Η ρητορική Κακλαµάνη - Σαµαρά
Γεράσιμος Μοσχονάς, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2010-11-11
«Αρες, µάρες κουκουνάρες», αυτό είναι το υψηλής αισθητικής αγαπηµένο σλόγκαν του Ν. Κακλαµάνη, απερχόµενου δηµάρχου της πόλης της Αθήνας. Το χρησιµοποιεί συστηµατικά, ως ακροτελεύτια διατύπωση, στις τηλεµαχίες του µε τον Γ. Καµίνη για να απαξιώσει την πολιτική του αντιπάλου του (βλ. εκποµπή «Ανατροπή» στο Mega, δελτίο ειδήσεων του Alter). Χοντροκοµµένη και α-πνευµατική ρητορεία, αλαζονεία, επαρχιωτισµός, ευρωσκεπτικισµός, απουσία οράµατος και, φυσικά, αντιµνηµονιακές κορόνες συγκροτούν τον µίτο της αφήγησης που προτείνει ο κ. Κακλαµάνης στους πολίτες του µεγαλύτερου δήµου της χώρας.
Ο κ. Κακλαµάνης, συµπεριφερόµενος ως «δηµαρχαίος» ξεχασµένης από την ιστορία επαρχιακής πόλης, θα µπορούσε να θεωρηθεί, εάν εκπροσωπούσε µόνο τον εαυτό του, µια κλασική περίπτωση ενσάρκωσης του χρεοκοπηµένου «πνεύµατος του έθνους». Φοβόµαστε, όµως, ότι άθελά του εκφράζει κάτι πιο βαθύ.
Κάτι που κατατρώει έσωθεν τη Ν.∆. και συνιστά τη µεγαλύτερη αποτυχία της νέας ηγεσίας της.
Ο Αντ. Σαµαράς είναι δεξιοτέχνης της αµφισηµίας. Οποιος διαβάσει προσεκτικά τα κείµενά του θα το διαπιστώσει. Το πολιτικό µήνυµά του, αν και στρατηγικά δοµηµένο και µε κεντρικές αιχµές, είναι πάντα «διπλό»: και καραµανλικός και αβερωφικός, και δύσπιστος απέναντι στον νεοφιλελευθερισµό και νεοφιλελεύθερος, και ευρωπαϊστής και υπέρ της «Ευρώπης των πατρίδων», και ιδεολόγος και πραγµατιστής, και µε το Μνηµόνιο και εναντίον του. Ο λόγος του, όπως έχουµε τονίσει σε αυτές τις στήλες (Νοέµβριος 2009), είναι εξαιρετικά ευέλικτος και πολυσυλλεκτικός. Είναι δε εµφατικά πιο πολυσυλλεκτικός από εκείνον του Κώστα Καραµανλή, του οποίου η στρατηγική ήταν µονοµερώς στραµµένη στον µεσαίο χώρο. Φυσικά, το ζητούµενο κάθε προωθηµένης πολυσυλλεκτικής στρατηγικής είναι η σύνθεση, το «χαρµάνι». Η επιτυχής πολυσυλλεκτική στρατηγική προϋποθέτει την ικανοποίηση δύο όρων: α) τον σιδερένιο έλεγχο της δοσολογίας µεταξύ αντιφατικών πολιτικών επιλογών και β) τη συνοχή και τον αυτοέλεγχο του κεντρικού επιτελείου. Η ηγεσία Σαµαρά απέτυχε να ικανοποιήσει τους δύο αυτούς όρους.
Ετσι, σταδιακά, ο αντιµνηµονιακός πυρήνας του προγραµµατικού λόγου κυριάρχησε θεµατικά και προκάλεσε, σε επίπεδο ανώτερων και µεσαίων στελεχών, όπως και σε επίπεδο αυτοδιοικητικών υποψηφίων, ένα παραλήρηµα αντιπολιτευτικού λόγου. Η ενεργοποίηση της βαθιάς παράταξης (ηγεσία, στελέχη, προσκείµενες εφηµερίδες), όπως και η αποκέντρωση της αντιµνηµονιακής στρατηγικής (λόγω των αυτοδιοικητικών εκλογών) παρήγαγαν, κατ’ εικόνα και οµοίωσιν του λόγου Κακλαµάνη, έναν ανεπεξέργαστο λόγο, µε επαρχιώτικα και, εν µέρει, εθνικιστικά χαρακτηριστικά (υποτέλεια κ.λπ.), µε ισχυρά στοιχεία ενστικτώδους ευρωσκεπτικισµού αλλά και οικονοµικού ανορθολογισµού.
Σταδιακά, λοιπόν, η αντιµνηµονιακή επιλογή καθυπόταξε τις άλλες, σκέπασε τις πιο σύνθετες αναλύσεις του επιτελείου της Ν.∆., ώθησε σε σιωπή τα πιο µετριοπαθή στελέχη, αποµάκρυνε το κόµµα από τον «αστικό» κόσµο – και από τον κοινό νου. Ελάχιστη σηµασία έχει το αν η αντιµνηµονιακή παράνοια που παρήγαγε η «σύνολη» παράταξη υπερέβη, όπως υποθέτω, τις προθέσεις και τους στόχους του επιτελείου Σαµαρά. Αυτό που έχει σηµασία είναι ότι η αρχική αντιµνηµονιακή επιλογή της ηγεσίας αναδιοργάνωσε σε βάθος το ρητορικό πεδίο της παράταξης, ενεργοποίησε παλαιές πολιτικές τάσεις (λαϊκή ∆εξιά, οπισθοδροµικά στελέχη) και εξασθένησε άλλες, εξίσου παλαιές, όπως η πολιτική της ευθύνης και µετριοπάθειας ή ο ευρωπαϊσµός. Η προσδοκία ρήξης που εισήγαγε ηισχυρή πράξη καταψήφισης του Μνηµονίου κατέστησε πιο δύσκολο τον έλεγχο της δοσολογίας του στρατηγικού µείγµατος. Ετσι, το δηµαγωγικό – για ένα κόµµα σαν τη Ν.∆. – αίτηµα απελευθέρωσης από το Μνηµόνιο ακύρωσε τη σωστή για ένα αντιπολιτευτικό κόµµα στρατηγική επικέντρωσης στις ηχηρές αδυναµίες της κυβερνητικής δράσης.
Ο Αντ. Σαµαράς δεν αντελήφθη επαρκώς ότι η αντιµνηµονιακή πολιτική σε µια χώρα που πτώχευσε στα χέρια της Ν.∆. συνιστά ύβρι προς την κοινωνία. Επίσης, δεν αντελήφθη επαρκώς ότι µια τέτοια πολιτική εγείρει δικαιολογηµένες αµφιβολίες ως προς την ειλικρίνειά της, αµφιβολίες που µεγεθύνθηκαν από την αντίδραση στη «ζαριά» Παπανδρέου. Και δεν αναφέροµαι στο αναµενόµενο «µούδιασµα» µιας παράταξης που γνωρίζει ότι δεν είναι έτοιµη να κερδίσει εκλογές. Αναφέροµαι σε κάτι πιο εντυπωσιακό, που αφορά την πολιτική και ιδεολογική ψυχή του κόµµατος. Ξαφνικά, οι αντιµνηµονιακοί τόνοι των στελεχών έπεσαν κατακόρυφα, ξαφνικά η Ν.∆. έγινε µετριοπαθής, ξαφνικά «οι µάγκες λούφαξαν». Για να επανέλθουν δριµύτεροι, µετά την απόφαση του Πρωθυπουργού να µην προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές.
Ο Αντ. Σαµαράς δεν έχει προσωπικές ευθύνες για τη χρεοκοπία της χώρας. Θα µπορούσε, συνεπώς, να συµβάλει στη διαµόρφωση ενός άλλου πολιτικού λόγου, συµβατού µε την ηθική της ευθύνης και τη λογική «το δηµόσιο συµφέρον υπέρτερο όλων». Αυτό θα προσέδιδε βάθος, έρµα και, σταδιακά, ακτινοβολία σε µια παράταξη βαριά τραυµατισµένη και ηθικά απαξιωµένη. Επέλεξε µια πιο ιδιοτελή και φαινοµενικά πιο αποδοτική στρατηγική. Προς το παρόν, όπως έδειξε και η εκλογική της επίδοση, η σηµερινή Ν.∆., αντί να γίνει τµήµα της λύσης, παραµένει, µε δική της επιλογή, τµήµα του προβλήµατος.
Ο κ. Κακλαµάνης, συµπεριφερόµενος ως «δηµαρχαίος» ξεχασµένης από την ιστορία επαρχιακής πόλης, θα µπορούσε να θεωρηθεί, εάν εκπροσωπούσε µόνο τον εαυτό του, µια κλασική περίπτωση ενσάρκωσης του χρεοκοπηµένου «πνεύµατος του έθνους». Φοβόµαστε, όµως, ότι άθελά του εκφράζει κάτι πιο βαθύ.
Κάτι που κατατρώει έσωθεν τη Ν.∆. και συνιστά τη µεγαλύτερη αποτυχία της νέας ηγεσίας της.
Ο Αντ. Σαµαράς είναι δεξιοτέχνης της αµφισηµίας. Οποιος διαβάσει προσεκτικά τα κείµενά του θα το διαπιστώσει. Το πολιτικό µήνυµά του, αν και στρατηγικά δοµηµένο και µε κεντρικές αιχµές, είναι πάντα «διπλό»: και καραµανλικός και αβερωφικός, και δύσπιστος απέναντι στον νεοφιλελευθερισµό και νεοφιλελεύθερος, και ευρωπαϊστής και υπέρ της «Ευρώπης των πατρίδων», και ιδεολόγος και πραγµατιστής, και µε το Μνηµόνιο και εναντίον του. Ο λόγος του, όπως έχουµε τονίσει σε αυτές τις στήλες (Νοέµβριος 2009), είναι εξαιρετικά ευέλικτος και πολυσυλλεκτικός. Είναι δε εµφατικά πιο πολυσυλλεκτικός από εκείνον του Κώστα Καραµανλή, του οποίου η στρατηγική ήταν µονοµερώς στραµµένη στον µεσαίο χώρο. Φυσικά, το ζητούµενο κάθε προωθηµένης πολυσυλλεκτικής στρατηγικής είναι η σύνθεση, το «χαρµάνι». Η επιτυχής πολυσυλλεκτική στρατηγική προϋποθέτει την ικανοποίηση δύο όρων: α) τον σιδερένιο έλεγχο της δοσολογίας µεταξύ αντιφατικών πολιτικών επιλογών και β) τη συνοχή και τον αυτοέλεγχο του κεντρικού επιτελείου. Η ηγεσία Σαµαρά απέτυχε να ικανοποιήσει τους δύο αυτούς όρους.
Ετσι, σταδιακά, ο αντιµνηµονιακός πυρήνας του προγραµµατικού λόγου κυριάρχησε θεµατικά και προκάλεσε, σε επίπεδο ανώτερων και µεσαίων στελεχών, όπως και σε επίπεδο αυτοδιοικητικών υποψηφίων, ένα παραλήρηµα αντιπολιτευτικού λόγου. Η ενεργοποίηση της βαθιάς παράταξης (ηγεσία, στελέχη, προσκείµενες εφηµερίδες), όπως και η αποκέντρωση της αντιµνηµονιακής στρατηγικής (λόγω των αυτοδιοικητικών εκλογών) παρήγαγαν, κατ’ εικόνα και οµοίωσιν του λόγου Κακλαµάνη, έναν ανεπεξέργαστο λόγο, µε επαρχιώτικα και, εν µέρει, εθνικιστικά χαρακτηριστικά (υποτέλεια κ.λπ.), µε ισχυρά στοιχεία ενστικτώδους ευρωσκεπτικισµού αλλά και οικονοµικού ανορθολογισµού.
Σταδιακά, λοιπόν, η αντιµνηµονιακή επιλογή καθυπόταξε τις άλλες, σκέπασε τις πιο σύνθετες αναλύσεις του επιτελείου της Ν.∆., ώθησε σε σιωπή τα πιο µετριοπαθή στελέχη, αποµάκρυνε το κόµµα από τον «αστικό» κόσµο – και από τον κοινό νου. Ελάχιστη σηµασία έχει το αν η αντιµνηµονιακή παράνοια που παρήγαγε η «σύνολη» παράταξη υπερέβη, όπως υποθέτω, τις προθέσεις και τους στόχους του επιτελείου Σαµαρά. Αυτό που έχει σηµασία είναι ότι η αρχική αντιµνηµονιακή επιλογή της ηγεσίας αναδιοργάνωσε σε βάθος το ρητορικό πεδίο της παράταξης, ενεργοποίησε παλαιές πολιτικές τάσεις (λαϊκή ∆εξιά, οπισθοδροµικά στελέχη) και εξασθένησε άλλες, εξίσου παλαιές, όπως η πολιτική της ευθύνης και µετριοπάθειας ή ο ευρωπαϊσµός. Η προσδοκία ρήξης που εισήγαγε ηισχυρή πράξη καταψήφισης του Μνηµονίου κατέστησε πιο δύσκολο τον έλεγχο της δοσολογίας του στρατηγικού µείγµατος. Ετσι, το δηµαγωγικό – για ένα κόµµα σαν τη Ν.∆. – αίτηµα απελευθέρωσης από το Μνηµόνιο ακύρωσε τη σωστή για ένα αντιπολιτευτικό κόµµα στρατηγική επικέντρωσης στις ηχηρές αδυναµίες της κυβερνητικής δράσης.
Ο Αντ. Σαµαράς δεν αντελήφθη επαρκώς ότι η αντιµνηµονιακή πολιτική σε µια χώρα που πτώχευσε στα χέρια της Ν.∆. συνιστά ύβρι προς την κοινωνία. Επίσης, δεν αντελήφθη επαρκώς ότι µια τέτοια πολιτική εγείρει δικαιολογηµένες αµφιβολίες ως προς την ειλικρίνειά της, αµφιβολίες που µεγεθύνθηκαν από την αντίδραση στη «ζαριά» Παπανδρέου. Και δεν αναφέροµαι στο αναµενόµενο «µούδιασµα» µιας παράταξης που γνωρίζει ότι δεν είναι έτοιµη να κερδίσει εκλογές. Αναφέροµαι σε κάτι πιο εντυπωσιακό, που αφορά την πολιτική και ιδεολογική ψυχή του κόµµατος. Ξαφνικά, οι αντιµνηµονιακοί τόνοι των στελεχών έπεσαν κατακόρυφα, ξαφνικά η Ν.∆. έγινε µετριοπαθής, ξαφνικά «οι µάγκες λούφαξαν». Για να επανέλθουν δριµύτεροι, µετά την απόφαση του Πρωθυπουργού να µην προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές.
Ο Αντ. Σαµαράς δεν έχει προσωπικές ευθύνες για τη χρεοκοπία της χώρας. Θα µπορούσε, συνεπώς, να συµβάλει στη διαµόρφωση ενός άλλου πολιτικού λόγου, συµβατού µε την ηθική της ευθύνης και τη λογική «το δηµόσιο συµφέρον υπέρτερο όλων». Αυτό θα προσέδιδε βάθος, έρµα και, σταδιακά, ακτινοβολία σε µια παράταξη βαριά τραυµατισµένη και ηθικά απαξιωµένη. Επέλεξε µια πιο ιδιοτελή και φαινοµενικά πιο αποδοτική στρατηγική. Προς το παρόν, όπως έδειξε και η εκλογική της επίδοση, η σηµερινή Ν.∆., αντί να γίνει τµήµα της λύσης, παραµένει, µε δική της επιλογή, τµήµα του προβλήµατος.