Με το ζωνάρι λυμένο
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2014-11-01
Όλα μοιάζουν δεμένα σε έναν σφιχτό κόμπο.
Η τελευταία επιθεώρηση της τρόικας δυσκολεύεται να ξεκινήσει. Η συζήτηση για τους όρους του προγράμματος που θα συνοδεύει τη μεταμνημονιακή ομπρέλα πιστωτικής προστασίας είναι ακόμη στα σπάργανα. Η συζήτηση για μια απομείωση του βάρους του χρέους εξαρτάται άμεσα από τις δύο αυτές εκκρεμότητες και αναστέλλεται από αυτές. Η Ελλάδα, η πρώτη χώρα που μπήκε στον ευρωπαϊκό «κύκλο των Μνημονίων», μοιάζει να είναι η τελευταία που βρίσκεται ακόμη μέσα στον κύκλο αυτό. Παζαρεύει ακόμη τα «ρέστα» του παλιού Μνημονίου αντί να σχεδιάζει την επόμενη ημέρα της.
Η συνήθης δικαιολογία για τις δυσκολίες αυτές είναι η «πολιτική αβεβαιότητα». Η προοπτική δηλαδή των εκλογών, στις οποίες προεξοφλείται η νίκη ενός κόμματος δίχως προηγούμενη εμπειρία διαχείρισης εξουσίας, με θέσεις που είναι συχνά αόριστες και μόλις τώρα αρχίζουν να γειώνονται στη διεθνή πραγματικότητα.
Αλλά αυτήν την περίφημη «πολιτική αβεβαιότητα» την αναδεικνύουν και την επιτείνουν άλλοι δύο παράγοντες, προγενέστεροι και πολύ σημαντικότεροι.
Είναι, αφενός, η εντυπωσιακή έλλειψη προετοιμασίας για την επόμενη ημέρα. Ολοι γνωρίζαμε, εξαρχής, ότι το Μνημόνιο με τους δύο ευρωπαϊκούς πόλους της τρόικας λήγει στα τέλη Δεκεμβρίου αυτού του χρόνου. Και όλοι είχαν συμφωνήσει, καιρό τώρα, ότι δεν θα πρέπει να το αντικαταστήσει ένα μνημόνιο-3. Η υπερπροσπάθεια για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος είχε στόχο ακριβώς αυτόν: να αποκρούσει την πίεση για ένα νέο πρόγραμμα. Αλλά να που βρισκόμαστε στην 1η Νοεμβρίου, παραμονές της πολυαναμενόμενης D-Day, και δεν υπάρχει ούτε πρόπλασμα σχεδίου για την επόμενη ημέρα και για την παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας. Ούτε και έχει αρχίσει ένας διάλογος για να φανούν τα σημεία σύμπτωσης και απόκλισης των βασικών πολιτικών δυνάμεων επί ενός τέτοιου σχεδίου. Αυτό είναι που κάνει τη μεταμνημονιακή Ελλάδα να μοιάζει πορεία στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.
Ο άλλος παράγοντας αβεβαιότητας είναι η πεισματική αντίσταση του πολιτικού κόσμου στην ιδέα μιας στοιχειώδους συνεννόησης - για τη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους, για την προεδρική εκλογή, για τον χρόνο των εκλογών.
Εχει συχνά επισημανθεί ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική από τις χώρες που έπεσαν στη σκληρή μοίρα των Μνημονίων η οποία δεν κατάφερε να βρει ένα μίνιμουμ συναίνεσης ούτε για τη διαχείριση της μνημονιακής δοκιμασίας, μα ούτε και για την επόμενη ημέρα. Κάτι τόσο απλό, όσο μια συνάντηση του αρχηγού της αντιπολίτευσης με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος μοιάζει ακόμη εξαίρεση, αντί κανόνα. Και η κουλτούρα της πόλωσης, αντί να αμβλύνεται, γίνεται όλο και πιο θηριώδης, όσο πλησιάζει ο κρίσιμος χρόνος των αποφάσεων.
Και όχι μόνο για τα μεγάλα και τα δύσκολα. Μα ακόμη και για τα πιο μικρά και ασήμαντα. Παράδειγμα, η Χαλανδριάς της 28ης Οκτωβρίου.
Ενας δήμαρχος είχε την ιδέα, με μειωμένη αίσθηση του κιτς, να βάλει την μπάντα του δήμου να δώσει βήμα στους παρελαύνοντες μαθητές με μια εμβατηριακή μεταγραφή ενός παλιού ρωσικού τραγουδιού που είχε - τότε - ενδυθεί με στίχους που υμνούν την αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ. Δεν πρόλαβαν να σβήσουν στον αέρα οι νότες και σύσσωμο το επικοινωνιακό επιτελείο της ΝΔ, από τον κοινοβουλευτικό της εκπρόσωπο ώς την κυβερνητική εκπρόσωπο, έσπευσε να καταγγείλει τη βεβήλωση της παρέλασης, σε τόνους και ύφος λες και από τις όχθες του ρέματος του Πολύδροσου ετοιμαζόταν να ξεκινήσει ο «τρίτος γύρος» του Εμφυλίου. Είναι εντυπωσιακή η νοσηρή γοητεία που ασκεί σε ένα τμήμα του πολιτικού προσωπικού η μνήμη του Εμφυλίου και οι κατά καιρούς αναβιώσεις του - ως ριμέικ ευτυχώς.
Σαν η χώρα να διαβαίνει ημέρες κρίσιμες για το μέλλον της και τη θέση της στον κόσμο, με το ζωνάρι λυμένο για καβγά. Σαν να είμαστε έτοιμοι να βγάλουμε, με την πρώτη αφορμή, από το σεντούκι τους παλιούς μας διχασμούς για να θρέψουμε τη βαθιά ριζωμένη, παραλυτική κουλτούρα της πόλωσης.
Η τελευταία επιθεώρηση της τρόικας δυσκολεύεται να ξεκινήσει. Η συζήτηση για τους όρους του προγράμματος που θα συνοδεύει τη μεταμνημονιακή ομπρέλα πιστωτικής προστασίας είναι ακόμη στα σπάργανα. Η συζήτηση για μια απομείωση του βάρους του χρέους εξαρτάται άμεσα από τις δύο αυτές εκκρεμότητες και αναστέλλεται από αυτές. Η Ελλάδα, η πρώτη χώρα που μπήκε στον ευρωπαϊκό «κύκλο των Μνημονίων», μοιάζει να είναι η τελευταία που βρίσκεται ακόμη μέσα στον κύκλο αυτό. Παζαρεύει ακόμη τα «ρέστα» του παλιού Μνημονίου αντί να σχεδιάζει την επόμενη ημέρα της.
Η συνήθης δικαιολογία για τις δυσκολίες αυτές είναι η «πολιτική αβεβαιότητα». Η προοπτική δηλαδή των εκλογών, στις οποίες προεξοφλείται η νίκη ενός κόμματος δίχως προηγούμενη εμπειρία διαχείρισης εξουσίας, με θέσεις που είναι συχνά αόριστες και μόλις τώρα αρχίζουν να γειώνονται στη διεθνή πραγματικότητα.
Αλλά αυτήν την περίφημη «πολιτική αβεβαιότητα» την αναδεικνύουν και την επιτείνουν άλλοι δύο παράγοντες, προγενέστεροι και πολύ σημαντικότεροι.
Είναι, αφενός, η εντυπωσιακή έλλειψη προετοιμασίας για την επόμενη ημέρα. Ολοι γνωρίζαμε, εξαρχής, ότι το Μνημόνιο με τους δύο ευρωπαϊκούς πόλους της τρόικας λήγει στα τέλη Δεκεμβρίου αυτού του χρόνου. Και όλοι είχαν συμφωνήσει, καιρό τώρα, ότι δεν θα πρέπει να το αντικαταστήσει ένα μνημόνιο-3. Η υπερπροσπάθεια για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος είχε στόχο ακριβώς αυτόν: να αποκρούσει την πίεση για ένα νέο πρόγραμμα. Αλλά να που βρισκόμαστε στην 1η Νοεμβρίου, παραμονές της πολυαναμενόμενης D-Day, και δεν υπάρχει ούτε πρόπλασμα σχεδίου για την επόμενη ημέρα και για την παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας. Ούτε και έχει αρχίσει ένας διάλογος για να φανούν τα σημεία σύμπτωσης και απόκλισης των βασικών πολιτικών δυνάμεων επί ενός τέτοιου σχεδίου. Αυτό είναι που κάνει τη μεταμνημονιακή Ελλάδα να μοιάζει πορεία στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.
Ο άλλος παράγοντας αβεβαιότητας είναι η πεισματική αντίσταση του πολιτικού κόσμου στην ιδέα μιας στοιχειώδους συνεννόησης - για τη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους, για την προεδρική εκλογή, για τον χρόνο των εκλογών.
Εχει συχνά επισημανθεί ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική από τις χώρες που έπεσαν στη σκληρή μοίρα των Μνημονίων η οποία δεν κατάφερε να βρει ένα μίνιμουμ συναίνεσης ούτε για τη διαχείριση της μνημονιακής δοκιμασίας, μα ούτε και για την επόμενη ημέρα. Κάτι τόσο απλό, όσο μια συνάντηση του αρχηγού της αντιπολίτευσης με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος μοιάζει ακόμη εξαίρεση, αντί κανόνα. Και η κουλτούρα της πόλωσης, αντί να αμβλύνεται, γίνεται όλο και πιο θηριώδης, όσο πλησιάζει ο κρίσιμος χρόνος των αποφάσεων.
Και όχι μόνο για τα μεγάλα και τα δύσκολα. Μα ακόμη και για τα πιο μικρά και ασήμαντα. Παράδειγμα, η Χαλανδριάς της 28ης Οκτωβρίου.
Ενας δήμαρχος είχε την ιδέα, με μειωμένη αίσθηση του κιτς, να βάλει την μπάντα του δήμου να δώσει βήμα στους παρελαύνοντες μαθητές με μια εμβατηριακή μεταγραφή ενός παλιού ρωσικού τραγουδιού που είχε - τότε - ενδυθεί με στίχους που υμνούν την αντιστασιακή δράση του ΕΑΜ. Δεν πρόλαβαν να σβήσουν στον αέρα οι νότες και σύσσωμο το επικοινωνιακό επιτελείο της ΝΔ, από τον κοινοβουλευτικό της εκπρόσωπο ώς την κυβερνητική εκπρόσωπο, έσπευσε να καταγγείλει τη βεβήλωση της παρέλασης, σε τόνους και ύφος λες και από τις όχθες του ρέματος του Πολύδροσου ετοιμαζόταν να ξεκινήσει ο «τρίτος γύρος» του Εμφυλίου. Είναι εντυπωσιακή η νοσηρή γοητεία που ασκεί σε ένα τμήμα του πολιτικού προσωπικού η μνήμη του Εμφυλίου και οι κατά καιρούς αναβιώσεις του - ως ριμέικ ευτυχώς.
Σαν η χώρα να διαβαίνει ημέρες κρίσιμες για το μέλλον της και τη θέση της στον κόσμο, με το ζωνάρι λυμένο για καβγά. Σαν να είμαστε έτοιμοι να βγάλουμε, με την πρώτη αφορμή, από το σεντούκι τους παλιούς μας διχασμούς για να θρέψουμε τη βαθιά ριζωμένη, παραλυτική κουλτούρα της πόλωσης.