Τα σκέλεθρα του «21»
Τάκης Καφετζής, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-04-04
Πόσα πολλά δεν έχουν γραφτεί, δεκάδες χρόνια τώρα, για τον υπολειμματικό αστισμό σε τούτη τη χώρα, που της πήρε κοντά εκατόν είκοσι χρόνια για να γίνει, όσο έγινε, επικράτεια. Και πόσες έριδες δεν σημάδεψαν τους τρόπους επιτέλεσης του «Εθνους-Ονείρου», όπως μας αφηγείται γι’ αυτό το μακρύ ταξίδι ο Γουργουρής.
Διχασμοί, Εμφύλιοι, καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, εξαιρέσεις εφαρμογής δικαίου, πολιτειακές ανατροπές, διακρίσεις μεταξύ της «νόμιμης» και της «πραγματικής» χώρας. Τόσα και τόσα συμβάντα ανακοπής του προβλέψιμου, ελέγξιμου, γραμμικού χρόνου της νεωτερικότητας. Ισως γιατί η όποια νεωτερικότητα έμελλε να εγκαταλειφθεί ανάπηρη στα, εκ των κοινωνικών και διεθνών πραγμάτων, «πρόωρα» τρία Συντάγματα της επαναστατικής περιόδου.
Κι αυτά όμως εγγράφηκαν στους «εσωτερικούς αγώνες» της Επανάστασης του 1821, έχοντας έτσι την αυθεντικότητα των συσχετισμών ισχύος μεταξύ των ποικίλων μερίδων της, άρα και τη σφραγίδα μιας νεωτερικότητας, αφού αυτή δεν μπορεί να εννοηθεί δίχως την παραδοχή των ιδεών της αντίθεσης, της διαφοράς, της σύγκρουσης.
Τα 100 χρόνια από την Επανάσταση εκείνη σκιάστηκαν, με τη χώρα να βρίσκεται στο μεταίχμιο της Μεγάλης Ιδέας και της αβέβαιης έκβασης μιας «αλυτρωτικής» Εκστρατείας. Τα 150 χρόνια γιορτάστηκαν εν χορδαίς και οργάνω, από ένα εθνοσωτήριο καθεστώς που είχε συνηθίσει τον κόσμο να βλέπει στην τηλεόραση, Κυριακή μεσημέρι, τον παλαιστή τον Καμπαφλή να τραγουδάει τσάμικα, συνοδεία τσούρμου τσολιάδων, με τα συναφή φέσια και τσαρούχια. Εντάξει, αυτό, κάποιοι το λέγανε «κιτς». Αλλά τούτο ήταν μια ανερμήνευτη λέξη. Ετσι, πολλοί απ’ αυτούς που βλέπανε να χορεύουνε τα τσάμικα ο Παπαδόπουλος, ο Παττακός, ο Ιωαννίδης, ο Καμπαφλής, σε στρατόπεδα ή σε πλατείες κωμοπόλεων και μικρών χωρίων, δεν καταλάβαιναν γιατί κάποιοι περίεργοι έκαναν, από τότε, λόγο για τον φασισμό που τους έντυνε με το ράκος ενός δυσεύρετου νεο-έλληνα. Ηταν η ίδια εποχή που οι μπάτσοι μαζεύανε στο σωρό έξω από το «Παλλάς», όσους είχανε πάει να δούνε την πρώτη μέρα το «Γούντστοκ».
Δυο κόσμοι, ασύμμετροι, και άνισοι. Συντριπτική η υπεροχή του Καμπαφλή. Ομως, η Ιστορία πονηρίες κρύβει. Η απάντηση στην εθνεγερτήριο της ταυτότητας επαγγελία της «Επαναστατικής Επιτροπής των 21», των «νασερικών» τύπου Σκαρμαλιωράκη, ερχόταν από την «Ιθαγένεια» του Κώστα Γεωργουσόπουλου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Από το «Αμήχανο Τέχνημα» του Κ.Χ. Μύρη, κατά κόσμον Κώστα Γεωργουσόπουλου. Από τις εκδόσεις «Κείμενα», του αείμνηστου Φίλιππου Βλάχου.
Μια εναγώνια αναζήτηση ταυτότητας, να βρει δρόμους άλλους για το ταξίδι τούτου του λαού, μέσα απ’ την αφάνειά του. Να τιμήσει τα ταπεινά. Να γράψει της ψυχής τ’ ανείπωτα, ένα όνειρο πατρίδας αθώπευτης, συναγμένης στα βάσανά της, ένα καθίδρυμα της ζωής της, όσο μικρό κι αν ήταν.
Και φαίνεται σαν κάπως λειψό σήμερα, χρόνια διακόσια μετά απ’ την Επανάσταση του 1821, να συμφύρονται στην επικαιρότητα μία κυρία-μίμος αστής, με ενδυμασία Καραγκούνας, ένα υβριδικό πρόσωπο trash TV να αιτείται προστασίας, κάτι εκατοντάδες θύματα τωρινού ιού (λες και δεν υπήρχε τέτοιος στο «Μεσολόγγι»), λειψές αφηγήσεις αγώνων του «έθνους», κάτι μισόλογα τηλεοπτικά για την «Εξοδο του Μεσολογγίου» κι ένας κόσμος έγκλειστος με τα απόκοσμα Rafale πάνω απ’ το κεφάλι του.
Αυτό το 2.0, για το Πρόγραμμα που θα δώσει στην Ελλάδα 32 δισ. ευρώ, πώς και δεν σκέφτηκε κανείς απ’ τους σοφούς κάτι για να το συνδέσει με 2.021; Θα πεις πάλι, δεν το σκέφτηκαν, επειδή δεν έχουν σχέση με την Ιστορία. Ναι, αλλά, βλέπεις έτυχε το 2.0 να έχει μία σύμπτωση με μιαν ημερομηνία που δεν είπαν. Τη γιόρτασαν, αφαιρώντας δύο νούμερα, 21. Το ότι έκαναν πομπές δεν έχει καμία σημασία.
Ετσι κι αλλιώς, από παλιά, στα δύσκολα, η εγχώρια, ελλιπούς νοημοσύνης, τάξη κυβερνώντων καταφεύγει πάντα στο λούμπεν. Εν ανάγκη, σήμερα, με τον αναγκασμό μιας παντοειδούς τηλοψίας.
Γι’ αυτή την άμοιρη μερίδα που δυσφορεί όταν βλέπει ακάλεστους τους αρχόντους. Γι’ αυτή την άμοιρη μερίδα, που ολοένα μεγαλώνει ρωτώντας για την αμοιρία της. Γι’ αυτή την αμοιρία με το λειψό της ιστορίας της.
Γι’ αυτή την ιστορία που ποτέ δεν μπορεί ίσως να γραφεί.
Διχασμοί, Εμφύλιοι, καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, εξαιρέσεις εφαρμογής δικαίου, πολιτειακές ανατροπές, διακρίσεις μεταξύ της «νόμιμης» και της «πραγματικής» χώρας. Τόσα και τόσα συμβάντα ανακοπής του προβλέψιμου, ελέγξιμου, γραμμικού χρόνου της νεωτερικότητας. Ισως γιατί η όποια νεωτερικότητα έμελλε να εγκαταλειφθεί ανάπηρη στα, εκ των κοινωνικών και διεθνών πραγμάτων, «πρόωρα» τρία Συντάγματα της επαναστατικής περιόδου.
Κι αυτά όμως εγγράφηκαν στους «εσωτερικούς αγώνες» της Επανάστασης του 1821, έχοντας έτσι την αυθεντικότητα των συσχετισμών ισχύος μεταξύ των ποικίλων μερίδων της, άρα και τη σφραγίδα μιας νεωτερικότητας, αφού αυτή δεν μπορεί να εννοηθεί δίχως την παραδοχή των ιδεών της αντίθεσης, της διαφοράς, της σύγκρουσης.
Τα 100 χρόνια από την Επανάσταση εκείνη σκιάστηκαν, με τη χώρα να βρίσκεται στο μεταίχμιο της Μεγάλης Ιδέας και της αβέβαιης έκβασης μιας «αλυτρωτικής» Εκστρατείας. Τα 150 χρόνια γιορτάστηκαν εν χορδαίς και οργάνω, από ένα εθνοσωτήριο καθεστώς που είχε συνηθίσει τον κόσμο να βλέπει στην τηλεόραση, Κυριακή μεσημέρι, τον παλαιστή τον Καμπαφλή να τραγουδάει τσάμικα, συνοδεία τσούρμου τσολιάδων, με τα συναφή φέσια και τσαρούχια. Εντάξει, αυτό, κάποιοι το λέγανε «κιτς». Αλλά τούτο ήταν μια ανερμήνευτη λέξη. Ετσι, πολλοί απ’ αυτούς που βλέπανε να χορεύουνε τα τσάμικα ο Παπαδόπουλος, ο Παττακός, ο Ιωαννίδης, ο Καμπαφλής, σε στρατόπεδα ή σε πλατείες κωμοπόλεων και μικρών χωρίων, δεν καταλάβαιναν γιατί κάποιοι περίεργοι έκαναν, από τότε, λόγο για τον φασισμό που τους έντυνε με το ράκος ενός δυσεύρετου νεο-έλληνα. Ηταν η ίδια εποχή που οι μπάτσοι μαζεύανε στο σωρό έξω από το «Παλλάς», όσους είχανε πάει να δούνε την πρώτη μέρα το «Γούντστοκ».
Δυο κόσμοι, ασύμμετροι, και άνισοι. Συντριπτική η υπεροχή του Καμπαφλή. Ομως, η Ιστορία πονηρίες κρύβει. Η απάντηση στην εθνεγερτήριο της ταυτότητας επαγγελία της «Επαναστατικής Επιτροπής των 21», των «νασερικών» τύπου Σκαρμαλιωράκη, ερχόταν από την «Ιθαγένεια» του Κώστα Γεωργουσόπουλου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Από το «Αμήχανο Τέχνημα» του Κ.Χ. Μύρη, κατά κόσμον Κώστα Γεωργουσόπουλου. Από τις εκδόσεις «Κείμενα», του αείμνηστου Φίλιππου Βλάχου.
Μια εναγώνια αναζήτηση ταυτότητας, να βρει δρόμους άλλους για το ταξίδι τούτου του λαού, μέσα απ’ την αφάνειά του. Να τιμήσει τα ταπεινά. Να γράψει της ψυχής τ’ ανείπωτα, ένα όνειρο πατρίδας αθώπευτης, συναγμένης στα βάσανά της, ένα καθίδρυμα της ζωής της, όσο μικρό κι αν ήταν.
Και φαίνεται σαν κάπως λειψό σήμερα, χρόνια διακόσια μετά απ’ την Επανάσταση του 1821, να συμφύρονται στην επικαιρότητα μία κυρία-μίμος αστής, με ενδυμασία Καραγκούνας, ένα υβριδικό πρόσωπο trash TV να αιτείται προστασίας, κάτι εκατοντάδες θύματα τωρινού ιού (λες και δεν υπήρχε τέτοιος στο «Μεσολόγγι»), λειψές αφηγήσεις αγώνων του «έθνους», κάτι μισόλογα τηλεοπτικά για την «Εξοδο του Μεσολογγίου» κι ένας κόσμος έγκλειστος με τα απόκοσμα Rafale πάνω απ’ το κεφάλι του.
Αυτό το 2.0, για το Πρόγραμμα που θα δώσει στην Ελλάδα 32 δισ. ευρώ, πώς και δεν σκέφτηκε κανείς απ’ τους σοφούς κάτι για να το συνδέσει με 2.021; Θα πεις πάλι, δεν το σκέφτηκαν, επειδή δεν έχουν σχέση με την Ιστορία. Ναι, αλλά, βλέπεις έτυχε το 2.0 να έχει μία σύμπτωση με μιαν ημερομηνία που δεν είπαν. Τη γιόρτασαν, αφαιρώντας δύο νούμερα, 21. Το ότι έκαναν πομπές δεν έχει καμία σημασία.
Ετσι κι αλλιώς, από παλιά, στα δύσκολα, η εγχώρια, ελλιπούς νοημοσύνης, τάξη κυβερνώντων καταφεύγει πάντα στο λούμπεν. Εν ανάγκη, σήμερα, με τον αναγκασμό μιας παντοειδούς τηλοψίας.
Γι’ αυτή την άμοιρη μερίδα που δυσφορεί όταν βλέπει ακάλεστους τους αρχόντους. Γι’ αυτή την άμοιρη μερίδα, που ολοένα μεγαλώνει ρωτώντας για την αμοιρία της. Γι’ αυτή την αμοιρία με το λειψό της ιστορίας της.
Γι’ αυτή την ιστορία που ποτέ δεν μπορεί ίσως να γραφεί.