Ο γαλλικός καθρέφτης
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2006-04-01
Yπάρχει στ’ αλήθεια κάτι που να μας αφορά σε αυτό που συμβαίνει στους γαλλικούς δρόμους; H σωστή απάντηση είναι «ναι»
Όταν οι Γάλλοι έστειλαν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών τους εκλογών τον Λε Πεν, αφήνοντας εκτός νυμφώνος τον υποψήφιο των Σοσιαλιστών, αρχίσαμε να μετράμε προσεκτικά τα κουκιά του Καρατζαφέρη. Όταν η Γαλλία καταψήφισε το Ευρωσύνταγμα, αρχίσαμε να θερμομετρούμε τον δικό μας ευρωσκεπτικισμό. Όταν καίγονταν τα παρισινά προάστια των μεταναστών, ρίχναμε λοξές ματιές στους Αλβανούς μας. Και τώρα που τα γαλλικά Πανεπιστήμια πήραν φωτιά, ψάχνουμε μήπως και των δικών μας μεσαίων τάξεων τα παιδιά έχουν διαθέσεις εξέγερσης.
Για κάποιο μυστήριο λόγο, χρησιμοποιούμε τη Γαλλία, ειδικά τη Γαλλία, ως καθρέφτη στον οποίο αναζητούμε μετά μανίας να διακρίνουμε και το δικό μας είδωλο. Κι έχουμε πάντα την αυταπάτη ότι το βλέπουμε. Παράξενη αυταπάτη.
Μα υπάρχει στ’ αλήθεια κάτι που να μας αφορά σε αυτό που συμβαίνει στους γαλλικούς δρόμους; Με τα κλειστά Πανεπιστήμια, τα τρία εκατομμύρια διαδηλωτών στους δρόμους, την ξέχειλη οργή; Με όλες τις επιφυλάξεις για τους κινδύνους που περικλείουν οι παρακινδυνευμένες συγκρίσεις ανόμοιων καταστάσεων, νομίζω πως η σωστή απάντηση είναι «ναι».
Πρώτον, επειδή όσο διαφορετικό κι αν παρουσιάζεται από χώρα σε χώρα, κατά βάθος το πρόβλημα είναι, στη ρίζα του, κοινό. Ο μεγάλος μεταπολεμικός συμβιβασμός, το «κεϋνσιανό κοινωνικό συμβόλαιο», που εξασφάλισε στη μεταπολεμική Ευρώπη κοινωνική ειρήνη και αδιάλειπτη ευημερία, τρίζει. Σε μια εποχή όπου στις υπερπαγκοσμιοποιημένες οικονομίες μας τη μοίρα του κόσμου φαίνεται να ορίζουν οι διακυμάνσεις της κίνησης των κεφαλαίων μάλλον παρά οι αποφάσεις των κυβερνήσεων, οι προϋποθέσεις που δημιούργησαν αυτόν τον μεγάλο συμβιβασμό μετά τον πόλεμο (στην Ελλάδα με καθυστέρηση τριών δεκαετιών) μοιάζει να μην υπάρχουν πια. Ούτε το ισχυρό παρεμβατικό κράτος ούτε τα στεγανά σύνορα ούτε η ύπαρξη του σοσιαλιστικού αντίπαλου δέους... Ό,τι ώς τώρα ήταν θεμέλιος λίθος της ευρω-ευτυχίας - οι κοινωνικές παροχές, η εργασιακή ασφάλεια, τα εργατικά δικαιώματα - μας παρουσιάζεται τώρα ως μια ευρω-κατάρα, ως αναχρονισμός και τροχοπέδη της προόδου.
Δεύτερον, επειδή, με όλες τις εθνικές διαφορές, οι συνέπειες αυτής της κρίσης του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου έχουν κοινό χαρακτήρα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες: Εκείνοι που προπάντων εξεγείρονται είναι εκείνοι που νιώθουν πως έχουν περισσότερα να χάσουν - οι αχανείς μεσαίες τάξεις, που ζουν στον γαλαξία της ανασφάλειας, με τον φόβο της κοινωνικής πτώσης, με τον τρόμο πως για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία τα παιδιά τους θα ζουν χειρότερα από ό,τι έζησαν οι ίδιοι. 200.000 άνεργους νέους μετρά η Ελλάδα. Και οι μισοί τουλάχιστον από αυτούς είναι νέοι που έκαναν ό,τι τους ζήτησαν. Στραμπούληξαν το μυαλό τους σε Πανελλήνιες και Σχολές, πήραν πτυχία, αλλά...
Τρίτον, επειδή, όπου οι κυβερνήσεις αποφασίζουν να κάνουν κάτι, κάνουν λίγο πολύ όλες το ίδιο. Προτείνουν την ίδια συνταγή. Αν οι σιδερένιοι εργατικοί νόμοι γίνουν πλαστικότεροι - λένε -, αν οι απολύσεις γίνουν ευκολότερες, οι εργασιακές σχέσεις πιο ευλύγιστες, το κόστος της εργασίας χαμηλότερο, τότε ο ουρανός θα βρέξει νέες θέσεις εργασίας, η ανεργία θα μειωθεί, η τελματωμένη ανάπτυξη θα αρχίσει πάλι να κουρδίζεται. Σε όποια παραλλαγή του κι αν υποστηρίζεται, αυτό είναι το κοινό μάντρα της ευρωπαϊκής πολιτικής. Αλλά δεν πείθει. Εκείνοι που καλούνται να παραιτηθούν από μια κατακτημένη (έστω και φαντασιακή πια) εργασιακή και κοινωνική ασφάλεια, στο όνομα μιας αβέβαιης αναπτυξιακής ανταπόδοσης από την οποία ίσως και να μην ωφεληθούν ποτέ, δεν είναι εύκολο να πεισθούν. Ο Ντε Βιλπέν προσπάθησε να παρακάμψει αυταρχικά την αδυναμία του να πείσει. Και το πληρώνει. Ο διπλός πειρασμός της αυταρχικής κίνησης ή της λαϊκίστικης ακινησίας παραμονεύει για όλους.
Για όλους αυτούς τους λόγους - και όχι βέβαια γιατί θα δούμε αύριο το πρωί και στους δικούς μας δρόμους τρία εκατομμύρια διαδηλωτές - ό,τι συμβαίνει στη Γαλλία μας αφορά. Και για έναν ακόμη λόγο.
Γατί και εκεί, και εδώ, περιμένουμε ακόμη να ακούσουμε - από τη μόνη πλευρά που θα μπορούσε να το διατυπώσει: τη μεταρρυθμιστική, δημοκρατική Αριστερά - κάτι που έστω και αχνά να θυμίζει εναλλακτικό σχέδιο, πρόταση για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Κι ώς τότε, μένουμε καταδικασμένοι να μετέχουμε σε ρομαντικές, αλλά απελπισμένες μάχες οπισθοφυλακών.
Όταν οι Γάλλοι έστειλαν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών τους εκλογών τον Λε Πεν, αφήνοντας εκτός νυμφώνος τον υποψήφιο των Σοσιαλιστών, αρχίσαμε να μετράμε προσεκτικά τα κουκιά του Καρατζαφέρη. Όταν η Γαλλία καταψήφισε το Ευρωσύνταγμα, αρχίσαμε να θερμομετρούμε τον δικό μας ευρωσκεπτικισμό. Όταν καίγονταν τα παρισινά προάστια των μεταναστών, ρίχναμε λοξές ματιές στους Αλβανούς μας. Και τώρα που τα γαλλικά Πανεπιστήμια πήραν φωτιά, ψάχνουμε μήπως και των δικών μας μεσαίων τάξεων τα παιδιά έχουν διαθέσεις εξέγερσης.
Για κάποιο μυστήριο λόγο, χρησιμοποιούμε τη Γαλλία, ειδικά τη Γαλλία, ως καθρέφτη στον οποίο αναζητούμε μετά μανίας να διακρίνουμε και το δικό μας είδωλο. Κι έχουμε πάντα την αυταπάτη ότι το βλέπουμε. Παράξενη αυταπάτη.
Μα υπάρχει στ’ αλήθεια κάτι που να μας αφορά σε αυτό που συμβαίνει στους γαλλικούς δρόμους; Με τα κλειστά Πανεπιστήμια, τα τρία εκατομμύρια διαδηλωτών στους δρόμους, την ξέχειλη οργή; Με όλες τις επιφυλάξεις για τους κινδύνους που περικλείουν οι παρακινδυνευμένες συγκρίσεις ανόμοιων καταστάσεων, νομίζω πως η σωστή απάντηση είναι «ναι».
Πρώτον, επειδή όσο διαφορετικό κι αν παρουσιάζεται από χώρα σε χώρα, κατά βάθος το πρόβλημα είναι, στη ρίζα του, κοινό. Ο μεγάλος μεταπολεμικός συμβιβασμός, το «κεϋνσιανό κοινωνικό συμβόλαιο», που εξασφάλισε στη μεταπολεμική Ευρώπη κοινωνική ειρήνη και αδιάλειπτη ευημερία, τρίζει. Σε μια εποχή όπου στις υπερπαγκοσμιοποιημένες οικονομίες μας τη μοίρα του κόσμου φαίνεται να ορίζουν οι διακυμάνσεις της κίνησης των κεφαλαίων μάλλον παρά οι αποφάσεις των κυβερνήσεων, οι προϋποθέσεις που δημιούργησαν αυτόν τον μεγάλο συμβιβασμό μετά τον πόλεμο (στην Ελλάδα με καθυστέρηση τριών δεκαετιών) μοιάζει να μην υπάρχουν πια. Ούτε το ισχυρό παρεμβατικό κράτος ούτε τα στεγανά σύνορα ούτε η ύπαρξη του σοσιαλιστικού αντίπαλου δέους... Ό,τι ώς τώρα ήταν θεμέλιος λίθος της ευρω-ευτυχίας - οι κοινωνικές παροχές, η εργασιακή ασφάλεια, τα εργατικά δικαιώματα - μας παρουσιάζεται τώρα ως μια ευρω-κατάρα, ως αναχρονισμός και τροχοπέδη της προόδου.
Δεύτερον, επειδή, με όλες τις εθνικές διαφορές, οι συνέπειες αυτής της κρίσης του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου έχουν κοινό χαρακτήρα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες: Εκείνοι που προπάντων εξεγείρονται είναι εκείνοι που νιώθουν πως έχουν περισσότερα να χάσουν - οι αχανείς μεσαίες τάξεις, που ζουν στον γαλαξία της ανασφάλειας, με τον φόβο της κοινωνικής πτώσης, με τον τρόμο πως για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία τα παιδιά τους θα ζουν χειρότερα από ό,τι έζησαν οι ίδιοι. 200.000 άνεργους νέους μετρά η Ελλάδα. Και οι μισοί τουλάχιστον από αυτούς είναι νέοι που έκαναν ό,τι τους ζήτησαν. Στραμπούληξαν το μυαλό τους σε Πανελλήνιες και Σχολές, πήραν πτυχία, αλλά...
Τρίτον, επειδή, όπου οι κυβερνήσεις αποφασίζουν να κάνουν κάτι, κάνουν λίγο πολύ όλες το ίδιο. Προτείνουν την ίδια συνταγή. Αν οι σιδερένιοι εργατικοί νόμοι γίνουν πλαστικότεροι - λένε -, αν οι απολύσεις γίνουν ευκολότερες, οι εργασιακές σχέσεις πιο ευλύγιστες, το κόστος της εργασίας χαμηλότερο, τότε ο ουρανός θα βρέξει νέες θέσεις εργασίας, η ανεργία θα μειωθεί, η τελματωμένη ανάπτυξη θα αρχίσει πάλι να κουρδίζεται. Σε όποια παραλλαγή του κι αν υποστηρίζεται, αυτό είναι το κοινό μάντρα της ευρωπαϊκής πολιτικής. Αλλά δεν πείθει. Εκείνοι που καλούνται να παραιτηθούν από μια κατακτημένη (έστω και φαντασιακή πια) εργασιακή και κοινωνική ασφάλεια, στο όνομα μιας αβέβαιης αναπτυξιακής ανταπόδοσης από την οποία ίσως και να μην ωφεληθούν ποτέ, δεν είναι εύκολο να πεισθούν. Ο Ντε Βιλπέν προσπάθησε να παρακάμψει αυταρχικά την αδυναμία του να πείσει. Και το πληρώνει. Ο διπλός πειρασμός της αυταρχικής κίνησης ή της λαϊκίστικης ακινησίας παραμονεύει για όλους.
Για όλους αυτούς τους λόγους - και όχι βέβαια γιατί θα δούμε αύριο το πρωί και στους δικούς μας δρόμους τρία εκατομμύρια διαδηλωτές - ό,τι συμβαίνει στη Γαλλία μας αφορά. Και για έναν ακόμη λόγο.
Γατί και εκεί, και εδώ, περιμένουμε ακόμη να ακούσουμε - από τη μόνη πλευρά που θα μπορούσε να το διατυπώσει: τη μεταρρυθμιστική, δημοκρατική Αριστερά - κάτι που έστω και αχνά να θυμίζει εναλλακτικό σχέδιο, πρόταση για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Κι ώς τότε, μένουμε καταδικασμένοι να μετέχουμε σε ρομαντικές, αλλά απελπισμένες μάχες οπισθοφυλακών.