Η κρίση σηματοδοτεί μία νέα γεωπολιτική τάξη
Philip Stephens, Financial Times, ppol.gr, Δημοσιευμένο: 2008-10-12
Κατηγορείστε αν θέλετε τους άπληστους τραπεζίτες. Κατηγορήστε την επιπόλαια διοίκηση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας από τον ’Αλαν Γκρίνσπαν (Alan Greenspan). Κατηγορήστε τους ανεύθυνους σπιτονοικοκύρηδες που πήραν στεγαστικά δάνεια που δεν ήταν εις θέση να αποπληρώσουν. Κατηγορήστε τους πολιτικούς και τις ελεγκτικές αρχές, που έκλειναν πεισματικά τα μάτια, ενώ η καταιγίδα πλησίαζε.
Είναι πράγματι όλοι τους ένοχοι. Κι είμαι σίγουρος πως εκεί έξω υπάρχουν πολλοί ακόμα που τους αξίζει να κατηγορηθούν.
Καμιά φορά όμως, αξίζει να κρατάς ανάποδα τα κιάλια σου: η αλήθεια είναι πως η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αντανακλά στη βάση της αλλαγές στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς δύναμης. Λειτουργεί ως προειδοποιητική βολή για ολόκληρη τη δύση, για το πώς πρέπει να παρέμβει στη διαμορφούμενη νέα γεωπολιτική τάξη.
Μέχρι πρόσφατα, η συζήτηση αφορούσε την ταπείνωση του ελευθεριάζοντος αμερικανικού καπιταλισμού. Τα 700 δις δολάρια του «σχεδίου Πόλσον» ήταν κατά κάποιο τρόπο το απαραίτητο αντίτιμο για να ξεπερασθεί η ύβρις.
Για λόγους που ακόμα μου διαφεύγουν, κάμποσοι Ευρωπαίοι πολιτικοί χαμογελούσαν χαιρέκακα με τα δεινά του συμμάχου τους -που κατά τα άλλα εξακολουθεί να εγγυάται την ασφάλειά τους.
Σύντομα όμως τα χαμόγελα πάγωσαν:
Η σοβαρή, συντηρητική Γερμανία ήταν ανάμεσα στις πρώτες ευρωπαϊκές χώρες που αναγκάστηκε να προστατεύσει τις τράπεζές της. Η καγκελάριος ’Ανγκελα Μέρκελ (Angela Merkel), αναγκάστηκε να διαβεβαιώσει δημοσίως τους συμπολίτες της πως οι τραπεζικές τους καταθέσεις δεν κινδυνεύουν.
Το Βέλγιο και η Ολλανδία έσωσαν τη «φόρτις».
Η Ιρλανδία και η Ελλάδα εγγυήθηκαν τις τραπεζικές τους καταθέσεις. Σύντομα τους ακολούθησαν κι άλλοι.
Στην πλέον δραματική εξέλιξη, η κυβέρνηση του Γκόρντον Μπράουν (Gordon Brown) ουσιαστικά κρατικοποίησε όλες τις μεγάλες τράπεζες της χώρας, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να σταθεί πάνω στον χρηματοπιστωτικό πάγο που έτριζε κάτω από τα πόδια της.
Γιατί, από τη μια τα «τοξικά» ομόλογα και τα υπόλοιπα ριψοκίνδυνα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ήταν όλα «made in USA», από την άλλη όμως οι ευρωπαϊκές τράπεζες συγκαταλέγονταν στους καλύτερους πελάτες τους.
Το θέμα ως εκ τούτου δεν ήταν η ταπείνωση της Αμερικής, αλλά η ταπείνωση της δύσης.
Αλλά και η Ασία, όπως επιβεβαιώθηκε την εβδομάδα που πέρασε, δε διέθετε ανοσία στα χρηματιστηριακά σοκ και τις χρηματοπιστωτικές αναστατώσεις.
Η Ιαπωνία, που μόλις είχε σηκώσει κεφάλι μετά την μακρά ύφεση που ακολούθησε την κατάρρευση των τραπεζών της τη δεκαετία του ’90, επλήγη εκ νέου από το κύμα της παγκόσμιας κρίσης. Η Κίνα έσπευσε να μειώσει τα επιτόκιά της, μιμούμενη τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Το ίδιο έκαναν πολυάριθμες ακόμα ασιατικές χώρες.
Η ύφεση των ΗΠΑ και της Ευρώπης έδειξε πως μπορεί να επιβραδύνει την ανάδυση των ασιατικών οικονομιών.
Ώστε η τρέχουσα κρίση είναι μοναδική για δύο λόγους:
Πρώτον, λόγω της εντυπωσιακής της σφοδρότητας. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι χρήσιμες οι συγκρίσεις με τα τεκταινόμενα τη δεκαετία του ’30. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Το μόνο σαφές είναι πως απεδείχθη πως οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες δεν είχαν ιδέα πώς να αντιμετωπίσουν μία κρίση με τη σφοδρότητα και την οικουμενικότητα αυτής που αντιμετωπίζουμε εδώ κι ένα χρόνο.
Ο δεύτερος λόγος αφορά τη γεωγραφία. Για πρώτη φορά, το επίκεντρο της κρίσης ήταν στη δύση. Μέχρι σήμερα οι χρηματοοικονομικές κρίσεις φαίνονταν από την Ουάσινγκτον, το Λονδίνο ή το Παρίσι σαν πράγματα που γίνονταν κάπου αλλού: τη λατινική Αμερική, την Ασία, τη Ρωσία.
Κάποιες φορές τα απόνερα αυτών των κρίσεων ίσως να έγλυφαν τις ακτές της δύσης, συχνά με τη μορφή εκκλήσεων προς τις πλούσιες χώρες να σώσουν τις απρόσεκτες τράπεζες του τρίτου κόσμου.
Σε κάθε περίπτωση οι κρίσεις επιβεβαίωναν τα όρια μεταξύ βορρά και νότου, μεταξύ των βιομηχανικών και των υπό ανάπτυξη κρατών. Οι αναδυόμενες χώρες τα έκαναν θάλασσα: η δύση έσπευδε να τις εγκαλέσει στην τάξη και να τους υποδείξει με τη δέουσα αυστηρότητα τι έπρεπε να κάνουν για να λύσουν τα προβλήματά τους.
Οι υποδείξεις αυτές ονομάστηκαν πολύ ταιριαστά «συναίνεση της Ουάσινγκτον»: η επώδυνη αγωγή περιλάμβανε ιδιωτικοποιήσεις, απελευθερώσεις των αγορών και φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις, που επιβάλλονταν με αντάλλαγμα την οικονομική στήριξη από το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ).
Τούτη τη φορά όμως, η κρίση ξεκίνησε στην Ουολ Στριτ, και πυροδοτήθηκε από την πτώση της τιμής των ακινήτων στις ΗΠΑ. Οι αναδυόμενες αγορές υπήρξαν τα θύματα της κρίσης μάλλον, παρά οι αυτουργοί της.
Ο λόγος γι’ αυτή την αντιστροφή των ρόλων; Οι αναδυόμενες αγορές τελικά έμαθαν τα μαθήματα της δύσης.
Εδώ και μια δεκαετία, το 1997-98, μετά την κατεδάφιση μερικών από τις πιο ζωτικές της οικονομίες, η Ασία αποφάσισε: «ποτέ ξανά!». Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναβρεθεί στα γόνατα να παρακαλεί τη δύση να έρθει να τη σώσει. Αν ήθελαν να αποφύγουν την καταστροφική «θεραπευτική αγωγή» του ΔΝΤ, οι ασιατικές κυβερνήσεις όφειλαν να οικοδομήσουν μόνες τους τα προστατευτικά τους τείχη, με τη μορφή των συναλλαγματικών αποθεμάτων.
Αυτά τα αποθεματικά -που σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις ανέρχονται στα 4 τρις δολάρια (3 τρις ευρώ)- άρχισαν να χρηματοδοτούν τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Φυσικά υπήρχαν κι άλλες πηγές ρευστότητας, η αμερικανική κεντρική τράπεζα και τα κέρδη των επιχειρήσεων ενέργειας. Χάρη επίσης στη μαστοριά των χρηματιστηριακών απατεώνων, εμφανίστηκαν ως απολύτως ασφαλή χρηματοπιστωτικά προϊόντα που «έμπαζαν» από παντού.
Όπως όμως είπε ένας Κινέζος επίσημος στον συνάδερφό μου Ντέιβιντ Πίλινγκ (David Pilling) συντάκτη των «φαϊνάνσιαλ τάιμς»: «η Αμερική τελικά πνίγηκε μέσα στα ασιατικά τραπεζογραμμάτια».
Το συμπέρασμα είναι πως οι γεωπολιτικές επιπλοκές της κρίσης θα είναι εξίσου επώδυνες με την προσπάθεια να ξεπληρωθούν τα χρέη που άφησαν οι ασωτίες των τελευταίων δεκαετιών, στο εσωτερικό των δυτικών κρατών.
Η μείωση της ηθικής επιρροής της δύσης, που ξεκίνησε με τον πόλεμο στο Ιράκ, βάθυνε κι άλλο. Οι δυτικοί δωρητές δεν έχουν πια ακροατήριο για τις διαλέξεις τους.
Κι αυτό αντανακλά μια άλλη πραγματικότητα. Η «μετακίνηση της οικονομικής ισχύος προς την ανατολή» είναι πια κοινοτυπία στις τοποθετήσεις των δυτικών αξιωματούχων. Οι πάντες στη δύση αναφέρονται με δέος στους ρυθμούς της κινέζικης ανάπτυξης, στην εμφάνιση της Ινδίας στο ρόλο γεωπολιτικού παίκτη πρώτης γραμμής, στην αύξηση του ειδικού βάρους της Βραζιλίας ή της Νοτίου Αμερικής στις διεθνείς υποθέσεις.
Αλλά οι πλούσιες χώρες δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει εις βάθος ποιες θα είναι οι πραγματικές συνέπειες αυτών των εξελίξεων.
Εξακολουθούν να πιστεύουν πως ακόμα κι αν χρειαστεί να μοιραστούν με άλλους την παγκόσμια επιρροή τους, θα το κάνουν με τους δικούς τους όρους: πως οι αναδυόμενες χώρες θα απορροφηθούν σταδιακά στα υφιστάμενα κέντρα ισχύος, τα διεθνή φόρουμ και τους διεθνείς οργανισμούς, και μάλιστα σε ρυθμούς που θα τους καθορίζουν οι δυτικοί.
Όταν οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες μιλάνε περί της ανάγκης να αναλάβουν οι αναδυόμενες χώρες τις ευθύνες τους στην παγκόσμια διακυβέρνηση, θεωρούν δεδομένο πως η Κίνα, η Ινδία κ.λπ δεν είναι επιτρεπτό να αμφισβητήσουν τους κατεστημένους κανόνες και τον τρόπο σκέψης της «διεθνούς κοινότητας».
Με άλλα λόγια δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω η νοοτροπία που θεωρεί, πως το Μπενελούξ δικαίως διαθέτει περισσότερες ψήφους από την Κίνα στο ΔΝΤ ή πως οι G7, μία ένωση στην οποία συμμετέχουν αποκλειστικά βιομηχανικές χώρες, δικαιούται να συνεδριάζει, όπως αυτό το Σαββατοκύριακο, υποτίθεται για να επανασχεδιάσει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Προσωπικά δεν έχω καμία συστολή να υποστηρίξω τις δυτικές αξίες και να διακηρύξω τις αρετές του κράτους δικαίου, της πλουραλιστικής πολιτικής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είμαι βέβαιος πως παρά τη σφοδρότητα των χρηματιστηριακών κρίσεων, η φιλελεύθερη χρηματοοικονομική αγορά είναι το χειρότερο σύστημα -μόνο όμως αν εξαιρέσει κανείς όλα τα άλλα.
Όσο για το σαφέστερο δίδαγμα της τρέχουσας κρίσης, ασφαλώς και δεν είναι άλλο από το ότι οι ανοικτές αγορές χρειάζονται παγκόσμια αποδεκτούς κανόνες λειτουργίας και πολυμερή διακυβέρνηση.
Το πρόβλημα είναι πως η δύση θα πρέπει να συνηθίσει στην ιδέα πως ίσως και να μην έχει πια τα μέσα να συνεχίζει να καθορίζει τις μελλοντικές εξελίξεις. Εδώ και διακόσια χρόνια, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη ασκούν αυτονόητα οικονομική, πολιτιστική και πολιτική ηγεμονία σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αυτή η εποχή βαδίζει προς το τέλος της.
---------------------------------------------------------------
* Ο Philip Stephens είναι επιφυλλιδογράφος των «φαϊνάνσιαλ τάιμς»
Είναι πράγματι όλοι τους ένοχοι. Κι είμαι σίγουρος πως εκεί έξω υπάρχουν πολλοί ακόμα που τους αξίζει να κατηγορηθούν.
Καμιά φορά όμως, αξίζει να κρατάς ανάποδα τα κιάλια σου: η αλήθεια είναι πως η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αντανακλά στη βάση της αλλαγές στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς δύναμης. Λειτουργεί ως προειδοποιητική βολή για ολόκληρη τη δύση, για το πώς πρέπει να παρέμβει στη διαμορφούμενη νέα γεωπολιτική τάξη.
Μέχρι πρόσφατα, η συζήτηση αφορούσε την ταπείνωση του ελευθεριάζοντος αμερικανικού καπιταλισμού. Τα 700 δις δολάρια του «σχεδίου Πόλσον» ήταν κατά κάποιο τρόπο το απαραίτητο αντίτιμο για να ξεπερασθεί η ύβρις.
Για λόγους που ακόμα μου διαφεύγουν, κάμποσοι Ευρωπαίοι πολιτικοί χαμογελούσαν χαιρέκακα με τα δεινά του συμμάχου τους -που κατά τα άλλα εξακολουθεί να εγγυάται την ασφάλειά τους.
Σύντομα όμως τα χαμόγελα πάγωσαν:
Η σοβαρή, συντηρητική Γερμανία ήταν ανάμεσα στις πρώτες ευρωπαϊκές χώρες που αναγκάστηκε να προστατεύσει τις τράπεζές της. Η καγκελάριος ’Ανγκελα Μέρκελ (Angela Merkel), αναγκάστηκε να διαβεβαιώσει δημοσίως τους συμπολίτες της πως οι τραπεζικές τους καταθέσεις δεν κινδυνεύουν.
Το Βέλγιο και η Ολλανδία έσωσαν τη «φόρτις».
Η Ιρλανδία και η Ελλάδα εγγυήθηκαν τις τραπεζικές τους καταθέσεις. Σύντομα τους ακολούθησαν κι άλλοι.
Στην πλέον δραματική εξέλιξη, η κυβέρνηση του Γκόρντον Μπράουν (Gordon Brown) ουσιαστικά κρατικοποίησε όλες τις μεγάλες τράπεζες της χώρας, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να σταθεί πάνω στον χρηματοπιστωτικό πάγο που έτριζε κάτω από τα πόδια της.
Γιατί, από τη μια τα «τοξικά» ομόλογα και τα υπόλοιπα ριψοκίνδυνα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ήταν όλα «made in USA», από την άλλη όμως οι ευρωπαϊκές τράπεζες συγκαταλέγονταν στους καλύτερους πελάτες τους.
Το θέμα ως εκ τούτου δεν ήταν η ταπείνωση της Αμερικής, αλλά η ταπείνωση της δύσης.
Αλλά και η Ασία, όπως επιβεβαιώθηκε την εβδομάδα που πέρασε, δε διέθετε ανοσία στα χρηματιστηριακά σοκ και τις χρηματοπιστωτικές αναστατώσεις.
Η Ιαπωνία, που μόλις είχε σηκώσει κεφάλι μετά την μακρά ύφεση που ακολούθησε την κατάρρευση των τραπεζών της τη δεκαετία του ’90, επλήγη εκ νέου από το κύμα της παγκόσμιας κρίσης. Η Κίνα έσπευσε να μειώσει τα επιτόκιά της, μιμούμενη τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Το ίδιο έκαναν πολυάριθμες ακόμα ασιατικές χώρες.
Η ύφεση των ΗΠΑ και της Ευρώπης έδειξε πως μπορεί να επιβραδύνει την ανάδυση των ασιατικών οικονομιών.
Ώστε η τρέχουσα κρίση είναι μοναδική για δύο λόγους:
Πρώτον, λόγω της εντυπωσιακής της σφοδρότητας. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι χρήσιμες οι συγκρίσεις με τα τεκταινόμενα τη δεκαετία του ’30. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Το μόνο σαφές είναι πως απεδείχθη πως οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες δεν είχαν ιδέα πώς να αντιμετωπίσουν μία κρίση με τη σφοδρότητα και την οικουμενικότητα αυτής που αντιμετωπίζουμε εδώ κι ένα χρόνο.
Ο δεύτερος λόγος αφορά τη γεωγραφία. Για πρώτη φορά, το επίκεντρο της κρίσης ήταν στη δύση. Μέχρι σήμερα οι χρηματοοικονομικές κρίσεις φαίνονταν από την Ουάσινγκτον, το Λονδίνο ή το Παρίσι σαν πράγματα που γίνονταν κάπου αλλού: τη λατινική Αμερική, την Ασία, τη Ρωσία.
Κάποιες φορές τα απόνερα αυτών των κρίσεων ίσως να έγλυφαν τις ακτές της δύσης, συχνά με τη μορφή εκκλήσεων προς τις πλούσιες χώρες να σώσουν τις απρόσεκτες τράπεζες του τρίτου κόσμου.
Σε κάθε περίπτωση οι κρίσεις επιβεβαίωναν τα όρια μεταξύ βορρά και νότου, μεταξύ των βιομηχανικών και των υπό ανάπτυξη κρατών. Οι αναδυόμενες χώρες τα έκαναν θάλασσα: η δύση έσπευδε να τις εγκαλέσει στην τάξη και να τους υποδείξει με τη δέουσα αυστηρότητα τι έπρεπε να κάνουν για να λύσουν τα προβλήματά τους.
Οι υποδείξεις αυτές ονομάστηκαν πολύ ταιριαστά «συναίνεση της Ουάσινγκτον»: η επώδυνη αγωγή περιλάμβανε ιδιωτικοποιήσεις, απελευθερώσεις των αγορών και φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις, που επιβάλλονταν με αντάλλαγμα την οικονομική στήριξη από το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ).
Τούτη τη φορά όμως, η κρίση ξεκίνησε στην Ουολ Στριτ, και πυροδοτήθηκε από την πτώση της τιμής των ακινήτων στις ΗΠΑ. Οι αναδυόμενες αγορές υπήρξαν τα θύματα της κρίσης μάλλον, παρά οι αυτουργοί της.
Ο λόγος γι’ αυτή την αντιστροφή των ρόλων; Οι αναδυόμενες αγορές τελικά έμαθαν τα μαθήματα της δύσης.
Εδώ και μια δεκαετία, το 1997-98, μετά την κατεδάφιση μερικών από τις πιο ζωτικές της οικονομίες, η Ασία αποφάσισε: «ποτέ ξανά!». Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναβρεθεί στα γόνατα να παρακαλεί τη δύση να έρθει να τη σώσει. Αν ήθελαν να αποφύγουν την καταστροφική «θεραπευτική αγωγή» του ΔΝΤ, οι ασιατικές κυβερνήσεις όφειλαν να οικοδομήσουν μόνες τους τα προστατευτικά τους τείχη, με τη μορφή των συναλλαγματικών αποθεμάτων.
Αυτά τα αποθεματικά -που σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις ανέρχονται στα 4 τρις δολάρια (3 τρις ευρώ)- άρχισαν να χρηματοδοτούν τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Φυσικά υπήρχαν κι άλλες πηγές ρευστότητας, η αμερικανική κεντρική τράπεζα και τα κέρδη των επιχειρήσεων ενέργειας. Χάρη επίσης στη μαστοριά των χρηματιστηριακών απατεώνων, εμφανίστηκαν ως απολύτως ασφαλή χρηματοπιστωτικά προϊόντα που «έμπαζαν» από παντού.
Όπως όμως είπε ένας Κινέζος επίσημος στον συνάδερφό μου Ντέιβιντ Πίλινγκ (David Pilling) συντάκτη των «φαϊνάνσιαλ τάιμς»: «η Αμερική τελικά πνίγηκε μέσα στα ασιατικά τραπεζογραμμάτια».
Το συμπέρασμα είναι πως οι γεωπολιτικές επιπλοκές της κρίσης θα είναι εξίσου επώδυνες με την προσπάθεια να ξεπληρωθούν τα χρέη που άφησαν οι ασωτίες των τελευταίων δεκαετιών, στο εσωτερικό των δυτικών κρατών.
Η μείωση της ηθικής επιρροής της δύσης, που ξεκίνησε με τον πόλεμο στο Ιράκ, βάθυνε κι άλλο. Οι δυτικοί δωρητές δεν έχουν πια ακροατήριο για τις διαλέξεις τους.
Κι αυτό αντανακλά μια άλλη πραγματικότητα. Η «μετακίνηση της οικονομικής ισχύος προς την ανατολή» είναι πια κοινοτυπία στις τοποθετήσεις των δυτικών αξιωματούχων. Οι πάντες στη δύση αναφέρονται με δέος στους ρυθμούς της κινέζικης ανάπτυξης, στην εμφάνιση της Ινδίας στο ρόλο γεωπολιτικού παίκτη πρώτης γραμμής, στην αύξηση του ειδικού βάρους της Βραζιλίας ή της Νοτίου Αμερικής στις διεθνείς υποθέσεις.
Αλλά οι πλούσιες χώρες δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει εις βάθος ποιες θα είναι οι πραγματικές συνέπειες αυτών των εξελίξεων.
Εξακολουθούν να πιστεύουν πως ακόμα κι αν χρειαστεί να μοιραστούν με άλλους την παγκόσμια επιρροή τους, θα το κάνουν με τους δικούς τους όρους: πως οι αναδυόμενες χώρες θα απορροφηθούν σταδιακά στα υφιστάμενα κέντρα ισχύος, τα διεθνή φόρουμ και τους διεθνείς οργανισμούς, και μάλιστα σε ρυθμούς που θα τους καθορίζουν οι δυτικοί.
Όταν οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες μιλάνε περί της ανάγκης να αναλάβουν οι αναδυόμενες χώρες τις ευθύνες τους στην παγκόσμια διακυβέρνηση, θεωρούν δεδομένο πως η Κίνα, η Ινδία κ.λπ δεν είναι επιτρεπτό να αμφισβητήσουν τους κατεστημένους κανόνες και τον τρόπο σκέψης της «διεθνούς κοινότητας».
Με άλλα λόγια δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω η νοοτροπία που θεωρεί, πως το Μπενελούξ δικαίως διαθέτει περισσότερες ψήφους από την Κίνα στο ΔΝΤ ή πως οι G7, μία ένωση στην οποία συμμετέχουν αποκλειστικά βιομηχανικές χώρες, δικαιούται να συνεδριάζει, όπως αυτό το Σαββατοκύριακο, υποτίθεται για να επανασχεδιάσει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Προσωπικά δεν έχω καμία συστολή να υποστηρίξω τις δυτικές αξίες και να διακηρύξω τις αρετές του κράτους δικαίου, της πλουραλιστικής πολιτικής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είμαι βέβαιος πως παρά τη σφοδρότητα των χρηματιστηριακών κρίσεων, η φιλελεύθερη χρηματοοικονομική αγορά είναι το χειρότερο σύστημα -μόνο όμως αν εξαιρέσει κανείς όλα τα άλλα.
Όσο για το σαφέστερο δίδαγμα της τρέχουσας κρίσης, ασφαλώς και δεν είναι άλλο από το ότι οι ανοικτές αγορές χρειάζονται παγκόσμια αποδεκτούς κανόνες λειτουργίας και πολυμερή διακυβέρνηση.
Το πρόβλημα είναι πως η δύση θα πρέπει να συνηθίσει στην ιδέα πως ίσως και να μην έχει πια τα μέσα να συνεχίζει να καθορίζει τις μελλοντικές εξελίξεις. Εδώ και διακόσια χρόνια, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη ασκούν αυτονόητα οικονομική, πολιτιστική και πολιτική ηγεμονία σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αυτή η εποχή βαδίζει προς το τέλος της.
---------------------------------------------------------------
* Ο Philip Stephens είναι επιφυλλιδογράφος των «φαϊνάνσιαλ τάιμς»