Η δυσανεξία της Αριστεράς στην κριτική
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2016-05-08
Τελευταία ακούω και διαβάζω κάποιους Συριζαίους που διατυπώνουν το εξής παράπονο για την αντιπολίτευση: μα καλά, τι τους έχει πιάσει; Ολα τους μυρίζουνε, όλα τους βρoμάνε.
Ο,τι και να πει ο Τσίπρας, αυτοί θα πουν το αντίθετο και θα του αποδώσουν τα χειρότερα δυνατά κίνητρα. Ο,τι και να κάνει η κυβέρνηση, θα βρουν μια δικαιολογία να το απορρίψουν. Γιατί τόση υστερία κατά του ΣΥΡΙΖΑ;
Από μια άποψη, ένα δίκιο το έχουν. Η αντιπολίτευση όντως μεροληπτεί: βλέπει ό,τι τη συμφέρει, ξεχνάει ό,τι δεν τη συμφέρει, διακατέχεται από αρνητισμό, κάνει την τρίχα τριχιά κ.ο.κ. Μέχρι εδώ να συμφωνήσω.
Ενα πράγμα όμως δεν καταλαβαίνω: πώς είναι δυνατό όσοι εκπλήσσονται με την τακτική της αντιπολίτευσης σήμερα να ξεχνούν ότι όχι μόνο ακολουθούσαν την ίδια, αλλά πολύ χειρότερη τακτική, όταν εκείνοι βρίσκονταν στη θέση τους;
Αυτή η προφανής ανακολουθία δεν πρέπει να μας ξενίζει γιατί αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, κάτι που τα «αστικά» κόμματα γνωρίζουν πολύ καλά: όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση δεν αφήνουν την κυβέρνηση σε χλωρό κλαρί, ενώ η κυβέρνηση τους καταλογίζει εμπάθεια και κακοπιστία.
Αμφότεροι όμως γνωρίζουν ότι κάποτε οι ρόλοι θα αντιστραφούν κι αυτοί που σήμερα επικαλούνται τη νηφαλιότητα και τον ορθό λόγο θα δαγκώσουν σαν λυσσασμένα σκυλιά εκείνους που είχαν ανακαλύψει, ως κυβέρνηση, τη νηφαλιότητα και τον ορθό λόγο.
Δεν αποκλείεται λοιπόν η δυσανεξία στην κριτική που επιδεικνύει ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, ξεχνώντας τη μέχρι πρόσφατα δική του αντιπολιτευτική στάση, να εντάσσεται σε αυτό το σχήμα και να σημαίνει απλώς ότι αντιδρά όπως όλα τα κόμματα εξουσίας σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Ή μάλλον, δεν αποκλείεται έτσι να αντιδρά η ηγετική ομάδα, η οποία οφείλει να μπει στο παιχνίδι του καθημερινού ξεκατινιάσματος. Εχω την αίσθηση όμως ότι, γενικά μιλώντας, οι αριστεροί βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα μέσα από τα γυαλιά της ιστορίας και της ιδεολογίας τους κι ότι αυτό έχει κυρίως να κάνει με την έννοια της κριτικής.
Κατ’ αρχάς και όπως όλοι γνωρίζουμε, στη μεταπολίτευση η Αριστερά, με τη σιωπηρή συγκατάθεση των υπολοίπων, ανέλαβε να παίξει τον ρόλο του τιμητή/εισαγγελέα στο όνομα της κοινωνικής συνείδησης, αλλά υπό τον όρο ότι θα περιοριζόταν σ’ αυτόν.
Δηλαδή, επί δεκαετίες η Αριστερά, αν και εκλογικά ακίνδυνη για τα αστικά κόμματα, τους κουνούσε το δάχτυλο χωρίς να διανοηθεί ούτε η ίδια ούτε κι εκείνα ότι μια μέρα θα αναλάμβανε τα ηνία. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα ηθικής ανωτερότητας, η οποία κρίνει αλλά δεν κρίνεται, μεγάλωσε η γενιά των αριστερών που σήμερα κυβερνούν.
Εξις δευτέρα φύσις. Το «πρώτη φορά Αριστερά» όμως έφερε τα πάνω κάτω. Και παρά τα όσα κατά καιρούς λέγονται ότι δήθεν οι ένοικοι του Μαξίμου παραμένουν στην αντιπολίτευση επειδή κέρδισαν μεν τις εκλογές αλλά όχι την εξουσία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. οφείλει να αναλάβει ακέραια την ευθύνη για τις πράξεις και τις παραλείψεις της.
Και ως ένοικος του Μαξίμου δεν μπορεί παρά να γίνει στόχος επικρίσεων και να υποστεί τις συνέπειες τις οποίες δεκαετίες επιδίκαζε στους προκατόχους της από την εισαγγελική έδρα. Μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβεις.
Υπάρχει όμως κι ένας άλλος λόγος, και για να τον βρούμε θα πρέπει να σκάψουμε βαθύτερα. Γιατί εξ ορισμού η Αριστερά είναι συνυφασμένη με την κριτική εφόσον αναγνωρίζει τον εαυτό της μόνο ως άρνηση του ισχύοντος. Συνεπώς, το αντίθετο της Αριστεράς είναι ο συντηρητισμός που επιδιώκει τη διατήρηση των πραγμάτων ως έχουν ή την πολύ ήπια και σταδιακή αλλαγή τους.
Με άλλα λόγια, η Αριστερά δεν αρκείται στην επίκριση όσων διαφωνούν μαζί της – αυτό τα κάνουμε όλοι μας, θέλουμε δεν θέλουμε· η Αριστερά ταυτίζει την ύπαρξή της με τον κριτικό λόγο που θα επιφέρει την αλλαγή και τη βελτίωση της κοινωνίας. Τούτου δεδομένου, μήπως είναι οξύμωρο, για να μην πω συκοφαντικό, να μιλάμε για δυσανεξία της στην κριτική;
Αν το ψάξουμε, τα πράγματα θα αποδειχθούν πιο περίπλοκα. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με την αυτοπροσωπογραφία του (σε στιλ απλοϊκού μαρξισμού), διεκδικεί κάτι που η κριτική σκέψη δεν μπορεί εξ ορισμού να του δώσει: διεκδικεί την ουσιώδη συνάφεια με αυτήν, μια συνάφεια η οποία υπερβαίνει την εκπροσώπηση και φτάνει στη συνταύτιση.
Δηλαδή πιστεύει ότι ΕΙΝΑΙ ο κριτικός λόγος, άρα δεν υπόκειται σ’ αυτόν. Συνεπώς, όσοι επικρίνουν τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε το ξέρουν ή το θέλουν είτε όχι, αρνούνται μια υπέρτατη ηθική αρχή ή προσπαθούν να γυρίσουν πίσω το ρολόι της Ιστορίας που, για να διαβαστεί σωστά, υπάρχει μόνο ένας τρόπος τον οποίο μόνο οι αριστεροί τον ξέρουν.
Ετσι εξηγείται η σχιζοφρενική στάση του απέναντι στην κριτική σκέψη. Από τη μια τη χρησιμοποιεί ενάντια στις κατεστημένες εξουσίες, ενώ ταυτόχρονα την απειλεί εκ των έσω. Κατά καιρούς πολλοί ισχυρίστηκαν ότι μιλούσαν εκ μέρους της αλήθειας και του ορθού λόγου.
Δεν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Διότι η ενσάρκωση του κριτικού λόγου είναι μια έννοια αντιφατική, τερατογεννημένη, που μας βοηθάει να ερμηνεύσουμε τόσο τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στον υπαρκτό σοσιαλισμό όσο και τη δυσανεξία του ΣΥΡΙΖΑ στην κριτική.