Ο άγιος Παντελεήμονας και το «φάντασμα του μετανάστη»
Αλέξης Οικονομίδης, Χρόνος, Δημοσιευμένο: 2014-12-20
Η εβδομαδιαία διαδήλωση των ακροδεξιών στη Δρέσδη τείνει να καθιερωθεί. Με αφετηρία τον περασμένο Οκτώβριο, όταν η πρωτοεμφανιζόμενη οργάνωση PEGIDA, Πατριώτες Ευρωπαίοι Ενάντια στην Ισλαμοποίηση της Δύσης, κάλεσε για πρώτη φορά τους Γερμανούς να βγουν στον δρόμο, κάθε Δευτέρα βράδυ ένα πλήθος ανθρώπων που μάλλον πυκνώνει με την πάροδο του χρόνου, διασχίζει την πόλη διαδηλώνοντας κατά του κινδύνου να «εξισλαμιστεί η Γερμανία» και, επικουρικά, κατά των «καθαρμάτων» που κυβερνούν, κατά των δημοσιογράφων «που λένε ψέματα», κατά της Αριστεράς και κατά της πολιτικής «που βρομίζεται από την Αριστερά»…
Πρόκειται για ένα «μείγμα οπαδών του N.P.D. (του νεοναζιστικού Εθνικοδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας), νεαρών χούλιγκαν και απλών ανθρώπων που αισθάνονται ότι οι ανάγκες τους αγνοούνται», όπως διαπιστώνουν τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης. Για μια «νέα δεξαμενή διαμαρτυρίας», ένα είδος «αστικού αλλά και ριζοσπαστικού κινήματος που έχει διδαχτεί από το παρελθόν πώς να αποφεύγει τις κακοτοπιές», όπως εκτιμά ο Andreas Zick, διευθυντής του ινστιτούτου ερευνών για θέματα κοινωνικών συγκρούσεων στο Πανεπιστήμιο Bielefeld. Για ένα «σύμφυρμα από ακραίους και από απλούς πολίτες που γίνονται ακραίοι», όπως προειδοποιεί η Kerstin Kenditz, βουλευτής του Die Linke, του κόμματος της Αριστεράς, στην τοπική Βουλή της Σαξονίας.1
Από τα γεγονότα αυτά, που απασχολούν ήδη έντονα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πολιτικούς και δημοσιολόγους στην Ευρώπη, ας κρατήσουμε για τις ανάγκες του άρθρου τούτο το στοιχείο: Οι κάτοικοι της Δρέσδης με μεταναστατευτική προέλευση και μουσουλμανικό θρήσκευμα –αυτοί δηλαδή που στα μάτια των διαμαρτυρομένων αποτελούν τη μείζονα απειλή για την υπόσταση των Γερμανών, την ταυτότητα της Γερμανίας και τον πολιτισμό της Ευρώπης– αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1% του συνολικού πληθυσμού της πόλης. Με αρκετή βεβαιότητα μπορεί κανείς να εικάσει ότι οι περισσότεροι από τους διαδηλωτές της Δευτέρας δεν έχουν πρακτικά καμία επαφή με μετανάστες και άρα ούτε προσωπικές εμπειρίες που να δικαιολογούν τον τρόμο τους μπροστά στην «ισλαμική εισβολή».
Αξίζει να σταθούμε σε αυτό το στοιχείο, καθώς μάλιστα στην Ελλάδα υπάρχει διάχυτη η βεβαιότητα ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: η ιδέα ότι η εμφάνιση της Άκρας Δεξιάς συνδέεται μονοσήμαντα με μεγάλες συγκεντρώσεις μεταναστών και τη συνεπακόλουθη υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής των γηγενών κατοίκων, έχει αποκτήσει την ισχύ και τη διεισδυτικότητα αστικού μύθου. Σύμφωνα με την πεποίθηση αυτή, η Χρυσή Αυγή γεννήθηκε στον Άγιο Παντελεήμονα, έχει ισχυρή παρουσία σε περιοχές με ανάλογα χωρικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά και σε αυτές σημειώνει τις υψηλές εκλογικές της επιδόσεις, ως έκφραση της απόγνωσης για τα προβλήματα που προκαλούν οι μεταναστευτικές ροές, και της οργής κατά των πολιτικών που αδιαφορούν γι’ αυτά.
Στην πραγματικότητα, ούτε τα εκλογικά αποτελέσματα του 2012, όταν η Χρυσή Αυγή εξασφάλισε για πρώτη φορά την είσοδό της στο Κοινοβούλιο, ούτε εκείνα του 2014, όταν προσέγγισε οριακά διψήφιο ποσοστό, επιβεβαιώνουν μια τέτοια σχέση. Στις ευρωεκλογές του περασμένου Μαΐου, για παράδειγμα, η Χρυσή Αυγή, με πανελλαδικό ποσοστό 9,39%, κατέγραψε τα υψηλότερα ποσοστά της στη Λακωνία (15,45%), στο Κιλκίς (12,98%), στην Πέλλα (12,82%), στην Καστοριά (12,65%), στη Β΄ Θεσσαλονίκης (12,39%), στην Ημαθία (12,38%), στο υπόλοιπο Αττικής (12,24%), στην Πιερία (11,46%) και στη Β΄ Πειραιώς (11,35%).2 Δεν είναι οι περιφέρειες με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση μεταναστών και προσφύγων, δεν ανταποκρίνονται στο μοντέλο του «γκέτο» που κατά την αφήγηση αυτή υπάρχει στο 6ο δημοτικό διαμέρισμα της Αθήνας, και, σε ορισμένες τουλάχιστον από αυτές, η εικόνα του μετανάστη προσεγγίζει περισσότερο εκείνη του σκλάβου που γνωρίσαμε στη Μανωλάδα.
Ο υψηλός ρυθμός εισροής μεταναστών ή η μαζική παρουσία τους δεν αποτελούν το χαρακτηριστικό –και μάλιστα, κοινό– γνώρισμα των περιφερειών αυτών. Άλλοι παράγοντες, δομικοί και πολιτισμικοί, φαίνεται κατά περίπτωση να τις χαρακτηρίζουν και να επηρεάζουν τις επιλογές των ανθρώπων: η καταστροφή οικονομικών δραστηριοτήτων που απασχολούσαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού και τροφοδοτούσαν γενικότερα την τοπική οικονομία, η συμπίεση των μεσοστρωμάτων και η βίαιη υποβάθμιση των χαμηλότερων από αυτά, η έκταση της ανεργίας, της μακροχρόνιας ανεργίας και της φτώχειας, η επάρκεια και η ποιότητα των παρεχόμενων κοινωνικών υπηρεσιών. Αλλά και η διαχρονική παρουσία ακροδεξιών ιδεών, πρακτικών και πολιτικών σχημάτων ή, πιο πρόσφατα, η επικράτηση εθνολαϊκιστικών προσεγγίσεων και προσώπων, που έδωσαν κατά περιόδους τον τόνο στη δημόσια ζωή.
Στη Γερμανία, δεν χρειάστηκε να έρθουν οι Δευτέρες της Δρέσδης για να διαπιστωθεί ότι η επιρροή της Άκρας Δεξιάς δεν καθορίζεται από την παρουσία μη γηγενών ομάδων του πληθυσμού. Αν και δεν έχει καθιερωθεί σε εθνικό επίπεδο, η γερμανική Άκρα Δεξιά έχει σημαντική απήχηση στο τοπικό και περιφερειακό πεδίο, εγκαθιδρύοντας «ζώνες φόβου» και τόπους κυριαρχίας σε πόλεις και κοινότητες, όπου και διεκδικεί την ηγεμονία. Πρόκειται πάντα για περιοχές με χαμηλό ποσοστό αλλοδαπών στη σύνθεση του πληθυσμού τους, όπως συμβαίνει με τα ανατολικά ομόσπονδα κρατίδια και ιδιαίτερα τις αγροτικές περιοχές τους. Στις περιοχές αυτές, η κυριαρχία της ακροδεξιάς ιδεολογίας στην κουλτούρα της καθημερινότητας έχει επισημανθεί ήδη από τη δεκαετία του 2000, οπότε πρωτοέγινε λόγος για τον «εκφασισμό της ανατολικογερμανικής επαρχίας». Η κατανομή των ψήφων του N.P.D. στις εκλογές για την Ομοσπονδιακή Βουλή επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση: η Άκρα Δεξιά έχει τη μεγαλύτερη απήχησή της σε περιοχές με χαμηλό ποσοστό αλλοδαπών.3
Πρόκειται για μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα, θα εκτιμήσει η γαλλική Le Monde αναλύοντας τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του Μαΐου, όταν η εντυπωσιακή επίδοση του Front National, του Εθνικού Μετώπου της Marine Le Pen, σε συνδυασμό με την επίμονη αντιμεταναστευτική ρητορική του, έθετε εκ των πραγμάτων προς συζήτηση τη σχέση μεταξύ ακροδεξιάς επιρροής και παρουσίας μεταναστών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η εφημερίδα, το F.N. συγκέντρωσε το υψηλότερο εκλογικό ποσοστό του, 40,02%, στην περιφέρεια της Aisne, όπου το ποσοστό του μεταναστευτικού πληθυσμού είναι μόλις 3,94%. Αντιθέτως, στο Παρίσι, όπου το ποσοστό των μεταναστών είναι 25,48%, το F.N. σημείωσε τη χαμηλότερη εκλογική του επίδοση στη μητροπολιτική Γαλλία, 9,31%.«Διαπιστώνει κανείς την ύπαρξη ενός συντελεστή αντίστροφης αναλογίας», καταλήγει η Monde: «Όσο λιγότεροι μετανάστες υπάρχουν, τόσο περισσότερο ψηφίζεται το F.N.».4
Τελικά, η ύπαρξη ή όχι αλλοδαπών σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο επηρεάζει την ιδεολογική, πολιτική και εκλογική απήχηση της Άκρας Δεξιάς, αλλά με τρόπο πολύ διαφορετικό από αυτόν που συνήθως της αποδίδεται. Όπως αποδεικνύεται, αυτό που συμβάλλει στην επιτυχία της δεν είναι ο πραγματικός αριθμός των μεταναστών, αλλά, πολύ περισσότερο, η πολιτική και ιδεολογική εκμετάλλευση του μεταναστευτικού ζητήματος.5 Δεν είναι η φυσική παρουσία, αλλά η ιδέα του μετανάστη που επηρεάζει συνειδήσεις και συμπεριφορές – και μάλιστα τόσο περισσότερο, όσο πιο περιορισμένη είναι η φυσική του παρουσία. Είναι το «φάντασμα του μετανάστη», όπου τη θέση των πραγματικών, ανθρώπινων, θετικών ή αρνητικών χαρακτηριστικών του, έχουν καταλάβει στερεότυπα και προκαταλήψεις.
Θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει εδώ μια διαδικασία ανάλογη της «αποπροσωποποίησης του Εβραίου», που εξελίχτηκε στα χρόνια της ναζιστικής κυριαρχίας στη Γερμανία. Ξεκινώντας από τους φυλετικούς νόμους της Νυρεμβέργης το 1935, η στέρηση της γερμανικής υπηκοότητας και των πολιτικών δικαιωμάτων, η απαγόρευση των μεικτών γάμων και των εκτός γάμου σχέσεων, η απόλυση από τον δημόσιο τομέα και η «αριοποίηση» των ιδιωτικών επιχειρήσεων, η απαγόρευση της συγκατοίκησης στα ίδια κτίρια και η δημιουργία αποκλειστικά εβραϊκών κατοικιών και γκέτο στις μεγάλες πόλεις, η αναγκαστική μετοίκηση, η μαζική μετανάστευση και οι απελάσεις, σήμαναν τη σταδιακή κοινωνική, επαγγελματική και χωρική απομόνωση των Εβραίων, τη διακοπή κάθε επικοινωνίας με τους άλλους Γερμανούς, τη δραματική μείωση της φυσικής τους παρουσίας στον δημόσιο χώρο.
Για τους περισσότερους Γερμανούς, ο «Εβραίος» ήταν πλέον μια αποπροσωποποιημένη και, ενδεχομένως, απανθρωποποιημένη εικόνα. Μια ιδέα η οποία υποκαθιστούσε τον πραγματικό Εβραίο που είχαν γνωρίσει στο παρελθόν, ο οποίος, όση εχθρότητα και αν είχε συγκεντρώσει διαμέσου των αιώνων, ήταν πρόσωπο με σάρκα και οστά. Και όσο αυτός, ο πραγματικός, εκτοπιζόταν από τον κοινωνικό βίο, όσο μειωνόταν η φυσική του παρουσία στην ίδια τη Γερμανία, τόσο περισσότερο τη θέση του έπαιρναν τα στερεότυπα ενός αφηρημένου, φυλετικού πλέον, αντισημιτισμού, που μπορούσε να υπάρχει και να εντείνεται ανεξάρτητα από την άμεση επαφή με Εβραίους.6
Αν η αναλογία αυτή είναι βάσιμη και ο «λαθρομετανάστης» μπορεί να τροφοδοτεί φόβους, ανασφάλειες και πολιτικές συμπεριφορές όχι ως πραγματικό πρόσωπο, αλλά ως ιδεολογική περσόνα, όπως έκανε και ο «Εβραίος» τον οποίο ποτέ δεν είχαν συναντήσει οι εκατοντάδες χιλιάδες νέοι που παραληρούσαν στη Νυρεμβέργη τη δεκαετία του ’30, τότε για την Αριστερά δεν είναι αρκετό να διαμορφώσει ένα πρόγραμμα δίκαιης, ρεαλιστικής και ανθρωπιστικής αντιμετώπισης του μεταναστατευτικού ζητήματος. Αυτό είναι μεν αναγκαίο για να απαντήσει σε ένα σύνθετο πρόβλημα που βιώνουν πραγματικοί άνθρωποι, αλλοδαποί και γηγενείς, όχι όμως και ικανό να αντιμετωπίσει την άνοδο της Άκρας Δεξιάς, η οποία μικρή σχέση έχει με όλα αυτά.
Η Αριστερά οφείλει μια μεγάλη και διαρκή μάχη στο πεδίο των ιδεών που εκτρέφουν τη λαϊκιστική και νεοναζιστική Άκρα Δεξιά –των ιδεών του εθνικισμού, του φυλετισμού, του αντισημιτισμού, του σεξισμού, της μισαλλοδοξίας, των διακρίσεων…– έχοντας συνείδηση μιας απλής τελικά αλήθειας: ότι η Χρυσή Αυγή εμφανίστηκε απειλητική στους δρόμους και το Κοινοβούλιο όταν οι ιδέες της είχαν γίνει –και ακριβώς επειδή είχαν γίνει– κοινός τόπος.
Πρόκειται για ένα «μείγμα οπαδών του N.P.D. (του νεοναζιστικού Εθνικοδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας), νεαρών χούλιγκαν και απλών ανθρώπων που αισθάνονται ότι οι ανάγκες τους αγνοούνται», όπως διαπιστώνουν τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης. Για μια «νέα δεξαμενή διαμαρτυρίας», ένα είδος «αστικού αλλά και ριζοσπαστικού κινήματος που έχει διδαχτεί από το παρελθόν πώς να αποφεύγει τις κακοτοπιές», όπως εκτιμά ο Andreas Zick, διευθυντής του ινστιτούτου ερευνών για θέματα κοινωνικών συγκρούσεων στο Πανεπιστήμιο Bielefeld. Για ένα «σύμφυρμα από ακραίους και από απλούς πολίτες που γίνονται ακραίοι», όπως προειδοποιεί η Kerstin Kenditz, βουλευτής του Die Linke, του κόμματος της Αριστεράς, στην τοπική Βουλή της Σαξονίας.1
Από τα γεγονότα αυτά, που απασχολούν ήδη έντονα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πολιτικούς και δημοσιολόγους στην Ευρώπη, ας κρατήσουμε για τις ανάγκες του άρθρου τούτο το στοιχείο: Οι κάτοικοι της Δρέσδης με μεταναστατευτική προέλευση και μουσουλμανικό θρήσκευμα –αυτοί δηλαδή που στα μάτια των διαμαρτυρομένων αποτελούν τη μείζονα απειλή για την υπόσταση των Γερμανών, την ταυτότητα της Γερμανίας και τον πολιτισμό της Ευρώπης– αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1% του συνολικού πληθυσμού της πόλης. Με αρκετή βεβαιότητα μπορεί κανείς να εικάσει ότι οι περισσότεροι από τους διαδηλωτές της Δευτέρας δεν έχουν πρακτικά καμία επαφή με μετανάστες και άρα ούτε προσωπικές εμπειρίες που να δικαιολογούν τον τρόμο τους μπροστά στην «ισλαμική εισβολή».
Αξίζει να σταθούμε σε αυτό το στοιχείο, καθώς μάλιστα στην Ελλάδα υπάρχει διάχυτη η βεβαιότητα ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: η ιδέα ότι η εμφάνιση της Άκρας Δεξιάς συνδέεται μονοσήμαντα με μεγάλες συγκεντρώσεις μεταναστών και τη συνεπακόλουθη υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής των γηγενών κατοίκων, έχει αποκτήσει την ισχύ και τη διεισδυτικότητα αστικού μύθου. Σύμφωνα με την πεποίθηση αυτή, η Χρυσή Αυγή γεννήθηκε στον Άγιο Παντελεήμονα, έχει ισχυρή παρουσία σε περιοχές με ανάλογα χωρικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά και σε αυτές σημειώνει τις υψηλές εκλογικές της επιδόσεις, ως έκφραση της απόγνωσης για τα προβλήματα που προκαλούν οι μεταναστευτικές ροές, και της οργής κατά των πολιτικών που αδιαφορούν γι’ αυτά.
Στην πραγματικότητα, ούτε τα εκλογικά αποτελέσματα του 2012, όταν η Χρυσή Αυγή εξασφάλισε για πρώτη φορά την είσοδό της στο Κοινοβούλιο, ούτε εκείνα του 2014, όταν προσέγγισε οριακά διψήφιο ποσοστό, επιβεβαιώνουν μια τέτοια σχέση. Στις ευρωεκλογές του περασμένου Μαΐου, για παράδειγμα, η Χρυσή Αυγή, με πανελλαδικό ποσοστό 9,39%, κατέγραψε τα υψηλότερα ποσοστά της στη Λακωνία (15,45%), στο Κιλκίς (12,98%), στην Πέλλα (12,82%), στην Καστοριά (12,65%), στη Β΄ Θεσσαλονίκης (12,39%), στην Ημαθία (12,38%), στο υπόλοιπο Αττικής (12,24%), στην Πιερία (11,46%) και στη Β΄ Πειραιώς (11,35%).2 Δεν είναι οι περιφέρειες με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση μεταναστών και προσφύγων, δεν ανταποκρίνονται στο μοντέλο του «γκέτο» που κατά την αφήγηση αυτή υπάρχει στο 6ο δημοτικό διαμέρισμα της Αθήνας, και, σε ορισμένες τουλάχιστον από αυτές, η εικόνα του μετανάστη προσεγγίζει περισσότερο εκείνη του σκλάβου που γνωρίσαμε στη Μανωλάδα.
Ο υψηλός ρυθμός εισροής μεταναστών ή η μαζική παρουσία τους δεν αποτελούν το χαρακτηριστικό –και μάλιστα, κοινό– γνώρισμα των περιφερειών αυτών. Άλλοι παράγοντες, δομικοί και πολιτισμικοί, φαίνεται κατά περίπτωση να τις χαρακτηρίζουν και να επηρεάζουν τις επιλογές των ανθρώπων: η καταστροφή οικονομικών δραστηριοτήτων που απασχολούσαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού και τροφοδοτούσαν γενικότερα την τοπική οικονομία, η συμπίεση των μεσοστρωμάτων και η βίαιη υποβάθμιση των χαμηλότερων από αυτά, η έκταση της ανεργίας, της μακροχρόνιας ανεργίας και της φτώχειας, η επάρκεια και η ποιότητα των παρεχόμενων κοινωνικών υπηρεσιών. Αλλά και η διαχρονική παρουσία ακροδεξιών ιδεών, πρακτικών και πολιτικών σχημάτων ή, πιο πρόσφατα, η επικράτηση εθνολαϊκιστικών προσεγγίσεων και προσώπων, που έδωσαν κατά περιόδους τον τόνο στη δημόσια ζωή.
Στη Γερμανία, δεν χρειάστηκε να έρθουν οι Δευτέρες της Δρέσδης για να διαπιστωθεί ότι η επιρροή της Άκρας Δεξιάς δεν καθορίζεται από την παρουσία μη γηγενών ομάδων του πληθυσμού. Αν και δεν έχει καθιερωθεί σε εθνικό επίπεδο, η γερμανική Άκρα Δεξιά έχει σημαντική απήχηση στο τοπικό και περιφερειακό πεδίο, εγκαθιδρύοντας «ζώνες φόβου» και τόπους κυριαρχίας σε πόλεις και κοινότητες, όπου και διεκδικεί την ηγεμονία. Πρόκειται πάντα για περιοχές με χαμηλό ποσοστό αλλοδαπών στη σύνθεση του πληθυσμού τους, όπως συμβαίνει με τα ανατολικά ομόσπονδα κρατίδια και ιδιαίτερα τις αγροτικές περιοχές τους. Στις περιοχές αυτές, η κυριαρχία της ακροδεξιάς ιδεολογίας στην κουλτούρα της καθημερινότητας έχει επισημανθεί ήδη από τη δεκαετία του 2000, οπότε πρωτοέγινε λόγος για τον «εκφασισμό της ανατολικογερμανικής επαρχίας». Η κατανομή των ψήφων του N.P.D. στις εκλογές για την Ομοσπονδιακή Βουλή επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση: η Άκρα Δεξιά έχει τη μεγαλύτερη απήχησή της σε περιοχές με χαμηλό ποσοστό αλλοδαπών.3
Πρόκειται για μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα, θα εκτιμήσει η γαλλική Le Monde αναλύοντας τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του Μαΐου, όταν η εντυπωσιακή επίδοση του Front National, του Εθνικού Μετώπου της Marine Le Pen, σε συνδυασμό με την επίμονη αντιμεταναστευτική ρητορική του, έθετε εκ των πραγμάτων προς συζήτηση τη σχέση μεταξύ ακροδεξιάς επιρροής και παρουσίας μεταναστών. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η εφημερίδα, το F.N. συγκέντρωσε το υψηλότερο εκλογικό ποσοστό του, 40,02%, στην περιφέρεια της Aisne, όπου το ποσοστό του μεταναστευτικού πληθυσμού είναι μόλις 3,94%. Αντιθέτως, στο Παρίσι, όπου το ποσοστό των μεταναστών είναι 25,48%, το F.N. σημείωσε τη χαμηλότερη εκλογική του επίδοση στη μητροπολιτική Γαλλία, 9,31%.«Διαπιστώνει κανείς την ύπαρξη ενός συντελεστή αντίστροφης αναλογίας», καταλήγει η Monde: «Όσο λιγότεροι μετανάστες υπάρχουν, τόσο περισσότερο ψηφίζεται το F.N.».4
Τελικά, η ύπαρξη ή όχι αλλοδαπών σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο επηρεάζει την ιδεολογική, πολιτική και εκλογική απήχηση της Άκρας Δεξιάς, αλλά με τρόπο πολύ διαφορετικό από αυτόν που συνήθως της αποδίδεται. Όπως αποδεικνύεται, αυτό που συμβάλλει στην επιτυχία της δεν είναι ο πραγματικός αριθμός των μεταναστών, αλλά, πολύ περισσότερο, η πολιτική και ιδεολογική εκμετάλλευση του μεταναστευτικού ζητήματος.5 Δεν είναι η φυσική παρουσία, αλλά η ιδέα του μετανάστη που επηρεάζει συνειδήσεις και συμπεριφορές – και μάλιστα τόσο περισσότερο, όσο πιο περιορισμένη είναι η φυσική του παρουσία. Είναι το «φάντασμα του μετανάστη», όπου τη θέση των πραγματικών, ανθρώπινων, θετικών ή αρνητικών χαρακτηριστικών του, έχουν καταλάβει στερεότυπα και προκαταλήψεις.
Θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει εδώ μια διαδικασία ανάλογη της «αποπροσωποποίησης του Εβραίου», που εξελίχτηκε στα χρόνια της ναζιστικής κυριαρχίας στη Γερμανία. Ξεκινώντας από τους φυλετικούς νόμους της Νυρεμβέργης το 1935, η στέρηση της γερμανικής υπηκοότητας και των πολιτικών δικαιωμάτων, η απαγόρευση των μεικτών γάμων και των εκτός γάμου σχέσεων, η απόλυση από τον δημόσιο τομέα και η «αριοποίηση» των ιδιωτικών επιχειρήσεων, η απαγόρευση της συγκατοίκησης στα ίδια κτίρια και η δημιουργία αποκλειστικά εβραϊκών κατοικιών και γκέτο στις μεγάλες πόλεις, η αναγκαστική μετοίκηση, η μαζική μετανάστευση και οι απελάσεις, σήμαναν τη σταδιακή κοινωνική, επαγγελματική και χωρική απομόνωση των Εβραίων, τη διακοπή κάθε επικοινωνίας με τους άλλους Γερμανούς, τη δραματική μείωση της φυσικής τους παρουσίας στον δημόσιο χώρο.
Για τους περισσότερους Γερμανούς, ο «Εβραίος» ήταν πλέον μια αποπροσωποποιημένη και, ενδεχομένως, απανθρωποποιημένη εικόνα. Μια ιδέα η οποία υποκαθιστούσε τον πραγματικό Εβραίο που είχαν γνωρίσει στο παρελθόν, ο οποίος, όση εχθρότητα και αν είχε συγκεντρώσει διαμέσου των αιώνων, ήταν πρόσωπο με σάρκα και οστά. Και όσο αυτός, ο πραγματικός, εκτοπιζόταν από τον κοινωνικό βίο, όσο μειωνόταν η φυσική του παρουσία στην ίδια τη Γερμανία, τόσο περισσότερο τη θέση του έπαιρναν τα στερεότυπα ενός αφηρημένου, φυλετικού πλέον, αντισημιτισμού, που μπορούσε να υπάρχει και να εντείνεται ανεξάρτητα από την άμεση επαφή με Εβραίους.6
Αν η αναλογία αυτή είναι βάσιμη και ο «λαθρομετανάστης» μπορεί να τροφοδοτεί φόβους, ανασφάλειες και πολιτικές συμπεριφορές όχι ως πραγματικό πρόσωπο, αλλά ως ιδεολογική περσόνα, όπως έκανε και ο «Εβραίος» τον οποίο ποτέ δεν είχαν συναντήσει οι εκατοντάδες χιλιάδες νέοι που παραληρούσαν στη Νυρεμβέργη τη δεκαετία του ’30, τότε για την Αριστερά δεν είναι αρκετό να διαμορφώσει ένα πρόγραμμα δίκαιης, ρεαλιστικής και ανθρωπιστικής αντιμετώπισης του μεταναστατευτικού ζητήματος. Αυτό είναι μεν αναγκαίο για να απαντήσει σε ένα σύνθετο πρόβλημα που βιώνουν πραγματικοί άνθρωποι, αλλοδαποί και γηγενείς, όχι όμως και ικανό να αντιμετωπίσει την άνοδο της Άκρας Δεξιάς, η οποία μικρή σχέση έχει με όλα αυτά.
Η Αριστερά οφείλει μια μεγάλη και διαρκή μάχη στο πεδίο των ιδεών που εκτρέφουν τη λαϊκιστική και νεοναζιστική Άκρα Δεξιά –των ιδεών του εθνικισμού, του φυλετισμού, του αντισημιτισμού, του σεξισμού, της μισαλλοδοξίας, των διακρίσεων…– έχοντας συνείδηση μιας απλής τελικά αλήθειας: ότι η Χρυσή Αυγή εμφανίστηκε απειλητική στους δρόμους και το Κοινοβούλιο όταν οι ιδέες της είχαν γίνει –και ακριβώς επειδή είχαν γίνει– κοινός τόπος.