Τουρκία και Κυπριακό 1923 – 2016: Ο μύθος της αμετάβλητης πολιτικής
Σώτος Κτωρής, www.badiera.gr, Δημοσιευμένο: 2016-01-25
Αποτελεί θεμελιακό αξίωμα της κυρίαρχης ελληνοκυπριακής πολιτικής αφήγησης πως, από τη δεκαετία το 1950, η Τουρκία παραμένει αμετακίνητη στις διεκδικήσεις της στην Κύπρο. Ωστόσο, μια αντικειμενικότερη ανάγνωση της κυπριακής πολιτικής της Τουρκίας αναδεικνύει πως αυτό συνιστά ένα μυθοπλαστικό ιδεολόγημα. Η τουρκική στάση στο Κυπριακό, είτε ως αποτέλεσμα ευρύτερων γεωστρατηγικών συγκυριών, είτε συνεπεία της κατά καιρούς πολιτικής ισορροπίας στο νησί, είτε λόγω κοινωνικοπολιτικών μεταβολών στην ίδια την Τουρκία παρουσίασε, διαχρονικά, σοβαρές διαφοροποιήσεις.
1923 – 1945: Η εγκατάλειψη της Κύπρου.
Με την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας, το 1923, το νεοσύστατο κράτος επέδειξε υπερβάλλοντα ζήλο για τη διαφύλαξη των κρατικών συνόρων και του status quo στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Οι Τουρκοκύπριοι, ούτως ή άλλως, δεν συμπεριλήφθηκαν στις τουρκικές διεκδικήσεις κατά τη διάρκεια των διεργασιών για την συνομολόγηση της Συνθήκης της Λοζάνης, αφού δεν ενέπιπταν στις διεκδικήσεις της τουρκικής ηγεσίας όπως καθορίστηκαν στο Εθνικό Συμβόλαιο (Missak-i-Milli), που υιοθετήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1920.
Η Κύπρος αποτελούσε ένα επουσιώδες για την Τουρκία ζήτημα μπροστά στα υπόλοιπα που είχε να διαχειριστεί, στα πλαίσια της ειρηνευτικής διάσκεψης, και φυσιολογικά ο καθορισμός της μοίρας των Τουρκοκυπρίων δεν αποτέλεσε προτεραιότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η οριστική εξαίρεση της Κύπρου από τις διεκδικήσεις της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας μετουσιώθηκε σε πράξη με απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης, στα τέλη του 1925. Η απόφαση, υλοποιώντας τη σχετική πρόνοια της Συνθήκης της Λοζάνης, ενεθάρρυνε την μετανάστευση Τουρκοκυπρίων στην Τουρκία παραχωρώντας τους, μάλιστα, σειρά κινήτρων όπως κατοικία και επαρκή, για την κάλυψη των αναγκών τους, έκτασης γης.
1945 – 1954: Η εποχή της αδράνειας.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 50΄ η Τουρκία επιδείκνυε περιορισμένο ενδιαφέρον για την Κύπρο. Η τουρκική πολιτική ελίτ έχοντας ιεραρχήσει ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση της σοβιετικής απειλής, επιδίωξε την στρατηγική προσέγγιση με την Ελλάδα και την ενσωμάτωση της Τουρκίας στους μηχανισμούς ασφάλειας της Δύσης. Η σημασία, ειδικότερα, μιας στρατηγικής συμμαχίας με την Ελλάδα, για την ενδυνάμωση της ασφάλειας της Τουρκίας αναγνωριζόταν, μετά το τέλος του ΒΠΠ, ως δομικός πυλώνας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Ο τουρκοκυπριακός Τύπος εξέφραζε συχνά την απογοήτευσή του για την αδιαφορία που επιδείκνυαν για την Κύπρο τόσο η τουρκική κυβέρνηση όσο και ο τουρκικός Τύπος. Στην τουρκοκυπριακή αρθρογραφία προβαλλόταν συχνά η διαφορετική στάση που η Ελλάδα τηρούσε επί του κυπριακού ζητήματος και ιδιαίτερα η ολόθερμη υποστήριξη που παρείχε στους Ελληνοκυπρίους. Στην πραγματικότητα η Τουρκία, δεν επιδίωξε την διάρρηξη των σχέσεων της με την Ελλάδα, αφού προοικονομούσε πως ήταν ανέφικτο για τους Ελληνοκυπρίους να επιτύχουν, μονομερώς, μεταβολή του status quo στο νησί. Εντούτοις, τα δεδομένα θα αρχίσουν να μεταβάλλονται με την ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ, το 1954, και την ριζοσπαστικοποίηση του ελληνοκυπριακού εθνικού κινήματος μετά την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ.
1955 – 1958: «Αυτοδιάθεση» μέσω διχοτόμησης.
Η τουρκική κυβέρνηση κατέληξε οριστικά, μετά τη δεύτερη ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ τον Ιούλιο του 1955, πως η διατήρηση του status quo στην Κύπρο έπαυσε να θεωρείται δεδομένη.
Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής αποφάσισε πως θα προέτασσε αναβαθμισμένες διεκδικήσεις, εάν οι συνθήκες επέβαλλαν αλλαγή του κυριαρχικού καθεστώς στην Κύπρο.
Η τουρκική κυβέρνηση έχοντας, εντούτοις, σαφή επίγνωση πως ένα αίτημα για απόδοση της Κύπρου στην Τουρκία δεν είχε την αναγκαία πολιτική και νομική υπόσταση στράφηκε στη διχοτόμηση. Παρότι η Τουρκία συζητούσε, παρασκηνιακά, από την Άνοιξη του 1956, το ενδεχόμενο διχοτόμησης η έκθεση του Νιχάτ Erim, τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, πρόσφερε νομικά και πολιτικά επιχειρήματα που εναρμονίζονταν με το κλίμα της εποχής. Ο Ερίμ εισηγήθηκε εγκατάλειψη της θέσης για διατήρηση του status quo, με το εύλογο επιχείρημα πως στη μεταπολεμική εποχή, ήταν αδιανόητη η συντήρηση των αποικιακών καθεστώτων και νομιμοποιούσε την διχοτόμηση προτάσσοντας το δικαίωμα των Τουρκοκυπρίων να ενασκήσουν διακριτά, όπως υποστήριζε, την αρχή της αυτοδιάθεσης.
Στο πλαίσιο επίτευξης της διχοτόμησης εντασσόταν η ενεργοποίηση της δράσης της ΤΜΤ στο νησί, ενώ αυτή τη στόχευση υπηρετούσαν οι συντονισμένες τουρκικές προσπάθειες για βίαιο πληθυσμιακό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων το καλοκαίρι του 1958. Ωστόσο, η τουρκική προσπάθεια για διχοτόμηση θα οδηγηθεί νομοτελειακά σε αποτυχία, συνεπεία των δυσμενών για την Τουρκία γεωπολιτικών μεταβολών στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και επειδή η διαιώνιση της αντιπαράθεσης στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ λειτουργούσε ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας, θέτοντας σε κίνδυνο την ευρύτερη συνοχή της Δυτικής Συμμαχίας.
1959: Η στροφή στην Ανεξαρτησία.
Η πτώση του φιλοδυτικού καθεστώτος στο Ιράκ, ενίσχυσε την αίσθηση της σοβιετικής απειλής και υποχρέωσε την τουρκική ηγεσία να επαναξιολογήσει την κυπριακή της πολιτική. Ενόψει της συγκυρίας που διαμόρφωσε η περιφερειακή γεωπολιτική αστάθεια, καθώς και η πρώτη ανεξαρτησιακή στροφή του Μακαρίου (Σεπτέμβριος 1958), η Τουρκία αποδέχτηκε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου (Φεβρουάριος 1959), μέσω των οποίων διασφάλισε, πλήρως, την ισότιμη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στο νέο κράτος. Οι Συμφωνίες επικυρώθηκαν από την τουρκική Εθνοσυνέλευση, στις 4 Μαρτίου 1959, με συντριπτική πλειοψηφία (347 ψήφους υπέρ και 138 κατά).
Ο πρωθυπουργός Adnan Menderes, θέλοντας να διαχειριστεί την κριτική που του ασκήθηκε, στο εσωτερικό της χώρας, ότι υπαναχώρησε από τις «εθνικές» διεκδικήσεις στην Κύπρο, θα σημείωνε στην ομιλία του πως «μπορεί να μην έχουμε αποτέλεσμα στη μορφή, βάσει της διακηρυγμένης αρχής της διχοτόμησης, αλλά από την άποψη του περιεχομένου και του νοήματος εφαρμόσαμε την ίδια αρχή». Στην πραγματικότητα η τουρκική κυβέρνηση ήταν απόλυτα ικανοποιημένη από τις Συμφωνίες και επιδίωκε την πλήρη τήρηση των συμφωνηθέντων. Είναι ενδεικτικό πως ο Nihat Erim, σε μια ενέργεια με συμφιλιωτικούς συμβολισμούς, θέλοντας να διασκεδάσει τις ελληνοκυπριακές ανησυχίες για εφαρμογή μιας μονολιθικής πολιτικής «από Τούρκο σε Τούρκο», περιόδευε στην ελληνική συνοικία της Λευκωσίας, ψωνίζοντας σειρά προϊόντων από ελληνικά καταστήματα.
Η τουρκική κυβέρνηση, που προέκυψε, μετά το πραξικόπημα του Μαΐου το 1960, θα επαναβεβαιώσει, επίσης, τη βούληση της για υλοποίηση των Συμφωνιών αποσύροντας από την Κύπρο τον επικεφαλής της ΤΜΤ Riza Vuruskan, παύοντας τον Deniz Karabelen και εξωθώντας σε παραίτηση τον İsmael Tansu, επικεφαλείς του Γραφείου Ειδικού Πολέμου. Ο νέος πρόεδρος της χώρας, στρατηγός Gürsel, διακήρυττε τον πλήρη σεβασμό του στις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου.
Ωστόσο, το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας προδιαγραφόταν ζοφερό, αφού οι δύο κοινότητες, εγκλωβισμένες στα αδιάλλακτα εθνικά τους οράματα, δεν θα πιστέψουν στην ιδέα ενός κοινού κυπριακού κράτους.
1960 – 1973: Αναζήτηση λύσης στο ψυχροπολεμικό πλαίσιο.
Η αναθεωρητική πολιτική των Ελληνοκυπρίων έναντι των Συμφωνιών και ιδιαίτερα η συγκροτημένη επιδίωξη για επίτευξη της Ένωσης, την περίοδο 1960-1968, καθώς και οι ασφυκτικές πιέσεις της ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων έσπρωξαν, εκ νέου, την Τουρκία στην πολιτική του Ταξίμ. Εντούτοις υπήρξαν πολλές οι περιπτώσεις όπου η τουρκική κυβέρνηση, λαμβάνοντας υπόψη το ψυχροπολεμικό περιβάλλον, διαφοροποιήθηκε από τις άκαμπτες θέσεις της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Είναι ενδεικτικό, για παράδειγμα, πως στην εν λόγω περίοδο ο Ραούφ Ντενκτάς κατηγορούσε την Τουρκία πως εγκατάλειψε την «εθνική» πολιτική για την Κύπρο, ενώ ακόμη και ο Νιχάτ Ερίμ κατέστη persona non grata για τους Τουρκοκυπρίους, αφού δεν συμμεριζόταν τις προσεγγίσεις τους στο Κυπριακό. Όταν ο Μακάριος υιοθέτησε την πολιτική του εφικτού το 1968, η Τουρκία εμφανίστηκε έτοιμη να συζητήσει λύση που θα οδηγούσε ακόμη και στον πολιτικό εξορθολογισμό, της Ζυρίχης προς όφελος των Ελληνοκυπρίων. Είναι ενδεικτικό πως το 1973 η Τουρκία αποδέχτηκε, ουσιαστικά, το σύνολο των 13 συνταγματικών τροποποιήσεων που ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε υποβάλει το 1963, θέτοντας ως μόνη προϋπόθεση την, εκ μέρους της πλειοψηφίας, αποκήρυξη της Ένωσης. Η συμφωνία ναυάγησε λόγω της άρνησης του Μακαρίου να συναινέσει στον αποκλεισμό της Ένωσης.
1974 – 2002: Η περίοδος της μη – λύσης.
Η εισβολή του 1974 μετέβαλε δραματικά την εξίσωση ισχύος στο νησί, προς όφελος της Τουρκίας, και σηματοδότησε την μακρά περίοδο της πολιτικής της «μη λύσης» (1974-2002). Η κεμαλική-εθνικιστική ελίτ της χώρας μέσα από μια ιδεολογική εργαλειοποίηση των «εθνικών ζητημάτων», ανάμεσα στα οποία το Κυπριακό, απονομιμοποίησε κάθε διαφορετική πολιτική αφήγηση (Αριστερά, Κούρδοι, πολιτικό Ισλάμ), με μοναδικό στόχο τη διαιώνιση της πολιτικής της εξουσίας. Στην συλλογιστική των Κεμαλιστών, αλλά και μιας μεγάλης πλειοψηφίας των Τουρκοκυπρίων, το Κυπριακό «επιλύθηκε» οριστικά και αμετάκλητα το 1974. Στην εν λόγω περίοδο οι διακοινοτικές διαπραγματεύσεις ήσαν προσχηματικές, η τουρκική πλευρά ουδόλως ενδιαφερόταν για λύση ομοσπονδίας, εξού και όλες οι προτάσεις αλλά και δημόσιες δηλώσεις της παράπεμπαν σε λύση συνομοσπονδιακού τύπου.
2002 – 2005: Ο καταλύτης της ΕΕ.
Το σκηνικό θα μεταβληθεί μετά την ιστορική, για τους Ελληνοκυπρίους, επιτυχία στην Σύνοδο του Ελσίνκι, το 1999, η οποία άνοιξε την οδό για την οριστική ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Το Ελσίνκι αποτέλεσε μια κορυφαία στρατηγική ήττα για την τουρκική πλευρά που θα την υποχρέωνε, νομοτελειακά, σε μια στρατηγική αναθεώρηση στο Κυπριακό. Σε αυτή την συγκυρία προέκυψε και η επικράτηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΚΔΑ), στις εκλογές του 2002, με τη νέα τουρκική ελίτ να αντιλαμβάνεται πως μόνο η προσέγγιση με την Ε.Ε, νομιμοποιούσε την πολιτική της ύπαρξη. Στη λογική του «απεγκλωβισμού» της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας εντασσόταν και η αποδοχή του Σχεδίου Ανάν το 2004. Μετά το δημοψήφισμα το Κυπριακό έπαυσε να αποτελεί κεντρικό πολιτικό ζήτημα για την Τουρκία. Τα «κεκτημένα» του 2004 σε συνάρτηση με την σθεναρή εναντίωση του γαλλογερμανικού άξονα στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε, υποβάθμισαν την αξία του Κυπριακού στην τουρκική πολιτική ατζέντα. Παραταύτα, το ΚΔΑ θα παρέμενε διακηρυκτικά δεσμευμένο, πλέον, στην προοπτική μιας ομοσπονδιακής λύσης.
2016: Η συγκυρία της λύσης.
Το Κυπριακό επανήλθε, εκ νέου, στο επίκεντρο της πολιτικής του ΚΔΑ με την ανεύρεση των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, εξέλιξη που ευνοεί την φιλοδοξία της Τουρκίας να καταστεί περιφερειακός ενεργειακός σύνδεσμος ανάμεσα στην Μέση Ανατολή και την Κασπία Θάλασσα με την ΕΕ. Η μεταφορά των ενεργειακών αποθεμάτων της Λεβαντίνης στην ΕΕ, μέσω αγωγού που θα διασχίζει την Τουρκία, προσδίδει στην Τουρκία σοβαρά οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη. Θα επιδράσει στην ενίσχυση της προοπτικής μιας, επωφελούς για την Τουρκία, περιφερειακής συνεργασίας, άρα στην γεωπολιτική της ενίσχυση, ενώ ταυτόχρονα θα συμβάλει και στην αύξηση των εσόδων της από τις προμήθειες μεταφοράς των ενεργειακών πόρων αφενός, αφετέρου λόγω των εκπτώσεων που θα επωφεληθεί σε ότι αφορά τους ενεργειακούς πόρους που καταναλώνει για τις ανάγκες της ίδιας της χώρας
Το ενδιαφέρον για το Κυπριακό ενισχύθηκε, περαιτέρω, από την ανάδυση της ευνοϊκής για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, συγκυρίας συνεπεία της πρωτόγνωρης προσφυγικής κρίσης που αντιμετωπίζει η ΕΕ. Η αναθέρμανση των ευρωτουρκικών σχέσεων κατέστη ξανά κορυφαία πολιτική επιδίωξη του ΚΔΑ, σε μια συγκυρία όπου η κυβέρνηση Νταβούτογλου κατανοεί την αναγκαιότητα να «οχυρωθεί» η Τουρκία έναντι των απειλών που διαμορφώνει η δυσμενής, για την χώρα, τροπή των εξελίξεων στην περιοχή συνεπεία, κυρίως, της κατάρρευσης των πολιτικών της επιλογών στο Συριακό. Η σύμπλευση με την ΕΕ προκύπτει, εκ νέου, ως το «απάνεμο λιμάνι» για την Τουρκία και η επίλυση του Κυπριακού προϋπόθεση για την εξασφάλιση αυτής της σχέσης.
Η Τουρκία θεωρεί πως η παρούσα συγκυρία είναι η ευνοϊκότερη για την αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής της προοπτικής. Τώρα που η γεωπολιτική της χρησιμότητα για την ΕΕ είναι αδιαμφισβήτητη, αφού οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές θέτουν υπό απειλή το ευρωπαϊκό κοινωνικό και πολιτικό οικοδόμημα. Αυτό καταδεικνύουν, άλλωστε, και οι πρόσφατες δηλώσεις τούρκων αξιωματούχων που θέτουν την Άνοιξη ως καταληκτικό χρονικό ορόσημο για το άνοιγμα των ενταξιακών της κεφαλαίων. Το ερώτημα που, επομένως, τίθεται και το οποίο, εκ των πραγμάτων, επηρεάζει τις εξελίξεις και το χρονοδιάγραμμα του Κυπριακού είναι κατά πόσον η Τουρκία θα ήταν διατεθειμένη να παραπέμψει αυτή την συζήτηση για το Φθινόπωρο διακινδυνεύοντας, ενδεχομένως, τα οφέλη που η αξιοποίηση της παρούσας συγκυρίας μπορεί να της προσδώσει.
1923 – 1945: Η εγκατάλειψη της Κύπρου.
Με την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας, το 1923, το νεοσύστατο κράτος επέδειξε υπερβάλλοντα ζήλο για τη διαφύλαξη των κρατικών συνόρων και του status quo στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Οι Τουρκοκύπριοι, ούτως ή άλλως, δεν συμπεριλήφθηκαν στις τουρκικές διεκδικήσεις κατά τη διάρκεια των διεργασιών για την συνομολόγηση της Συνθήκης της Λοζάνης, αφού δεν ενέπιπταν στις διεκδικήσεις της τουρκικής ηγεσίας όπως καθορίστηκαν στο Εθνικό Συμβόλαιο (Missak-i-Milli), που υιοθετήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1920.
Η Κύπρος αποτελούσε ένα επουσιώδες για την Τουρκία ζήτημα μπροστά στα υπόλοιπα που είχε να διαχειριστεί, στα πλαίσια της ειρηνευτικής διάσκεψης, και φυσιολογικά ο καθορισμός της μοίρας των Τουρκοκυπρίων δεν αποτέλεσε προτεραιότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η οριστική εξαίρεση της Κύπρου από τις διεκδικήσεις της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας μετουσιώθηκε σε πράξη με απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης, στα τέλη του 1925. Η απόφαση, υλοποιώντας τη σχετική πρόνοια της Συνθήκης της Λοζάνης, ενεθάρρυνε την μετανάστευση Τουρκοκυπρίων στην Τουρκία παραχωρώντας τους, μάλιστα, σειρά κινήτρων όπως κατοικία και επαρκή, για την κάλυψη των αναγκών τους, έκτασης γης.
1945 – 1954: Η εποχή της αδράνειας.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 50΄ η Τουρκία επιδείκνυε περιορισμένο ενδιαφέρον για την Κύπρο. Η τουρκική πολιτική ελίτ έχοντας ιεραρχήσει ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση της σοβιετικής απειλής, επιδίωξε την στρατηγική προσέγγιση με την Ελλάδα και την ενσωμάτωση της Τουρκίας στους μηχανισμούς ασφάλειας της Δύσης. Η σημασία, ειδικότερα, μιας στρατηγικής συμμαχίας με την Ελλάδα, για την ενδυνάμωση της ασφάλειας της Τουρκίας αναγνωριζόταν, μετά το τέλος του ΒΠΠ, ως δομικός πυλώνας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Ο τουρκοκυπριακός Τύπος εξέφραζε συχνά την απογοήτευσή του για την αδιαφορία που επιδείκνυαν για την Κύπρο τόσο η τουρκική κυβέρνηση όσο και ο τουρκικός Τύπος. Στην τουρκοκυπριακή αρθρογραφία προβαλλόταν συχνά η διαφορετική στάση που η Ελλάδα τηρούσε επί του κυπριακού ζητήματος και ιδιαίτερα η ολόθερμη υποστήριξη που παρείχε στους Ελληνοκυπρίους. Στην πραγματικότητα η Τουρκία, δεν επιδίωξε την διάρρηξη των σχέσεων της με την Ελλάδα, αφού προοικονομούσε πως ήταν ανέφικτο για τους Ελληνοκυπρίους να επιτύχουν, μονομερώς, μεταβολή του status quo στο νησί. Εντούτοις, τα δεδομένα θα αρχίσουν να μεταβάλλονται με την ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ, το 1954, και την ριζοσπαστικοποίηση του ελληνοκυπριακού εθνικού κινήματος μετά την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ.
1955 – 1958: «Αυτοδιάθεση» μέσω διχοτόμησης.
Η τουρκική κυβέρνηση κατέληξε οριστικά, μετά τη δεύτερη ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ τον Ιούλιο του 1955, πως η διατήρηση του status quo στην Κύπρο έπαυσε να θεωρείται δεδομένη.
Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής αποφάσισε πως θα προέτασσε αναβαθμισμένες διεκδικήσεις, εάν οι συνθήκες επέβαλλαν αλλαγή του κυριαρχικού καθεστώς στην Κύπρο.
Η τουρκική κυβέρνηση έχοντας, εντούτοις, σαφή επίγνωση πως ένα αίτημα για απόδοση της Κύπρου στην Τουρκία δεν είχε την αναγκαία πολιτική και νομική υπόσταση στράφηκε στη διχοτόμηση. Παρότι η Τουρκία συζητούσε, παρασκηνιακά, από την Άνοιξη του 1956, το ενδεχόμενο διχοτόμησης η έκθεση του Νιχάτ Erim, τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, πρόσφερε νομικά και πολιτικά επιχειρήματα που εναρμονίζονταν με το κλίμα της εποχής. Ο Ερίμ εισηγήθηκε εγκατάλειψη της θέσης για διατήρηση του status quo, με το εύλογο επιχείρημα πως στη μεταπολεμική εποχή, ήταν αδιανόητη η συντήρηση των αποικιακών καθεστώτων και νομιμοποιούσε την διχοτόμηση προτάσσοντας το δικαίωμα των Τουρκοκυπρίων να ενασκήσουν διακριτά, όπως υποστήριζε, την αρχή της αυτοδιάθεσης.
Στο πλαίσιο επίτευξης της διχοτόμησης εντασσόταν η ενεργοποίηση της δράσης της ΤΜΤ στο νησί, ενώ αυτή τη στόχευση υπηρετούσαν οι συντονισμένες τουρκικές προσπάθειες για βίαιο πληθυσμιακό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων το καλοκαίρι του 1958. Ωστόσο, η τουρκική προσπάθεια για διχοτόμηση θα οδηγηθεί νομοτελειακά σε αποτυχία, συνεπεία των δυσμενών για την Τουρκία γεωπολιτικών μεταβολών στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και επειδή η διαιώνιση της αντιπαράθεσης στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ λειτουργούσε ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας, θέτοντας σε κίνδυνο την ευρύτερη συνοχή της Δυτικής Συμμαχίας.
1959: Η στροφή στην Ανεξαρτησία.
Η πτώση του φιλοδυτικού καθεστώτος στο Ιράκ, ενίσχυσε την αίσθηση της σοβιετικής απειλής και υποχρέωσε την τουρκική ηγεσία να επαναξιολογήσει την κυπριακή της πολιτική. Ενόψει της συγκυρίας που διαμόρφωσε η περιφερειακή γεωπολιτική αστάθεια, καθώς και η πρώτη ανεξαρτησιακή στροφή του Μακαρίου (Σεπτέμβριος 1958), η Τουρκία αποδέχτηκε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου (Φεβρουάριος 1959), μέσω των οποίων διασφάλισε, πλήρως, την ισότιμη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στο νέο κράτος. Οι Συμφωνίες επικυρώθηκαν από την τουρκική Εθνοσυνέλευση, στις 4 Μαρτίου 1959, με συντριπτική πλειοψηφία (347 ψήφους υπέρ και 138 κατά).
Ο πρωθυπουργός Adnan Menderes, θέλοντας να διαχειριστεί την κριτική που του ασκήθηκε, στο εσωτερικό της χώρας, ότι υπαναχώρησε από τις «εθνικές» διεκδικήσεις στην Κύπρο, θα σημείωνε στην ομιλία του πως «μπορεί να μην έχουμε αποτέλεσμα στη μορφή, βάσει της διακηρυγμένης αρχής της διχοτόμησης, αλλά από την άποψη του περιεχομένου και του νοήματος εφαρμόσαμε την ίδια αρχή». Στην πραγματικότητα η τουρκική κυβέρνηση ήταν απόλυτα ικανοποιημένη από τις Συμφωνίες και επιδίωκε την πλήρη τήρηση των συμφωνηθέντων. Είναι ενδεικτικό πως ο Nihat Erim, σε μια ενέργεια με συμφιλιωτικούς συμβολισμούς, θέλοντας να διασκεδάσει τις ελληνοκυπριακές ανησυχίες για εφαρμογή μιας μονολιθικής πολιτικής «από Τούρκο σε Τούρκο», περιόδευε στην ελληνική συνοικία της Λευκωσίας, ψωνίζοντας σειρά προϊόντων από ελληνικά καταστήματα.
Η τουρκική κυβέρνηση, που προέκυψε, μετά το πραξικόπημα του Μαΐου το 1960, θα επαναβεβαιώσει, επίσης, τη βούληση της για υλοποίηση των Συμφωνιών αποσύροντας από την Κύπρο τον επικεφαλής της ΤΜΤ Riza Vuruskan, παύοντας τον Deniz Karabelen και εξωθώντας σε παραίτηση τον İsmael Tansu, επικεφαλείς του Γραφείου Ειδικού Πολέμου. Ο νέος πρόεδρος της χώρας, στρατηγός Gürsel, διακήρυττε τον πλήρη σεβασμό του στις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου.
Ωστόσο, το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας προδιαγραφόταν ζοφερό, αφού οι δύο κοινότητες, εγκλωβισμένες στα αδιάλλακτα εθνικά τους οράματα, δεν θα πιστέψουν στην ιδέα ενός κοινού κυπριακού κράτους.
1960 – 1973: Αναζήτηση λύσης στο ψυχροπολεμικό πλαίσιο.
Η αναθεωρητική πολιτική των Ελληνοκυπρίων έναντι των Συμφωνιών και ιδιαίτερα η συγκροτημένη επιδίωξη για επίτευξη της Ένωσης, την περίοδο 1960-1968, καθώς και οι ασφυκτικές πιέσεις της ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων έσπρωξαν, εκ νέου, την Τουρκία στην πολιτική του Ταξίμ. Εντούτοις υπήρξαν πολλές οι περιπτώσεις όπου η τουρκική κυβέρνηση, λαμβάνοντας υπόψη το ψυχροπολεμικό περιβάλλον, διαφοροποιήθηκε από τις άκαμπτες θέσεις της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Είναι ενδεικτικό, για παράδειγμα, πως στην εν λόγω περίοδο ο Ραούφ Ντενκτάς κατηγορούσε την Τουρκία πως εγκατάλειψε την «εθνική» πολιτική για την Κύπρο, ενώ ακόμη και ο Νιχάτ Ερίμ κατέστη persona non grata για τους Τουρκοκυπρίους, αφού δεν συμμεριζόταν τις προσεγγίσεις τους στο Κυπριακό. Όταν ο Μακάριος υιοθέτησε την πολιτική του εφικτού το 1968, η Τουρκία εμφανίστηκε έτοιμη να συζητήσει λύση που θα οδηγούσε ακόμη και στον πολιτικό εξορθολογισμό, της Ζυρίχης προς όφελος των Ελληνοκυπρίων. Είναι ενδεικτικό πως το 1973 η Τουρκία αποδέχτηκε, ουσιαστικά, το σύνολο των 13 συνταγματικών τροποποιήσεων που ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε υποβάλει το 1963, θέτοντας ως μόνη προϋπόθεση την, εκ μέρους της πλειοψηφίας, αποκήρυξη της Ένωσης. Η συμφωνία ναυάγησε λόγω της άρνησης του Μακαρίου να συναινέσει στον αποκλεισμό της Ένωσης.
1974 – 2002: Η περίοδος της μη – λύσης.
Η εισβολή του 1974 μετέβαλε δραματικά την εξίσωση ισχύος στο νησί, προς όφελος της Τουρκίας, και σηματοδότησε την μακρά περίοδο της πολιτικής της «μη λύσης» (1974-2002). Η κεμαλική-εθνικιστική ελίτ της χώρας μέσα από μια ιδεολογική εργαλειοποίηση των «εθνικών ζητημάτων», ανάμεσα στα οποία το Κυπριακό, απονομιμοποίησε κάθε διαφορετική πολιτική αφήγηση (Αριστερά, Κούρδοι, πολιτικό Ισλάμ), με μοναδικό στόχο τη διαιώνιση της πολιτικής της εξουσίας. Στην συλλογιστική των Κεμαλιστών, αλλά και μιας μεγάλης πλειοψηφίας των Τουρκοκυπρίων, το Κυπριακό «επιλύθηκε» οριστικά και αμετάκλητα το 1974. Στην εν λόγω περίοδο οι διακοινοτικές διαπραγματεύσεις ήσαν προσχηματικές, η τουρκική πλευρά ουδόλως ενδιαφερόταν για λύση ομοσπονδίας, εξού και όλες οι προτάσεις αλλά και δημόσιες δηλώσεις της παράπεμπαν σε λύση συνομοσπονδιακού τύπου.
2002 – 2005: Ο καταλύτης της ΕΕ.
Το σκηνικό θα μεταβληθεί μετά την ιστορική, για τους Ελληνοκυπρίους, επιτυχία στην Σύνοδο του Ελσίνκι, το 1999, η οποία άνοιξε την οδό για την οριστική ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Το Ελσίνκι αποτέλεσε μια κορυφαία στρατηγική ήττα για την τουρκική πλευρά που θα την υποχρέωνε, νομοτελειακά, σε μια στρατηγική αναθεώρηση στο Κυπριακό. Σε αυτή την συγκυρία προέκυψε και η επικράτηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΚΔΑ), στις εκλογές του 2002, με τη νέα τουρκική ελίτ να αντιλαμβάνεται πως μόνο η προσέγγιση με την Ε.Ε, νομιμοποιούσε την πολιτική της ύπαρξη. Στη λογική του «απεγκλωβισμού» της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας εντασσόταν και η αποδοχή του Σχεδίου Ανάν το 2004. Μετά το δημοψήφισμα το Κυπριακό έπαυσε να αποτελεί κεντρικό πολιτικό ζήτημα για την Τουρκία. Τα «κεκτημένα» του 2004 σε συνάρτηση με την σθεναρή εναντίωση του γαλλογερμανικού άξονα στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε, υποβάθμισαν την αξία του Κυπριακού στην τουρκική πολιτική ατζέντα. Παραταύτα, το ΚΔΑ θα παρέμενε διακηρυκτικά δεσμευμένο, πλέον, στην προοπτική μιας ομοσπονδιακής λύσης.
2016: Η συγκυρία της λύσης.
Το Κυπριακό επανήλθε, εκ νέου, στο επίκεντρο της πολιτικής του ΚΔΑ με την ανεύρεση των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, εξέλιξη που ευνοεί την φιλοδοξία της Τουρκίας να καταστεί περιφερειακός ενεργειακός σύνδεσμος ανάμεσα στην Μέση Ανατολή και την Κασπία Θάλασσα με την ΕΕ. Η μεταφορά των ενεργειακών αποθεμάτων της Λεβαντίνης στην ΕΕ, μέσω αγωγού που θα διασχίζει την Τουρκία, προσδίδει στην Τουρκία σοβαρά οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη. Θα επιδράσει στην ενίσχυση της προοπτικής μιας, επωφελούς για την Τουρκία, περιφερειακής συνεργασίας, άρα στην γεωπολιτική της ενίσχυση, ενώ ταυτόχρονα θα συμβάλει και στην αύξηση των εσόδων της από τις προμήθειες μεταφοράς των ενεργειακών πόρων αφενός, αφετέρου λόγω των εκπτώσεων που θα επωφεληθεί σε ότι αφορά τους ενεργειακούς πόρους που καταναλώνει για τις ανάγκες της ίδιας της χώρας
Το ενδιαφέρον για το Κυπριακό ενισχύθηκε, περαιτέρω, από την ανάδυση της ευνοϊκής για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, συγκυρίας συνεπεία της πρωτόγνωρης προσφυγικής κρίσης που αντιμετωπίζει η ΕΕ. Η αναθέρμανση των ευρωτουρκικών σχέσεων κατέστη ξανά κορυφαία πολιτική επιδίωξη του ΚΔΑ, σε μια συγκυρία όπου η κυβέρνηση Νταβούτογλου κατανοεί την αναγκαιότητα να «οχυρωθεί» η Τουρκία έναντι των απειλών που διαμορφώνει η δυσμενής, για την χώρα, τροπή των εξελίξεων στην περιοχή συνεπεία, κυρίως, της κατάρρευσης των πολιτικών της επιλογών στο Συριακό. Η σύμπλευση με την ΕΕ προκύπτει, εκ νέου, ως το «απάνεμο λιμάνι» για την Τουρκία και η επίλυση του Κυπριακού προϋπόθεση για την εξασφάλιση αυτής της σχέσης.
Η Τουρκία θεωρεί πως η παρούσα συγκυρία είναι η ευνοϊκότερη για την αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής της προοπτικής. Τώρα που η γεωπολιτική της χρησιμότητα για την ΕΕ είναι αδιαμφισβήτητη, αφού οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές θέτουν υπό απειλή το ευρωπαϊκό κοινωνικό και πολιτικό οικοδόμημα. Αυτό καταδεικνύουν, άλλωστε, και οι πρόσφατες δηλώσεις τούρκων αξιωματούχων που θέτουν την Άνοιξη ως καταληκτικό χρονικό ορόσημο για το άνοιγμα των ενταξιακών της κεφαλαίων. Το ερώτημα που, επομένως, τίθεται και το οποίο, εκ των πραγμάτων, επηρεάζει τις εξελίξεις και το χρονοδιάγραμμα του Κυπριακού είναι κατά πόσον η Τουρκία θα ήταν διατεθειμένη να παραπέμψει αυτή την συζήτηση για το Φθινόπωρο διακινδυνεύοντας, ενδεχομένως, τα οφέλη που η αξιοποίηση της παρούσας συγκυρίας μπορεί να της προσδώσει.