Θεσσαλονίκη
Φώτης Γεωργελές, Athens Voice, Δημοσιευμένο: 2010-12-02
Όποτε φτάνω στη Θεσσαλονίκη μαγεύομαι, ό,τι βλέπω γύρω μου είναι γεμάτο ένταση, μια πόλη νεανική, ζωντανή, πάλλεται έτοιμη να εκραγεί. Οι ντόπιοι φίλοι μου σχολιάζουν ειρωνικά τη ματιά του τουρίστα, που δεν μπορεί να διακρίνει τη βαριά σκιά της καθυστέρησης, την εσωστρέφεια, τον επαρχιωτισμό. Μια φορά γυρνώντας έγραψα σ’ αυτή τη σελίδα: «Η Θεσσαλονίκη ετοιμάζεται να γίνει η Μητρόπολη των Βαλκανίων. Αλλά δεν το ξέρει ακόμα». Μου απάντησαν αμέσως, γραπτά κι αυτοί: Η πόλη που περιγράφεις υπάρχει, αλλά τη λένε Κωνσταντινούπολη.
Πόσα τρένα μπορεί να χάσει μια πόλη, πόσες ευκαιρίες στη μικρή ζωή μας; Όταν κάποιοι προσπαθούσαν να αλλάξουν το χαρακτήρα των δημοτικών εκλογών, να τις μετατρέψουν σε «δημοψήφισμα για το Μνημόνιο», έλεγα ότι ακριβώς επειδή υπάρχει το μνημόνιο, ακριβώς επειδή υπάρχει η οικονομική κρίση, πρέπει να συζητήσουμε, να επιλέξουμε ένα καινούργιο μοντέλο που θα σώσει τις πόλεις μας από τον τριτοκοσμικό κατήφορο που έχουν πάρει και θα τις οδηγήσει σε μια εξωστρεφή ανάπτυξη. Μερικοί στέκονται στο σκουλαρικάκι του Μπουτάρη, στα τατουάζ, μιλάνε για τις πολιτισμικές διαφορές, στον κυρ-Γιάννη αρέσει ο Λου Ριντ, ακούει το “Walk on the wild side”. Όμως ο κοσμοπολιτισμός του Γιάννη Μπουτάρη είναι κάτι παραπάνω από αυτό, είναι μια αναπτυξιακή πρόταση, μια διέξοδος για την πόλη. Γι’ αυτό ακριβώς τον κατηγορεί το προηγούμενο σύστημα, για τα εβραϊκά μνημεία, για το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ. Όταν ο Μπουτάρης λέει για την πλατεία Ελευθερίας, για τον Κεμάλ που ήταν Θεσσαλονικιός και κήρυξε εκεί την ίδρυση του νεότερου τουρκικού κράτους, δεν το κάνει μόνο από κάποια αίσθηση δικαιοσύνης προς την ιστορία. Το λέει γιατί θέλει ν’ ανοίξει την πόλη του, να την κάνει προορισμό, να τη βγάλει απ’ τον επαρχιωτισμό και να την οδηγήσει στον κόσμο. Από τον Εντγκάρ Μορέν και τον Σαρκοζί μέχρι τον Ντάνιελ Μέντελσον του «Χαμένοι», οι Εβραίοι όλου του πλανήτη νιώθουν τη Θεσσαλονίκη ένα κομμάτι της δικιάς τους ιστορίας, τόπο από την πορεία τους στον κόσμο. Θέλουν να την επισκεφτούν, να την ταξιδέψουν, να τη ζήσουν. Όπως εκατοντάδες χιλιάδες από μας κάθε χρόνο πηγαίνουμε στην Πόλη να δούμε την Αγια-Σοφιά, να νιώσουμε στο αεράκι του Βοσπόρου την ατμόσφαιρα της ιστορίας μας, έτσι και άλλες τόσες χιλιάδες Τούρκοι θα ’πρεπε να φτάνουν κάθε μέρα στη Θεσσαλονίκη να δουν την πλατεία, το σπίτι απ’ όπου ξεκίνησε η νεότερη ιστορία τους. Αυτό κάνουν σήμερα οι πόλεις, φτιάχνουν τους μύθους τους και προσπαθούν να τους κάνουνε παγκόσμιους.
Για πολλά χρόνια ζήσαμε μ’ ένα μοντέλο ανάπτυξης που παράγει λίγα και καταναλώνει υπερβολικά. Βασισμένο μόνο στα δανεικά, στην ευρύχωρη σπατάλη των δημόσιων ταμείων. Μέχρι που στις μέρες μας το μοντέλο πια χρεοκόπησε, τα δανεικά τελείωσαν. Κι όλο αυτό, το βασισμένο σε ψεύτικο χρήμα μοντέλο ανάπτυξης, καταρρέει. Στα χιλιάδες καταστήματα, στις άδειες βιτρίνες, δεν έβαλε λουκέτο το μνημόνιο, όπως προσπαθούν να μας πείσουν, αλλά ένα ολόκληρο σύστημα που χρεοκόπησε. Λέγαμε ότι η Ερμού είναι από τους ακριβότερους δρόμους του κόσμου και δεν συνειδητοποιούσαμε καν πόσο σουρεαλιστικό ακουγόταν αυτό. Στη Μάντισον, στη Σανζ Ελιζέ, την Όξφορντ Στριτ πάει όλος ο πλανήτης να ψωνίσει, στην Ερμού ποιος πάει, το Κουκάκι; Όλα όσα συμβαίνουν ήταν αναμενόμενα, είχαν προβλεφθεί, τα ξέραμε αλλά δεν θέλαμε να τα ακούσουμε. Αντί να προσπαθούμε να κλείσουμε τα μάτια, να κρατήσουμε κάποια ανύπαρκτα «κεκτημένα» μιας ψεύτικης, πλαστής ευδαιμονίας, πρέπει από σήμερα, από χθες, να βρίσκουμε τρόπους που θα περισώσουν ό,τι είναι δυνατόν, απ’ αυτό το μικρομεσαίο μέγεθος «λιανικού εμπορίου» που χαρακτηρίζει την οικονομία μας. Και μέχρι να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι σοβαρότερο, αυτό που τώρα μπορούμε να κάνουμε είναι να ξαναζωντανέψουμε τις πόλεις μας, να τις ομορφύνουμε, να τις κάνουμε ελκυστικές, να θέλεις να τις ζήσεις. Για μας και για όσους περισσότερους μπορούμε να προσελκύσουμε. Να τις ανοίξουμε. Εμπόριο και τουρισμός, αυτό ξέραμε κάποτε. Αλλιώς, οι χαρούμενοι νέοι που λιάζονται πίνοντας καφέδες στην παραλία στον Θερμαϊκό, οι φραπαιδαράδες που λέει ο Στεφ, θα είναι οι αυριανοί άνεργοι που ακόμα δεν το ξέρουν.
Όμως αυτό θέλει ιδέες, θέλει φαντασία, ανοιχτά μυαλά, θέλει κυρίως και ξανά και πάντα, δουλειά. Το παλιό μοντέλο ήξερε άλλα πράγματα. Έφτιαχνε αγάλματα για τον Μεγαλέξανδρο, ανδριάντες για το μακαρίτη τον Καραμανλή που δεν ξέρει τώρα πού θα τους στήσει, διοργάνωνε λαμπρές τελετές για τον Βουκεφάλα, σεμνές δεξιώσεις για την αρετή των Ελλήνων, οι συγγενείς προμήθευαν πλαστικές ελληνικές σημαιούλες made in China, οι άλλοι συγγενείς αναλάμβαναν το κέτερινγκ, ήταν τουρκοφάγοι, ήταν σκοπιανοφάγοι με το αζημίωτο, κι άλλες παρελάσεις, στα κρατικά και δημοτικά μέσα ενημέρωσης παρουσίαζαν τις δημόσιες σχέσεις του δημάρχου, του νομάρχη, παραγωγή προγράμματος ονόμαζαν τα κηρύγματα του μητροπολίτη, οι δημοτικοί υπάλληλοι είχαν μπουζουξίδικα, ήταν πρόεδροι ομάδων μπάσκετ. Μετρό δεν είχανε, η υποθαλάσσια δεν ξεκίνησε ποτέ, οι θαλάσσιες συγκοινωνίες έμειναν σχέδιο, ο Θερμαϊκός λάμπει κάποια πρωινά απ’ τα σκουπίδια όχι απ’ τον ήλιο. Έχουνε όμως 22 εκατομμύρια χρέη του δήμου στην εφορία, 30 εκατομμύρια χρέος στα ταμεία, μια στοίβα εισαγγελικές διώξεις για πιθανά σκάνδαλα και πολλές πλαστικές σημαίες γαλανόλευκες. Το «τρίγωνο της καθυστέρησης» στην πόλη αποτυπώνεται σε μια εικόνα αντιπροσωπευτική, το Παπάφειο. Με περιουσία 37 ακίνητα, προσφέρει αρωγή σε 45 παιδιά. Δηλαδή, περίπου ακίνητο και παιδάκι. Και παρ’ όλα αυτά, επιχορηγείται από το κράτος με μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Και παρ’ όλα αυτά είναι χρεοκοπημένο, χρωστάει άλλα τόσα. Προσθέστε τα κι αυτά στο δημόσιο χρέος.
Ένα σύστημα κλειστό, εσωστρεφές, που ήξερε καλά να μοιράζει το δημόσιο χρήμα. Αυτάρκες, χωρίς προσπάθεια. Δεν του χρειαζόταν, το δημόσιο ταμείο να είναι καλά. Παρελάσεις, λειτουργίες, έξοδα παραστάσεως. Η βιομηχανία της εσωστρέφειας. Το σύστημα αυτό δεν τελείωσε επειδή κέρδισε τις εκλογές ο Μπουτάρης. Είχε ήδη χρεοκοπήσει, τα δημόσια ταμεία είναι πια άδεια. Η επιστροφή στον ορθολογισμό είναι αναπόφευκτη, δεν έχει μείνει τίποτα πια να διανεμηθεί, το χρήμα πρέπει να δημιουργηθεί. Κι αυτό γίνεται μόνο με νέες ιδέες και πολλή δουλειά.
Τελευταία μέρα του Νοεμβρίου την ώρα που γράφω, το θερμόμετρο λέει 25 βαθμοί, έξω στα καφενεία ο κόσμος με κοντομάνικα. Δεν υπάρχουν άλλες πόλεις στην Ευρώπη σαν την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Πώς καταφέραμε να τις χαλάσουμε; Το πρώτο βήμα για τη ζωή μετά τη χρεοκοπία δεν μπορεί να είναι άλλο από το να ξαναφτιάξουμε τις πόλεις μας, να τις επινοήσουμε απ’ την αρχή, να τις κάνουμε ανοιχτές πόλεις για όσους θα έρθουν να μοιραστούν μαζί μας αυτή την τύχη, την άνοιξη μέσα στο χειμώνα.
Πόσα τρένα μπορεί να χάσει μια πόλη, πόσες ευκαιρίες στη μικρή ζωή μας; Όταν κάποιοι προσπαθούσαν να αλλάξουν το χαρακτήρα των δημοτικών εκλογών, να τις μετατρέψουν σε «δημοψήφισμα για το Μνημόνιο», έλεγα ότι ακριβώς επειδή υπάρχει το μνημόνιο, ακριβώς επειδή υπάρχει η οικονομική κρίση, πρέπει να συζητήσουμε, να επιλέξουμε ένα καινούργιο μοντέλο που θα σώσει τις πόλεις μας από τον τριτοκοσμικό κατήφορο που έχουν πάρει και θα τις οδηγήσει σε μια εξωστρεφή ανάπτυξη. Μερικοί στέκονται στο σκουλαρικάκι του Μπουτάρη, στα τατουάζ, μιλάνε για τις πολιτισμικές διαφορές, στον κυρ-Γιάννη αρέσει ο Λου Ριντ, ακούει το “Walk on the wild side”. Όμως ο κοσμοπολιτισμός του Γιάννη Μπουτάρη είναι κάτι παραπάνω από αυτό, είναι μια αναπτυξιακή πρόταση, μια διέξοδος για την πόλη. Γι’ αυτό ακριβώς τον κατηγορεί το προηγούμενο σύστημα, για τα εβραϊκά μνημεία, για το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ. Όταν ο Μπουτάρης λέει για την πλατεία Ελευθερίας, για τον Κεμάλ που ήταν Θεσσαλονικιός και κήρυξε εκεί την ίδρυση του νεότερου τουρκικού κράτους, δεν το κάνει μόνο από κάποια αίσθηση δικαιοσύνης προς την ιστορία. Το λέει γιατί θέλει ν’ ανοίξει την πόλη του, να την κάνει προορισμό, να τη βγάλει απ’ τον επαρχιωτισμό και να την οδηγήσει στον κόσμο. Από τον Εντγκάρ Μορέν και τον Σαρκοζί μέχρι τον Ντάνιελ Μέντελσον του «Χαμένοι», οι Εβραίοι όλου του πλανήτη νιώθουν τη Θεσσαλονίκη ένα κομμάτι της δικιάς τους ιστορίας, τόπο από την πορεία τους στον κόσμο. Θέλουν να την επισκεφτούν, να την ταξιδέψουν, να τη ζήσουν. Όπως εκατοντάδες χιλιάδες από μας κάθε χρόνο πηγαίνουμε στην Πόλη να δούμε την Αγια-Σοφιά, να νιώσουμε στο αεράκι του Βοσπόρου την ατμόσφαιρα της ιστορίας μας, έτσι και άλλες τόσες χιλιάδες Τούρκοι θα ’πρεπε να φτάνουν κάθε μέρα στη Θεσσαλονίκη να δουν την πλατεία, το σπίτι απ’ όπου ξεκίνησε η νεότερη ιστορία τους. Αυτό κάνουν σήμερα οι πόλεις, φτιάχνουν τους μύθους τους και προσπαθούν να τους κάνουνε παγκόσμιους.
Για πολλά χρόνια ζήσαμε μ’ ένα μοντέλο ανάπτυξης που παράγει λίγα και καταναλώνει υπερβολικά. Βασισμένο μόνο στα δανεικά, στην ευρύχωρη σπατάλη των δημόσιων ταμείων. Μέχρι που στις μέρες μας το μοντέλο πια χρεοκόπησε, τα δανεικά τελείωσαν. Κι όλο αυτό, το βασισμένο σε ψεύτικο χρήμα μοντέλο ανάπτυξης, καταρρέει. Στα χιλιάδες καταστήματα, στις άδειες βιτρίνες, δεν έβαλε λουκέτο το μνημόνιο, όπως προσπαθούν να μας πείσουν, αλλά ένα ολόκληρο σύστημα που χρεοκόπησε. Λέγαμε ότι η Ερμού είναι από τους ακριβότερους δρόμους του κόσμου και δεν συνειδητοποιούσαμε καν πόσο σουρεαλιστικό ακουγόταν αυτό. Στη Μάντισον, στη Σανζ Ελιζέ, την Όξφορντ Στριτ πάει όλος ο πλανήτης να ψωνίσει, στην Ερμού ποιος πάει, το Κουκάκι; Όλα όσα συμβαίνουν ήταν αναμενόμενα, είχαν προβλεφθεί, τα ξέραμε αλλά δεν θέλαμε να τα ακούσουμε. Αντί να προσπαθούμε να κλείσουμε τα μάτια, να κρατήσουμε κάποια ανύπαρκτα «κεκτημένα» μιας ψεύτικης, πλαστής ευδαιμονίας, πρέπει από σήμερα, από χθες, να βρίσκουμε τρόπους που θα περισώσουν ό,τι είναι δυνατόν, απ’ αυτό το μικρομεσαίο μέγεθος «λιανικού εμπορίου» που χαρακτηρίζει την οικονομία μας. Και μέχρι να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι σοβαρότερο, αυτό που τώρα μπορούμε να κάνουμε είναι να ξαναζωντανέψουμε τις πόλεις μας, να τις ομορφύνουμε, να τις κάνουμε ελκυστικές, να θέλεις να τις ζήσεις. Για μας και για όσους περισσότερους μπορούμε να προσελκύσουμε. Να τις ανοίξουμε. Εμπόριο και τουρισμός, αυτό ξέραμε κάποτε. Αλλιώς, οι χαρούμενοι νέοι που λιάζονται πίνοντας καφέδες στην παραλία στον Θερμαϊκό, οι φραπαιδαράδες που λέει ο Στεφ, θα είναι οι αυριανοί άνεργοι που ακόμα δεν το ξέρουν.
Όμως αυτό θέλει ιδέες, θέλει φαντασία, ανοιχτά μυαλά, θέλει κυρίως και ξανά και πάντα, δουλειά. Το παλιό μοντέλο ήξερε άλλα πράγματα. Έφτιαχνε αγάλματα για τον Μεγαλέξανδρο, ανδριάντες για το μακαρίτη τον Καραμανλή που δεν ξέρει τώρα πού θα τους στήσει, διοργάνωνε λαμπρές τελετές για τον Βουκεφάλα, σεμνές δεξιώσεις για την αρετή των Ελλήνων, οι συγγενείς προμήθευαν πλαστικές ελληνικές σημαιούλες made in China, οι άλλοι συγγενείς αναλάμβαναν το κέτερινγκ, ήταν τουρκοφάγοι, ήταν σκοπιανοφάγοι με το αζημίωτο, κι άλλες παρελάσεις, στα κρατικά και δημοτικά μέσα ενημέρωσης παρουσίαζαν τις δημόσιες σχέσεις του δημάρχου, του νομάρχη, παραγωγή προγράμματος ονόμαζαν τα κηρύγματα του μητροπολίτη, οι δημοτικοί υπάλληλοι είχαν μπουζουξίδικα, ήταν πρόεδροι ομάδων μπάσκετ. Μετρό δεν είχανε, η υποθαλάσσια δεν ξεκίνησε ποτέ, οι θαλάσσιες συγκοινωνίες έμειναν σχέδιο, ο Θερμαϊκός λάμπει κάποια πρωινά απ’ τα σκουπίδια όχι απ’ τον ήλιο. Έχουνε όμως 22 εκατομμύρια χρέη του δήμου στην εφορία, 30 εκατομμύρια χρέος στα ταμεία, μια στοίβα εισαγγελικές διώξεις για πιθανά σκάνδαλα και πολλές πλαστικές σημαίες γαλανόλευκες. Το «τρίγωνο της καθυστέρησης» στην πόλη αποτυπώνεται σε μια εικόνα αντιπροσωπευτική, το Παπάφειο. Με περιουσία 37 ακίνητα, προσφέρει αρωγή σε 45 παιδιά. Δηλαδή, περίπου ακίνητο και παιδάκι. Και παρ’ όλα αυτά, επιχορηγείται από το κράτος με μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Και παρ’ όλα αυτά είναι χρεοκοπημένο, χρωστάει άλλα τόσα. Προσθέστε τα κι αυτά στο δημόσιο χρέος.
Ένα σύστημα κλειστό, εσωστρεφές, που ήξερε καλά να μοιράζει το δημόσιο χρήμα. Αυτάρκες, χωρίς προσπάθεια. Δεν του χρειαζόταν, το δημόσιο ταμείο να είναι καλά. Παρελάσεις, λειτουργίες, έξοδα παραστάσεως. Η βιομηχανία της εσωστρέφειας. Το σύστημα αυτό δεν τελείωσε επειδή κέρδισε τις εκλογές ο Μπουτάρης. Είχε ήδη χρεοκοπήσει, τα δημόσια ταμεία είναι πια άδεια. Η επιστροφή στον ορθολογισμό είναι αναπόφευκτη, δεν έχει μείνει τίποτα πια να διανεμηθεί, το χρήμα πρέπει να δημιουργηθεί. Κι αυτό γίνεται μόνο με νέες ιδέες και πολλή δουλειά.
Τελευταία μέρα του Νοεμβρίου την ώρα που γράφω, το θερμόμετρο λέει 25 βαθμοί, έξω στα καφενεία ο κόσμος με κοντομάνικα. Δεν υπάρχουν άλλες πόλεις στην Ευρώπη σαν την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Πώς καταφέραμε να τις χαλάσουμε; Το πρώτο βήμα για τη ζωή μετά τη χρεοκοπία δεν μπορεί να είναι άλλο από το να ξαναφτιάξουμε τις πόλεις μας, να τις επινοήσουμε απ’ την αρχή, να τις κάνουμε ανοιχτές πόλεις για όσους θα έρθουν να μοιραστούν μαζί μας αυτή την τύχη, την άνοιξη μέσα στο χειμώνα.