Η Αριστερά της εποχής μας σε μια μη σοσιαλιστική εποχή
Η ΑΡΝΗΣΗ ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ ΦΕΡΝΕΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Αιμίλιος Ζαχαρέας, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2006-02-25
"...αυτό που χρειάζεται ο τόπος είναι οι ειδικοί που ασχολούνται με την πολιτική. Δεν έχουμε ανάγκη τους μεταφυσικούς της ιδεολογίας. Χρειαζόμαστε μορφωμένους πολιτικούς. Δυστυχώς, στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετοί πολιτικοί που έχουν αποτύχει ως διανοούμενοι και πολλοί διανοούμενοι που έχουν αποτύχει ως πολιτικοί».
Η Αριστερά της εποχής μας -η αρχική εμφάνιση της οποίας αναζητείται εδώ και τρεις αιώνες- πορεύεται και δρα σε μια μη σοσιαλιστική εποχή. Δηλαδή σε μιαν ιστορική περίοδο, όπου δεν τίθεται θέμα ανατροπής του καπιταλισμού με βάση το ιδεώδες της Αριστεράς του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ήτοι την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, την αυτοκυβέρνηση των παραγωγών, τον μαρασμό του κράτους, άρα και της πολιτικής, κ.λπ. Δεν νομίζω πως είναι δύσκολο ν’ αναγνωριστεί η πραγματική αυτή κατάσταση.
Η Αριστερά των πολιτικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών του πρώτου αιώνα της ύπαρξής της, του δέκατου όγδοου, δίνει τη θέση της στην Αριστερά της ισότητας και των κοινωνικών δικαιωμάτων του δέκατου ένατου αιώνα, που φτάνει μέχρι τη δεκαετία του 1970.
Στον δεύτερο αιώνα της ύπαρξής της η Αριστερά χαρακτηρίζεται και από ένα άλλο στοιχείο το οποίο αποκαλούμε επιστημολογικό. Υπάρχει η πεποίθηση πως είναι δυνατό να μελετηθεί η κοινωνία επιστημονικά, ήτοι μπορεί να μεταβληθεί μέσω ενός σχεδίου. Ο σκοπός του σχεδιασμού εξασφάλιζε τη συνεχή ανάπτυξη και την εφαρμογή της ισότητας που είναι αξία συνοδευτική της αξιοπρέπειας του ανθρώπου.
Η μηχανιστική αυτή αντίληψη είχε ολέθριες συνέπειες στον εικοστό αιώνα και αναζητείται στον μαρξισμό. Θέσεις όπως «ο κομμουνισμός του μέλλοντος», «η αρμονική και ευτυχισμένη κοινωνία», «ο νέος άνθρωπος» κ.λπ. δεν είναι τίποτα άλλο παρά κακέκτυπο της ουράνιας Ιερουσαλήμ στη Γη. Αλλη μια πρόταση μαζί μ’ εκείνη του χριστιανισμού για τη «σωτηρία» του ανθρώπου. Γνωρίζουμε τώρα πως η επικράτηση του «Μαρξ προφήτη» έναντι του «Μαρξ επιστήμονα» οδήγησε στη χρεοκοπία και στην ήττα του κομμουνιστικού κινήματος.
Καθώς λοιπόν έληξε «ο σύντομος αιώνας», όπως αποκαλεί ο Χόμπσμπομ τον εικοστό, έχουμε πολλές ενδείξεις πως η σοσιαλιστική φάση της Αριστεράς, όπως είχε προσδιοριστεί στον δεύτερο αιώνα της ύπαρξής της, εξαντλήθηκε. Οχι όμως όπως λέγεται, με την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά αντιθέτως με την πραγματοποίηση των σκοπών της.
Οσοι έχουν ασχοληθεί με τα έργα των κλασικών της σοσιαλδημοκρατίας, ήτοι Λένιν, Χίλφρεντινγκ, Κάουτσκι, Μπερνστάιν κ.ά., γνωρίζουν πως η απασχόληση, η διανομή του εισοδήματος, η εκπαίδευση, η κοινωνική ασφάλεια, η πρόνοια, η επέκταση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, η ανάπτυξη των ισχυρών οργανισμών του εργατικού κινήματος πραγματοποιήθηκαν στον «σύντομο αιώνα» και ήταν τα κύρια αιτήματα της Αριστεράς στη σοσιαλιστική της φάση.
Εγινε προσπάθεια και εφαρμόστηκε «ο τελικός σκοπός». Η ανθρωπότητα πειραματίστηκε περίπου επί εβδομήντα χρόνια. Η βροντώδης πτώση του σοβιετικού κομμουνισμού το 1989 έδωσε την ιστορική απάντηση, για όσο τουλάχιστον επιτρέπει ο ορίζοντας των προσδοκιών.
Πολλές είναι τώρα οι ενδείξεις, πως στην αρχή του τρίτου αιώνα της ύπαρξής της, η Αριστερά υποχρεούται από τα ίδια τα πράγματα να επαναπροσδιορίζει σκοπό, μέσα και στόχους. Οπως συμβαίνει σχεδόν πάντοτε στις περιπτώσεις αυτές, οι αντιστάσεις είναι μεγάλες, γιατί το καθήκον επανορισμού σκοπών και μέσων βρίσκει αντίθετες τις ισχυρές οργανώσεις του εργατικού κινήματος που δημιούργησε το κράτος ευημερίας. Η αιτία δεν αναζητείται μόνον στην πνευματική οκνηρία και στο βάρος των παλαιών ιδεών που ασκούν αρνητική επίδραση σε κάθε αλλαγή. Αλλά επίσης και στα παγιωμένα οικονομικά συμφέροντα των οργανώσεων αυτών, ήτοι των κομμάτων, των συνδικάτων, των συνεταιρισμών, κ.λπ.
Το αρνητικό αυτό αποτέλεσμα ωθεί την Αριστερά σε θέσεις συντηρητικές και αντιδραστικές, επειδή σε αρκετούς κοινωνικούς τομείς τα αντανακλαστικά της ακουμπούν στα σοσιαλιστικά αιτήματα του παρελθόντος. Τα αποτελέσματα των εκλογών του Απριλίου 2000 και Μαρτίου 2004 αποδεικνύουν το ασφαλές του λόγου.
Οι ενδείξεις είναι πως τείνουμε μονίμως από ιστορικής πλευράς σε θέσεις συντηρητικές, όπως π.χ. στα θέματα της παιδείας όπου, ιδιαιτέρως στον τομέα της Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως, το ΚΚΕ, αλλά ιδίως ο ΣΥΝ, αναγνωρίζονται ως οι πλέον αντιδραστικές, συντηρητικές δυνάμεις. Το ίδιο ισχύει για τα θέματα της οικονομίας, των κοινωνικών ασφαλίσεων κ.ά.
Ο γηρασμένος πληθυσμός της χώρας, ο οποίος φύσει και θέσει είναι συντηρητικός, οι συμφεροντολόγοι και οι οπορτουνιστές ενδεχομένως να υποστηρίζουν την Αριστερά. Χωρίς όμως τους νέους, χωρίς την παρουσία των εύρωστων κοινωνικών στρωμάτων που αναδεικνύονται μέσα από την τεχνολογική επανάσταση, η Αριστερά είναι καταδικασμένη και στον τομέα αυτό, δεν αντιδρά.
Προκύπτει λοιπόν από την ανάλυση των συγκεκριμένων στρατηγικών προβλημάτων η ανάγκη να μεταβληθούν τα αναλυτικά εργαλεία των ιδεολογικών παραμέτρων, των σκοπών του αγώνα και των παραδοσιακών κοινωνικών αναφορών. Είναι πράγματι δυσχερέστατο να ξεριζωθούν ή να εγκαταλειφθούν συνήθειες και πρακτικές που έχουν ζωή περίπου εκατό χρόνων. Είναι όμως απαραίτητο.
Οσον αφορά τη χρήση των εργαλείων της οικονομικής και της κοινωνικής αναλύσεως, βαθύτατη πρέπει να είναι η επανεξέταση για το τι έχει πεθάνει και τι ζει ακόμη από το ρωμαλέο οπλοστάσιο της Αριστεράς που την καθοδηγούσε επί εκατό χρόνια. Το ίδιο ισχύει για τις ιδεολογικές θεωρήσεις.
Η ιδέα πως η εργατική τάξη εξακολουθεί να παραμένει το υποκείμενο που χειραφετεί συνολικά την κοινωνία, η επίδοση, εξ ορισμού, ενός γοήτρου σε ό,τι το κρατικό και πολιτικό δεν αποδίδεται πλέον. Κάτι ανάλογο ισχύει για την κοινωνική βάση της Αριστεράς. Η εργατική τάξη καθ’ εαυτή συρρικνώνεται, ενώ άλλα κοινωνικά στρώματα, με τις ανάγκες και τις προσδοκίες τους, χρήζουν προσοχής. Τέλος, η συνδικαλιστική υπεράσπιση των συμφερόντων ας αξιολογηθεί γι’ αυτό που ακριβώς είναι. Δηλαδή, υπεράσπιση συμφερόντων που πολλές φορές δεν συμπίπτουν με τις ανάγκες προόδου της κοινωνίας.
Το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ δεν διαθέτουν ισχυρές ηγετικές ομάδες, ικανές να ανοίξουν το μέτωπο των καινούργιων ιδεών σε μια απαιτητική και αμείλικτη εποχή. Το ίδιο ισχύει για τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. Τα κόμματα δεν στελεχώνονται πλέον από πολίτες συγκροτημένους, ευφυείς και με δυνατότητες να επιλύουν δυσχερή ζητήματα. Οι υπάρχουσες εξαιρέσεις τονίζουν τον κανόνα. Το αποτέλεσμα είναι, τα επιτελεία των κομμάτων τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια να μην ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών, να μην έχουν επαρκή δυνατότητα αναλύσεως και συνθέσεως πολύπλοκων προβλημάτων, να μην αποτελούν σε καμιά περίπτωση παράδειγμα προς μίμηση.
Το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ υποστηρίζουν με συνέπεια τον «κόσμο των άνευ». Δεν γνωρίζω αν οι ηγεσίες τους κατανοούν πως η συναισθηματική αυτή στάση δεν έχει μνήμη και δεν δημιουργεί διάθεση για αλλαγή. Η Αριστερά εναντιώνεται σταθερά στον συναισθηματισμό και αναζητεί πάντοτε, όταν εμπνέεται από τον Μαρξ, μια συνειδητοποίηση βασισμένη στον ορθό λόγο και σ’ ένα συναίσθημα που ζυμώνεται μαζί του και γι’ αυτό τον λόγο, χαράσσεται στη μνήμη. Οταν πεισματικά υπάρχει άρνηση και απόρριψη σε ό,τι αλλάζει, τότε, υποκατάστατο είναι ο φόβος και η επιστροφή στο παρελθόν.
Η Αριστερά της εποχής μας -η αρχική εμφάνιση της οποίας αναζητείται εδώ και τρεις αιώνες- πορεύεται και δρα σε μια μη σοσιαλιστική εποχή. Δηλαδή σε μιαν ιστορική περίοδο, όπου δεν τίθεται θέμα ανατροπής του καπιταλισμού με βάση το ιδεώδες της Αριστεράς του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ήτοι την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, την αυτοκυβέρνηση των παραγωγών, τον μαρασμό του κράτους, άρα και της πολιτικής, κ.λπ. Δεν νομίζω πως είναι δύσκολο ν’ αναγνωριστεί η πραγματική αυτή κατάσταση.
Η Αριστερά των πολιτικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών του πρώτου αιώνα της ύπαρξής της, του δέκατου όγδοου, δίνει τη θέση της στην Αριστερά της ισότητας και των κοινωνικών δικαιωμάτων του δέκατου ένατου αιώνα, που φτάνει μέχρι τη δεκαετία του 1970.
Στον δεύτερο αιώνα της ύπαρξής της η Αριστερά χαρακτηρίζεται και από ένα άλλο στοιχείο το οποίο αποκαλούμε επιστημολογικό. Υπάρχει η πεποίθηση πως είναι δυνατό να μελετηθεί η κοινωνία επιστημονικά, ήτοι μπορεί να μεταβληθεί μέσω ενός σχεδίου. Ο σκοπός του σχεδιασμού εξασφάλιζε τη συνεχή ανάπτυξη και την εφαρμογή της ισότητας που είναι αξία συνοδευτική της αξιοπρέπειας του ανθρώπου.
Η μηχανιστική αυτή αντίληψη είχε ολέθριες συνέπειες στον εικοστό αιώνα και αναζητείται στον μαρξισμό. Θέσεις όπως «ο κομμουνισμός του μέλλοντος», «η αρμονική και ευτυχισμένη κοινωνία», «ο νέος άνθρωπος» κ.λπ. δεν είναι τίποτα άλλο παρά κακέκτυπο της ουράνιας Ιερουσαλήμ στη Γη. Αλλη μια πρόταση μαζί μ’ εκείνη του χριστιανισμού για τη «σωτηρία» του ανθρώπου. Γνωρίζουμε τώρα πως η επικράτηση του «Μαρξ προφήτη» έναντι του «Μαρξ επιστήμονα» οδήγησε στη χρεοκοπία και στην ήττα του κομμουνιστικού κινήματος.
Καθώς λοιπόν έληξε «ο σύντομος αιώνας», όπως αποκαλεί ο Χόμπσμπομ τον εικοστό, έχουμε πολλές ενδείξεις πως η σοσιαλιστική φάση της Αριστεράς, όπως είχε προσδιοριστεί στον δεύτερο αιώνα της ύπαρξής της, εξαντλήθηκε. Οχι όμως όπως λέγεται, με την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά αντιθέτως με την πραγματοποίηση των σκοπών της.
Οσοι έχουν ασχοληθεί με τα έργα των κλασικών της σοσιαλδημοκρατίας, ήτοι Λένιν, Χίλφρεντινγκ, Κάουτσκι, Μπερνστάιν κ.ά., γνωρίζουν πως η απασχόληση, η διανομή του εισοδήματος, η εκπαίδευση, η κοινωνική ασφάλεια, η πρόνοια, η επέκταση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, η ανάπτυξη των ισχυρών οργανισμών του εργατικού κινήματος πραγματοποιήθηκαν στον «σύντομο αιώνα» και ήταν τα κύρια αιτήματα της Αριστεράς στη σοσιαλιστική της φάση.
Εγινε προσπάθεια και εφαρμόστηκε «ο τελικός σκοπός». Η ανθρωπότητα πειραματίστηκε περίπου επί εβδομήντα χρόνια. Η βροντώδης πτώση του σοβιετικού κομμουνισμού το 1989 έδωσε την ιστορική απάντηση, για όσο τουλάχιστον επιτρέπει ο ορίζοντας των προσδοκιών.
Πολλές είναι τώρα οι ενδείξεις, πως στην αρχή του τρίτου αιώνα της ύπαρξής της, η Αριστερά υποχρεούται από τα ίδια τα πράγματα να επαναπροσδιορίζει σκοπό, μέσα και στόχους. Οπως συμβαίνει σχεδόν πάντοτε στις περιπτώσεις αυτές, οι αντιστάσεις είναι μεγάλες, γιατί το καθήκον επανορισμού σκοπών και μέσων βρίσκει αντίθετες τις ισχυρές οργανώσεις του εργατικού κινήματος που δημιούργησε το κράτος ευημερίας. Η αιτία δεν αναζητείται μόνον στην πνευματική οκνηρία και στο βάρος των παλαιών ιδεών που ασκούν αρνητική επίδραση σε κάθε αλλαγή. Αλλά επίσης και στα παγιωμένα οικονομικά συμφέροντα των οργανώσεων αυτών, ήτοι των κομμάτων, των συνδικάτων, των συνεταιρισμών, κ.λπ.
Το αρνητικό αυτό αποτέλεσμα ωθεί την Αριστερά σε θέσεις συντηρητικές και αντιδραστικές, επειδή σε αρκετούς κοινωνικούς τομείς τα αντανακλαστικά της ακουμπούν στα σοσιαλιστικά αιτήματα του παρελθόντος. Τα αποτελέσματα των εκλογών του Απριλίου 2000 και Μαρτίου 2004 αποδεικνύουν το ασφαλές του λόγου.
Οι ενδείξεις είναι πως τείνουμε μονίμως από ιστορικής πλευράς σε θέσεις συντηρητικές, όπως π.χ. στα θέματα της παιδείας όπου, ιδιαιτέρως στον τομέα της Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως, το ΚΚΕ, αλλά ιδίως ο ΣΥΝ, αναγνωρίζονται ως οι πλέον αντιδραστικές, συντηρητικές δυνάμεις. Το ίδιο ισχύει για τα θέματα της οικονομίας, των κοινωνικών ασφαλίσεων κ.ά.
Ο γηρασμένος πληθυσμός της χώρας, ο οποίος φύσει και θέσει είναι συντηρητικός, οι συμφεροντολόγοι και οι οπορτουνιστές ενδεχομένως να υποστηρίζουν την Αριστερά. Χωρίς όμως τους νέους, χωρίς την παρουσία των εύρωστων κοινωνικών στρωμάτων που αναδεικνύονται μέσα από την τεχνολογική επανάσταση, η Αριστερά είναι καταδικασμένη και στον τομέα αυτό, δεν αντιδρά.
Προκύπτει λοιπόν από την ανάλυση των συγκεκριμένων στρατηγικών προβλημάτων η ανάγκη να μεταβληθούν τα αναλυτικά εργαλεία των ιδεολογικών παραμέτρων, των σκοπών του αγώνα και των παραδοσιακών κοινωνικών αναφορών. Είναι πράγματι δυσχερέστατο να ξεριζωθούν ή να εγκαταλειφθούν συνήθειες και πρακτικές που έχουν ζωή περίπου εκατό χρόνων. Είναι όμως απαραίτητο.
Οσον αφορά τη χρήση των εργαλείων της οικονομικής και της κοινωνικής αναλύσεως, βαθύτατη πρέπει να είναι η επανεξέταση για το τι έχει πεθάνει και τι ζει ακόμη από το ρωμαλέο οπλοστάσιο της Αριστεράς που την καθοδηγούσε επί εκατό χρόνια. Το ίδιο ισχύει για τις ιδεολογικές θεωρήσεις.
Η ιδέα πως η εργατική τάξη εξακολουθεί να παραμένει το υποκείμενο που χειραφετεί συνολικά την κοινωνία, η επίδοση, εξ ορισμού, ενός γοήτρου σε ό,τι το κρατικό και πολιτικό δεν αποδίδεται πλέον. Κάτι ανάλογο ισχύει για την κοινωνική βάση της Αριστεράς. Η εργατική τάξη καθ’ εαυτή συρρικνώνεται, ενώ άλλα κοινωνικά στρώματα, με τις ανάγκες και τις προσδοκίες τους, χρήζουν προσοχής. Τέλος, η συνδικαλιστική υπεράσπιση των συμφερόντων ας αξιολογηθεί γι’ αυτό που ακριβώς είναι. Δηλαδή, υπεράσπιση συμφερόντων που πολλές φορές δεν συμπίπτουν με τις ανάγκες προόδου της κοινωνίας.
Το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ δεν διαθέτουν ισχυρές ηγετικές ομάδες, ικανές να ανοίξουν το μέτωπο των καινούργιων ιδεών σε μια απαιτητική και αμείλικτη εποχή. Το ίδιο ισχύει για τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. Τα κόμματα δεν στελεχώνονται πλέον από πολίτες συγκροτημένους, ευφυείς και με δυνατότητες να επιλύουν δυσχερή ζητήματα. Οι υπάρχουσες εξαιρέσεις τονίζουν τον κανόνα. Το αποτέλεσμα είναι, τα επιτελεία των κομμάτων τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια να μην ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών, να μην έχουν επαρκή δυνατότητα αναλύσεως και συνθέσεως πολύπλοκων προβλημάτων, να μην αποτελούν σε καμιά περίπτωση παράδειγμα προς μίμηση.
Το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ υποστηρίζουν με συνέπεια τον «κόσμο των άνευ». Δεν γνωρίζω αν οι ηγεσίες τους κατανοούν πως η συναισθηματική αυτή στάση δεν έχει μνήμη και δεν δημιουργεί διάθεση για αλλαγή. Η Αριστερά εναντιώνεται σταθερά στον συναισθηματισμό και αναζητεί πάντοτε, όταν εμπνέεται από τον Μαρξ, μια συνειδητοποίηση βασισμένη στον ορθό λόγο και σ’ ένα συναίσθημα που ζυμώνεται μαζί του και γι’ αυτό τον λόγο, χαράσσεται στη μνήμη. Οταν πεισματικά υπάρχει άρνηση και απόρριψη σε ό,τι αλλάζει, τότε, υποκατάστατο είναι ο φόβος και η επιστροφή στο παρελθόν.