Πώς «στρίβουν» οι κοινωνίες;
Γιώργος Σιακαντάρης, Το Βήμα της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2015-03-01
Ανάσα για τέσσερις μήνες; Ισως. Ο στόχος της μη άμεσης εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη επετεύχθη. Η κυβέρνηση επιμένει ότι η τρόικα είναι παρελθόν. Τώρα, ισχυρίζεται, υπάρχουν μόνο οι «θεσμοί», δηλαδή η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ας μη χαλάσουμε από τώρα το όνειρο.
Η κυβέρνηση κατέθεσε τις προτάσεις της για τη φοροδιαφυγή, την πάταξη της διαφθοράς και τη διοικητική μεταρρύθμιση. Ανεξάρτητα από τον βαθμό αποδοχής τους και πολύ περισσότερο από τον βαθμό υλοποίησής τους, δεν πρέπει να παραβλέψουμε πως το δημοσιονομικό κενό μετά τις εκλογές αυξάνεται και τα προτεινόμενα μέτρα ίσως δεν αρκούν για να το καλύψουν. Τα πράγματα τον Ιούνιο όσον αφορά τα έσοδα από τις «μεταρρυθμίσεις» κινδυνεύουν να είναι πολύ χειρότερα. Ας περιμένουμε όμως. Αυτή τη στιγμή αλλού είναι το ζήτημα. Είναι στην ίδια την κοινωνία. Πώς θα εκλάβει τη στροφή η κοινωνία;
Παρ’ όλο που αποτελεί μια πολύ κακή πρακτική, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές και τις επιταγές της λαϊκής κυριαρχίας, είναι πιο εύκολο να κάνουν κυβιστήσεις οι κυβερνήσεις. Μερικές φορές είναι και απαραίτητο. Δεν θα καταφύγω εδώ σε παραδείγματα από την ελληνική ιστορία και τη δράση πολιτικών όπως ο Τρικούπης και ο Βενιζέλος. Θα αρκεστώ μόνο να αναφερθώ σε μια κρίσιμη στιγμή της σερβικής ιστορίας. Οταν το 1908 η Αυστροουγγαρία προσάρτησε τη Βοσνία- Ερζεγοβίνη, σχεδόν ολόκληρη η σερβική κοινή γνώμη ζητούσε η κυβέρνησή της να προχωρήσει σε πόλεμο. Η τότε κυβέρνηση του ριζοσπάστη Νικόλα Πάσιτς διά του υπουργού της των Εξωτερικών Μίλοβαν Μιλοβάνοβιτς υποστήριζε στα λόγια το αίτημα του λαού για επανένωση όλων των Σέρβων και παράλληλα έψαχνε - με την παρότρυνση και της Ρωσίας - τρόπους να κάνει την «κωλοτούμπα» της και να αποδεχθεί την προσάρτηση. Ολοι οι «απέξω» καταλάβαιναν τι θα συνέβαινε αν η Σερβία είχε κηρύξει τον πόλεμο στην Αυστροουγγαρία. Σήμερα δεν θα υπήρχε Σερβία. Οι ριζοσπάστες του Πάσιτς, που τότε δεν άκουσαν τη φωνή του λαού, μετά από έξι χρόνια διπλασίασαν, με τους Βαλκανικούς Πολέμους, την εδαφική έκταση της χώρας.
Αυτά όταν χρειάζεται να στρίψουν οι κυβερνήσεις. Τι γίνεται όμως όταν χρειάζεται να κάνουν κωλοτούμπα οι κοινωνίες; Πώς επιστρέφει στην πραγματικότητα μια κοινωνία που κατά 70% θεωρεί ότι «μας χρωστούν και δεν χρωστάμε», που ήθελε μηδενισμό του χρέους εδώ και τώρα, που «δεν μασάει» και δεν κάνει «ούτε βήμα πίσω»; Πώς προσγειώνεται στο αεροδρόμιο των ευρωπαϊκών επιταγών και συμβιβασμών αυτός που πιστεύει στην κυριαρχία της θέλησης, όταν η πραγματικότητα του στέλνει τον λογαριασμό; Πώς τα γυρίζουν και κάποιοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης και δεν καταρρέει ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης; Πώς μπορεί να πειστεί η βυθισμένη στις ψευδαισθήσεις, που της καλλιεργούν σύμβολα όπως ο Γλέζος και ο Θεοδωράκης, κοινωνία για να κάνει τη δική της κωλοτούμπα; Πώς μπορούν να γίνουν όλα αυτά και να μην απειλείται η δημοκρατία;
Πώς επίσης πείθει για τα αγαθά του συμβιβασμού και της προσαρμογής στην πραγματικότητα ένας Πρωθυπουργός που ταύτισε τον εαυτό του και την κυβέρνηση με κάθε λέξη του Συντάγματος ή με το ίδιο το έθνος; Αναφορές που κάνουν τους ανά τον κόσμο και τους ελληνικούς καφενέδες περονιστές να ριγούν από συγκίνηση; Πώς πείθεις μια κοινωνία να σεβαστεί τους κανόνες, όταν ήδη την έχεις διαπαιδαγωγήσει ότι κανόνας είναι μόνο η βούλησή της;
Αν επικρατήσουν «οι χάρτες της ψυχής», όπως στα Βαλκάνια στις αρχές του 20ού αιώνα επικρατούσαν οι λεγόμενοι «χάρτες του μυαλού» και όχι η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, τότε μια κοινωνία διαπαιδαγωγημένη στον λαϊκισμό ποτέ δεν θα μπορεί «να στρίψει». Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνηση όχι μόνο να ολοκληρώσουν τη στροφή προς τον ρεαλισμό, αλλά και να αναδείξουν τα αδιέξοδα του εθνολαϊκισμού. Χρειάζεται δηλαδή ο Πρωθυπουργός να γίνει πολιτικός ηγέτης και όχι αρχηγός συνιστωσών. Μπορεί; Μακάρι. Πάντως, όπως και να είναι, μια βοήθεια τη χρειάζεται.