Μικρό σχόλιο για ένα μεγάλο θέμα
Ιουλία Σκουνάκη, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2008-07-24
Το τελευταίο διάστημα επανέρχεται συνεχώς το θέμα της συμμετοχής και της εκπροσώπησης του γυναικείου φύλου στις συλλογικότητες και τα όργανα του Συνασπισμού. Δεν είναι μόνο ο αποκλεισμός από τις θέσεις ευθύνης που βγάζει μάτι (είτε πρόκειται για θέσεις εκπροσώπησης, είτε ακόμα και για θέσεις που απαιτούν απλά τη σύνταξη ενός πολιτικού ή θεωρητικού κειμένου), αλλά γενικά η διαπίστωση ότι το συνολικό ποσοστό των γυναικών που αποτελούν δραστήρια κομματικά μέλη μειώνεται. Το πρόβλημα ασφαλώς και δεν είναι καινούργιο, δεν είναι επίσης πρόβλημα μόνο του Συνασπισμού. Όπως και να ’χει, το να διαπιστώνουμε ότι το φεμινιστικό κίνημα απέτυχε και ότι ο καπιταλισμός αγριεύει δεν μπορεί να σημαίνει ότι δικαιολογούμε την κατάσταση που επικρατεί στα αριστερά κόμματα, την απάθεια πολλών συντρόφων μπροστά στο πρόβλημα της υποεκπροσώπησης των γυναικών.
Αν και μια σε βάθος κοινωνιολογική ερμηνεία του φαινομένου θα ήταν χρήσιμο να (ξανα-) δει το φως της δημοσιότητας κάποια στιγμή, κουτσά στραβά ορισμένα πράγματα είναι γνωστά: από τη στιγμή που δεν υπάρχει κοινωνικό κράτος να στηρίξει τις γυναίκες, αλλά πλέον ούτε και η μεγάλη οικογένεια να μοιραστεί τα βάρη, οι γυναίκες εκ των πραγμάτων αναλαμβάνουν χωρίς βοήθεια να φέρουν εις πέρας πολλούς ρόλους - της μητέρας, της νοικοκυράς, της εργαζόμενης κ.λπ. Δεδομένου επίσης ότι η ελληνική κοινωνία παραμένει ουσιαστικά συντηρητική όσον αφορά τον καταμερισμό των ρόλων στον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο, δεν είναι να απορεί κανείς που για τις γυναίκες η πολιτική δραστηριότητα περνά σε όγδοη μοίρα.
Υπάρχει λοιπόν το γενικό, το "αντικειμενικό": κάποιος πρέπει να πλύνει πιάτα, όταν ο άλλος πρέπει να παρίσταται στις κομματικές συνελεύσεις. Όσο για το ποιος θα πλύνει τα πιάτα..., ρητορικό το ερώτημα. Όταν λοιπόν κάνουμε όλοι την αυτοκριτική μας και συμφωνούμε ότι θα αξιοποιήσουμε το διαθέσιμο γυναικείο φύλο σε θέσεις ευθύνης, εννοούμε επί της ουσίας ότι θα βρούμε δυο τρεις ηρωίδες (ή επαγγελματικά στελέχη) που θα τρέχουν από συνεδρίαση σε συνεδρίαση και από εκδήλωση σε εκδήλωση για να φαίνεται ότι ο πολιτικός μας χώρος εκτιμά την προσφορά των γυναικών. Υπερβάλλω ίσως λιγάκι, αλλά μόνο λιγάκι...
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο επίπεδο συζήτησης, που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον: ποιος είναι ο ρόλος που οι ίδιες οι γυναίκες επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους εντός των κομματικών διαδικασιών (όταν συμμετέχουν σε αυτές) και, το κυριότερο, γιατί επιφυλάσσουν στον εαυτό τους αυτό τον ρόλο. Παρατηρείστε, για παράδειγμα, το εξής: πολύ συχνά οι γυναίκες που παίρνουν το λόγο δεν τοποθετούνται επί των "καυτών" θεμάτων, δεν αναφέρονται άμεσα δηλαδή στο επίδικο, το περικυκλώνουν ίσως, ή αναφέρονται σε άλλα, σοβαρά μεν, πλην όμως θέματα μιας άλλης συνεδρίασης. Το φαινόμενο έχει ενδιαφέρον και δεν πρέπει να το σνομπάρουμε. Πώς γίνεται τη στιγμή που δηλώνουμε φεμινίστριες να αφήνουμε στους άντρες όλη τη "βρωμοδουλειά", δηλαδή να εκχωρούμε στους άντρες τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής και εμείς να ερχόμαστε μετά να τον υπερψηφίσουμε ή να τον απορρίψουμε, αλλά ανώδυνα, χωρίς να εκτεθούμε πολύ, χωρίς να τσαλακώσουμε το γυναικείο κάλλος, τη σεξουαλικότητα μας, χωρίς να σηκώσουμε το φρύδι, το χέρι ή τη φωνή. Μας λείπει το σθένος, το πάθος; Ή μήπως έχουμε συμβιβαστεί με το γεγονός ότι η υστερία χρεώνεται ως γένους θηλυκού, μολονότι οι άντρες την εξασκούν σε ισόποσο ή και πολλαπλάσιο βαθμό; Οι κοινοτοπίες κρύβουν συχνά σκληρές αλήθειες.
Και στην αριστερά, ο συνδικαλισμός, η πολιτική γίνεται με πολύ σκληρούς όρους και μέσα - κομμένα και ραμμένα στα μέτρα της αντρικής ταυτότητας: επίδειξη γνώσεων, ναπολεόντειο και πολύ ανταγωνιστικό πνεύμα, ελάχιστο συναίσθημα, νταηλίκι, χτυπήματα κάτω απ’ τη μέση, αμείλικτα πάρε-δώσε, κ.λπ. Οι γυναίκες δεν έχουν μάθει να τα εξασκούν όλα αυτά με ανάλογη επιτυχία στον δημόσιο βίο, όχι λόγω της βιολογικής, αλλά της κοινωνικής τους φύσης. Ο δημόσιος χώρος ήταν σχεδόν παντού και πάντοτε ο χώρος όπου βασικά η αντρική ταυτότητα κρινόταν, δικαιωνόταν, αυτό-επιβεβαιωνόταν.
Και τώρα, τι προτείνουμε; Να αρχίσουν να συμπεριφέρονται οι γυναίκες σαν τους άντρες; Με κανέναν τρόπο. Η χειραφέτηση πρέπει να είναι απελευθερωτική και όχι να μας οδηγεί στον ψυχίατρο. Προφανώς χρειάζεται εκ βαθέων αλλαγή των σχέσεων και της νοοτροπίας των δύο φύλων - τέτοια αλλαγή, ούτε στον σοσιαλισμό, που λέει ο λόγος. Αλλά πάλι, δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει να κάνουμε καλύτερο, πέραν του να λέμε τον πόνο μας στους άντρες, πολλοί εκ των οποίων ακόμη και σήμερα αντιλαμβάνονται την ποσόστωση ως ευνουχισμό, δικό τους. Τις μάχες τις δίνουν καταρχήν αυτοί που τους αφορά το θέμα άμεσα - έτσι ήταν πάντα, έτσι θα είναι πάντα.
Αν και μια σε βάθος κοινωνιολογική ερμηνεία του φαινομένου θα ήταν χρήσιμο να (ξανα-) δει το φως της δημοσιότητας κάποια στιγμή, κουτσά στραβά ορισμένα πράγματα είναι γνωστά: από τη στιγμή που δεν υπάρχει κοινωνικό κράτος να στηρίξει τις γυναίκες, αλλά πλέον ούτε και η μεγάλη οικογένεια να μοιραστεί τα βάρη, οι γυναίκες εκ των πραγμάτων αναλαμβάνουν χωρίς βοήθεια να φέρουν εις πέρας πολλούς ρόλους - της μητέρας, της νοικοκυράς, της εργαζόμενης κ.λπ. Δεδομένου επίσης ότι η ελληνική κοινωνία παραμένει ουσιαστικά συντηρητική όσον αφορά τον καταμερισμό των ρόλων στον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο, δεν είναι να απορεί κανείς που για τις γυναίκες η πολιτική δραστηριότητα περνά σε όγδοη μοίρα.
Υπάρχει λοιπόν το γενικό, το "αντικειμενικό": κάποιος πρέπει να πλύνει πιάτα, όταν ο άλλος πρέπει να παρίσταται στις κομματικές συνελεύσεις. Όσο για το ποιος θα πλύνει τα πιάτα..., ρητορικό το ερώτημα. Όταν λοιπόν κάνουμε όλοι την αυτοκριτική μας και συμφωνούμε ότι θα αξιοποιήσουμε το διαθέσιμο γυναικείο φύλο σε θέσεις ευθύνης, εννοούμε επί της ουσίας ότι θα βρούμε δυο τρεις ηρωίδες (ή επαγγελματικά στελέχη) που θα τρέχουν από συνεδρίαση σε συνεδρίαση και από εκδήλωση σε εκδήλωση για να φαίνεται ότι ο πολιτικός μας χώρος εκτιμά την προσφορά των γυναικών. Υπερβάλλω ίσως λιγάκι, αλλά μόνο λιγάκι...
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο επίπεδο συζήτησης, που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον: ποιος είναι ο ρόλος που οι ίδιες οι γυναίκες επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους εντός των κομματικών διαδικασιών (όταν συμμετέχουν σε αυτές) και, το κυριότερο, γιατί επιφυλάσσουν στον εαυτό τους αυτό τον ρόλο. Παρατηρείστε, για παράδειγμα, το εξής: πολύ συχνά οι γυναίκες που παίρνουν το λόγο δεν τοποθετούνται επί των "καυτών" θεμάτων, δεν αναφέρονται άμεσα δηλαδή στο επίδικο, το περικυκλώνουν ίσως, ή αναφέρονται σε άλλα, σοβαρά μεν, πλην όμως θέματα μιας άλλης συνεδρίασης. Το φαινόμενο έχει ενδιαφέρον και δεν πρέπει να το σνομπάρουμε. Πώς γίνεται τη στιγμή που δηλώνουμε φεμινίστριες να αφήνουμε στους άντρες όλη τη "βρωμοδουλειά", δηλαδή να εκχωρούμε στους άντρες τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής και εμείς να ερχόμαστε μετά να τον υπερψηφίσουμε ή να τον απορρίψουμε, αλλά ανώδυνα, χωρίς να εκτεθούμε πολύ, χωρίς να τσαλακώσουμε το γυναικείο κάλλος, τη σεξουαλικότητα μας, χωρίς να σηκώσουμε το φρύδι, το χέρι ή τη φωνή. Μας λείπει το σθένος, το πάθος; Ή μήπως έχουμε συμβιβαστεί με το γεγονός ότι η υστερία χρεώνεται ως γένους θηλυκού, μολονότι οι άντρες την εξασκούν σε ισόποσο ή και πολλαπλάσιο βαθμό; Οι κοινοτοπίες κρύβουν συχνά σκληρές αλήθειες.
Και στην αριστερά, ο συνδικαλισμός, η πολιτική γίνεται με πολύ σκληρούς όρους και μέσα - κομμένα και ραμμένα στα μέτρα της αντρικής ταυτότητας: επίδειξη γνώσεων, ναπολεόντειο και πολύ ανταγωνιστικό πνεύμα, ελάχιστο συναίσθημα, νταηλίκι, χτυπήματα κάτω απ’ τη μέση, αμείλικτα πάρε-δώσε, κ.λπ. Οι γυναίκες δεν έχουν μάθει να τα εξασκούν όλα αυτά με ανάλογη επιτυχία στον δημόσιο βίο, όχι λόγω της βιολογικής, αλλά της κοινωνικής τους φύσης. Ο δημόσιος χώρος ήταν σχεδόν παντού και πάντοτε ο χώρος όπου βασικά η αντρική ταυτότητα κρινόταν, δικαιωνόταν, αυτό-επιβεβαιωνόταν.
Και τώρα, τι προτείνουμε; Να αρχίσουν να συμπεριφέρονται οι γυναίκες σαν τους άντρες; Με κανέναν τρόπο. Η χειραφέτηση πρέπει να είναι απελευθερωτική και όχι να μας οδηγεί στον ψυχίατρο. Προφανώς χρειάζεται εκ βαθέων αλλαγή των σχέσεων και της νοοτροπίας των δύο φύλων - τέτοια αλλαγή, ούτε στον σοσιαλισμό, που λέει ο λόγος. Αλλά πάλι, δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει να κάνουμε καλύτερο, πέραν του να λέμε τον πόνο μας στους άντρες, πολλοί εκ των οποίων ακόμη και σήμερα αντιλαμβάνονται την ποσόστωση ως ευνουχισμό, δικό τους. Τις μάχες τις δίνουν καταρχήν αυτοί που τους αφορά το θέμα άμεσα - έτσι ήταν πάντα, έτσι θα είναι πάντα.