Γη της λεμονιάς, της ελιάς (1)
Διονύσης Γουσέτης, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2005-07-16
Έφθασε η 31η επέτειος του χουντικού πραξικοπήματος στην Κύπρο. Οι Ελληναράδες δράστες πέτυχαν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που υποτίθεται ότι επεδίωκαν: την τουρκική εισβολή και κατοχή του 40% του νησιού. Το κυπριακό το διαχειρίστηκαν συνεχώς υπερπατριώτες και το έφεραν από το κακό στο χειρότερο, στη σημερινή κατάντια των συρματοπλεγμάτων. Αξίζει μια συνοπτική ανασκόπιση της επίδρασης του εθνικισμού, με βάση κείμενα των Μακάριου Δρουσιώτη, Peter Loizos, Zenon Stavrinides, Γιάννη Παπαδάκη κ.ά. Λόγω του περιορισμένου χώρου της στήλης, η ανασκόπηση θα δημοσιευτεί σε τρεις συνέχειες.
Περίοδος 1878~1932
Όταν, το 1878, η Βρετανία παρέλαβε την Κύπρο από τους Οθωμανούς, σχεδόν αμέσως κυκλοφόρησε η ιδέα της «Ένωσης». Κύριος φορέας ήταν η εκκλησία, που έβλεπε το μονοπώλιο της θρησκευτικής, οικονομικής και πολιτικής εξουσίας της, εντός του Οθωμανικού «Μιλέτ», να χάνεται. Οι Βρετανοί του διαφωτισμού τερμάτισαν αφ’ ενός την υποχρεωτική εισφορά των πιστών και αφ’ ετέρου την εκπροσώπηση των Ελληνοκυπρίων (Ε/Κ) από τους παπάδες, συγκροτώντας «νομοθετική συνέλευση» με εκλεγμένους εκπροσώπους. Η «Ένωσις» θα εξασφάλιζε στους παπάδες τα προνόμια που και σήμερα απολαμβάνει η εκκλησία της Ελλάδος.
Άλλος «ενωσιακός» φορέας ήταν η εγγράμματη ελίτ των πόλεων, η οποία επιζητούσε να διαφοροποιηθεί από τους παρακατιανούς ιθαγενείς των λοιπών βρετανικών αποικιών: αυτοί είχαν αναφορά σε ένα ευρύτερο και «πολιτισμένο» σύνολο και μάλιστα εκείνο του τότε νεοσύστατου (με τη βοήθεια και των Βρετανών, βεβαίως) κράτους. Τρίτος φορέας ήταν οι δάσκαλοι: κάτω από τη βρετανική κυριαρχία, τα ελληνικά σχολεία τριπλασιάστηκαν. Οι δάσκαλοι που ήρθαν από την Ελλάδα βάλθηκαν να μάθουν στα παιδιά «σωστά» ελληνικά (αντί για τα «μπασταρδεμένα» κυπριακά) και παράλληλα να τους δημιουργήσουν εθνική συνείδηση, αφηγούμενοι τα κατορθώματα των ηρώων του 1821 και εμφυσώντας για τους Τούρκους το μίσος και την πεποίθηση ότι δεν μπορούν να ζήσουν μαζί. Έτσι, με τα χρόνια, διαμορφωνόταν στους Ε/Κ μια ελληνική συνείδηση, που δεν υπήρχε νωρίτερα. Για αντίστοιχους λόγους (απώλεια προνομίων λόγω εξίσωσης φορολογίας) διαμορφώνονταν στους Τουρκοκύπριους (Τ/Κ) μια τουρκική συνείδηση.
Περίοδος 1932~1954
Όπως διαμορφώνονταν βαθμιαία, εκτός από την εθνική, η πολιτική και η ταξική συνείδηση, οι οπαδοί της «Ένωσης» ταυτίστηκαν με τη Δεξιά, ενώ το κομμουνιστικό ΑΚΕΛ ακολουθούσε το δόγμα του προλεταριακού διεθνισμού. Χαρακτηριστικά, το 1932 αναγνωρίστηκε από τους Βρετανούς η εργατική ομοσπονδία ΠΕΟ, με μέλη τόσο Ε/Κ όσο και Τ/Κ. Η αντιπαράθεση δεξιάς -αριστεράς έγινε οξύτερη στα χρόνια του εμφυλίου στην Ελλάδα. Ωστόσο, με παρέμβαση Ζαχαριάδη, το ΑΚΕΛ στράφηκε προς την «Ένωση». Έτσι, το Γενάρη του 1950, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος μπόρεσε να συγκεντρώσει ποσοστό 96% σε δημοψήφισμα για την «Ένωση». Τότε, πειθανάγκασε τις ελληνικές κυβερνήσεις να προσφύγουν για το θέμα στον ΟΗΕ. Παράλληλα, έκρινε ότι ο ένοπλος αγώνας θα βοηθούσε στη διεθνή προβολή του θέματος.
Περίοδος 1955~1959: Ένοπλος αγώνας ΕΟΚΑ
Ο Γρίβας, αρχηγός της ΕΟΚΑ, διακρίθηκε στη μεταβαρκιζιανή περίοδο της δεξιάς τρομοκρατίας (1.289 δολοφονίες καταγγέλλει το ΕΑΜ), ως αρχηγός της φιλοβασιλικής οργάνωσης «Χ». Τότε τον γνώρισε ο Μακάριος, διάκονος τον καιρό εκείνο στην εκκλησία της Αγ. Ειρήνης. Ο Μακάριος έβλεπε με συμπάθεια την εθνικιστική δράση του Γρίβα. Δημοσίευσε μάλιστα και αντικομμουνιστικά άρθρα σε έντυπα της «Χ». Οι αρχές της δεκαετίας του 1950 βρίσκουν το Γρίβα ως έναν αποτυχημένο πολιτικό και απόστρατο αντισυνταγματάρχη, γεμάτον φιλοδοξίες ανικανοποίητες. Τότε, ως μάννα εξ ουρανού, του ήρθε η πρόταση του Μακάριου να ηγηθεί του «απελευθερωτικού αγώνα για Ένωση».
Τον ένοπλο αγώνα για «Ένωση» ήρθε να επιτείνει το μεταπολεμικό αντιαποικιοκρατικό ρεύμα για ανεξαρτησία. Με δυο διαφορές. Πρώτον, εδώ το αίτημα δεν ήταν η ανεξαρτησία, αλλά η ένωση με άλλο κράτος. Δεύτερον, ο «απελευθερωτικός αγώνας» ξεκίνησε με διακηρυγμένα μέτωπα, αφ’ ενός απέναντι στους Τουρκοκύπριους και αφ’ ετέρου απέναντι στο ΑΚΕΛ. Αυτά τα δυο σύνολα, όμως, συνιστούσαν περισσότερο από το 50% του πληθυσμού. Έτσι λοιπόν ο «αντιαποικιακός αγώνας» κατακτάει μια παγκόσμια πρωτοτυπία: να είναι συγχρόνως αγώνας ενάντια στην πλειοψηφία του πληθυσμού! Οι Τουρκοκύπριοι, με την πείρα του 1821, της προσάρτησης της Κρήτης, της μικρασιατικής εκστρατείας και κυρίως των συνθηκών ζωής της μειονότητας της Θράκης, πολύ λογικά προτιμούσαν τη διχοτόμηση παρά την προσάρτηση στην Ελλάδα. Την κατάσταση αυτή ήταν εύκολο στους πολύπειρους Βρετανούς να την χειριστούν και να μετατρέψουν την ελληνο –βρετανική διένεξη σε ελληνο –τουρκική, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό τους το ρόλο του διαιτητή. Εξ άλλου, δεν απάντησαν στην ΕΟΚΑ με αντίποινα κατά του πληθυσμού γενικά, όπως π.χ. οι Γάλλοι στην Αλγερία ή στη Μαδαγασκάρη. Από αυτή την άποψη, οι Ε/Κ υπήρξαν τυχεροί.
Περίοδος 1878~1932
Όταν, το 1878, η Βρετανία παρέλαβε την Κύπρο από τους Οθωμανούς, σχεδόν αμέσως κυκλοφόρησε η ιδέα της «Ένωσης». Κύριος φορέας ήταν η εκκλησία, που έβλεπε το μονοπώλιο της θρησκευτικής, οικονομικής και πολιτικής εξουσίας της, εντός του Οθωμανικού «Μιλέτ», να χάνεται. Οι Βρετανοί του διαφωτισμού τερμάτισαν αφ’ ενός την υποχρεωτική εισφορά των πιστών και αφ’ ετέρου την εκπροσώπηση των Ελληνοκυπρίων (Ε/Κ) από τους παπάδες, συγκροτώντας «νομοθετική συνέλευση» με εκλεγμένους εκπροσώπους. Η «Ένωσις» θα εξασφάλιζε στους παπάδες τα προνόμια που και σήμερα απολαμβάνει η εκκλησία της Ελλάδος.
Άλλος «ενωσιακός» φορέας ήταν η εγγράμματη ελίτ των πόλεων, η οποία επιζητούσε να διαφοροποιηθεί από τους παρακατιανούς ιθαγενείς των λοιπών βρετανικών αποικιών: αυτοί είχαν αναφορά σε ένα ευρύτερο και «πολιτισμένο» σύνολο και μάλιστα εκείνο του τότε νεοσύστατου (με τη βοήθεια και των Βρετανών, βεβαίως) κράτους. Τρίτος φορέας ήταν οι δάσκαλοι: κάτω από τη βρετανική κυριαρχία, τα ελληνικά σχολεία τριπλασιάστηκαν. Οι δάσκαλοι που ήρθαν από την Ελλάδα βάλθηκαν να μάθουν στα παιδιά «σωστά» ελληνικά (αντί για τα «μπασταρδεμένα» κυπριακά) και παράλληλα να τους δημιουργήσουν εθνική συνείδηση, αφηγούμενοι τα κατορθώματα των ηρώων του 1821 και εμφυσώντας για τους Τούρκους το μίσος και την πεποίθηση ότι δεν μπορούν να ζήσουν μαζί. Έτσι, με τα χρόνια, διαμορφωνόταν στους Ε/Κ μια ελληνική συνείδηση, που δεν υπήρχε νωρίτερα. Για αντίστοιχους λόγους (απώλεια προνομίων λόγω εξίσωσης φορολογίας) διαμορφώνονταν στους Τουρκοκύπριους (Τ/Κ) μια τουρκική συνείδηση.
Περίοδος 1932~1954
Όπως διαμορφώνονταν βαθμιαία, εκτός από την εθνική, η πολιτική και η ταξική συνείδηση, οι οπαδοί της «Ένωσης» ταυτίστηκαν με τη Δεξιά, ενώ το κομμουνιστικό ΑΚΕΛ ακολουθούσε το δόγμα του προλεταριακού διεθνισμού. Χαρακτηριστικά, το 1932 αναγνωρίστηκε από τους Βρετανούς η εργατική ομοσπονδία ΠΕΟ, με μέλη τόσο Ε/Κ όσο και Τ/Κ. Η αντιπαράθεση δεξιάς -αριστεράς έγινε οξύτερη στα χρόνια του εμφυλίου στην Ελλάδα. Ωστόσο, με παρέμβαση Ζαχαριάδη, το ΑΚΕΛ στράφηκε προς την «Ένωση». Έτσι, το Γενάρη του 1950, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος μπόρεσε να συγκεντρώσει ποσοστό 96% σε δημοψήφισμα για την «Ένωση». Τότε, πειθανάγκασε τις ελληνικές κυβερνήσεις να προσφύγουν για το θέμα στον ΟΗΕ. Παράλληλα, έκρινε ότι ο ένοπλος αγώνας θα βοηθούσε στη διεθνή προβολή του θέματος.
Περίοδος 1955~1959: Ένοπλος αγώνας ΕΟΚΑ
Ο Γρίβας, αρχηγός της ΕΟΚΑ, διακρίθηκε στη μεταβαρκιζιανή περίοδο της δεξιάς τρομοκρατίας (1.289 δολοφονίες καταγγέλλει το ΕΑΜ), ως αρχηγός της φιλοβασιλικής οργάνωσης «Χ». Τότε τον γνώρισε ο Μακάριος, διάκονος τον καιρό εκείνο στην εκκλησία της Αγ. Ειρήνης. Ο Μακάριος έβλεπε με συμπάθεια την εθνικιστική δράση του Γρίβα. Δημοσίευσε μάλιστα και αντικομμουνιστικά άρθρα σε έντυπα της «Χ». Οι αρχές της δεκαετίας του 1950 βρίσκουν το Γρίβα ως έναν αποτυχημένο πολιτικό και απόστρατο αντισυνταγματάρχη, γεμάτον φιλοδοξίες ανικανοποίητες. Τότε, ως μάννα εξ ουρανού, του ήρθε η πρόταση του Μακάριου να ηγηθεί του «απελευθερωτικού αγώνα για Ένωση».
Τον ένοπλο αγώνα για «Ένωση» ήρθε να επιτείνει το μεταπολεμικό αντιαποικιοκρατικό ρεύμα για ανεξαρτησία. Με δυο διαφορές. Πρώτον, εδώ το αίτημα δεν ήταν η ανεξαρτησία, αλλά η ένωση με άλλο κράτος. Δεύτερον, ο «απελευθερωτικός αγώνας» ξεκίνησε με διακηρυγμένα μέτωπα, αφ’ ενός απέναντι στους Τουρκοκύπριους και αφ’ ετέρου απέναντι στο ΑΚΕΛ. Αυτά τα δυο σύνολα, όμως, συνιστούσαν περισσότερο από το 50% του πληθυσμού. Έτσι λοιπόν ο «αντιαποικιακός αγώνας» κατακτάει μια παγκόσμια πρωτοτυπία: να είναι συγχρόνως αγώνας ενάντια στην πλειοψηφία του πληθυσμού! Οι Τουρκοκύπριοι, με την πείρα του 1821, της προσάρτησης της Κρήτης, της μικρασιατικής εκστρατείας και κυρίως των συνθηκών ζωής της μειονότητας της Θράκης, πολύ λογικά προτιμούσαν τη διχοτόμηση παρά την προσάρτηση στην Ελλάδα. Την κατάσταση αυτή ήταν εύκολο στους πολύπειρους Βρετανούς να την χειριστούν και να μετατρέψουν την ελληνο –βρετανική διένεξη σε ελληνο –τουρκική, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό τους το ρόλο του διαιτητή. Εξ άλλου, δεν απάντησαν στην ΕΟΚΑ με αντίποινα κατά του πληθυσμού γενικά, όπως π.χ. οι Γάλλοι στην Αλγερία ή στη Μαδαγασκάρη. Από αυτή την άποψη, οι Ε/Κ υπήρξαν τυχεροί.