Θαν. Θεοχαρόπουλος: Λύση δεν είναι το φύγε εσύ έλα εσύ, αλλά μία κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης. Μένουμε σταθεροί σε αυτή την επιδίωξη και την διεκδικούμε.
H ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΤΗΣ Κ.Ε.
Δημοσιευμένο: 2016-10-09
Η κοινωνική και οικονομική κρίση της χώρας συνεχίζει να εντείνεται. Το βιοτικό επίπεδο υποχωρεί συνεχώς. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έκλεισε 20 μήνες και αντί να καταλάβει από τα λάθη της και να διορθώσει κάποια από αυτά, εφαρμόζει πλέον συντηρητικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Και για όσους σπεύσουν να θεωρήσουν ότι ανεβάζουμε πολύ τους αντιπολιτευτικούς τόνους, ας δούμε τις τελευταίες εξελίξεις.
Ξεκινώ με την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού, το οποίο προβλέπει νέα φοροκαταιγίδα για το 2017. Επίσης ο προϋπολογισμός του 2017 προβλέπει για το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης δαπάνες 760 εκατ. ευρώ. Για να δώσει το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης και το 2018 θα πρέπει να βρει 900 εκατ. ευρώ, τα οποία δεν έχει. Οπότε τι θα κάνει; Ή δεν θα τα δώσει που είναι και το πιο πιθανό ή θα τα πάρει από τους φτωχούς μέσω των έμμεσων και άμεσων φόρων και θα τα μοιράσει στους φτωχούς. Αυτό στην καλύτερη περίπτωση που πετύχει τους στόχους λέγεται ανακύκλωση της φτώχειας ή αλλιώς μια τρύπα στο νερό.
Όσον αφορά την τρέχουσα πολιτική, το πρώτο μεγάλο πρόβλημα αφορά στο ζήτημα της είσπραξης δημοσίων εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών. Στο εξής, η Γενική Γραμματεία Εσόδων θα αποτελεί έναν οργανισμό, ο οποίος θα λειτουργεί μόνο στη βάση του οικονομικού κριτηρίου και του οικονομικού οφέλους και δεν θα εξετάζει κανένα άλλο κριτήριο για την εισπραξιμότητα πέραν του οικονομικού. Όποιος πέφτει στα δίχτυα του Excel της Γενικής Γραμματείας, δεν θα έχει καμία δυνατότητα να σώσει την επιχείρηση, το σπίτι, τις εργασίες και τους εργαζόμενούς του. Ανεξάρτητα αν μιλάμε για καλούς επιχειρηματίες που τους χαντάκωσε η κρίση ή για κακούς, αν μιλάμε για επιχειρήσεις που απασχολούν πολλούς ή λίγους εργαζόμενους, για επιχειρηματικούς τομείς και κλάδους με μεγάλη ή με μικρότερη σπουδαιότητα για την ελληνική οικονομία, εδώ δεν θα μετρά κανένα άλλο κριτήριο παρά μόνο το: «Χρωστάς; Χάθηκες».
Μη μου πείτε πως η βίαιη αναδιανομή των σχέσεων ιδιοκτησίας είτε αυτή αφορά επιχειρήσεις είτε μικρομεσαίους είτε απλές κατοικίες, μη μου πείτε πως η απολυτοποίηση του οικονομικού κριτηρίου ως του μόνου κριτηρίου για τη βιωσιμότητα μιας επιχείρησης ή και μιας κατοικίας, όλα αυτά δεν αποτελούν το άλφα και το ωμέγα του νεοφιλελευθερισμού.
Ο ρόλος της Γενικής Γραμματείας Εσόδων μαζί με τη διαχείριση των κόκκινων δανείων και τον έλεγχο των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών από το υπερ-ταμείο οδηγεί σε μια τεράστια αναδιάρθρωση των σχέσεων ιδιοκτησίας και κυρίως σε ακόμη μεγαλύτερη ανεργία, καθώς πολλές επιχειρήσεις από τις υπάρχουσες θα κλείσουν και πολλοί εργαζόμενοι θα βρεθούν χωρίς δουλειά.
Ας δούμε μόνο το πως επιχειρηματολόγησαν για τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες. Είναι μνημείο κυνικού νεοφιλελευθερισμού η απάντηση πως έχουν 255 εκατομμύρια λόγους να χαίρονται για τις εξελίξεις. Ανεξάρτητα του πόσοι εργαζόμενοι θα χάσουν τη δουλειά τους, ανεξάρτητα της ποιότητας του νέου τηλεοπτικού τοπίου, ανεξάρτητα από πολλά άλλα ποιοτικά στοιχεία το μόνο που αξίζει είναι τα 255 εκατομμύρια; Ντροπή.
Η κυβέρνηση εγκλωβίστηκε σε ένα ολέθριο λάθος. Βεβαίως χρειαζόταν να μπει τάξη σε ένα άναρχο τηλεοπτικό πεδίο και αυτό κακώς δεν είχε γίνει τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό όμως δεν επιτεύχθηκε. Γιατί τάξη δεν μπαίνει με μοναδικό κριτήριο το χρήμα και χωρίς την λειτουργία του ΕΣΡ. Δεν μπαίνει δημιουργώντας ολιγοπωλιακές συνθήκες. Τάξη δεν βάζεις προκαλώντας το μαύρο σε βιώσιμους τηλεοπτικούς σταθμούς οδηγώντας χιλιάδες εργαζόμενους στην ανεργία. Για την αδειοδότηση υπεύθυνο είναι το ΕΣΡ όπως το Σύνταγμα επιτάσσει. Το ζήτημα είναι πρωτίστως πολιτικό.
Τώρα δεν χρειάζεται να σας θυμίσω πώς πέρασαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία της χώρας υπό τον έλεγχο των δανειστών για έναν αιώνα! Ακόμη και το νερό! Νομοθέτησαν την πρόβλεψη για κόφτη σε μισθούς και συντάξεις! Πλέον στις διαπραγματεύσεις τους για τις ιδιωτικοποιήσεις θα φτάσουν να απολογούνται που δεν έχουν και άλλη δημόσια ιδιοκτησία να ιδιωτικοποιήσουν. Θυμίζουν τον συμπαθή ταξιτζή που τον σταματάει η τροχαία και τον ρωτάει γιατί έχει έξι επιβάτες. Και απαντά «συγγνώμη, κύριε τροχονόμε, δεν έπαιρνε άλλους»!!
Θα έλεγα άξιος ο μισθός τους και η εξουσία τους, αν μας είχαν πει ότι στόχος τους είναι η οικοδόμηση του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού». Αλλά ας μην θυμηθούμε καλύτερα τι υποσχέθηκαν και τι κάνουν.
Σήμερα η πραγματική οικονομία στενάζει, η οικονομική πολιτική, που εδράζεται στο μοντέλο φόροι και ξανά φόροι και την επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά το προσχέδιο του προϋπολογισμού, είναι και κοινωνικά άδικη και οικονομικά αναποτελεσματική. Αν δεν αλλάξει άμεσα, το νέο οικονομικό αδιέξοδο δεν θα αργήσει. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Η κοινωνία βοά. Η κρίση δεν βαθαίνει απλά. Παγιώνεται και αποκτά χαρακτηριστικά μιας μόνιμης πραγματικότητας που τίποτα στα μάτια των πολιτών δεν φαίνεται να μπορεί να την αλλάξει.
Προϋπόθεση για την υπέρβαση της κρίσης είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς πολιτικής. Να υπάρξει σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης και βιώσιμη ανάπτυξη για να υπάρξει εκκίνηση της οικονομίας και της επενδυτικής δραστηριότητας. Δυστυχώς η σημερινή κυβέρνηση έχει υποβαθμίσει όλα αυτά τα ζητήματα, δεν έχει προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις σε κανένα τομέα πολιτικής και δεν έχει ούτε καν παρουσιάσει κανένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Ταυτόχρονα είναι απαραίτητη η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους για να καταστεί βιώσιμο. Αλλά ας μην υπάρχουν νέες αυταπάτες, ακόμη και να ρυθμιζόταν το χρέος, γρήγορα θα φτάναμε στο ίδιο σημείο εάν δεν υιοθετηθεί ένα υγιές παραγωγικό μοντέλο. Η δική μας θέση στο θέμα αυτό είναι σταθερή σε όλη την περίοδο της κρίσης με ρεαλιστικές επιδιώξεις για την αναδιάρθρωση του χρέους και όχι αυταπάτες. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία με υποσχέσεις για διαγραφή και κούρεμα του χρέους και κατέληξε σε μία απόφαση του Eurogroup το 2016 που πηγαίνει πίσω το θέμα ακόμη και από την απόφαση του Eurogroup του 2012 για αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους. Οι αυταπάτες δυστυχώς έχουν συνέπειες για την χώρα.
Εκτός όμως από τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ έχουμε και την ανάπτυξη ενός όχι και τόσο υπόγειου ρεύματος στην κοινωνία υπέρ νεοφιλελεύθερων λύσεων. Στην κοινωνία αναπτύσσεται ένα κλίμα επικίνδυνο και διχαστικό. Σύμφωνα με αυτό, για την φτώχεια δεν φταίει η έλλειψη ευκαιριών στις κοινωνίες, αλλά οι ίδιοι οι φτωχοί. Ο κοινωνικός αυτοματισμός -ιδιωτικοί υπάλληλοι κατά δημοσίων, μορφωμένοι κατά μη μορφωμένων, επιτυχημένοι κατά «αποτυχημένων», πλούσιοι κατά μικρομεσαίων, μικρομεσαίοι κατά φτωχών, φτωχοί κατά κοινωνικά αποκλεισμένων- είναι το κοινωνικό κλίμα που διαμορφώνεται. Από αυτό το κλίμα κινδυνεύει να απαξιωθεί ολόκληρη η Αριστερά και κυρίως να καταστραφεί η χώρα. Η πολιτική αυτή οδηγεί σε απαξίωση των ιδανικών για τα οποία αγωνίστηκε ο κόσμος της ανανεωτικής αριστεράς. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Για εμάς είναι ξεκάθαρο ότι η κρίση έφερε τα μνημόνια και τα μνημόνια της υπερβολικής λιτότητας απλώς βάθυναν την κρίση. Δεν φτάνει όμως να λέμε μόνο αυτό, γιατί έτσι τίποτα δεν μας διαχωρίζει από τις συντηρητικές λογικές. Είναι σίγουρο πως αν οι συσχετισμοί στην Ευρώπη ήταν διαφορετικοί και είχε εφαρμοστεί λιγότερη λιτότητα και περισσότερες πολιτικές δημόσιων επενδύσεων, ίσως να μη φτάναμε εδώ που φτάσαμε.
Παρά την αυστηρή δική μας κριτική, δεν ασκούμε στείρα, αλλά προγραμματική αντιπολίτευση. Δεν ακολουθούμε το παράδειγμα της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν οδηγήσει την χώρα σε μία στείρα διχαστική αντιπαράθεση. Δεν έχουμε προκαταβολικά αρνητική στάση με κανέναν, το έχουμε αποδείξει. Για παράδειγμα πήραμε ξεκάθαρη θέση για την κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών, την οποία και ψηφίσαμε, αλλά και πρόσφατα για τον αναγκαίο διαχωρισμό των σχέσεων εκκλησίας και κράτους. Στο πλαίσιο αυτό είναι απαραίτητη και η αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών που πρέπει να σταματήσει να είναι ομολογιακού χαρακτήρα. Με απογοήτευση είδα τον κ. Τσίπρα να κάνει για άλλη μια φορά πίσω προσχωρώντας στο στρατόπεδο των «ναι μεν… αλλά», ιδιαίτερα μετά και την συνάντησή του με τον Αρχιεπίσκοπο όπου συνοδευόταν μεταξύ άλλων και από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας κ. Καμμένο, ως ειδικό φαντάζομαι στο μάθημα των Θρησκευτικών. Κοιτάξτε, οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου, όπως και στο θέμα των ταυτοτήτων, πρέπει να είναι ανοικτές και για τον χωρισμό κράτους–εκκλησίας. Η κυβερνητική υπαναχώρηση σε αυτό το θέμα είναι ένα ολέθριο λάθος.
Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί τη ΝΔ για νεοφιλελευθερισμό. Αν κοιταχθούν και οι δυο στον κομματικό τους καθρέφτη δεν θα μπορούν να ξεχωρίσουν ποιος είναι ποιος ως προς αυτό το θέμα. Γι’ αυτό και στο μείζον ο κ. Τσίπρας συντάσσεται με τη ΝΔ. Αθωώνει τη ΝΔ που με την αλόγιστη πολιτική της από το 2004 ως το 2009, και ιδίως τη διετία 2007-2009, οδήγησε στην κρίση ελλειμμάτων.
Ταυτόχρονα τρέχει και ο κ Μητσοτάκης να δώσει συγχωροχάρτι στην περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή. Πως άλλωστε θα συγκρατήσει το κόμμα του; Η ΝΔ λανσάρεται ως το κόμμα της υπευθυνότητας και του αστικού πνεύματος. Κούνια που τους κούναγε. Γιατί ένα υπεύθυνο αστικό κόμμα δεν ζητάει κάθε μέρα εκλογές, αλλά καταθέτει την πρότασή του για μια άλλη πολιτική. Φανταστείτε τα κόμματα των ευρωπαϊκών δυτικών δημοκρατιών να ζητούν εκλογές την επομένη των εκλογών. Αυτά μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν.
Η λύση σήμερα δεν είναι η συντηρητική παλινόρθωση στην οποία στοχεύει η ΝΔ. Εμείς δεν έχουμε αυταπάτες. Δεν αντέχει η χώρα άλλο γύρο ψευδαισθήσεων. Η αλλαγή ηγεσίας στη ΝΔ δεν συνιστά επί της ουσίας αλλαγή στο διαχρονικά συντηρητικό ιδεολογικό, πολιτικό και προγραμματικό πρόσημό της. Η ΝΔ παραμένει μια βαθύτατα συντηρητική δύναμη που δεν μπορεί με την πολιτική που ευαγγελίζεται να προσφέρει τις μεταρρυθμιστικές λύσεις που έχει ανάγκη η σημερινή Ελλάδα και να ανταποκριθεί στα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη, συνοχή και αλληλεγγύη της Ελληνικής κοινωνίας, για έξοδο από την κρίση.
Τότε θα αναρωτιόταν κάποιος γιατί δεν κριτικάρουμε ακόμη περισσότερο τη ΝΔ; Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνά ενώ η ΝΔ όχι, αλλά και για κάτι ακόμη πολύ πιο σημαντικό. Γιατί η ΝΔ δεν παράγει πολιτική και δεν μπορεί να τα βάζεις με ανύπαρκτες πολιτικές. Όπως ακριβώς ο κ. Τσίπρας κρύβεται πίσω από τους Υπουργούς του, όπως κρύφτηκε πίσω από τον κ. Φίλη για το μάθημα των θρησκευτικών και πίσω από τον κ. Τόσκα για τα αριστερά δακρυγόνα, έτσι και ο κ. Μητσοτάκης κρύβεται πίσω από την αποτυχία του κ. Τσίπρα και περιμένει και αυτός να δοξαστεί κρυπτόμενος.
Μήπως όμως τα πράγματα είναι καλύτερα στα ζητήματα της δημοκρατίας; Κοιτάξτε, δεν είμαστε στη λογική αυτών των αντιαριστερών που όποια πέτρα και να σηκώσουν ανακαλύπτουν και ένα σταλινικό, όταν κάποιος μιλά για την Αριστερά. Η χώρα μας δεν κινδυνεύει από τον Στάλιν. Κινδυνεύει όμως από ένα κόμμα που πιστεύει ότι πρέπει να καταργήσει τη διάκριση των εξουσιών. Ο δικός μας χώρος έχει έρθει σε σύγκρουση με ένα αξίωμα που έλεγε ότι για να κυβερνήσει καλά η Αριστερά δεν πρέπει να έρθει μόνο στην κυβέρνηση, αλλά θα πρέπει και να «καταλάβει» και τους θεσμούς. Εμείς στην Δημοκρατική Αριστερά, τονίζω με έμφαση το Δημοκρατική, δεν συμφωνούμε με τέτοιες πολιτικές που είναι στον αντίποδα του DNA μας. Θα μπορούσαμε άραγε να συναινέσουμε και να χαρακτηρίσουμε ως προοδευτική μια πολιτική παρεμβάσεων στα ΜΜΕ, στους δήμους; Όχι βεβαίως, εμείς δεν θα μπορούσαμε και δεν το κάνουμε για κανένα αντάλλαγμα.
Ή μήπως θα μπορούσαμε να συναινέσουμε στις κυβερνητικές παρεμβάσεις στην δικαιοσύνη; Στην σημερινή κυβέρνηση υπάρχει μία συνιστώσα της καραμανλικής δεξιάς που την εκφράζει ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο πρώην πρόεδρος, δηλαδή, της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, της ΕΥΠ, επί διακυβέρνησης Κώστα Καραμανλή. Ναι όλα αυτά συμβαίνουν στην κυβέρνηση της «αριστεράς». Έχουμε επανειλημμένα τονίσει την ανησυχία μας για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική δικαιοσύνη. Και δυστυχώς μας επιβεβαιώνουν και οι πρόσφατες εξελίξεις στον χώρο της, μετά και από την παραίτηση των δύο Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας από την Ένωση Δικαστικών Λειτουργών εξαιτίας της ματαίωσης της Ολομέλειας του ΣτΕ για τις εκκρεμείς υποθέσεις των τηλεοπτικών αδειών. Και στον απόηχο του κρίσιμου αυτού θεσμικού ζητήματος, παρακολουθήσαμε έκπληκτοι την δέσμευσή του πρωθυπουργού για διατήρηση των ειδικών μισθολογίων των Δικαστών στην συνάντησή του με τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων! Η δικαιοσύνη αποτελεί ύψιστο θεσμό της δημοκρατίας, θεμέλιο λίθο ενός σύγχρονου, αποτελεσματικού, κοινωνικού και αξιόπιστου κράτους! Και οφείλουμε να την προφυλάσσουμε, να αποτρέπουμε οποιαδήποτε προσπάθεια υπονόμευσης της ανεξαρτησίας της και -το κυριότερο- να την κρατήσουμε μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Ακούω κάποιους να αναρωτιούνται: Μα καλά αν τα πράγματα είναι τόσο άσχημα τόσο από πλευράς κυβερνητικής πολιτικής όσο και από πλευράς της πρότασης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τι γίνεται με τη δική μας πρόταση; Σήμερα η κεντροαριστερή αφήγηση σε αυτό το περιβάλλον είναι περισσότερο επίκαιρη και από το 2015 που ξεκίνησε το εγχείρημα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.
Προτού πω το τι εμείς προτείνουμε, θα σας παρακαλούσα να μου επιτρέψετε να πω δυο λόγια για το πώς εμείς βλέπουμε την Κεντροαριστερά.
Πρώτη θέση μας είναι αυτή της μετάβασης σε ένα κράτος παροχής ποιοτικών υπηρεσιών βάζοντας ένα οριστικό τέλος στον κρατισμό και το επιδοματικό κράτος.
Δεύτερη, αυτό το κράτος παροχής υπηρεσιών, να αποτελέσει μια σύγχρονη αναπτυξιακή πρόταση για ενίσχυση των υποδομών και του ανθρώπινου δυναμικού σε κρίσιμους κοινωνικούς τομείς, όπως η παιδεία και η υγεία. Έχοντας σωστές και ποιοτικές υπηρεσίες οι πολίτες εξοικονομούν εισόδημα, το οποίο μπορεί να κατευθυνθεί σε επενδύσεις ή και στην κατανάλωση και συνδέεται με την ανάπτυξη.
Τρίτη, η πρότασή μας για προοδευτική, και όχι επίπεδη φορολόγηση που προτείνουν για παράδειγμα οι συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις, σε συνδυασμό με φορολογικά κίνητρα και απαλλαγές για όποιον επενδύει τα κέρδη του. Ταυτόχρονα με πολιτικές διευκολύνσεων για όσους είναι σχετικά συνεπείς στις φορολογικές τους υποχρεώσεις και αντιμετωπίζουν συγκυριακές δυσκολίες.
Τέταρτη, οι πολιτικές στήριξης για μια κοινωνία ίσων ευκαιριών με αξιοκρατία.
Πέμπτη, η ανάπτυξη χρειάζεται εμπιστοσύνη. Αλλά γι’ αυτό δεν αρκεί μόνο η εμπιστοσύνη των αγορών, χρειάζεται και η εμπιστοσύνη των πολιτών.
Μια κοινωνία αισθάνεται ασφαλής και έτοιμη για δημιουργικότητα μόνο όταν υπάρχει κλίμα κοινωνικής και ατομικής ασφάλειας, κοινωνικής ηρεμίας και ισορροπίας. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει σε κοινωνίες με μεγάλες ανισότητες.
Επομένως φθάνω εδώ στη δική μας αφήγηση.
Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη και μόνιμη ανάπτυξη σε άνισες κοινωνίες. Εμπιστοσύνη υπάρχει στις κοινωνίες που υπάρχουν πολιτικές άρσης των ανισοτήτων.
Μια τέτοια Κεντροαριστερά επιδιώκουμε.
Πως όμως θα την πετύχουμε;
Σίγουρα όχι με μεγάλα λόγια και κοινοτοπίες.
Ισχυρή αυτόνομη κεντροαριστερά χωρίς αυταπάτες και λαϊκισμό αλλά με σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό σημαίνει ξεκάθαρη πολιτική και ιδεολογική οριοθέτηση τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και από τη ΝΔ. Έχουμε τις δικές μας θέσεις και προτάσεις. Είμαστε με τις θέσεις μίας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, όπως εφαρμόσθηκε πετυχημένα σε χώρες της Ε.Ε., οδηγώντας σε ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο με κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη και σύγχρονες υπηρεσίες κοινωνικής πολιτικής και όχι τον κρατισμό με επιδοματικές πολιτικές αναπαραγωγής της φτώχειας. Θέλουμε να επιβάλλουμε την εθνική συνεννόηση που θα κινητοποιήσει όλες τις ζωντανές και παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, γιατί σε αυτές τις σημερινές συνθήκες κανείς μόνος του δεν μπορεί να βγάλει την χώρα από την κρίση. Για αυτό λέμε ότι λύση δεν είναι το φύγε εσύ έλα εσύ, αλλά μία κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης. Μένουμε σταθεροί σε αυτή την επιδίωξη και την διεκδικούμε.
Ταυτόχρονα επιδιώκουμε την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών και την καθοριστική ενίσχυση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης για να μη καθιερωθούν οι συνθήκες ενός αναπαλαιωμένου δικομματισμού, τον οποίο όψιμα υιοθέτησε ο κ. Τσίπρας ξεχνώντας τις πάγιες θέσεις της αριστεράς.
Σήμερα οφείλουμε να λέμε αλήθειες που προασπίζουν το δημόσιο συμφέρον και γι’ αυτό πείθουν. Ο δρόμος είναι δύσβατος και δεν υποστηρίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα ούτε ότι έχουμε σ’ όλα δίκιο. Γι’ αυτό και τίποτα αξιόλογο δεν θα προκύψει, αν δεν πειστεί η κοινωνία να προσέλθει όχι επειδή την προσκαλούμε, αλλά επειδή βλέπει ότι εδώ γίνεται κάτι καινούργιο και κυρίως επειδή θα πειστεί ότι αυτό το καινούργιο θα είναι και καλό μόνο με τη δική της συμμετοχή.
Γι’ αυτό επιμένουμε σε μια σύγχρονη κεντροαριστερά. Που πρέπει να έχει όχι μόνο σύγχρονες θέσεις για την υπέρβαση της κρίσης, αλλά και θέσεις που θα μειώνουν τις ανισότητες και τις κοινωνικές αδικίες. Με αρμονική συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και όχι σύγκρουση, όπως από διαφορετική σκοπιά επιδιώκουν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ένα χρόνο πριν, εμείς τολμήσαμε με την Δημοκρατική Συμπαράταξη. Σήμερα συνεχίζουμε. Δεν θα το κρύψω, με δυσκολίες και εμπόδια. Κάθε εγχείρημα έχει μπροστά του δυσκολίες και εμπόδια. Αλλά είμαστε όλοι, μέσα από τη διαφορετικότητά μας επικεντρωμένοι στο στόχο της εμβάθυνσης της συνεργασίας μας και της διεύρυνσης του εγχειρήματος της Κεντροαριστεράς. Η χώρα χρειάζεται έναν ισχυρό ενιαίο προοδευτικό φορέα της σοσιαλδημοκρατίας, της ανανεωτικής αριστεράς και του προοδευτικού κέντρου και εμείς πρέπει να ανταποκριθούμε και θα ανταποκριθούμε. Είμαστε αποφασισμένοι να συμβάλλουμε αποφασιστικά στη δημιουργία μια μεγάλης παράταξης.
Εμείς στην ΔΗΜΑΡ δεν κάνουμε πίσω.
Πολιτικό κενό δεν θα υπάρξει. Όχι γιατί το λέμε εμείς. Αλλά γιατί το χρειάζονται οι πολίτες. Αυτοί θέλουν να υπάρξει μία ενωμένη κεντροαριστερά που θα αποτελέσει τον ισχυρό εκπρόσωπο των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στη χώρα μας απέναντι στον εκπρόσωπο του Λαϊκού Κόμματος, τη ΝΔ. Αν δεν τα καταφέρουμε εμείς θα κοιτάξουν να βρουν άλλους. Αλλά το θέμα είναι να τους πείσουμε ότι εμείς θέλουμε το ίδιο με αυτούς.
Η πολιτική είναι μία δύσκολη υπόθεση και όταν οι απαντήσεις στις δυσκολίες της είναι η μεγαλοστομία, γίνεται ακόμη πιο δύσκολο. Όταν αντιθέτως αυτή ανοίγει στη συμμετοχή πολλών και διαφορετικών απόψεων γίνεται πιο εύκολη, αλλά κυρίως γίνεται πιο ωφέλιμη για την κοινωνία και τους ίδιους τους πολίτες.
Συνεχίζει επομένως σήμερα να είναι περισσότερο αναγκαίο από ποτέ να υπάρξει αποφασιστικότητα για να υπάρξει ένας μαζικός και ισχυρός πόλος της προοδευτικής παράταξης. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να δώσουμε μέσα από ανοιχτές διαδικασίες, ζωτικό χώρο ισότιμης συμμετοχής, έκφρασης, εκπροσώπησης σε όλους όσους πιστεύουν στην ανασύνθεση, την ενότητα και μετεξέλιξη του ευρύτερου χώρου της Κεντροαριστεράς. Οι συνεννοήσεις κορυφής αποδείχθηκε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έκρυβαν πίσω από τις αμφιθυμίες και τις καθυστερήσεις, υστεροβουλίες και σκοπιμότητες.
Όποιος φορέας, ή κίνηση του ευρύτερου προοδευτικού χώρου το επιθυμεί πραγματικά και αποδέχεται τις θεμελιώδεις αρχές και προϋποθέσεις για την ανασυγκρότηση του χώρου πρέπει να συμβάλλει σε αυτό το εγχείρημα, η επιτυχία του οποίου είναι απαραίτητη για να υπάρξει αξιόπιστη ισχυρή εναλλακτική προοδευτική λύση για τον τόπο. Καλούμε όλους τους προοδευτικούς πολίτες. Όλους όσους δεν συμφωνούμε με το ετεροπροσδιορισμό αλλά επιδιώκουμε έναν αυτόνομο πόλο. Όλους όσους είναι απέναντι τόσο στις συντηρητικές πολιτικές της ΝΔ όσο και στον κρατισμό και λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Όσους επίσης είναι απογοητευμένοι από τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, που μπορεί και να τον ψήφισαν, αλλά σήμερα προσβλέπουν σε μία εναλλακτική προοδευτική λύση μακριά όμως από τις παθογένειες του παρελθόντος.
Οι διεργασίες για την ενιαία κεντροαριστερά πρέπει να προχωρήσουν και τα βήματα πρέπει να γίνουν πιο γρήγορα και με σαφή κατεύθυνση. Εμείς γνωρίζουμε τι θέλουμε και για να γίνει αυτό δεν μπορεί να μετατίθεται σε αόριστο χρόνο. Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία δεν χωρούν πισωγυρίσματα. Εμείς, ως Δημοκρατική Αριστερά είμαστε σταθερά υπέρ της συγκρότησης μιας μεγάλης προοδευτικής, σοσιαλδημοκρατικής παράταξης. Το ζήτημα δεν είναι οργανωτικό, είναι πολιτικό.
Η δική μας πρόταση είναι σταθερή για έναν σύγχρονο ενιαίο προοδευτικό φορέα που θα ενώσει τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, του προοδευτικού κέντρου και της ανανεωτικής αριστεράς. Για αυτό μένουμε σταθεροί στην ανάγκη ενός Συνεδρίου για τον ενιαίο σοσιαλδημοκρατικό φορέα.
Η Δημοκρατική Αριστερά, οι εταίροι μας στην Δημοκρατική Συμπαράταξη, οι υπόλοιπες δυνάμεις του ευρύτερου προοδευτικού χώρου πρέπει να προχωρήσουμε αποφασιστικά προς τα εμπρός για έναν αυτόνομο πόλο της σοσιαλδημοκρατίας, του προοδευτικού κέντρου και της ανανεωτικής αριστεράς.
Μετά από την αποτυχία του διαλόγου με την ηγεσία του Ποταμιού, διάλογο που σκόνταψε σε προσωπικές φιλοδοξίες, αλαζονείες και ματαιοδοξίες απαιτείται ένα σαφές άνοιγμα σε δυνάμεις, κινήσεις και ανένταχτες προσωπικότητες του ευρύτερου προοδευτικού κέντρου. Η κοινωνία χρειάζεται ένα σύγχρονο φορέα της κεντροαριστεράς που θα δίνει προοδευτικές λύσεις στα προβλήματα. Χρειάζεται μια αξιόπιστη εναλλακτική προοδευτική λύση και όχι τους παραγοντισμούς και τους εγωισμούς κανενός.
Πρέπει να σηματοδοτηθεί ένα νέο ξεκίνημα στραμμένο στο παρόν και στο μέλλον και όχι στο παρελθόν. Με υπέρβαση των υφιστάμενων σχημάτων για να δημιουργηθεί το νέο που θα εμπνεύσει. Με φυγή προς τα εμπρός χωρίς τις ταλαντεύσεις που προέρχονται από την κυριαρχία μίας νοοτροπίας δικαίωσης και αυτοεπιβεβαίωσης με όρους παρελθόντος. Για μία επανεκκίνηση που προϋποθέτει μια τολμηρή μετεξέλιξη σε μια προοπτική ενός ενιαίου πολιτικού υποκειμένου. Η μετεξέλιξη αυτή θα συμβάλει σε νέες απαντήσεις στην πολιτική σκηνή. Για να υπάρξει ένα νέο αφήγημα ειδικά για τις νεότερες γενιές που αναζητούν σύγχρονες πολιτικές εκφράσεις.
Επιτέλους πρέπει να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις των καιρών.
Χρειάζεται λογική, υπευθυνότητα, προοδευτική προοπτική.
Και αυτό μπορεί να γίνει με ανοιχτό διάλογο, με νέο Προοδευτικό Σχέδιο για την χώρα και το μέλλον της. Με ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα.
Με ενότητα και ανανέωση.
Μόνο έτσι θα πετύχουμε.