Το ισλανδικό μάθημα
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2010-10-02
Την περασμένη Τρίτη, το Κοινοβούλιο της Ισλανδίας αποφάσισε να παραπέμψει σε ειδικό δικαστήριο τον πρώην πρωθυπουργό της χώρας, ενεργοποιώντας, για πρώτη φορά, έναν νόμο περί ευθύνης υπουργών που θεσπίστηκε το 1905! Είχα την τύχη να παρακολουθήσω αυτήν την ιστορική, πιστεύω, ψηφοφορία. Είναι, νομίζω, η πρώτη φορά στην ιστορία που μια δημοκρατία εγκαλεί ποινικά έναν εκλεγμένο άρχοντά της όχι για κάποιο σκάνδαλο, οικονομικής ή ηθικής φύσεως, αλλά για αμέλεια περί την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο πρώην πρωθυπουργός κατηγορήθηκε ότι δεν έκανε ό,τι μπορούσε ώστε να αποφύγει η χώρα του τη χρεοκοπία και την προσφυγή στο ΔΝΤ. Είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς τον πειρασμό να μεταφέρει την ισλανδική εμπειρία στα καθ΄ ημάς.
Από το ισλανδικό παράδειγμα, λοιπόν, συγκρατώ τρία ενδιαφέροντα στοιχεία:
Πρώτον, η Εξεταστική Επιτροπή, βάσει του πορίσματος της οποίας έγινε η ψηφοφορία της περασμένης Τρίτης, δεν ήταν μια επιτροπή εκ βουλευτών, διορισμένων από τις ηγεσίες των κομμάτων τους, εγνωσμένου κομματικού πατριωτισμού, με εντολή να προστατεύσουν το συμφέρον του κόμματος και όχι να αναζητήσουν την αλήθεια. Η ισλανδική Βουλή είχε αναθέσει το έργο αυτό σε μια ανεξάρτητη επιτροπή, στην οποία μετείχαν ένας ανώτατος δικαστής, ο συνήγορος του πολίτη και μια διάσημη οικονομολόγος ισλανδικής καταγωγής, που διδάσκει σε αμερικανικό πανεπιστήμιο. Η Επιτροπή, που προσέλαβε 48 εμπειρογνώμονες, είχε πλήρη ανακριτικά δικαιώματα, κάλεσε όλους τους πρώην και εν ενεργεία υπουργούς και πρωθυπουργούς να καταθέσουν (χωρίς κανείς τους να διανοηθεί να στείλει επιστολή), είχε δικαίωμα άρσης του τραπεζικού απορρήτου και πρόσβασης σε κάθε έγγραφο και αρχείο. Εργάστηκε ανενόχλητη επί 15 μήνες, χωρίς καμιά διαρροή στον Τύπο και ξαφνικά, άνευ προαναγγελίας, ένα πρωί, έδωσε στη Βουλή και ταυτόχρονα στη δημοσιότητα το πόρισμά της. Σύμφωνα με αυτό, οι ισλανδικές τράπεζες, μετά την ιδιωτικοποίησή τους, είχαν κυριολεκτικά ληστευθεί από τους ιδιοκτήτες τους και επιπλέον είχαν δημιουργήσει μια απίστευτη τραπεζική φούσκα (με την αξία των τραπεζών να φθάνει στο δεκαπλάσιο του ΑΕΠ της χώρας!) και οι εποπτικές αρχές, κυβέρνηση και κεντρική τράπεζα, απέφευγαν να τις ελέγξουν. Και επιπλέον απέφυγαν και να αντιδράσουν όταν, από το 2006, υπήρχαν σημάδια που προμήνυαν την επικείμενη πτώχευση.
Δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο είναι, νομίζω, η ψηφοφορία η ίδια. Παρ΄ όλο που η ψηφοφορία ήταν κυριολεκτικά δραματική, η συζήτηση κύλησε με εντυπωσιακή ηρεμία, χωρίς διαπληκτισμούς, χωρίς δακρύβρεκτες ομιλίες και τους συνήθεις για εμάς θεατρινισμούς. Και οι βουλευτές ψήφισαν χωρίς κανένα σεβασμό στην κομματική τους προέλευση, χωρίς γραμμή, με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί, με δύο ψήφους διαφορά, ο πρώην πρωθυπουργός, αλλά να απαλλαγούν οι τρεις παραπεμπόμενοι υπουργοί, με μία ή δύο ψήφους διαφορά ο καθέναςτους. Τρίτο, φυσικά, και πιο ενδιαφέρον είναι η συζήτηση που όλη αυτή η πρωτοφανής ενέργεια προκαλεί. Μπορεί κανείς να παραπέμπει ένα πολιτικό πρόσωπο όχι για πράξεις αλλά για παραλείψεις; Υπόκεινται σε ποινική αποτίμηση οι καθαρά πολιτικές επιλογές- έστω και αν ήταν, πολιτικά, καταφανώς και εγκληματικά εσφαλμένες;
Ενα μέλος της Επιτροπής που διερεύνησε την υπόθεση μού απάντησε πως αν κάποιος από όλους αυτούς είχε βρει το θάρρος να ζητήσει δημόσια συγγνώμη για τη συμφορά στην οποία οδηγηθήκαμε, να αναγνωρίσει το λάθος του με ειλικρίνεια, τότε δεν θα υπήρχε, ίσως, ανάγκη για άλλες διαδικασίες. Και ο πρόεδρος του κόμματος της Αριστεράς, που ψήφισε υπέρ της παραπομπής, μου απάντησε πως η πολιτική είναι (ή πρέπει να είναι) και παιδαγωγική, και πως η οργή του κόσμου (που από μόνη της είναι επικίνδυνη) μόνον μέσα από μια διαδικασία αλήθειας και κάθαρσης μπορεί να μετασχηματιστεί σε κάτι θετικό.
Τους άκουγα και σκεφτόμουν το καθ΄ ημάς αδιερεύνητο και αδικαίωτο έγκλημα διαρκείας, που μας οδήγησε δανείου υποτελείς στην εξουσία των πιστωτών μας: από το καλοκαίρι του 2007, όταν το δημοσιονομικό καμπανάκι είχε σημάνει, αλλά τα μέτρα δεν ελήφθησαν ποτέ, λόγω ισχνής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και ισχνότερου αισθήματος ευθύνης των κυβερνώντων. Και από το φθινόπωρο του 2008, όταν η Ευρώπη βοούσε ότι η Ελλάδα φλερτάρει με τη χρεοκοπία, αλλά εμείς κρύβαμε κάτω από το χαλί, με greek stastics, την αλήθεια, για να περάσει η εκλογική χρονιά. Κι έπειτα, ήταν πολύ αργά...
Από το ισλανδικό παράδειγμα, λοιπόν, συγκρατώ τρία ενδιαφέροντα στοιχεία:
Πρώτον, η Εξεταστική Επιτροπή, βάσει του πορίσματος της οποίας έγινε η ψηφοφορία της περασμένης Τρίτης, δεν ήταν μια επιτροπή εκ βουλευτών, διορισμένων από τις ηγεσίες των κομμάτων τους, εγνωσμένου κομματικού πατριωτισμού, με εντολή να προστατεύσουν το συμφέρον του κόμματος και όχι να αναζητήσουν την αλήθεια. Η ισλανδική Βουλή είχε αναθέσει το έργο αυτό σε μια ανεξάρτητη επιτροπή, στην οποία μετείχαν ένας ανώτατος δικαστής, ο συνήγορος του πολίτη και μια διάσημη οικονομολόγος ισλανδικής καταγωγής, που διδάσκει σε αμερικανικό πανεπιστήμιο. Η Επιτροπή, που προσέλαβε 48 εμπειρογνώμονες, είχε πλήρη ανακριτικά δικαιώματα, κάλεσε όλους τους πρώην και εν ενεργεία υπουργούς και πρωθυπουργούς να καταθέσουν (χωρίς κανείς τους να διανοηθεί να στείλει επιστολή), είχε δικαίωμα άρσης του τραπεζικού απορρήτου και πρόσβασης σε κάθε έγγραφο και αρχείο. Εργάστηκε ανενόχλητη επί 15 μήνες, χωρίς καμιά διαρροή στον Τύπο και ξαφνικά, άνευ προαναγγελίας, ένα πρωί, έδωσε στη Βουλή και ταυτόχρονα στη δημοσιότητα το πόρισμά της. Σύμφωνα με αυτό, οι ισλανδικές τράπεζες, μετά την ιδιωτικοποίησή τους, είχαν κυριολεκτικά ληστευθεί από τους ιδιοκτήτες τους και επιπλέον είχαν δημιουργήσει μια απίστευτη τραπεζική φούσκα (με την αξία των τραπεζών να φθάνει στο δεκαπλάσιο του ΑΕΠ της χώρας!) και οι εποπτικές αρχές, κυβέρνηση και κεντρική τράπεζα, απέφευγαν να τις ελέγξουν. Και επιπλέον απέφυγαν και να αντιδράσουν όταν, από το 2006, υπήρχαν σημάδια που προμήνυαν την επικείμενη πτώχευση.
Δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο είναι, νομίζω, η ψηφοφορία η ίδια. Παρ΄ όλο που η ψηφοφορία ήταν κυριολεκτικά δραματική, η συζήτηση κύλησε με εντυπωσιακή ηρεμία, χωρίς διαπληκτισμούς, χωρίς δακρύβρεκτες ομιλίες και τους συνήθεις για εμάς θεατρινισμούς. Και οι βουλευτές ψήφισαν χωρίς κανένα σεβασμό στην κομματική τους προέλευση, χωρίς γραμμή, με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί, με δύο ψήφους διαφορά, ο πρώην πρωθυπουργός, αλλά να απαλλαγούν οι τρεις παραπεμπόμενοι υπουργοί, με μία ή δύο ψήφους διαφορά ο καθέναςτους. Τρίτο, φυσικά, και πιο ενδιαφέρον είναι η συζήτηση που όλη αυτή η πρωτοφανής ενέργεια προκαλεί. Μπορεί κανείς να παραπέμπει ένα πολιτικό πρόσωπο όχι για πράξεις αλλά για παραλείψεις; Υπόκεινται σε ποινική αποτίμηση οι καθαρά πολιτικές επιλογές- έστω και αν ήταν, πολιτικά, καταφανώς και εγκληματικά εσφαλμένες;
Ενα μέλος της Επιτροπής που διερεύνησε την υπόθεση μού απάντησε πως αν κάποιος από όλους αυτούς είχε βρει το θάρρος να ζητήσει δημόσια συγγνώμη για τη συμφορά στην οποία οδηγηθήκαμε, να αναγνωρίσει το λάθος του με ειλικρίνεια, τότε δεν θα υπήρχε, ίσως, ανάγκη για άλλες διαδικασίες. Και ο πρόεδρος του κόμματος της Αριστεράς, που ψήφισε υπέρ της παραπομπής, μου απάντησε πως η πολιτική είναι (ή πρέπει να είναι) και παιδαγωγική, και πως η οργή του κόσμου (που από μόνη της είναι επικίνδυνη) μόνον μέσα από μια διαδικασία αλήθειας και κάθαρσης μπορεί να μετασχηματιστεί σε κάτι θετικό.
Τους άκουγα και σκεφτόμουν το καθ΄ ημάς αδιερεύνητο και αδικαίωτο έγκλημα διαρκείας, που μας οδήγησε δανείου υποτελείς στην εξουσία των πιστωτών μας: από το καλοκαίρι του 2007, όταν το δημοσιονομικό καμπανάκι είχε σημάνει, αλλά τα μέτρα δεν ελήφθησαν ποτέ, λόγω ισχνής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και ισχνότερου αισθήματος ευθύνης των κυβερνώντων. Και από το φθινόπωρο του 2008, όταν η Ευρώπη βοούσε ότι η Ελλάδα φλερτάρει με τη χρεοκοπία, αλλά εμείς κρύβαμε κάτω από το χαλί, με greek stastics, την αλήθεια, για να περάσει η εκλογική χρονιά. Κι έπειτα, ήταν πολύ αργά...