Συντηρητικοί αναθεωρητές
Έθνος, Δημοσιευμένο: 2016-06-07
Η αποτυχία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι εμφανέστατη σε όλους τους τομείς, εκτός από αυτόν της επικοινωνίας και της προπαγάνδας. Παρά την εκκωφαντική διάψευση όλων των προσδοκιών που δημαγωγικά και κυνικά δημιούργησε και την απουσία ενός υποτυπώδους σχεδίου ανασυγκρότησης της χώρας , ο λόγος της παραμένει επιθετικός και διχαστικός και μηδενικά αυτοκριτικός. Ο τρόπος όμως αυτός της διακυβέρνησης έχει επιπτώσεις και στο ιδεολογικό πεδίο. Επειδή οι πράξεις και οι παραλείψεις της κυβέρνησης επενδύονται έντονα με έναν αριστερίζοντα λόγο και με πολλές σχετικές ιστορικές αναφορές , αντίστοιχα απελευθερώνεται και εκφέρεται ένας αντιαριστερός, ακραίος πολλές φορές , λόγος . Και όχι μόνον αυτό. Ξύπνησαν και επανεμφανίστηκαν πολλές από τις “ ηττημένες ” ιδεολογίες της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Οι ιδεολογίες αυτές όμως, εκφράζονται τώρα και από άλλους , πιο συγκροτημένους, διανοούμενους , ως αντίδραση κυρίως στην θεωρούμενη μεταπολιτευτική αριστερή ηγεμονία , αλλά και σ’ αυτήν της τρέχουσας περιόδου. Δεν μένουν δε μόνο στις καταγγελίες των πραγματικών η των φανταστικών μάλλον αριστερών πρακτικών . αλλά λοιδορούν και προσπαθούν να αποδομήσουν τα μεταρρυθμιστικά δημοκρατικά και πολιτισμικά κινήματα της νεοελληνικής ιστορικής διαχρονίας . Για παράδειγμα μόλις ο Υπουργός Παιδείας ψέλλισε κάποιους αποσπασματικούς προβληματισμούς για τον τρόπο διδασκαλίας των αρχαίων και τις περισσότερες διδακτικές ώρες τους σε σχέση με τα νέα ελληνικά , σηκώθηκε και πάλι ο γνωστός κουρνιαχτός των καταγγελιών, των ύβρεων και των οιμωγών για το επικείμενο τέλος , για πολλοστή φορά , του ελληνισμού. Σ’ αυτό το θολό τοπίο εμφανίστηκαν και οι διανοούμενοι εκείνοι , οι οποίοι , υποδυόμενοι τον Αντρέ Μαρλώ του Μάη του ’ 68, εκφράζουν από καιρό μια αποενοχοποιημένη πλέον εκδοχή του νεοελληνικού συντηρητισμού.
Απαντώντας στον υπουργό, ξεκινούν την επιχειρηματολογία τους από την ανάγκη της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο , εκθειάζουν την καθαρεύουσα και φθάνουν στην καταδίκη της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και της καθιέρωσης της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας της ελληνικής πολιτείας. Κατασκευάζουν μια παρελθοντική φανταστική και πολλαπλά αποδοτική διδασκαλία των αρχαίων , αποσιωπώντας την κυριαρχία της στενής γραμματικής και συντακτικής ερμηνείας τους και την παντελή απουσία της φιλοσοφίας και των ιδεωδών τους.
Ουσιαστικά δε αμφισβητούν το δημοτικιστικό κίνημα και τους αγώνες , όχι μόνο αριστερών διανοητών, όπως ο Δημήτρης Γληνός , αλλά και αστών μεταρρυθμιστών, όπως ο Αλέξανδρος Δελμούζος. Θεωρούν τους εαυτούς τους , άγνωστο γιατί , ως μια πνευματική ελίτ , η οποία τώρα παίρνει την ρεβάνς από την “εισβολή ” της “ χυδαίας ” δημοτικής γλώσσας στην πολυεπίπεδη κοινωνική και εκπαιδευτική δομή. Η συντηρητική αναθεωρητική αυτή ανάγνωση της κοινωνικής και πολιτισμικής εγχώριας ιστορίας νομιμοποιείται δυστυχώς από την ανεκδιήγητη πολιτική της κυβερνώσας υβριδικής εθνολαϊκής αριστεράς .
Οι ιδεολογίες αυτές όμως, εκφράζονται τώρα και από άλλους , πιο συγκροτημένους, διανοούμενους , ως αντίδραση κυρίως στην θεωρούμενη μεταπολιτευτική αριστερή ηγεμονία , αλλά και σ’ αυτήν της τρέχουσας περιόδου. Δεν μένουν δε μόνο στις καταγγελίες των πραγματικών η των φανταστικών μάλλον αριστερών πρακτικών . αλλά λοιδορούν και προσπαθούν να αποδομήσουν τα μεταρρυθμιστικά δημοκρατικά και πολιτισμικά κινήματα της νεοελληνικής ιστορικής διαχρονίας . Για παράδειγμα μόλις ο Υπουργός Παιδείας ψέλλισε κάποιους αποσπασματικούς προβληματισμούς για τον τρόπο διδασκαλίας των αρχαίων και τις περισσότερες διδακτικές ώρες τους σε σχέση με τα νέα ελληνικά , σηκώθηκε και πάλι ο γνωστός κουρνιαχτός των καταγγελιών, των ύβρεων και των οιμωγών για το επικείμενο τέλος , για πολλοστή φορά , του ελληνισμού. Σ’ αυτό το θολό τοπίο εμφανίστηκαν και οι διανοούμενοι εκείνοι , οι οποίοι , υποδυόμενοι τον Αντρέ Μαρλώ του Μάη του ’ 68, εκφράζουν από καιρό μια αποενοχοποιημένη πλέον εκδοχή του νεοελληνικού συντηρητισμού.
Απαντώντας στον υπουργό, ξεκινούν την επιχειρηματολογία τους από την ανάγκη της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο , εκθειάζουν την καθαρεύουσα και φθάνουν στην καταδίκη της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και της καθιέρωσης της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας της ελληνικής πολιτείας. Κατασκευάζουν μια παρελθοντική φανταστική και πολλαπλά αποδοτική διδασκαλία των αρχαίων , αποσιωπώντας την κυριαρχία της στενής γραμματικής και συντακτικής ερμηνείας τους και την παντελή απουσία της φιλοσοφίας και των ιδεωδών τους.
Ουσιαστικά δε αμφισβητούν το δημοτικιστικό κίνημα και τους αγώνες , όχι μόνο αριστερών διανοητών, όπως ο Δημήτρης Γληνός , αλλά και αστών μεταρρυθμιστών, όπως ο Αλέξανδρος Δελμούζος. Θεωρούν τους εαυτούς τους , άγνωστο γιατί , ως μια πνευματική ελίτ , η οποία τώρα παίρνει την ρεβάνς από την “εισβολή ” της “ χυδαίας ” δημοτικής γλώσσας στην πολυεπίπεδη κοινωνική και εκπαιδευτική δομή. Η συντηρητική αναθεωρητική αυτή ανάγνωση της κοινωνικής και πολιτισμικής εγχώριας ιστορίας νομιμοποιείται δυστυχώς από την ανεκδιήγητη πολιτική της κυβερνώσας υβριδικής εθνολαϊκής αριστεράς .