Τι συμβαίνει αλλού
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2010-10-09
Οπως ξέρετε, στο πρόσφατο συνέδριο των Βρετανών Εργατικών, ο εντός πολλών εισαγωγικών «κόκκινος» Εντ Μίλιμπαντ επικράτησε του ανεπαίσθητα ροζ αδελφού του Ντέιβιντ και αναδείχθηκε αρχηγός.
Το συνέδριο έκλεισε με το λόγο όπου παραδοσιακά ο νέος ηγέτης ορίζει το πολιτικό στίγμα του και διαγράφει τη μελλοντική πορεία του κόμματος. Μια εφημερίδα ζήτησε από διάφορες προσωπικότητες να τον σχολιάσουν, μεταξύ των οποίων ήταν και ο επιμένων μαρξιστικά Ερικ Χόμπσμπαουμ. Κατά τον γνωστό ιστορικό, ακούσαμε πολλά για τις προθέσεις του Εντ Μίλιμπαντ και λίγα για τις συγκεκριμένες θέσεις του και μάλλον δεν κατάφερε να πείσει εντελώς το ακροατήριό του. Ηταν πάντως, κατέληξε, ένας σημαντικός λόγος που αξίζει να τον διαβάσουμε προσεκτικά. Οχι θρίαμβος αλλά μια καλή αρχή.
Θα ήθελα κι εγώ με τη σειρά μου να σχολιάσω και τα λόγια του παλαίμαχου μαρξιστή. Πιο συγκεκριμένα θα επιχειρήσω μια σύγκριση με τις δηλώσεις που θα έκανε σε ανάλογη περίπτωση ένας δικός μας αριστερός ηγέτης, ας πούμε ο Α. Τσίπρας. (Θα μπορούσε να ήταν η Α. Παπαρήγα ή ο Α. Αλαβάνος). Η διαφορά είναι οφθαλμοφανής: ο Χόμπσμπαουμ δεν χαρακτήρισε τον νέο ηγέτη των Εργατικών αμετανόητο νεοφιλελεύθερο, δεν του καταλόγισε την πρόθεση να καταργήσει τα ελάχιστα εναπομείναντα δικαιώματα του λαού, ούτε τον κατήγγειλε επειδή εφαρμόζει τα καταχθόνια σχέδια της πλουτοκρατίας.
Φυσικά δεν μπορώ να αποκλείσω εξ ορισμού το ενδεχόμενο ο Α. Τσίπρας να είναι πιο συνεπής μαρξιστής από τον Χόμπσμπαουμ ή να διαθέτει πιο διεισδυτική σκέψη από τον γηραιό κομμουνιστή που άρχισε να ασχολείται με την πολιτική όταν ο παππούς και η γιαγιά του Α. Τσίπρα πήγαιναν ακόμα σε παιδικό σταθμό. Δεν μπορώ να το αποκλείσω, αλλά το βλέπω χλομό. Κι αυτό γιατί έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ανάμεσα στην καθ’ημάς Αριστερά και τους περισσότερους ξένους ομοϊδεάτες της υπάρχει μια άβυσσος, η οποία δεν γίνεται αντιληπτή στην Ελλάδα, όπου ξέρουμε μόνο τι συμβαίνει στη δική μας όχθη. Κι επειδή ζω και στην Ελλάδα και στην Αγγλία, επιτρέψτε μου να έχω γνώμη επί του θέματος.
Αυτό που κάνει την ελληνική Αριστερά να ξεχωρίζει είναι ο οξύς, υπερβολικός, μανιχαϊκός και γενικά υστερικός τόνος της. Οχυρωμένοι πίσω από το βολικό και ανεύθυνο δόγμα «Ξέρω τι δεν θέλω αλλά δεν ξέρω τι θέλω», οι κινηματικοί ριζοσπάστες του ΣΥΡΙΖΑ και οι σταλινικοί του ΚΚΕ απορρίπτουν εκ προοιμίου τα πάντα, εφόσον «σε τελική ανάλυση» τα πάντα καταλήγουν στην αναπαραγωγή του συστήματος. Κι όσοι προσπαθούν να αναλύσουν τα όποια συγκεκριμένα μέτρα, μήπως και μέσα απ’ αυτά μπορεί να δοθεί μια ώθηση προς τη σωστή, δηλαδή προς την αριστερή κατεύθυνση, στιγματίζονται ως «νεροκουβαλητές στο μύλο του νεοφιλελευθερισμού».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το διαβόητο Μνημόνιο: αντί να εντοπίσουν και να υποστηρίξουν τα μέτρα που όντως λειτουργούν εξυγιαντικά, καταδικάζοντας ταυτόχρονα εκείνα που είτε είναι λανθασμένα (π.χ. αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις) ή ανεπαρκή (π.χ. πάταξη φοροδιαφυγής), οι δικοί μας «αριστεροί» δαιμονοποιούν το Μνημόνιο στο σύνολό του. Ετσι κατασκευάζεται ένα ιδιότυπο μίγμα υστερίας και μικροπολιτικής. Από τη μια λένε το μεγάλο Οχι, κι από την άλλη κλείνουν το μάτι σε όσους θίγονται, μήπως και πάρουν καμιά ψήφο, ξεχνώνας όμως ότι κάποιοι εξ αυτών πρέπει να θιγούν. Κι όπως συμβαίνει πάντα με τη μανιχαϊκή σκέψη, ο πραγματικός εχθρός δεν είναι εκείνος που θα διαλέξει το μαύρο αλλά όποιος μιλήσει για αποχρώσεις.
Με αυτή τη λογική πολύ θα χαρούν στην Κουμουνδούρου και στον Περισσό αν δούν ξανά δήμαρχο τον Κακλαμάνη και όχι τον Καμίνη. Ο Χόμπσμπαουμ μάλλον θα διαφωνούσε.
Το συνέδριο έκλεισε με το λόγο όπου παραδοσιακά ο νέος ηγέτης ορίζει το πολιτικό στίγμα του και διαγράφει τη μελλοντική πορεία του κόμματος. Μια εφημερίδα ζήτησε από διάφορες προσωπικότητες να τον σχολιάσουν, μεταξύ των οποίων ήταν και ο επιμένων μαρξιστικά Ερικ Χόμπσμπαουμ. Κατά τον γνωστό ιστορικό, ακούσαμε πολλά για τις προθέσεις του Εντ Μίλιμπαντ και λίγα για τις συγκεκριμένες θέσεις του και μάλλον δεν κατάφερε να πείσει εντελώς το ακροατήριό του. Ηταν πάντως, κατέληξε, ένας σημαντικός λόγος που αξίζει να τον διαβάσουμε προσεκτικά. Οχι θρίαμβος αλλά μια καλή αρχή.
Θα ήθελα κι εγώ με τη σειρά μου να σχολιάσω και τα λόγια του παλαίμαχου μαρξιστή. Πιο συγκεκριμένα θα επιχειρήσω μια σύγκριση με τις δηλώσεις που θα έκανε σε ανάλογη περίπτωση ένας δικός μας αριστερός ηγέτης, ας πούμε ο Α. Τσίπρας. (Θα μπορούσε να ήταν η Α. Παπαρήγα ή ο Α. Αλαβάνος). Η διαφορά είναι οφθαλμοφανής: ο Χόμπσμπαουμ δεν χαρακτήρισε τον νέο ηγέτη των Εργατικών αμετανόητο νεοφιλελεύθερο, δεν του καταλόγισε την πρόθεση να καταργήσει τα ελάχιστα εναπομείναντα δικαιώματα του λαού, ούτε τον κατήγγειλε επειδή εφαρμόζει τα καταχθόνια σχέδια της πλουτοκρατίας.
Φυσικά δεν μπορώ να αποκλείσω εξ ορισμού το ενδεχόμενο ο Α. Τσίπρας να είναι πιο συνεπής μαρξιστής από τον Χόμπσμπαουμ ή να διαθέτει πιο διεισδυτική σκέψη από τον γηραιό κομμουνιστή που άρχισε να ασχολείται με την πολιτική όταν ο παππούς και η γιαγιά του Α. Τσίπρα πήγαιναν ακόμα σε παιδικό σταθμό. Δεν μπορώ να το αποκλείσω, αλλά το βλέπω χλομό. Κι αυτό γιατί έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ανάμεσα στην καθ’ημάς Αριστερά και τους περισσότερους ξένους ομοϊδεάτες της υπάρχει μια άβυσσος, η οποία δεν γίνεται αντιληπτή στην Ελλάδα, όπου ξέρουμε μόνο τι συμβαίνει στη δική μας όχθη. Κι επειδή ζω και στην Ελλάδα και στην Αγγλία, επιτρέψτε μου να έχω γνώμη επί του θέματος.
Αυτό που κάνει την ελληνική Αριστερά να ξεχωρίζει είναι ο οξύς, υπερβολικός, μανιχαϊκός και γενικά υστερικός τόνος της. Οχυρωμένοι πίσω από το βολικό και ανεύθυνο δόγμα «Ξέρω τι δεν θέλω αλλά δεν ξέρω τι θέλω», οι κινηματικοί ριζοσπάστες του ΣΥΡΙΖΑ και οι σταλινικοί του ΚΚΕ απορρίπτουν εκ προοιμίου τα πάντα, εφόσον «σε τελική ανάλυση» τα πάντα καταλήγουν στην αναπαραγωγή του συστήματος. Κι όσοι προσπαθούν να αναλύσουν τα όποια συγκεκριμένα μέτρα, μήπως και μέσα απ’ αυτά μπορεί να δοθεί μια ώθηση προς τη σωστή, δηλαδή προς την αριστερή κατεύθυνση, στιγματίζονται ως «νεροκουβαλητές στο μύλο του νεοφιλελευθερισμού».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το διαβόητο Μνημόνιο: αντί να εντοπίσουν και να υποστηρίξουν τα μέτρα που όντως λειτουργούν εξυγιαντικά, καταδικάζοντας ταυτόχρονα εκείνα που είτε είναι λανθασμένα (π.χ. αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις) ή ανεπαρκή (π.χ. πάταξη φοροδιαφυγής), οι δικοί μας «αριστεροί» δαιμονοποιούν το Μνημόνιο στο σύνολό του. Ετσι κατασκευάζεται ένα ιδιότυπο μίγμα υστερίας και μικροπολιτικής. Από τη μια λένε το μεγάλο Οχι, κι από την άλλη κλείνουν το μάτι σε όσους θίγονται, μήπως και πάρουν καμιά ψήφο, ξεχνώνας όμως ότι κάποιοι εξ αυτών πρέπει να θιγούν. Κι όπως συμβαίνει πάντα με τη μανιχαϊκή σκέψη, ο πραγματικός εχθρός δεν είναι εκείνος που θα διαλέξει το μαύρο αλλά όποιος μιλήσει για αποχρώσεις.
Με αυτή τη λογική πολύ θα χαρούν στην Κουμουνδούρου και στον Περισσό αν δούν ξανά δήμαρχο τον Κακλαμάνη και όχι τον Καμίνη. Ο Χόμπσμπαουμ μάλλον θα διαφωνούσε.