Η σιωπή των ερειπίων
Γιάννης Παπαθεοδώρου, Το Βήμα της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2019-11-03
Tι ήταν το «Τείχος του Βερολίνου»; Το τελευταίο και πιο εμβληματικό σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου; Ενα εσωτερικό σύνορο μιας διαιρεμένης πόλης και μιας διχασμένης μνήμης; Μια ιδιάζουσα «τέχνη του τοπίου», όπως λέει ειρωνικά ένας ήρωας της πρόσφατης ταινίας Μη χαμηλώνεις το βλέμμα; Μια παγίδα θανάτου για όσους επέλεξαν να εγκαταλείψουν τον «παράδεισο του υπαρκτού σοσιαλισμού»; Ενα σουβενίρ για τους τουρίστες που επισκέπτονται το Βερολίνο; Αν κρίνει κανείς από τους τίτλους της διαρκώς αυξανόμενης βιβλιογραφίας, το Τείχος ήταν ίσως όλα αυτά μαζί. Οποια εκδοχή και αν επιλέξει πάντως κανείς, τώρα που κλείνουν τριάντα χρόνια από την πτώση του, αυτό που παραμένει ακόμη ένα ισχυρό εμπόδιο στη δημόσια σφαίρα για την κατανόηση του φαινομένου είναι η περίφημη και εξακολουθητική «σιωπή των κομμουνιστών». Και δεν εννοώ βέβαια όσους και όσες ταυτίστηκαν με μια ορισμένη «Αριστερά της θυσίας» στην περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης, αλλά όσους προσπάθησαν και προσπαθούν, στο όνομα μιας δήθεν επαναστατικής ουτοπίας, να εσωτερικεύσουν τα θραύσματα ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος∙ ίσως και να τα δικαιολογήσουν. Από αυτή την άποψη, τα ερείπια του Τείχους παραμένουν, κατά κάποιο τρόπο, ακόμη σιωπηρά. Με έναν παράδοξο τρόπο, η πτώση του Τείχους έσβησε τη μνήμη της κατασκευής του, παρ’ όλο που οι ρωγμές των υλικών του ήταν ορατές τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’60. Η βολική σιωπή ευνοούσε άλλωστε την κρυφή μετάλλαξη της μετα-κομμουνιστικής ή νεο-κομμουνιστικής Αριστεράς, στον καιρό της παγκοσμιοποίησης.
Πράγματι, η πτώση του Τείχους προκάλεσε μεικτά συναισθήματα στις κοινωνίες της Ευρώπης: ένα αίσθημα χαράς και αισιοδοξίας επικράτησε από την Πολωνία έως τη Βουλγαρία, αλλά και ένα αίσθημα «μετα-ολοκληρωτικής μελαγχολίας» συνόδευσε την ταχεία μεταμόρφωση των πρώην καταπιεσμένων χωρών σε βουλιμικούς πελάτες των δυτικών σούπερ μάρκετ. Οι «στοχαστικές προσαρμογές» έγιναν γρήγορα. Η σύντομη, άλλωστε, ζωή του Τείχους (1961-1989) ευνοούσε την εύκολη ερμηνεία της αναγνώρισης ενός αρχικού «αρχιτεκτονικού λάθους» παρά τη δύσκολη μνήμη ενός μάλλον σύνθετου ιστορικού παρελθόντος. Τα λογής-λογής κινήματα της «αντι-παγκοσμιοποίησης» προσέφεραν, έτσι και αλλιώς, μια ιδανική ευκαιρία για το νέο περιστασιακό φάρμακο της ελπίδας, για έναν «άλλο κόσμο που είναι εφικτός». Από το Βερολίνο έως τη Γένοβα, η απόσταση αποδείχτηκε τελικά πως ήταν μικρή και οι συνέπειες του τραύματος έμοιαζαν, κατ’ αρχάς, διαχειρίσιμες. Κάποιοι αριστεροί διανοούμενοι εξακολουθούσαν άλλωστε να παρουσιάζουν εξιδανικευμένα τον κομμουνισμό ως τη «μεγάλη χαμένη ευκαιρία» του 20ού αιώνα. Ας μην ξεχνάμε πως λίγα χρόνια πριν, ορισμένοι φανατικοί οπαδοί της σοβιετικής υπερδύναμης προσπαθούσαν να πείσουν τους πολίτες να τρώνε μαρούλια από το Τσερνομπίλ για να αποκρούσουν την ιμπεριαλιστική και καπιταλιστική προπαγάνδα στο καθημερινό φαγητό τους.
Οσοι τόλμησαν να μιλήσουν για τη σκληρή πραγματικότητα πίσω από το Τείχος (τα στρατόπεδα, τα επαίσχυντα καθεστώτα, τη φίμωση και τη λογοκρισία, την καταπάτηση των αρχών του πολιτικού φιλελευθερισμού και του ανθρωπισμού) έγιναν οι νέοι ύποπτοι και μισητοί «εχθροί του λαού». Οπως σωστά αναφέρει ο Τσβετάν Τοντορόφ, όταν «έπεσε το Τείχος, κανείς δεν ήταν εκεί για να τιμήσει τα παλαιά θύματα». Σταδιακά, η αριστερή σιωπή γύρω από το Τείχος εξελίχθηκε σε αναδρομική συγκάλυψη των εγκλημάτων του σταλινισμού. Καθώς πέρναγαν μάλιστα τα χρόνια, το Τείχος έμοιαζε περισσότερο με έναν νοσταλγικό εξωτισμό γύρω από το Checkpoint Charlie παρά με ένα μείζον ηθικοπολιτικό
όριο του μεταπολεμικού κόσμου. Κι όμως∙ από αυτή την άποψη, η πτώση του Τείχους ήταν – και παραμένει – ένα απροσδόκητο κατόρθωμα αλλά και μια διαρκής ανοιχτή πρόκληση για τις δυτικές δημοκρατίες. Οχι επειδή έτσι επήλθε η τελική νίκη του «ελεύθερου κόσμου» έναντι του κομμουνισμού, όπως θα το ήθελε μια ορισμένη ψυχροπολεμική επιχειρηματολογία, αλλά επειδή η πτώση του Τείχους έθεσε νέα προβλήματα για τις «ανοιχτές κοινωνίες» του 21ου αιώνα: τις μείζονες γεωπολιτικές αλλαγές, τις δημογραφικές ανακατατάξεις, τις νέες σφαίρες επιρροής, την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής διεύρυνσης αντί για την εμβάθυνση, τις «ανάπηρες» δημοκρατίες στις βαλκανικές και ανατολικές χώρες, την απειλούμενη κουλτούρα του πολιτικού φιλελευθερισμού, όπως τον γνωρίζουμε από τον Διαφωτισμό και έπειτα. Το Τείχος του Ψυχρού Πολέμου έπεσε. Ο «πειρασμός του ολοκληρωτισμού» όμως διαρκεί πολύ∙ και μάλιστα «ανεπαισθήτως», όπως θα έλεγε ο Καβάφης στα δικά του «Τείχη».
«Ολοκληρωτισμός δεν σημαίνει μόνο κόλαση. Αλλά και το όνειρο για έναν παράδεισο» έγραφε αργότερα ο Μίλαν Κούντερα. Μόνο που, όπως πάντα μας υπενθυμίζει ο ίδιος, δίπλα σε αυτή την Εδέμ στήθηκαν γρήγορα μερικά Γκουλάγκ και ένα Τείχος, για όσους ένιωθαν κάπως άβολα με αυτόν τον κομμουνιστικό παράδεισο. Το 1979, δέκα χρόνια πριν την πτώση του Τείχους, μετά την έκδοση του Βιβλίου του Γέλιου και της Λήθης, αφαιρέθηκε από τον συγγραφέα η τσεχική υπηκοότητα. Αν ψάχνει κανείς τις αιτίες της πτώσης του Τείχους μπορεί ίσως να τις αναζητήσει και σε αυτή την κωμική ανατροπή του γέλιου. Είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος που βρήκαν εκατομμύρια άνθρωποι για να γοητευτούν από ένα όνειρο και να γλυτώσουν από έναν εφιάλτη.