε στη δημαρχία, άσχετος με τα αυτοδιοικητικά, έχοντας πίσω του μια σύντομη θητεία στο υπουργείο Υγείας που θα τη θυμούνται περισσότερο οι δαπάνες των νοσοκομείων, παρά οι ασθενείς. Ανέλαβε τη δημαρχία (το αναγνωρίζουμε ασυζητητί) σε δύσκολες συνθήκες, όταν το πρόβλημα της μετανάστευσης έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις στην Αθήνα. Κανένας δεν τον ψέγει γιατί δεν το έλυσε. Ομως, ως «διακεκριμένο στέλεχος της κεντρικής πολιτικής σκηνής» και ικανός στην επικοινωνία, ο κ. Κακλαμάνης θα μπορούσε να γίνει ο μοχλός κινητοποίησης των θεσμών και των πολιτών, αν όχι για τη βελτίωση της πόλης, τουλάχιστον να μην έφτανε στη σημερινή κατάρρευση. Θα μπορούσε να κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις του δήμου, να μην αφήσει σε χλωρό κλαρί τους αρμόδιους υπουργούς, να πρωτοστατήσει στην άμυνα της πόλης. Αντί αυτού, ο δήμος και ο δήμαρχος φυγομάχησαν, κρύφτηκαν για να αποφύγουν τα δύσκολα, παρακολουθώντας απλώς την κατάρρευση της πόλης. Την ίδια ώρα, επιδόθηκαν στα γνωστά παλαιοκομματικά τερτίπια: χρήση του δημόσιου χρήματος για την οικοδόμηση προσωπικών μηχανισμών προς μελλοντική χρήση μετά την πε ραντζάδα από τον πρώτο δήμο της χώρας, συνδιαλλαγή με τις συντεχνίες, τηλεοπτικές φιγούρες για ασήμαντες δραστηριότητες. Την ώρα που εμείς δεν μπορούσαμε πλέον να περπατήσουμε στους γνώριμους δρόμους που σε όλη μας τη ζωή περπατούσαμε. Συναυτουργός στον περιορισμό της προσωπικής μας ελευθερίας. Αυτό το αίσθημα οργής προς τον απερχόμενο δήμαρχο διακατέχει χιλιάδες Αθηναίους και Αθηναίες.
Η κατάσταση του κέντρου της Αθήνας αφορά την Ελλάδα, όχι τις λίγες χιλιάδες κατοίκους του. Και το διακύβευμα στις εκλογές του Δήμου Αθηναίων δεν είναι δημοτικό ή τοπικό, αλλά εθνικό. Αφορά τη σχέση της Ελλάδας με τον διεθνή περίγυρο, αφορά την ποιότητα της δημοκρατίας στην καθημερινότητά μας, αφορά τη σχέση των πολιτών με τον δημόσιο χώρο.
Η Αθήνα δεν είναι ένας «τουριστικός προορισμός», δεν είναι «ένας ενδιάμεσος σταθμός» για τα νησιά μας, ούτε «η βιτρίνα της χώρας». Είναι το portal της Ελλάδας στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Μέσω αυτής πρωτίστως οργανώνονται οι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, διοικητικές, πολιτισμικές σχέσεις της χώρας με το διεθνές περιβάλλον. Η πείρα αλλά και σημαντικοί κοινωνιολόγοι (όπως ο Καστέλς και η Σάσεν) έχουν δείξει ότι ο ρόλος των μεγάλων πόλεων στην παγκοσμιοποίηση είναι καθοριστικός, αποτελούν ένα παγκόσμιο δίκτυο με ισχυρούς, λιγότερο ισχυρούς ή αδύναμους κόμβους. Η θέση μιας πόλης σε αυτό το ιεραρχημένο περιβάλλον αντανακλά άμεσα ή έμμεσα τη θέση της χώρας στον κόσμο. Για την Ελλάδα αυτόν τον ρόλο οφείλει να παίζει η Αθήνα, και ίσως μόνο αυτή μεταξύ των ελληνικών πόλεων, λόγω του μικρού μεγέθους της χώρας. Οταν η Αθήνα αναβαθμίζεται, αναβαθμίζεται η Ελλάδα, όταν υποβαθμίζεται, υποβαθμίζεται και η Ελλάδα. Αλλά η Αθήνα είναι ταυτόσημη με το ιστορικό κέντρο της. Μπορεί οι δυναμικοί κλάδοι και οι μοντέρνες υποδομές που ενσωματώνονται στην παγκόσμια οικονομία να αποκεντρώνονται, να διαχέονται στο λεκανοπέδιο, αλλά είναι προφανές ότι η Αθήνα ποτέ δεν θα αποκτήσει την ταυτότητά της από την Κηφισιά, την Παλλήνη, το Ελληνικό ή το Θριάσιο. Και η ταυτότητα της Αθήνας λόγω κλασικής αρχαιότητας, είναι το πιο ισχυρό χαρτί που διαθέτει στο παγκοσμιοποιημένο δίκτυο των πόλεων. Για τούτο, η κατάρρευση του ιστορικού κέντρου καταρρακώνει την εικόνα της Αθήνας συνολικά. Και αντιστρόφως, η διάσωση του ιστορικού κέντρου αποτελεί ουσιώδη κρίκο στην εθνική προσπάθεια ανάταξης της χώρας μετά τη χρεοκοπία.
Η ποιότητα της δημοκρατίας αποτυπώνεται και στον χώρο. Η Ελλάδα εξαιτίας της κυριαρχίας τής μικροϊδιοκτησίας και της μικροεπιχειρηματικότητας, ήταν χώρα χωρίς μεγάλες ταξικές ανισότητες, με θολές ταξικές διαχωριστικές γραμμές και αυτό αποτυπωνόταν και στον χαρακτήρα της Αθήνας. Οι διαφορές των καλών και των κακών συνοικιών ήταν μικρότερες από ό,τι σε άλλες μεγάλες πόλεις του εξωτερικού, ο χάρτης της πόλης δεν τεμαχιζόταν από μεγάλες κοινωνικές ασυνέχειες, η κοινωνική ώσμωση αποτυπωνόταν και στο σώμα της πόλης. Για πρώτη φορά αυτή η παράδοση κινδυνεύει να σπάσει με τόσο δραματικό τρόπο, καθώς στο κέντρο της πόλης καθιερώνονται άβατα, απαγορευμένες διελεύσεις, κοινωνικά- πολιτισμικά σύνορα, που τεμαχίζουν, αποκλείουν ή εγκλωβίζουν τους κατοίκους της πόλης. Ενα απόθεμα δημοκρατικής κουλτούρας ενσωματωμένο στην ίδια τη γεωγραφία της πόλης διασπαθίζεται αμαχητί.
Και μαζί χάνεται η αίσθηση και η αξία του δημόσιου χώρου ως ενοποιητικού στοιχείου των ανθρώπων και ως παράγοντα κοινωνικής συνοχής. Ο εκβαρβαρισμός της καθημερινότητας ωθεί τους ανθρώπους στην απόσυρση, στην περιχαράκωση στο οικείο, αλλά ένα οικείο που γίνεται όλο και πιο στενό για να είναι ασφαλές, όλο και πιο φοβικό, άρα δυνάμει χειραγωγήσιμο από λαϊκιστές παντός είδους, όλο και πιο ιδιωτικό άρα απολιτικό. Ο δημόσιος χώρος αδειάζει από πολίτες και γεμίζει από περαστικούς ιδιώτες ή από επίδοξους κατακτητές που επιδιώκουν να επιβάλουν τους κανόνες τους ακόμα και με τη βία.
Πρόσφατα ο γνωστός αρχιτέκτονας κ. Αντρέας Κούρκουλας συνόψισε εύστοχα όλα τα πιο πάνω. «Ζούμε σε μια άσχημη πόλη» είπε, «αλλά μια πόλη με ζωντανή κοινωνική δομή, μια πόλη που μέχρι πρόσφατα δεν γεννούσε φόβο και βία. Μια πόλη που λειτουργούσε αναμεικτικά , χωρίς σκληρούς αποκλεισμούς. Αυτό το χαρακτηριστικό υποχωρεί και η βία κάνει την εμφάνισή της απειλητικά πάνω από την πόλη. Στα πλαίσια αυτά, οποιαδήποτε κίνηση για την ανάκτηση τ ου χαμένου χώρου της πόλης μοιάζει σανίδα σωτηρίας».
«Σανίδα σωτηρίας», για να βγούμε από τον φαύλο κύκλο αναπαραγωγής ενός αποτυχημένου πολιτικού προσωπικού και μιας κοινωνίας που δεν μπορεί να αντιδράσει ούτε στη διάλυση του κέντρου της πρωτεύουσας. Η ελπίδα έγκειται στη διάθεση των πολιτών να υπερασπίσουν την πόλη. Ελπίδα είναι επίσης οι «μη αναμενόμενες» υποψηφιότητες που ξεφεύγουν από το καρμπόν του γνωστού πολιτικού παιχνιδιού και από μόνες τους δείχνουν τη διάθεση «τομών» σε σχέση με το παρελθόν. Η υποψηφιότητα του Γιώργου Καμίνη, κύριου αντιπάλου του απερχόμενου δημάρχου, αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Οχι ως αντιδεξιά υποψηφιότητα, γιατί το διακύβευμα υπερβαίνει τον διαχωρισμό δεξιά- αντιδεξιά, ούτε ως ρελάνς της «Κεντροαριστεράς». Ενδιαφέρει τα μέγιστα αν σηματοδοτήσει «μια κίνηση για την ανάκτηση του χαμένου χώρου της πόλης».