Η χαμένη δεκαετία στην ευρωζώνη
Ναπολέων Μαραβέγιας, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2011-06-19
Είναι γεγονός ότι η συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας στην ευρωζώνη, χωρίς έστω την απαιτούμενη προετοιμασία, έδινε πολύ μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης στη χώρα μας, ταυτόχρονα όμως δημιουργούσε σημαντικές υποχρεώσεις στην άσκηση της εθνικής μακροοικονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής, καθώς η νομισματική πολιτική βρισκόταν στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Μόνο ότι τα επιτόκια δανεισμού περιορίζονταν σε μονοψήφιο αριθμό, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις μιας εντυπωσιακής αύξησης των επενδύσεων στη χώρα μας. Ταυτόχρονα το κλίμα ασφάλειας από συναλλαγματικούς και άλλους κινδύνους λόγω της ένταξης της χώρας μας στην ΟΝΕ, εξασφάλιζε μαζική εισροή ξένου κεφαλαίου για παραγωγικές επενδύσεις. Η αύξηση των εγχώριων και ξένων επενδύσεων θα βελτίωνε έτσι την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα οδηγούσε στην αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων αυξάνοντας τις εξαγωγές .
Με τον τρόπο αυτό, το επίπεδο ζωής θα αυξανόταν, καθώς οι αμοιβές των εργαζομένων θα ανέρχονταν στηριζόμενες στο αυξημένο επίπεδο παραγωγικότητας μέσω της τεχνολογικής αναβάθμισης της εγχώριας παραγωγής που υποσχόταν η αναμενόμενη αύξηση των επενδύσεων. Η σύγκλιση των επιπέδων ανάπτυξης με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχε μεγάλες πιθανότητες να πραγματοποιηθεί, πράγμα που δεν είχε συμβεί τα πρώτα 20 χρόνια ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (1981 - 2001).
Δυστυχώς, απ’ όλα αυτά τα ευλόγως αναμενόμενα που θα έφερναν την πραγματική ανάπτυξη στην ελληνική οικονομία, ελάχιστα έγιναν και πολλές φορές έγιναν ακριβώς τα αντίθετα. Τα χαμηλά επιτόκια αύξησαν πολύ λιγότερο τις επενδύσεις απ’ ό,τι την κατανάλωση τόσο του κράτους όσο και των πολιτών, ενώ ξένες παραγωγικές επενδύσεις παρέμειναν μόνο προσδοκία.
Η ευχέρεια του δανεισμού έδωσε τη δυνατότητα στο κράτος να δανείζεται για να διευρύνει το δημόσιο τομέα της οικονομίας και να διανέμει εισοδήματα τόσο στους εργαζόμενους όσο και στις επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, μεγάλο μέρος των πολιτών βρήκε έναν εύκολο τρόπο αύξησης του επιπέδου κατανάλωσής του στον δανεισμό, προκειμένου να φθάσει και πολλές φορές να ξεπεράσει τα καταναλωτικά πρότυπα των πλουσιότερων ευρωπαϊκών χωρών.
Οι αυξημένοι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ στηρίζονταν περισσότερο στην κατανάλωση παρά στην παραγωγή, ενώ οι εισαγωγές αυξάνονταν χωρίς κανέναν πλέον συναλλαγματικό περιορισμό. Η αύξηση της παραγωγικότητας δεν μπόρεσε να βελτιώσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, η οποία χειροτέρευε συνεχώς, καθώς η χαλαρότητα της δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής και η απουσία αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών συντηρούσε έναν υψηλότερο πληθωρισμό στην Ελλάδα σε σχέση με το μ.ο. στην ευρωζώνη. Το έλλειμμα εξωτερικών πληρωμών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος εμφανίζονταν μικρότερα απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα.
Οταν η παγκόσμια οικονομική κρίση περιόρισε δραστικά τη ρευστότητα, ούτε το κράτος ούτε οι τράπεζες και άρα οι πολίτες μπορούσαν πλέον να δανεισθούν εύκολα για να συντηρήσουν μια πλαστή ευημερία. Η κρίση δανεισμού έφερε στην επιφάνεια όλες τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Φαίνεται πως μια μεγάλη ευκαιρία λόγω της συμμετοχής της χώρας στην ευρωζώνη κινδυνεύει να χαθεί με ευθύνη πρώτα των κυβερνώντων και στη συνέχεια όλων όσοι μπορούσαν να επηρεάζουν τις εξελίξεις.
Η προσπάθεια που γίνεται τώρα με την περιορισμένη αλληλεγγύη της Ε.Ε., πέρα από την τεχνοκρατική και πολιτική της ευστοχία, απαιτεί τέτοιους ρυθμούς προσαρμογής, μετά την ολιγωρία δεκαετιών, που η ελληνική κοινωνία ευλόγως δεν φαίνεται να μπορεί να αφομοιώσει, με ορατό τον κίνδυνο καταστροφικής χρεοκοπίας και εξόδου της χώρας μας από την ευρωζώνη.
Μόνο ότι τα επιτόκια δανεισμού περιορίζονταν σε μονοψήφιο αριθμό, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις μιας εντυπωσιακής αύξησης των επενδύσεων στη χώρα μας. Ταυτόχρονα το κλίμα ασφάλειας από συναλλαγματικούς και άλλους κινδύνους λόγω της ένταξης της χώρας μας στην ΟΝΕ, εξασφάλιζε μαζική εισροή ξένου κεφαλαίου για παραγωγικές επενδύσεις. Η αύξηση των εγχώριων και ξένων επενδύσεων θα βελτίωνε έτσι την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα οδηγούσε στην αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων αυξάνοντας τις εξαγωγές .
Με τον τρόπο αυτό, το επίπεδο ζωής θα αυξανόταν, καθώς οι αμοιβές των εργαζομένων θα ανέρχονταν στηριζόμενες στο αυξημένο επίπεδο παραγωγικότητας μέσω της τεχνολογικής αναβάθμισης της εγχώριας παραγωγής που υποσχόταν η αναμενόμενη αύξηση των επενδύσεων. Η σύγκλιση των επιπέδων ανάπτυξης με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχε μεγάλες πιθανότητες να πραγματοποιηθεί, πράγμα που δεν είχε συμβεί τα πρώτα 20 χρόνια ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (1981 - 2001).
Δυστυχώς, απ’ όλα αυτά τα ευλόγως αναμενόμενα που θα έφερναν την πραγματική ανάπτυξη στην ελληνική οικονομία, ελάχιστα έγιναν και πολλές φορές έγιναν ακριβώς τα αντίθετα. Τα χαμηλά επιτόκια αύξησαν πολύ λιγότερο τις επενδύσεις απ’ ό,τι την κατανάλωση τόσο του κράτους όσο και των πολιτών, ενώ ξένες παραγωγικές επενδύσεις παρέμειναν μόνο προσδοκία.
Η ευχέρεια του δανεισμού έδωσε τη δυνατότητα στο κράτος να δανείζεται για να διευρύνει το δημόσιο τομέα της οικονομίας και να διανέμει εισοδήματα τόσο στους εργαζόμενους όσο και στις επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, μεγάλο μέρος των πολιτών βρήκε έναν εύκολο τρόπο αύξησης του επιπέδου κατανάλωσής του στον δανεισμό, προκειμένου να φθάσει και πολλές φορές να ξεπεράσει τα καταναλωτικά πρότυπα των πλουσιότερων ευρωπαϊκών χωρών.
Οι αυξημένοι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ στηρίζονταν περισσότερο στην κατανάλωση παρά στην παραγωγή, ενώ οι εισαγωγές αυξάνονταν χωρίς κανέναν πλέον συναλλαγματικό περιορισμό. Η αύξηση της παραγωγικότητας δεν μπόρεσε να βελτιώσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, η οποία χειροτέρευε συνεχώς, καθώς η χαλαρότητα της δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής και η απουσία αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών συντηρούσε έναν υψηλότερο πληθωρισμό στην Ελλάδα σε σχέση με το μ.ο. στην ευρωζώνη. Το έλλειμμα εξωτερικών πληρωμών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος εμφανίζονταν μικρότερα απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα.
Οταν η παγκόσμια οικονομική κρίση περιόρισε δραστικά τη ρευστότητα, ούτε το κράτος ούτε οι τράπεζες και άρα οι πολίτες μπορούσαν πλέον να δανεισθούν εύκολα για να συντηρήσουν μια πλαστή ευημερία. Η κρίση δανεισμού έφερε στην επιφάνεια όλες τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Φαίνεται πως μια μεγάλη ευκαιρία λόγω της συμμετοχής της χώρας στην ευρωζώνη κινδυνεύει να χαθεί με ευθύνη πρώτα των κυβερνώντων και στη συνέχεια όλων όσοι μπορούσαν να επηρεάζουν τις εξελίξεις.
Η προσπάθεια που γίνεται τώρα με την περιορισμένη αλληλεγγύη της Ε.Ε., πέρα από την τεχνοκρατική και πολιτική της ευστοχία, απαιτεί τέτοιους ρυθμούς προσαρμογής, μετά την ολιγωρία δεκαετιών, που η ελληνική κοινωνία ευλόγως δεν φαίνεται να μπορεί να αφομοιώσει, με ορατό τον κίνδυνο καταστροφικής χρεοκοπίας και εξόδου της χώρας μας από την ευρωζώνη.