Ο δικός μας, γήινος, υπερήρωας
Ξένια Κουναλάκη, Η Καθημερινή, Δημοσιευμένο: 2011-08-30
Εμείς, τα παιδιά και τα εγγόνια του Λεωνίδα, την τρέμαμε αυτή την ώρα. Την ώρα που θα μάς αφήσει να αναρωτιόμαστε αν αυτό είναι το τέλος της Αριστεράς, όπως την ονειρευτήκαμε, όπως ενσαρκώθηκε στο πρόσωπό του, στη λιτή ζωή του. Σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στην Καλλιδρομίου, γεμάτο μνήμες, βιβλία, γάτες, μουσικές, φωτογραφίες τής πρώτα αφράτης και μετά εξαϋλωμένης Καλλί. Μέσα στην πλημμυρίδα αμετροέπειας ανακοινώσεων και νεκρολογιών στα δελτία ειδήσεων, εμείς, τα παιδιά και τα εγγόνια του, αυτή η διευρυμένη οικογένεια που αφήνει πίσω του, προσπαθούμε σήμερα να προστατεύσουμε την προσωπική και πολιτική του διαθήκη, ό,τι μας κληροδότησε, σε καθέναν από μας χωριστά.
Εικόνες και στιγμιότυπα από τη μισή μας ζωή, από τα παιδικά χρόνια μέχρι την τελευταία φορά, στο Γ.Ν. Αλεξάνδρα, σε αναπηρικό καροτσάκι έπειτα από οξύ έμφραγμα, με έναν τρυφερό γιατρό να τον κανακεύει, κι εκείνος να ζητά με αυτοκαταστροφική επιμονή… «ένα τσιγαράκι»!
Δυο μεσήλικες, ο Λεωνίδας κι ο Μπάμπης, κάπου τότε στα ταραγμένα σέβεντις να χοροπηδούν με εφηβική σφριγηλότητα στα γραφεία του ΚΚΕ εσ., στην 3ης Σεπτεμβρίου. Να διδάσκουν -για πλάκα- «επαναστατική γυμναστική» στα βαριεστημένα πιτσιρίκια στελεχών του κόμματος για να τα διασκεδάσουν στα διαλείμματα των πληκτικών κομματικών συνεδριάσεων. (Είναι βέβαιο ότι η επαναστατική γυμναστική δεν ήταν το δυνατό σημείο ούτε του Δρακόπουλου, ούτε φυσικά του Κύρκου. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις ξινές, διεκπεραιωτικές ανακοινώσεις των πρώην συντρόφων για να συνειδητοποιήσει πόσο σιχαινόταν τον λαϊκισμό και τους εσωκομματικούς συμβιβασμούς. Ρεαλιστής και τολμηρός, προτιμούσε να γίνει δυσάρεστος στους εσωκομματικούς του αντιπάλους, παρά να χαϊδέψει αυτιά για να επιβιώσει.)
Στη δεκαετία του ’80, συρτάρια γεμάτα αναμνηστικά από τα ταξίδια του, καρτ ποστάλ με έντονα ρετουσαρισμένα χρώματα, ξυλόγλυπτα γούρια, κόκκινα τσίγκινα κουτάκια με κινέζικες θαυματουργές κρέμες για τον πονοκέφαλο. Εξομολογήσεις και διηγήσεις αριστερά παραμύθια που δεν προλάβαμε να ζήσουμε, αλλά διψούσαμε να μάθουμε. Ομιλίες στην Ομόνοια με μικρό πλήθος, αλλά μέγα πάθος, αγωνιώδεις μετρήσεις, «πώς πήγαμε;». Ο Λεωνίδας δεν φοβόταν να εκτεθεί, να γίνει μελό. Και το μελόδραμα μέσα στη ζωή είναι. Ο κυνισμός είναι ψεύτικος, επιτηδευμένος.
Στα φεστιβάλ της «Αυγής», στη Νέα Σμύρνη, δυο-τρεις συμμαθήτριες αρραβωνιάζονταν με όρκο ζωής, βυθίζονταν στην ίδια, κοινή αριστερή συνωμοσία γιατί είχαν ακούσει τον Λεωνίδα κι αυτό αρκούσε να μας ενώσει για πάντα με δεσμούς αίματος. Μετά ο ενιαίος Συνασπισμός, το «βρώμικο ’89», οι διασπάσεις, η αμφισβήτηση απλά επιβεβαίωσαν την τόλμη του, τη γενναιότητα να γεφυρώνει τραύματα και μετά να κάνει ιστορικά λάθη και μετά να κάνει την αυτοκριτική του και να προχωράει. Γιατί τελικά η πορεία της ανανεωτικής Αριστεράς τι είναι; Μια ιστορία λαθών, αλλά και αναγνώρισής τους, αλάθητο δεν υπάρχει, ούτε θρησκευτικές βεβαιότητες.
Συνοδοιπόρος στις ζωές μας, στις απώλειες και τις χαρές, ο Λεωνίδας έδινε νόημα στην τόσο τετριμμένη προσφώνηση «σύντροφος». Αν ο Σαββόπουλος, ο Χατζιδάκις κι ο Ντύλαν ήταν το πρώτο μας σάουντρακ, η Αλκη Ζέη κι ο Ναζίμ Χικμέτ οι τινέιτζερ λογοτεχνικές αναφορές μας, ο Λεωνίδας ήταν ο γήινος υπερήρωάς μας, χωρίς υπερφυσικές δυνάμεις, αλλά με αρετές πέρα από ανθρώπινες μικροψυχίες και μια ανιδιοτέλεια σχεδόν εξωπραγματική. Φτωχός, σχεδόν ασκητικός, όταν έγινε ευρωβουλευτής συντηρούσε καμιά δεκαριά στελέχη του κόμματος με τον μισθό του. Αγόραζε πάμφθηνα πουκάμισα από χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, λέγοντας με παιδικό ενθουσιασμό: «Είναι καταπληκτικά. Δεν χρειάζονται καθόλου σιδέρωμα». Του άρεσε το φαγητό και αδιαφορούσε για τις προειδοποιήσεις των γιατρών. Οταν έχεις γλιτώσει την εκτέλεση, το ζάχαρο το φτύνεις στα μούτρα. καταβροχθίζοντας δυο-τρία επιδόρπια. Πήρε δίπλωμα οδήγησης μετά τα εξήντα, κοψοχολιάζοντας τους πάντες με τα γκαζιάρικα ταξίδια του στο Κούτσι Κορινθίας. Το πάθος του για ζωή ήταν διάχυτο, μέχρι τα τελευταία χρόνια έγραφε, μιλούσε, δεν έλεγε να παραιτηθεί, παρά τις αλλεπάλληλες περιπέτειες με την υγεία του.
Ο αυθορμητισμός του και η έλλειψη σοβαροφάνειας τον έκαναν τόσο αγαπητό και οικείο σε όλους. «Δεν είμαι ο ιστορικός ηγέτης της ανανεωτικής Αριστεράς, είμαι ένας από τους ιστορικούς ηγέτες της Αριστεράς», διόρθωσε τον εκφωνητή στην τελευταία μεγάλη εκδήλωση που έγινε προς τιμήν του, τον Απρίλιο του 2008 στο Παλλάς, καταχειροκροτούμενος από φίλους και εχθρούς για την παροιμιώδη μετριοφροσύνη του και την απέχθειά του προς μεγαλοστομίες και υπερβολές.
Είναι βέβαιο πως δεν θα του άρεσαν καθόλου οι νεκρολογίες των ημερών αυτών, αλλά θα εκτιμούσε το γεγονός πως από την Κυριακή στα social media άνθρωποι που γεννήθηκαν μισό αιώνα αργότερα εκφράζουν τον σεβασμό τους, τον αποχαιρετούν και διαισθάνονται πως θα τον νοσταλγήσουν.
Τα σημερινά νέα παιδιά βρίζουν διαρκώς τους πολιτικούς. «Ολοι είναι ίδιοι, όλοι τα παίρνουν, κανείς δεν ασχολείται με την πολιτική από αυταπάρνηση». Οσο υπήρχε ο Λεωνίδας υπήρχε αντίλογος σε όλα αυτά. Τώρα απλώνεται η αμηχανία.
Εικόνες και στιγμιότυπα από τη μισή μας ζωή, από τα παιδικά χρόνια μέχρι την τελευταία φορά, στο Γ.Ν. Αλεξάνδρα, σε αναπηρικό καροτσάκι έπειτα από οξύ έμφραγμα, με έναν τρυφερό γιατρό να τον κανακεύει, κι εκείνος να ζητά με αυτοκαταστροφική επιμονή… «ένα τσιγαράκι»!
Δυο μεσήλικες, ο Λεωνίδας κι ο Μπάμπης, κάπου τότε στα ταραγμένα σέβεντις να χοροπηδούν με εφηβική σφριγηλότητα στα γραφεία του ΚΚΕ εσ., στην 3ης Σεπτεμβρίου. Να διδάσκουν -για πλάκα- «επαναστατική γυμναστική» στα βαριεστημένα πιτσιρίκια στελεχών του κόμματος για να τα διασκεδάσουν στα διαλείμματα των πληκτικών κομματικών συνεδριάσεων. (Είναι βέβαιο ότι η επαναστατική γυμναστική δεν ήταν το δυνατό σημείο ούτε του Δρακόπουλου, ούτε φυσικά του Κύρκου. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις ξινές, διεκπεραιωτικές ανακοινώσεις των πρώην συντρόφων για να συνειδητοποιήσει πόσο σιχαινόταν τον λαϊκισμό και τους εσωκομματικούς συμβιβασμούς. Ρεαλιστής και τολμηρός, προτιμούσε να γίνει δυσάρεστος στους εσωκομματικούς του αντιπάλους, παρά να χαϊδέψει αυτιά για να επιβιώσει.)
Στη δεκαετία του ’80, συρτάρια γεμάτα αναμνηστικά από τα ταξίδια του, καρτ ποστάλ με έντονα ρετουσαρισμένα χρώματα, ξυλόγλυπτα γούρια, κόκκινα τσίγκινα κουτάκια με κινέζικες θαυματουργές κρέμες για τον πονοκέφαλο. Εξομολογήσεις και διηγήσεις αριστερά παραμύθια που δεν προλάβαμε να ζήσουμε, αλλά διψούσαμε να μάθουμε. Ομιλίες στην Ομόνοια με μικρό πλήθος, αλλά μέγα πάθος, αγωνιώδεις μετρήσεις, «πώς πήγαμε;». Ο Λεωνίδας δεν φοβόταν να εκτεθεί, να γίνει μελό. Και το μελόδραμα μέσα στη ζωή είναι. Ο κυνισμός είναι ψεύτικος, επιτηδευμένος.
Στα φεστιβάλ της «Αυγής», στη Νέα Σμύρνη, δυο-τρεις συμμαθήτριες αρραβωνιάζονταν με όρκο ζωής, βυθίζονταν στην ίδια, κοινή αριστερή συνωμοσία γιατί είχαν ακούσει τον Λεωνίδα κι αυτό αρκούσε να μας ενώσει για πάντα με δεσμούς αίματος. Μετά ο ενιαίος Συνασπισμός, το «βρώμικο ’89», οι διασπάσεις, η αμφισβήτηση απλά επιβεβαίωσαν την τόλμη του, τη γενναιότητα να γεφυρώνει τραύματα και μετά να κάνει ιστορικά λάθη και μετά να κάνει την αυτοκριτική του και να προχωράει. Γιατί τελικά η πορεία της ανανεωτικής Αριστεράς τι είναι; Μια ιστορία λαθών, αλλά και αναγνώρισής τους, αλάθητο δεν υπάρχει, ούτε θρησκευτικές βεβαιότητες.
Συνοδοιπόρος στις ζωές μας, στις απώλειες και τις χαρές, ο Λεωνίδας έδινε νόημα στην τόσο τετριμμένη προσφώνηση «σύντροφος». Αν ο Σαββόπουλος, ο Χατζιδάκις κι ο Ντύλαν ήταν το πρώτο μας σάουντρακ, η Αλκη Ζέη κι ο Ναζίμ Χικμέτ οι τινέιτζερ λογοτεχνικές αναφορές μας, ο Λεωνίδας ήταν ο γήινος υπερήρωάς μας, χωρίς υπερφυσικές δυνάμεις, αλλά με αρετές πέρα από ανθρώπινες μικροψυχίες και μια ανιδιοτέλεια σχεδόν εξωπραγματική. Φτωχός, σχεδόν ασκητικός, όταν έγινε ευρωβουλευτής συντηρούσε καμιά δεκαριά στελέχη του κόμματος με τον μισθό του. Αγόραζε πάμφθηνα πουκάμισα από χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, λέγοντας με παιδικό ενθουσιασμό: «Είναι καταπληκτικά. Δεν χρειάζονται καθόλου σιδέρωμα». Του άρεσε το φαγητό και αδιαφορούσε για τις προειδοποιήσεις των γιατρών. Οταν έχεις γλιτώσει την εκτέλεση, το ζάχαρο το φτύνεις στα μούτρα. καταβροχθίζοντας δυο-τρία επιδόρπια. Πήρε δίπλωμα οδήγησης μετά τα εξήντα, κοψοχολιάζοντας τους πάντες με τα γκαζιάρικα ταξίδια του στο Κούτσι Κορινθίας. Το πάθος του για ζωή ήταν διάχυτο, μέχρι τα τελευταία χρόνια έγραφε, μιλούσε, δεν έλεγε να παραιτηθεί, παρά τις αλλεπάλληλες περιπέτειες με την υγεία του.
Ο αυθορμητισμός του και η έλλειψη σοβαροφάνειας τον έκαναν τόσο αγαπητό και οικείο σε όλους. «Δεν είμαι ο ιστορικός ηγέτης της ανανεωτικής Αριστεράς, είμαι ένας από τους ιστορικούς ηγέτες της Αριστεράς», διόρθωσε τον εκφωνητή στην τελευταία μεγάλη εκδήλωση που έγινε προς τιμήν του, τον Απρίλιο του 2008 στο Παλλάς, καταχειροκροτούμενος από φίλους και εχθρούς για την παροιμιώδη μετριοφροσύνη του και την απέχθειά του προς μεγαλοστομίες και υπερβολές.
Είναι βέβαιο πως δεν θα του άρεσαν καθόλου οι νεκρολογίες των ημερών αυτών, αλλά θα εκτιμούσε το γεγονός πως από την Κυριακή στα social media άνθρωποι που γεννήθηκαν μισό αιώνα αργότερα εκφράζουν τον σεβασμό τους, τον αποχαιρετούν και διαισθάνονται πως θα τον νοσταλγήσουν.
Τα σημερινά νέα παιδιά βρίζουν διαρκώς τους πολιτικούς. «Ολοι είναι ίδιοι, όλοι τα παίρνουν, κανείς δεν ασχολείται με την πολιτική από αυταπάρνηση». Οσο υπήρχε ο Λεωνίδας υπήρχε αντίλογος σε όλα αυτά. Τώρα απλώνεται η αμηχανία.