Συντάξεις για θνητούς
Πλάτων Τήνιος, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2018-09-24
«Μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί» διαπίστωσε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς το 1923. Αυτό επανέλαβε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος για τις συντάξεις, μεταθέτοντας την προθεσμία νωρίτερα. Συνειδητοποίησε ότι οι συντάξεις απευθύνονται σε θνητούς, των οποίων η σύντομη παραμονή στον μάταιο τούτο κόσμο (υποθέτουμε η ματαιότης είναι βασικό συστατικό του Συνταξιοδοτικού της Ελλάδας) αποδεικνύεται η λύση στο αδιέξοδο και καθιστά την περικοπή που ψήφισε απλώς στυγνό δημοσιονομικό μέτρο.
Ατυχώς, ο υπουργός δεν προσέτρεξε στην πλήρη παραπομπή. «Αλλά αυτή η μακρά περίοδος παραπλανεί ως προς τα τρέχοντα. Μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί. Ομως οι οικονομολόγοι αναλαμβάνουν μια υπερβολικά εύκολη, άχρηστη πρόκληση αν μας πουν ότι σε ταραχώδεις εποχές, όταν πια έχει περάσει η τρικυμία, η θάλασσα θα είναι ξανά ήρεμη».
Πώς μας παραπλάνησε στις συντάξεις; Ως νεοσσός στα αναλογιστικά ο κ. υπουργός έκανε 2-3 βασικά λάθη (πέρα από δικαιολογημένη οξφορδιανή άγνοια).
Πρώτον, στην Ελλάδα οι συντάξεις είναι τόσο κοντά στην αιωνιότητα όσο αναλογιστικά γίνεται. Προ Μνημονίου μια 15ετής σταδιοδρομία τροφοδοτούσε δυναστεία συνταξιούχων η οποία υπερέβαινε τον αιώνα. Ακόμη και ώς το 2016, περισσότερες από τις μισές αιτήσεις συνταξιοδότησης αφορούσαν άτομα κάτω των 59. Από το 2010 ώς το 2015, υπό τις ευλογίες της τρόικας, βγήκαν στη σύνταξη χιλιάδες γυναίκες στο Δημόσιο και στις τράπεζες ηλικίας 50 ετών. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια λογική προσδοκία να συνεχίσουν να εισπράττουν τη σύνταξή τους για 30 ή 35 χρόνια ακόμη.
Δεύτερον, ο λόγος για τον οποίο γίνεται συζήτηση είναι ότι όλοι ζούμε περισσότερο και όχι λιγότερο. Η μακροβιότητα συνεχώς επεκτείνεται, ιδίως μεταξύ αυτών με υψηλότερες συντάξεις. Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρούμε ότι οι επίσημες προσδοκίες μακροβιότητας (βάσει των οποίων γίνονται οι υπολογισμοί που επικαλείται ο υπουργός) είναι εσκεμμένα συντηρητικές – για να κάνουν τα συστήματα συντάξεων να φαίνονται πιο βιώσιμα από ό,τι είναι. Το παγκόσμιο μπεστ σέλερ που κυκλοφορεί και στα ελληνικά με τίτλο «Ο γρίφος των 100 χρόνων» αφορά ακριβώς αυτό – ότι οι συνταξιούχοι θα περάσουν τα 85 και οι 18άρηδες τα 100.
Τρίτον, στα αναλογιστικά το «κληρονομικό κόστος» της διατήρησης γενναιόδωρων ρυθμίσεων γρήγορα εκμηδενίζεται, όταν οι παλιές συντάξεις αντικαθίστανται από νέες υψηλότερες. Ο λόγος που είναι υψηλότερες είναι ότι υπάρχει προσδοκία ανάπτυξης η οποία οδηγεί σε καλύτερες συντάξεις, ακόμη και ως χαμηλότερο ποσοστό σε σύγκριση με τα εισοδήματα από εργασία. Το πρόβλημα σήμερα δημιουργείται επειδή η μελλοντική ανάπτυξη θα είναι τόσο αναιμική, ώστε η σύνταξη του παππού θα παραμένει για πολύ καιρό πολύ καλύτερη από τον μισθό του εγγονού.
Τέταρτον, ο νόμος Κατρούγκαλου φρόντισε οι συνταξιούχοι με προσωπική διαφορά να εξαιρούνται από την ανάπτυξη. Ο νόμος του 2016 λέει ότι η προσωπική διαφορά συμψηφίζεται με τυχόν αυξήσεις. Οταν διαπίστωσε η κυρία Αχτσιόγλου ότι αυξήσεις δεν θα υπάρχουν (αφού δεν θα υπάρχει ανάπτυξη), τότε πείστηκε να φέρει την κατάργηση της διαφοράς νωρίτερα.
Αρα, το πρόβλημα δεν προκύπτει επειδή είμαστε θνητοί. Προκύπτει επειδή, αν δεν αλλάξει κάτι ριζικά, θα μένουμε φτωχότεροι από τους γονείς μας.
Ως προς την επιμόρφωση του κ. Τσακαλώτου, θα του συνιστούσα να εγκαταλείψει τον άχαρο αναλογισμό και να χαλαρώσει με τις «Οικονομικές προοπτικές για τα εγγόνια μας», που έγραψε πάλι ο Κέινς το 1935.
Ατυχώς, ο υπουργός δεν προσέτρεξε στην πλήρη παραπομπή. «Αλλά αυτή η μακρά περίοδος παραπλανεί ως προς τα τρέχοντα. Μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί. Ομως οι οικονομολόγοι αναλαμβάνουν μια υπερβολικά εύκολη, άχρηστη πρόκληση αν μας πουν ότι σε ταραχώδεις εποχές, όταν πια έχει περάσει η τρικυμία, η θάλασσα θα είναι ξανά ήρεμη».
Πώς μας παραπλάνησε στις συντάξεις; Ως νεοσσός στα αναλογιστικά ο κ. υπουργός έκανε 2-3 βασικά λάθη (πέρα από δικαιολογημένη οξφορδιανή άγνοια).
Πρώτον, στην Ελλάδα οι συντάξεις είναι τόσο κοντά στην αιωνιότητα όσο αναλογιστικά γίνεται. Προ Μνημονίου μια 15ετής σταδιοδρομία τροφοδοτούσε δυναστεία συνταξιούχων η οποία υπερέβαινε τον αιώνα. Ακόμη και ώς το 2016, περισσότερες από τις μισές αιτήσεις συνταξιοδότησης αφορούσαν άτομα κάτω των 59. Από το 2010 ώς το 2015, υπό τις ευλογίες της τρόικας, βγήκαν στη σύνταξη χιλιάδες γυναίκες στο Δημόσιο και στις τράπεζες ηλικίας 50 ετών. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια λογική προσδοκία να συνεχίσουν να εισπράττουν τη σύνταξή τους για 30 ή 35 χρόνια ακόμη.
Δεύτερον, ο λόγος για τον οποίο γίνεται συζήτηση είναι ότι όλοι ζούμε περισσότερο και όχι λιγότερο. Η μακροβιότητα συνεχώς επεκτείνεται, ιδίως μεταξύ αυτών με υψηλότερες συντάξεις. Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρούμε ότι οι επίσημες προσδοκίες μακροβιότητας (βάσει των οποίων γίνονται οι υπολογισμοί που επικαλείται ο υπουργός) είναι εσκεμμένα συντηρητικές – για να κάνουν τα συστήματα συντάξεων να φαίνονται πιο βιώσιμα από ό,τι είναι. Το παγκόσμιο μπεστ σέλερ που κυκλοφορεί και στα ελληνικά με τίτλο «Ο γρίφος των 100 χρόνων» αφορά ακριβώς αυτό – ότι οι συνταξιούχοι θα περάσουν τα 85 και οι 18άρηδες τα 100.
Τρίτον, στα αναλογιστικά το «κληρονομικό κόστος» της διατήρησης γενναιόδωρων ρυθμίσεων γρήγορα εκμηδενίζεται, όταν οι παλιές συντάξεις αντικαθίστανται από νέες υψηλότερες. Ο λόγος που είναι υψηλότερες είναι ότι υπάρχει προσδοκία ανάπτυξης η οποία οδηγεί σε καλύτερες συντάξεις, ακόμη και ως χαμηλότερο ποσοστό σε σύγκριση με τα εισοδήματα από εργασία. Το πρόβλημα σήμερα δημιουργείται επειδή η μελλοντική ανάπτυξη θα είναι τόσο αναιμική, ώστε η σύνταξη του παππού θα παραμένει για πολύ καιρό πολύ καλύτερη από τον μισθό του εγγονού.
Τέταρτον, ο νόμος Κατρούγκαλου φρόντισε οι συνταξιούχοι με προσωπική διαφορά να εξαιρούνται από την ανάπτυξη. Ο νόμος του 2016 λέει ότι η προσωπική διαφορά συμψηφίζεται με τυχόν αυξήσεις. Οταν διαπίστωσε η κυρία Αχτσιόγλου ότι αυξήσεις δεν θα υπάρχουν (αφού δεν θα υπάρχει ανάπτυξη), τότε πείστηκε να φέρει την κατάργηση της διαφοράς νωρίτερα.
Αρα, το πρόβλημα δεν προκύπτει επειδή είμαστε θνητοί. Προκύπτει επειδή, αν δεν αλλάξει κάτι ριζικά, θα μένουμε φτωχότεροι από τους γονείς μας.
Ως προς την επιμόρφωση του κ. Τσακαλώτου, θα του συνιστούσα να εγκαταλείψει τον άχαρο αναλογισμό και να χαλαρώσει με τις «Οικονομικές προοπτικές για τα εγγόνια μας», που έγραψε πάλι ο Κέινς το 1935.