Ψέματα και πολιτική
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2019-11-02
Λίγες ώρες μετά, το Youtube κατακλύστηκε με βίντεο που τον έδειχναν να δηλώνει ξανά και ξανά ότι αν η Βρετανία δεν φύγει από την Ευρωπαϊκή Ενωση θα γεμίσει από εκατομμύρια Τούρκους που είχαν έτοιμες τις βαλίτσες τους για να μεταναστεύσουν στη Γη της Επαγγελίας απέναντι από το Καλέ. Δύο τινά μπορούν να εξηγήσουν την άρνησή του να το παραδεχτεί: είτε ο πρωθυπουργός της χώρας πάσχει από διαλείψεις μνήμης είτε λέει ψέματα.
Ως γνωστόν, οι πολιτικοί κατά κανόνα δεν έχουν καλή σχέση με την αλήθεια, παρά το γεγονός ότι για να πετύχουν πρέπει να μας πείσουν πως ό,τι μας λένε δεν είναι ψέματα. Γιʼ αυτό, μέχρι προσφάτως, όπως θα δούμε, όσοι ψεύτες δεν μπορούσαν να κουκουλώσουν το ατόπημά τους ρίχνονταν στα πολιτικά Τάρταρα.
Υπάρχουν, επίσης, τρόποι να υπεκφεύγουν, όπως π.χ. «τα λόγια μου παρερμηνεύτηκαν» ή «δεν το εννοούσα ακριβώς έτσι» κ.ο.κ. Φυσικά κανείς δεν τους πιστεύει, αλλά με αυτήν την τυποποιημένη και καθιερωμένη αντίδραση το θέμα κλείνει σιγά σιγά για να επαναληφθεί η ίδια τελετουργία όταν θα πουν το επόμενο ψέμα. Στην περίπτωση του Τζόνσον, όμως, ισχύει το εξής σπάνιο: το ψέμα του ήταν καραμπινάτο διότι αποδεικνύεται χωρίς ίχνος αμφιβολίας.
Αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις των ανθρώπων, κάτι αξιοσημείωτο συμβαίνει σήμερα: το ψέμα δεν είναι πλέον αμάρτημα που το πληρώνεις, αλλά έχει γίνει ένας τρόπος φυσιολογικός και αναμενόμενος στην πολιτική. Ή, ακόμα χειρότερα, το ψέμα αντί να τιμωρείται επιβραβεύεται.
Για να καταλάβουμε το γιατί, θα πρέπει να το δούμε όχι μόνο ως καταδικαστέα παραποίηση της αλήθειας, όπως κάναμε στο παρελθόν, αλλά ως συμβολική χειρονομία και κυρίως ως μήνυμα, το οποίο εντάσσεται στη σχέση ανάμεσα στον λαϊκιστή ηγέτη και τον λαό που τον ακολουθεί με τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές και τα μάτια κλειστά. Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, ο Τζόνσον προσπαθεί να πείσει τους οπαδούς του Brexit για δύο πράγματα: πρώτον, ότι για να διεκπεραιώσω τις επιθυμίες σας είμαι διατεθειμένος να πω ακόμα και ψέματα· και δεύτερον, ότι είμαι σκανταλιάρης και ανατροπέας των κανονισμών που επιβάλλει η φιλελεύθερη ελίτ για να διατηρήσει την κυριαρχία της. Οι θαυμαστές του μπορεί στην καθημερινή ζωή τους να αποδοκιμάζουν την ασυνέπεια και την ανειλικρίνεια, αλλά ίσως κάτι μέσα τους θεωρεί ηρωικό το να βγάζει κάποιος τη γλώσσα στο κατεστημένο – και ιδίως όταν ο εν λόγω κάποιος έχει πάει στο Ιτον και μετά στην Οξφόρδη. Οπως υποστήριξε πρόσφατα η Κάθριν Φιέσι στο βιβλίο της με τίτλο «Λαϊκοκρατία: η τυραννία της αυθεντικότητας και η άνοδος του λαϊκισμού», ο ισχυρός ανήρ και –γιατί όχι– η ισχυρά γυνή (Μαρίν Λεπέν) πασχίζουν πάνω απ’ όλα να οικοδομήσουν μια αίσθηση παράτολμης αυθεντικότητας την οποία υποτίθεται ότι μοιράζονται με τους πολλούς και αδικημένους.
Κατά συνέπεια, ό,τι ξέραμε μέχρι τώρα πρέπει να το ξεχάσουμε. Διότι ακόμα κι αν καταφέρουμε να αποδείξουμε ότι ο αντίπαλός μας ψεύδεται ασύστολα, όπως συνέβη στην περίπτωση του Τζόνσον, αυτό δεν συνιστά επιχείρημα εναντίον του. Ή, ακόμα χειρότερα, δεν θα το χρεωθεί – θα το εισπράξει. Οι ισχυροί, επειδή εκφράζουν άμεσα και μυστηριωδώς τη θέληση του λαού, δεν υπόκεινται στους νόμους και τους κανόνες που η ελίτ έχει κατασκευάσει εκ του πονηρού. Παράδειγμα οι ΗΠΑ. Ο,τι και να κάνει ο Τραμπ, η απάντηση εκατομμυρίων Αμερικανών είναι: «Μαγκιά του»! Δεν αποκλείεται φυσικά να υπάρχει η σταγόνα που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει, ένα όριο. Το οποίο όμως μέχρι στιγμής δεν το έχουν υπερβεί.
Και αυτό θέτει το γνωστό, αμείλικτο ερώτημα: γιατί οι άνθρωποι, που σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία έχουν τον τελικό λόγο, όχι μόνο δεν ενοχλούνται από τα ψέματα και τις πάσης φύσεως λαθροχειρίες των ηγετών τους αλλά τις χειροκροτούν; Γιατί η ριζοσπαστική οργή τούς οδηγεί προς την Ακροδεξιά;
Βιβλία σαν αυτό της Φιεσί κυκλοφορούν πολλά και δεν βρίσκεται κανείς να τα αντικρούσει. Το γεγονός όμως ότι περνάνε στο ντούκου, για να χρησιμοποιήσω τη χαρτοπαικτική ορολογία, ίσως σημαίνει ότι για κάποιον λόγο η «έλλογη» συζήτηση, με τη minimum έννοια της λέξης, είναι είδος απειλούμενο με εξαφάνιση. Διότι οι επικριτές του Μπόρις Τζόνσον δίνουν τις σωστές απαντήσεις σε ερωτήματα που η ιδεολογία του λαϊκισμού κατασκευάστηκε για να μας πείσει ότι δεν πρέπει να τίθενται. Αδυνατώ να φανταστώ κάτι περισσότερο απαισιόδοξο και δυσοίωνο.
ΥΓ. Συγχαρητήρια στα κορίτσια που με το γέλιο ανέδειξαν τη γελοιότητα των μαθητικών παρελάσεων. Δεν ξέρω τι φρονεί κατ’ ιδίαν ο Κ. Μητσοτάκης. Μέρος της εκλογικής του βάσης όμως είναι ό,τι πιο οπισθοδρομικό έχει να επιδείξει η ούτως ή άλλως συντηρητική ελληνική κοινωνία.