Νέα Ορλεάνη: τέσσερα χρόνια μετά την 11/9
Ελίζα Παπαδάκη, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2005-09-06
Τις εβδομάδες που ακολούθησαν τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11/9/2001 στις ΗΠΑ δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι είχε έρθει η ώρα να αντιστραφεί η επί δύο δεκαετίες κυρίαρχη τάση διαρκούς συρρίκνωσης του δημοσίου και αχαλίνωτης επέκτασης του ιδιωτικού. Η ηρωική αυτοθυσία και η αποτελεσματικότητα των πυροσβεστών της Νέας Υόρκης μπροστά στην καταστροφή ήταν ένα θετικό παράδειγμα, η αποκάλυψη της κάθετης υποβάθμισης της ασφάλειας των αμερικανικών αεροδρομίων αφότου ιδιωτικοποιήθηκε ένα αρνητικό, που έκαναν την κοινή γνώμη στην πλανητική μητρόπολη να αρχίσει να σκέφτεται διαφορετικά.
Σοφά άρθρα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού είδαν τότε να επέρχεται το τέλος του νεοφιλελευθερισμού. Έγραψε χαρακτηριστικά ο Γερμανός κοινωνιολόγος, μελετητής της παγκοσμιοποίησης Ούλριχ Μπεκ: "Η τρομοκρατική απειλή υπενθυμίζει μερικές στοιχειώδεις αλήθειες που είχε απωθήσει ο νεοφιλελεύθερος θρίαμβος: μια παγκόσμια οικονομία αποκομμένη από την πολιτική είναι απατηλή. Χωρίς κράτος και χωρίς δημόσιες υπηρεσίες δεν υπάρχει ασφάλεια. Χωρίς φόρους δεν υπάρχει κράτος. Χωρίς φόρους δεν υπάρχει παιδεία, πολιτική υγείας, ασφάλεια στον κοινωνικό τομέα. Χωρίς φόρους δεν υπάρχει δημοκρατία. Χωρίς κοινή γνώμη, χωρίς δημοκρατία και χωρίς κοινωνία των πολιτών δεν υπάρχει νομιμοποίηση. Και χωρίς νομιμοποίηση επίσης δεν υπάρχει ασφάλεια. Από όπου προκύπτει ότι αν δεν υπάρχουν χώροι διαβούλευσης ή διαδικασίες που να εγγυώνται, σε κλίμακα εθνική, αλλά πλέον και πλανητική, επίλυση των συγκρούσεων νόμιμα ρυθμισμένη (δηλαδή αναγνωρισμένη και μη βίαιη), δεν θα υπάρχει πλέον εντέλει καμία παγκόσμια οικονομία με οποιαδήποτε μορφή!"
Η πολιτική Μπους όμως διέψευσε κατόπιν τέτοιες προσδοκίες με αποκορύφωμα, βέβαια, τον πόλεμο στο Ιράκ, και μόνο φορώντας τις λογιστικές παρωπίδες της ειδικότητάς τους κάποιοι οικονομολόγοι μπορούσαν να διακρίνουν στη διόγκωση του κρατικού ελλείμματος των ΗΠΑ την επάνοδο ενός κεϋνσιανισμού. Την ατζέντα της δεύτερης τετραετίας Μπους συνόψιζε εύστοχα, στις παραμονές των αμερικανικών προεδρικών εκλογών πέρυσι, ο Ανταμ Πόζεν του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών (ΙΙΕ) της Ουάσιγκτον: Με κεντρική επιδίωξη να αναδιατάξει υπέρ της την ισορροπία των συμφερόντων στην αμερικανική κοινωνία, η ακροδεξιά ρεπουμπλικανική ηγεσία απέβλεπε στη συρρίκνωση του κράτους και στην αποδυνάμωση της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Αδιαφορώντας παντελώς για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του ελλείμματος, προωθούσε έτσι την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, την παγίωση των μειώσεων της φορολογίας, οι οποίες "δεν θα τονώσουν την οικονομία αλλά θα πείσουν τους ψηφοφόρους υψηλού εισοδήματος ότι όποια πολιτική μετατόπιση θα γινόταν εις βάρος της τσέπης τους", και τον περιορισμό "κάθε προγράμματος δημοσίων δαπανών, με εξαίρεση τις στρατιωτικές, που θα βοηθούσε τους Δημοκρατικούς ή τους ψηφοφόρους τους". Τραγική επαλήθευση αυτής της τελευταίας εκτίμησης ήταν η περικοπή πέρυσι τον Απρίλιο των 105 εκατομμυρίων δολαρίων που προβλέπονταν για τη στήριξη των αντιπλημμυρικών έργων της Νέας Ορλεάνης σε 40 εκατομμύρια...
Βαρύτερη σε ανθρώπινο και συνολικό κόστος από εκείνην της Νέας Υόρκης πριν τέσσερα χρόνια, αλλά πολύ περισσότερο προβλέψιμη και ικανή να είχε προληφθεί, η καταστροφή της Νέας Ορλεάνης ανέδειξε, εκτός από την απουσία δημόσιας προστασίας μαζί με την τρομακτική ανεπάρκεια των μηχανισμών διάσωσης, και τις άγριες ανισότητες της κοινωνίας των ΗΠΑ. Ανοικτό είναι ακόμα το ερώτημα ποιο πολιτικό αντίκρυσμα θα βρουν αυτή τη φορά ο συγκλονισμός και η κατακραυγή της αμερικανικής κοινής γνώμης.
Αυτό που επίσης ανέδειξε όμως για όλον τον υπόλοιπο κόσμο, και για μας στην Ευρώπη ειδικότερα, είναι ότι το περίφημο αμερικανικό μοντέλο, που εξακολουθούσε ως τώρα να προβάλλεται με δέος για την υποτιθέμενη οικονομική του αποδοτικότητα, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο: όχι μόνο για τους κατοίκους των φτωχών χωρών του κόσμου αλλά για όλους, και για τους ίδιους τους Αμερικανούς.
Σοφά άρθρα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού είδαν τότε να επέρχεται το τέλος του νεοφιλελευθερισμού. Έγραψε χαρακτηριστικά ο Γερμανός κοινωνιολόγος, μελετητής της παγκοσμιοποίησης Ούλριχ Μπεκ: "Η τρομοκρατική απειλή υπενθυμίζει μερικές στοιχειώδεις αλήθειες που είχε απωθήσει ο νεοφιλελεύθερος θρίαμβος: μια παγκόσμια οικονομία αποκομμένη από την πολιτική είναι απατηλή. Χωρίς κράτος και χωρίς δημόσιες υπηρεσίες δεν υπάρχει ασφάλεια. Χωρίς φόρους δεν υπάρχει κράτος. Χωρίς φόρους δεν υπάρχει παιδεία, πολιτική υγείας, ασφάλεια στον κοινωνικό τομέα. Χωρίς φόρους δεν υπάρχει δημοκρατία. Χωρίς κοινή γνώμη, χωρίς δημοκρατία και χωρίς κοινωνία των πολιτών δεν υπάρχει νομιμοποίηση. Και χωρίς νομιμοποίηση επίσης δεν υπάρχει ασφάλεια. Από όπου προκύπτει ότι αν δεν υπάρχουν χώροι διαβούλευσης ή διαδικασίες που να εγγυώνται, σε κλίμακα εθνική, αλλά πλέον και πλανητική, επίλυση των συγκρούσεων νόμιμα ρυθμισμένη (δηλαδή αναγνωρισμένη και μη βίαιη), δεν θα υπάρχει πλέον εντέλει καμία παγκόσμια οικονομία με οποιαδήποτε μορφή!"
Η πολιτική Μπους όμως διέψευσε κατόπιν τέτοιες προσδοκίες με αποκορύφωμα, βέβαια, τον πόλεμο στο Ιράκ, και μόνο φορώντας τις λογιστικές παρωπίδες της ειδικότητάς τους κάποιοι οικονομολόγοι μπορούσαν να διακρίνουν στη διόγκωση του κρατικού ελλείμματος των ΗΠΑ την επάνοδο ενός κεϋνσιανισμού. Την ατζέντα της δεύτερης τετραετίας Μπους συνόψιζε εύστοχα, στις παραμονές των αμερικανικών προεδρικών εκλογών πέρυσι, ο Ανταμ Πόζεν του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών (ΙΙΕ) της Ουάσιγκτον: Με κεντρική επιδίωξη να αναδιατάξει υπέρ της την ισορροπία των συμφερόντων στην αμερικανική κοινωνία, η ακροδεξιά ρεπουμπλικανική ηγεσία απέβλεπε στη συρρίκνωση του κράτους και στην αποδυνάμωση της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Αδιαφορώντας παντελώς για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του ελλείμματος, προωθούσε έτσι την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, την παγίωση των μειώσεων της φορολογίας, οι οποίες "δεν θα τονώσουν την οικονομία αλλά θα πείσουν τους ψηφοφόρους υψηλού εισοδήματος ότι όποια πολιτική μετατόπιση θα γινόταν εις βάρος της τσέπης τους", και τον περιορισμό "κάθε προγράμματος δημοσίων δαπανών, με εξαίρεση τις στρατιωτικές, που θα βοηθούσε τους Δημοκρατικούς ή τους ψηφοφόρους τους". Τραγική επαλήθευση αυτής της τελευταίας εκτίμησης ήταν η περικοπή πέρυσι τον Απρίλιο των 105 εκατομμυρίων δολαρίων που προβλέπονταν για τη στήριξη των αντιπλημμυρικών έργων της Νέας Ορλεάνης σε 40 εκατομμύρια...
Βαρύτερη σε ανθρώπινο και συνολικό κόστος από εκείνην της Νέας Υόρκης πριν τέσσερα χρόνια, αλλά πολύ περισσότερο προβλέψιμη και ικανή να είχε προληφθεί, η καταστροφή της Νέας Ορλεάνης ανέδειξε, εκτός από την απουσία δημόσιας προστασίας μαζί με την τρομακτική ανεπάρκεια των μηχανισμών διάσωσης, και τις άγριες ανισότητες της κοινωνίας των ΗΠΑ. Ανοικτό είναι ακόμα το ερώτημα ποιο πολιτικό αντίκρυσμα θα βρουν αυτή τη φορά ο συγκλονισμός και η κατακραυγή της αμερικανικής κοινής γνώμης.
Αυτό που επίσης ανέδειξε όμως για όλον τον υπόλοιπο κόσμο, και για μας στην Ευρώπη ειδικότερα, είναι ότι το περίφημο αμερικανικό μοντέλο, που εξακολουθούσε ως τώρα να προβάλλεται με δέος για την υποτιθέμενη οικονομική του αποδοτικότητα, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο: όχι μόνο για τους κατοίκους των φτωχών χωρών του κόσμου αλλά για όλους, και για τους ίδιους τους Αμερικανούς.