Η διαχείριση της κρίσης του ελληνικού χρέους
Η Ελλάδα απ’ την κερκίδα
Γιώργος Προκοπάκης, τ. 12, The Books’ Journal, Δημοσιευμένο: 2011-10-03
Σε όλον τον κόσμο ακόμη και οι πέτρες αντιλαμβάνονται πως οποιοδήποτε γεγονός μπορεί να επηρεάσει τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική κατάσταση μιας χώρας και τις διεθνείς αγορές, πολύ περισσότερο μια χρεοκοπία, θα ανακοινωθεί μέσα σε κάποιο Σαββατοκύριακο. Για πολύ απλούς λόγους: για να ελεγχθούν οι τράπεζες, για να πάρουν μέτρα οι κεφαλαιαγορές, για να ελεγχθούν οι αντιδράσεις του πληθυσμού. Έτσι εξηγείται αυτό που ζούμε ως χώρα τις τελευταίες εβδομάδες. Οι δείκτες είναι χάλια, η κυβέρνηση αδυνατεί ή δεν θέλει να έχει οποιαδήποτε συνεκτική πολιτική, οι εταίροι μας δεν θέλουν ή δεν μπορούν να δώσουν οριστική λύση εδώ και τώρα. Φυσικό επακόλουθο, από την Πέμπτη κάθε εβδομάδας αρχίζει το γαϊτανάκι της άμεσης λύσης. Το μόνο που χρειάζεται για να χτίσει σενάριο άμεσης χρεοκοπίας είναι μια δήλωση Ευρωπαίου αξιωματούχου (όλο και κάποιος κάτι θα πει) ή ένα στραβοπάτημα της ελληνικής κυβέρνησης (το μόνο εύκολο). Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο είχαμε τις δηλώσεις Σόιμπλε.
Τι εiπε ο Γερμανoς
Πιστός στο προχρεοκοπικό τελετουργικό, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας από τις ΗΠΑ δήλωσε χοντρικά τα εξής:
1. Θα εκπλαγεί αν αλλάξουν οι όροι εκταμίευσης της έκτης δόσης.
2. Δεν θα εκπλαγεί εάν αλλάξουν οι όροι του δεύτερου πακέτου διάσωσης της 21/7.
Μετάφραση:
1. Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει η εκταμίευση της 6ης δόσης εάν δεν καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα οι οποίες υποτίθεται ότι θα άρχιζαν τη Δευτέρα 26/9. Οι διαπραγματεύσεις θα καταλήξουν μόνον εάν η ελληνική πλευρά κατορθώσει να πείσει με ένα αξιόπιστο πλάνο εφαρμογής των συμπεφωνημένων.
2. Τα πάντα σχετικά με την απόφαση της 21/7 είναι στον αέρα. Το μήνυμα δεν ήταν εντελώς καθαρό. Ενώ υπήρχε η δυνατότητα ερμηνείας ως πίεση προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τους υποψήφιους εθελοντές για ανταλλαγή ελληνικών ομολόγων, όλος ο κόσμος επέλεξε την εκδοχή της σύντομης έναρξης της διαδικασίας ελεγχόμενης χρεοκοπίας.
Το πρώτο σκέλος των δηλώσεων ήταν το τέλος των φαντασιώσεων της ελληνικής πλευράς για πολιτική λύση τώρα. Τελείωσαν τα αστεία με υπεκφυγές, πολιτικές πιρουέτες και παραπομπή εφαρμογής των αποφάσεων στις καλένδες. Το δεύτερο σκέλος των δηλώσεων ερμηνεύθηκε ως επιθυμία εξεύρεσης οριστικής λύσης σε διάστημα μερικών εβδομάδων – το πολύ μερικών μηνών.
Η πορεiα των αποφάσεων της 21/7
Η ελληνική κυβέρνηση ζητά την όσο το δυνατόν πιο σύντομη εφαρμογή των αποφάσεων της 21/7. Πέρα από την έγκριση για τις αλλαγές στον EFSF από τα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια η οποία θεωρείται περισσότερο από βέβαιη, τρεις είναι οι μεγάλες εκκρεμότητες: (α) τα νέα διακρατικά δάνεια, (β) η κατάληξη του προγράμματος εθελοντικής ανταλλαγής ομολόγων (PSI) και (γ) οι ιδιωτικοποιήσεις. Παρά τη ρητορεία για ανάγκη επιτάχυνσης των διαδικασιών από τη μεριά των δανειστών, η ελληνική πλευρά έχει μεγάλο μέρος της ευθύνης για τις καθυστερήσεις.
Τα νέα διακρατικά δάνεια έχουν κολλήσει στο πρόβλημα που δημιούργησε η ελληνική πλευρά με τους απίστευτου πολιτικού και οικονομικού ερασιτεχνισμού χειρισμούς των απαιτήσεων της Φινλανδίας για εγγυήσεις. Ο Ευ. Βενιζέλος ήταν υπερήφανος για το κατόρθωμά του να αποφύγει τις εμπράγματες εγγυήσεις – έχουν πολιτικό κόστος αριστερά και δεξιά, βλέπετε. Μέχρι που γύρισε το κεφάλι και είδε τη χιονοστιβάδα. Είχε επιλεγεί η χειρότερη δυνατή λύση, μάλιστα με ελληνική πρωτοβουλία!
Είναι γνωστό ότι οι προτάσεις που παρουσίασε στην Άνγκελα Μέρκελ η ελληνική αντιπροσωπεία το μεσημέρι της 21/7 ήταν «εκτός θέματος». Όπως έγραψε ο διεθνής Τύπος, η Ελλάδα παρακολούθησε τις εξελίξεις από την κερκίδα (from the sidelines). Το ίδιο βράδυ, ο Νικολά Σαρκοζί απαίτησε τη διαβεβαίωση συμμετοχής των ελληνικών τραπεζών στο PSI. Του δόθηκε, έπειτα από διαβουλεύσεις μιας ώρας. Από την επομένη αρχίζουν τα παιχνίδια της εξαίρεσης της Αγροτικής Τράπεζας και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Επειδή όταν οι τραπεζίτες συζητούν για διαγραφές (ζημίες δηλαδή) μερικών δισεκατομμυρίων, μόνο αφελής μπορεί να αναμένει ότι θα πιαστούν κορόιδα. Όταν η συμμετοχή γαλλικών σε ελληνικές τράπεζες καταλήγει σε ζημίες δισεκατομμυρίων για τις πρώτες από την ανταλλαγή ελληνικών ομολόγων, είναι παραλογισμός να αναμένεται ότι οι ελληνικές τράπεζες θα μείνουν απ’ έξω. Πήρε σχεδόν δύο μήνες για να καταλήξουν οι κρατικές ελληνικές τράπεζες στην «οικειοθελή» συμμετοχή τους στο PSI.
Όσον αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, με εξαίρεση την «εύκολη» πώληση του ΟΤΕ (περίπου το 20% της υποχρέωσης μέχρι 30/9), η τρόικα βρήκε αρχές Σεπτεμβρίου τη διαδικασία εκεί που ήταν τον Φεβρουάριο.
Αν στα παραπάνω προστεθεί η αβεβαιότητα για την ελληνική θέση στα άλλα ζητήματα που σχετίζονται με την απόφαση της 21/7 και την παντελή απουσία όχι διακομματικής συναίνεσης αλλά απλής συνεννόησης, είναι σαφές ότι η άλλη πλευρά των διαπραγματεύσεων κάθε άλλο παρά έχει λόγο να επιταχύνει τις διαδικασίες. Τη στιγμή που Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία έχουν αποδεχθεί τη νομοθετική/συνταγματική κατοχύρωση ελεγχόμενων ελλειμμάτων, στην Ελλάδα υπάρχει η κατηγορηματική άρνηση από τους πάντες. Όλοι, εκτός από την κυβέρνηση (κι αυτή εν μέρει), θεωρούν το καθεστώς της «επιλεκτικής χρεοκοπίας», αν και αναγκαίο για την εφαρμογή των αποφάσεων της 21/7, περίπου ως εθνική καταστροφή.
Τέλος, η διακοπή των συνομιλιών με την τρόικα την 1/9 και η εκβιαστική αναπομπή της απόφασης για την 6η δόση στους «πολιτικούς προϊσταμένους των τεχνοκρατών», ενώ όλοι σχεδόν οι στόχοι ήταν μακράν των προβλεπομένων και η επικοινωνιακή διαχείριση της διακοπής την παρουσίαζε ως αντίσταση στην τρόικα,, κατέδειξαν ότι η ελληνική πλευρά εξακολουθούσε να πορεύεται με την υπόθεση της «αναγκαστικής σωτηρίας» –για τους άλλους βέβαια– ανεξαρτήτως κόστους και επιπτώσεων.
Τα παραπάνω περιγράφουν ένα σκηνικό στο οποίο η Ελλάδα προσέρχεται όχι μόνον ως αφερέγγυος συνομιλητής, αλλά και με αδυναμία να προσλάβει τη βαρύτητα της κατάστασης. Οι δηλώσεις Σόιμπλε έπρεπε να αναμένονται. Έτσι μπήκε στο τραπέζι η ελεγχόμενη χρεοκοπία.
Η σημερινή κατάσταση με το χρέος
Η ελεγχόμενη χρεοκοπία δεν είναι τίποτε άλλο παρά το βαθύ κούρεμα των πιστωτών μας, με την οικονομική και πολιτική στήριξη των εταίρων μας για την άμβλυνση των επιπτώσεων, τόσο για την Ελλάδα όσο και για τους πιστωτές της. Τόσο βαθύ όσο χρειάζεται ώστε το χρέος μας να είναι βιώσιμο. Με το τέλος της διαδικασίας όχι μόνο πρέπει να ικανοποιούνται κάποιοι δείκτες, αλλά οι πιστωτές πρέπει να είναι πεπεισμένοι ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να αντεπεξέρχεται στις δανειακές της υποχρεώσεις χωρίς να καταφεύγει στα δάνεια του Μηχανισμού Στήριξης. Την επόμενη μέρα, η χώρα πρέπει είτε να έχει μηδενικά ελλείμματα (ακόμη καλύτερα, πλεόνασμα) είτε να έχει αποκαταστήσει την αξιοπιστία της και να μπορεί να δανείζεται από τις αγορές με εύλογα επιτόκια. Η ελεγχόμενη χρεοκοπία δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα μιας άσκησης σε λογιστικά φύλλα και διαπραγμάτευσης με πιστωτές. Απαιτεί την αξιόπιστη απόδειξη της προσήλωσης σε ριζικές αλλαγές στην ελληνική οικονομία και κοινωνία – αυτό ακριβώς που η χώρα μας αρνείται πεισματικά να κάνει επί ενάμισι χρόνο τώρα.
Στην ενδεχόμενη έναρξη της διαδικασίας για ελεγχόμενη πτώχευση, η χώρα μας προσέρχεται χωρίς διαπραγματευτική ισχύ. Το οξύμωρο είναι ότι για να χρεοκοπήσει μια χώρα χωρίς να διαλυθεί χρειάζεται χρήματα. Πολλά χρήματα. Χρειάζεται αποθεματικό για να λειτουργήσει έστω και στοιχειωδώς το κράτος επί τουλάχιστον έξι μήνες. Απαιτείται ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων που θα έχουν πτωχεύσει, πληρωμή τόκων και αντικατάσταση του βραχυπρόθεσμου δανεισμού. Το συνολικό ύψος του ποσού εξαρτάται από το βάθος του κουρέματος, την κατάρρευση ή μη των εσόδων και τη διάρκεια της διαδικασίας. Ενδεικτικά, για κούρεμα 65% των ομολόγων ελληνικού δικαίου, το ποσόν αυτό εκτιμάται σε 50 - 70 δισ. €, χωρίς να συνεκτιμώνται ενδεχόμενες ανάγκες που θα προκύψουν από την κατάπτωση των εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου. Η μόνη δυνατότητα «χρηματοδότησης του διακανονισμού του ελληνικού χρέους» παρέχεται από τον Μηχανισμό Στήριξης. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.
Από τα ελληνικά ομόλογα, συνολικής ονομαστικής αξίας 236 δισ. €, περίπου 80 δισ. € κατέχουν κεντρικές τράπεζες και περίπου 40 δισ. € εμπορικές τράπεζες της Ευρωζώνης. Κούρεμα των δανειστών μας απαιτεί ανακεφαλαιοποίησή τους. Ενδεικτικά πάλι, για κούρεμα 65% των ομολόγων ελληνικού δικαίου, εκτιμάται ότι απαιτούνται 60 – 70 δισ. € για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών (κεντρικών και εμπορικών), με μεγάλο ποσοστό αυτής της απαίτησης να αναλαμβάνεται από τις εθνικές κυβερνήσεις. Στο ποσόν αυτό προστίθενται και οι όποιες επιπτώσεις από τον απαιτούμενο διακανονισμό της ρευστότητας (περίπου 105 δισ. €) που παρέχει η ΕΚΤ προς τις ελληνικές τράπεζες έναντι εγγυήσεων, καθώς και οι δευτερογενείς επιπτώσεις από τον ιδιωτικό δανεισμό ελληνικών φορέων (ύψους περίπου 160 δισ. €).
Σε όποια διαδικασία διακανονισμού του ελληνικού χρέους, οι θεσμικοί δανειστές μας πρέπει να καταβάλουν σημαντικά ποσά, τόσο ως δάνεια προς τη χώρα μας μόνο και μόνο για να περάσει τη διαδικασία του διακανονισμού (οπότε ένα μέρος του κουρέματος χάνεται ως όφελος από την πρώτη στιγμή), όσο και ως άμεσες εκταμιεύσεις για να αντιμετωπισθούν οι επιπτώσεις του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων. Είναι προφανές ότι στη διαδικασία αυτή η ελληνική πλευρά θα καταλάβει τη συνηθισμένη θέση της: θεατής από την κερκίδα. Οι δανειστές μας θα καταλήξουν σε μια ισορροπία ανάμεσα στα μακροπρόθεσμα οφέλη από τον διακανονισμό του ελληνικού χρέους και το άμεσο κόστος εκτέλεσης. Η επιθυμητή ή προβλεπόμενη θέση της Ελλάδας ως μέλους της Ευρωζώνης μπορεί να επηρεάσει το σημείο ισορροπίας, άρα και το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα του διακανονισμού. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητος ο συντονισμός του βηματισμού της Ελλάδας με αυτόν των χωρών της Ευρωζώνης. Μόνος δρόμος για τη χώρα μας, εφ’ όσον η παραμονή στο ευρώ εξακολουθεί να είναι στόχος απόλυτης προτεραιότητας, είναι η απαρέγκλιτη εφαρμογή όλων των συμφωνιών στο πλαίσιο των προγραμμάτων στήριξης.
Ο μονoδρομος (;) προς την κερκiδα
Η εξαιρετικά δύσκολη θέση στην οποία έχει βρεθεί η χώρα μας να έχει εκχωρήσει στους θεσμικούς δανειστές και τις δύο θέσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ήταν ένα πιθανό ενδεχόμενο (για κάποιους, βεβαιότητα) από τη στιγμή της υπογραφής του Μνημονίου τον Μάιο 2010. Με τα δάνεια του Μηχανισμού Στήριξης, σταδιακά, το ελληνικό χρέος περνούσε από τις «αγορές» στους θεσμικούς δανειστές, στις κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωζώνης. Η σημερινή κατάσταση φαντάζει φυσική κατάληξη της εμπλοκής με την τρόικα. Η μόνη περίπτωση αποφυγής του σημερινού περιοριστικού πλαισίου ήταν η απεξάρτηση από τα δάνεια του Μηχανισμού Στήριξης. Οι πιθανοί τρόποι ήταν γνωστοί από την πρώτη στιγμή:
1. Αποκατάσταση της φερεγγυότητας και έξοδος στις αγορές, όπως άλλωστε προέβλεπε και το Μνημόνιο τον Μάιο 2010
2. Μείωση των δανειακών αναγκών ή και του χρέους με αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, όπως άλλωστε συμφωνήθηκε με την τρόικα τον Φεβρουάριο 2011
3. Δανεισμός από τρίτη πηγή: Κίνα, Ρωσία, Ιράν, Βενεζουέλα, όπως άλλωστε πρότειναν ο Μίκης και άλλοι
4. Η άνευ όρων απεμπλοκή από τα δάνεια του Μηχανισμού Στήριξης, όπως άλλωστε προπαγανδίζει κομμάτι της Αριστεράς.
Αν αποκλείσουμε την αυτοκτονική επιλογή της άτακτης χρεοκοπίας που συνεπάγεται η τελευταία επιλογή και τις εγγενείς δυσκολίες του δανεισμού από τρίτον, οι δύο πρώτοι δρόμοι σχετίζονταν με τον τρόπο εκτέλεσης των προβλέψεων του Μνημονίου. Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι οι αρχικές προβλέψεις του Μνημονίου ήταν υπερβολικές, άρα η εναλλακτική εκδοχή σύντομης εξόδου στις αγορές δεν μπορούσε να υπάρξει παρά μόνο έπειτα από εντατική προσπάθεια κατά το πρώτο εξάμηνο, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα της ελληνικής πλευράς. Η μη τήρηση των κατά καιρούς συμφωνιών οδήγησε στην κατάσταση που σήμερα φαντάζει αδιέξοδη. Έχει ειπωθεί ότι ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούμε από το Μνημόνιο είναι να το εκτελέσουμε πιστά.
Και τωρα τι;
Για να αποφύγει η Ελλάδα τα χειρότερα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή η απόφαση της 21/7 και η χώρα μας να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για μείωση των ελλειμμάτων. Ο διακανονισμός του ελληνικού χρέους φαίνεται αναπόφευκτος. Το βαθύ κούρεμα (η ελεγχόμενη χρεοκοπία) είναι απαραίτητο να γίνει με μηδενικά ελλείμματα ή και με πλεονάσματα. Όσο ελκυστική και αν διαφαίνεται η άμεση λογιστική μείωση του χρέους, εάν γίνει με τα ελλείμματα να βαραίνουν τα δημόσια οικονομικά, πολύ σύντομα θα καταλήξει σε αναπαραγωγή του προβλήματος.
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι η ελληνική κυβέρνηση κάθε άλλο παρά στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων διαχειριζόμενη την κρίση. Η λύση στο πλαίσιο της κοινοβουλευτική δημοκρατίας είναι η επιλογή του διαχειριστή της κρίσης καταφεύγοντας στη λαϊκή ετυμηγορία με τα δεδομένα όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα.
Όμως, εκλογές πριν καταλήξει επιτυχώς η διαδικασία εφαρμογής των αποφάσεων της 21/7 και χωρίς στοιχειώδη συνεννόηση στα κρίσιμα ζητήματα σημαίνουν, σχεδόν με βεβαιότητα, την επιλογή της άμεσης χρεοκοπίας. Δημοκρατικά μεν, καταστροφικά δε.