Απροσδόκητοι φόνοι
Γιάννης Παπαθεοδώρου, Δημοσιευμένο: 2015-05-11
Εδώ και μήνες —και μετά από αρκετά χρόνια συνεχιζόμενης κρίσης και ύφεσης— η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί αμήχανη και εξουθενωμένη την αργόσυρτη «σκληρή διαπραγμάτευση» της κυβέρνησης, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει τα αντιφατικά πολιτικά μηνύματα για το άδηλο μέλλον της χώρας στα «δελτία των 8». Οι παραλλαγές των μηνυμάτων είναι γνωστές: Grexit, Graccident, «έντιμος συμβιβασμός», «ρήξη», «εκλογές», «δημοψήφισμα», «αλλαγή σκυτάλης» στη διακυβέρνηση. Ευτυχώς όμως ο ίδιος ο πρωθυπουργός φρόντισε να καθησυχάσει τον λαό, αναλύοντας την κατάσταση της χώρας στην Βουλή. «Υπάρχει μόνο θέμα πολιτικής βούλησης», δήλωσε πρόσφατα ο κ. Τσίπρας. «Όπως πολιτική βούληση ήταν αυτή που έβαλε την χώρα το 1980 στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, με αντίθετη τότε την άποψη της Κομισιόν σας θυμίζω, επί Κωνσταντίνου Καραμανλή. Πολιτική βούληση ήταν αυτή που έβαλε την χώρα στην ΟΝΕ και στην ζώνη του ευρώ το 2000, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Σημίτη, όταν η χώρα δεν πληρούσε τότε τις προϋποθέσεις. Έτσι, πολιτική βούληση είναι και τώρα το αν η Ευρώπη θα ανεχθεί, όχι μια αριστερή κυβέρνηση, αλλά την Δημοκρατία στην χώρα που γεννήθηκε».[1]
Είναι πολλαπλώς ενδιαφέρον αυτό το απόσπασμα από την ομιλία του πρωθυπουργού. Πρώτον, γιατί παρουσιάζει το καθεστώς της διαπραγμάτευσης όχι ως διαδικασία δημοσιονομικών κανόνων, δανειακών συμβάσεων και οικονομικών μεγεθών αλλά ως προϊόν αυθόρμητων —ή έστω, στοχευμένων— πολιτικών πρωτοβουλιών. Δεύτερον, διότι ερμηνεύει αναδρομικά τις κορυφαίες στιγμές της μεταπολιτευτικής ιστορίας της χώρας, όχι ως αυτόνομη εθνική πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά ως αποτέλεσμα «εξωτερικής παρέμβασης». Τρίτον, επειδή εξισώνει την αντιδράσεις απέναντι στο μαξιμαλιστικό κυβερνητικό πρόγραμμα και στην ατυχή «διαπραγμάτευση» του ΣΥΡΙΖΑ με την άρνηση της Δημοκρατίας «στη χώρα που γεννήθηκε».
Προφανώς πρόκειται για μια εξελιγμένη θεωρία της «ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης», συνοδευμένη με πρωτοφανή άγνοια για τη συμβολή της Ανανεωτικής Αριστεράς στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Αυτό που φαίνεται να αγνοεί ο πρωθυπουργός είναι πως ο Ηλίας Ηλιού και ο Λεωνίδας Κύρκος, δύο φωτεινές προσωπικότητες αυτού του χώρου, σήκωσαν μοναχικά το βάρος μιας ιστορικής συναίνεσης, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τον αταλάντευτο ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, και ελπίζοντας βέβαια σε μια «Ευρώπη των λαών και των εργαζομένων». Η βασική επιλογή τους δικαιώθηκε. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι δικαιώθηκε και το όραμά τους για εκείνη την «άλλη Ευρώπη». Ο οραματικός ρεαλισμός της επιλογής τους άλλωστε ήταν αρκετός για να διασώσει το συμβολικό κεφάλαιο και την προσφορά της Ανανεωτικής Αριστεράς στον τόπο.
Παρ’ όλα αυτά, φοβάμαι πως η «ριζοσπαστική Αριστερά», που διαχειρίζεται σήμερα τις τύχες του τόπου, συγχέει, σε επικίνδυνο βαθμό, τις έννοιες και τις αρχές της δημοκρατικής Ευρώπης. Αν καταλαβαίνω καλά, δηλαδή, την ανάλυση του πρωθυπουργού, η δημοκρατική «πολιτική βούληση» των Ευρωπαίων εταίρων πρέπει να προσαρμοστεί υποχρεωτικά στις αξιώσεις και στις φαντασιώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, διαφορετικά η Ευρώπη θα χρεωθεί τον πνιγμό της δημοκρατίας «στη χώρα που γεννήθηκε». Από την άλλη πλευρά, όλοι γνωρίζουμε πως, χάρη σε αυτή τη δημοκρατική Ευρώπη, η Ελλάδα δεν οδηγήθηκε σε χαοτική χρεοκοπία στο λιμάνι του Καστελόριζου αλλά βρήκε ένα σωσίβιο αλληλεγγύης. Προφανώς η διάσωση είχε τεράστιο κόστος και συνοδεύτηκε από σκληρά μέτρα, που οδήγησαν σε επώδυνη ρηγμάτωση μια κοινωνία με χρόνιες παθογένειες και ανύπαρκτο σχεδιασμό για το μέλλον. Κάπως έτσι, εκμεταλλευόμενος το μείγμα οργής και απελπισίας των πολιτών, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στην εξουσία. Εκατό μέρες μετά τον πρώτο κύκλο διακυβέρνησης, ο πρωθυπουργός χρεώνει την ανυπαρξία και το αδιέξοδο του δικού του σχεδίου σε κάποιους φανατικούς αντιδημοκρατικούς και ανθέλληνες Ευρωπαίους.
Στην πραγματικότητα, τίποτε από όλα αυτά δεν συμβαίνει. Το μόνο που συμβαίνει είναι ότι η κυβέρνηση —στο όνομα της Ελλάδας ως «κοιτίδας της δημοκρατίας»— καλλιεργεί με πάθος τα πιο γνώριμα και χυδαία στερεότυπα ενός απομονωτικού αντιδυτικισμού, θεωρώντας ότι αποτελούν πολιτικά όπλα σε μια διαπραγμάτευση, που θα τελειώσει με μάλλον επώδυνο τρόπο, και βεβαίως η έκβασή της θα κριθεί, με δημοκρατικό τρόπο, στις επόμενες εκλογές. Έως τότε, καλό είναι να μη μπερδεύει ο πρωθυπουργός τις ψεύτικες υποσχέσεις ενός κόμματος με τους απροσδόκητους φόνους της ελληνικής δημοκρατίας. Αν δεν βρίσκει χρόνο να διαβάσει τους πολιτικούς λόγους του Ηλιού και του Κύρκου, θα μπορούσε έστω να φυλλομετρήσει μερικά καλά αστυνομικά μυθιστορήματα. Θα καταλάβαινε πως στις ανεξιχνίαστες υποθέσεις, κανείς δεν θέλει να θυμάται τίποτα∙ ούτε καν τα επώνυμα πτώματα, που απειλούσαν ότι θα αυτοκτονήσουν, λίγο πριν πεθάνουν από έναν τυχαίο θάνατο.