Στη δίνη των κρίσεων
Γεράσιμος Γεωργάτος, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2009-02-01
Όλοι μας, εκτός από συγκλονισμένοι, αισθανθήκαμε τουλάχιστον αμήχανοι με όσα εκτυλίχθηκαν μετά τη δολοφονία του νεαρού μαθητή από αστυνομικό όργανο, το βράδυ της 6/12/08. Με αφορμή το δραματικό αυτό γεγονός, ήλθε στην επιφάνεια όλη η παθογένεια και η πολυεπίπεδη κρίση της ελληνικής κοινωνίας, με τις αλλεπάλληλες κινητοποιήσεις ως έκφραση διάψευσης προσδοκιών και αδιεξόδου των νεότερων κυρίως γενεών.
Τα συγκεκριμένα γεγονότα, με τις ιδιαιτερότητές τους, ίσως αποτελούν την τοπική, μερική και συγκεκριμένη έκφραση της γενικότερης και εντεινόμενης παγκόσμιας αστάθειας και αβεβαιότητας που προκαλεί το επί τριακονταετία κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο μοντέλο και της κρίσης που ξέσπασε με επίκεντρο τις ΗΠΑ και τα ενυπόθηκα δάνεια και η οποία αποτελεί την κορύφωση, ως προς την έκταση και την ένταση, μιας αλυσίδας κρίσεων που σημειώθηκαν κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, με πρώτη τη χρηματιστηριακή κρίση στις ΗΠΑ (1987 – 89), για να ακολουθήσουν η κρίση στο Μεξικό (1995), η ασιατική κρίση (1997), η Ρωσική (1998), η κρίση της νέας οικονομίας (2000), η κρίση στην Αργεντινή (2001), για να καταλήξουμε στη σημερινή, που επανέφερε στην επικαιρότητα την ενοχοποιημένη δημόσια παρέμβαση, τον Μαρξ, τον Κέυνς και την ανάγκη για ένα νέο Bretton Woods απέναντι στη γενικευμένη απορρύθμιση.
Πρόκειται για μια διαδικασία που ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 60, όταν οι ΗΠΑ, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις υπέρογκες δαπάνες του πολέμου στο Βιετνάμ και της κούρσας των εξοπλισμών με την τότε ΕΣΣΔ, αποφάσισαν και προώθησαν μονομερώς την ανατροπή του συστήματος των σταθερών νομισματικών ισοτιμιών που είχε συμφωνηθεί στο Bretton Woods (1944), καταργώντας τη σχέση δολαρίου – χρυσού στις 15 Αυγούστου 1971, και μετατρέποντας το διεθνές νομισματικό σύστημα σε ένα σύστημα βασισμένο αποκλειστικά στο δολάριο και με κυρίαρχο το δολάριο. Οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες εγκαταλείφθηκαν οριστικά μετά και την πετρελαϊκή κρίση, το 1973, και αφέθηκαν στη διαμόρφωσή τους από την αγορά. Οι κυμαινόμενες πλέον ισοτιμίες σε συνδυασμό με την ανάδυση των μονεταριστικών και νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων που προετοίμασε συστηματικά η Σχολή του Σικάγο και η κυριαρχία του δόγματος των ανοιχτών και αυτορυθμιζόμενων αγορών με την άνοδο της Θάτσερ στη Βρετανία και του Ρήγκαν στις ΗΠΑ, το 1979, προκαλούν από τις αρχές της δεκαετίας του 80 όλο και πιο βίαιες διακυμάνσεις, διαμορφώνοντας ένα παγκόσμιο σύστημα χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που ευνοεί όλο και περισσότερο την κερδοσκοπία αντί για την πραγματική οικονομία και προκαλεί όλο και εντονότερες κρίσεις.
Μαζί με την ανατροπή του συστήματος του Bretton Woods, οι ΗΠΑ, στα τέλη της δεκαετίας του 70, προώθησαν και τη μεταρρύθμιση του ρόλου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από την τεχνική απλώς διαχείριση των συναλλαγματικών προβλημάτων μεταξύ αναπτυγμένων χωρών, σε θεσμό που επιδίωκε στο εξής να επιβάλει μια συγκεκριμένη μονοδιάστατη οικονομική πολιτική στις χώρες που αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα και υποχρεώνονταν να προσφύγουν στις οδηγίες και στις συμβουλές του. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής αποτελούν εύγλωττο παράδειγμα. Ο γενικευμένος χρηματοπιστωτικός ανταγωνισμός οδήγησε τα κράτη να επιδιώκουν σωτηρία και ισχύ στη συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων, ρίχνοντας το κέντρο βάρους στην εξωστρέφεια της οικονομίας και ανταγωνιζόμενα στις διεθνείς αγορές υλικών και άυλων αξιών, γεγονός που διευκόλυνε τις συντηρητικές και όχι μόνο κυβερνήσεις, με άλλοθι την ανταγωνιστικότητα, να προβάλουν ως μονόδρομο τις πολιτικές συμπίεσης του εργατικού κόστους και της περιστολής των δημοσίων επενδύσεων, υποβαθμίζοντας και ιδιωτικοποιώντας δημόσια αγαθά και δημόσιες υπηρεσίες. Όλο αυτό το σύστημα του γενικευμένου διεθνώς χρηματοπιστωτικού ανταγωνισμού, της εκχρηματιστικοποίησης της οικονομίας και των χρηματοπιστωτικών καινοτομιών (δομημένα ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια και άλλα παράγωγα), με σκοπό τη διαρκή μεγέθυνση ενός ονομαστικού κέρδους που θα εξοφλούνταν σε κάποιο μέλλον (οι περίφημες φούσκες), οδήγησε σε διαδοχικές και εντεινόμενες οικονομικές κρίσεις με βαρύτατο κοινωνικό, πολιτικό και περιβαλλοντικό κόστος, ακόμα και για αναπτυγμένες οικονομίες, όπως αυτές της ευρωζώνης.
Η σοβαρότητα της παρούσας κρίσης ανάγκασε ακόμα και συντηρητικές πολιτικές ηγεσίες να κάνουν λόγο για την αναγκαιότητα ενός νέου Bretton Woods και μιας νέας αρχιτεκτονικής του παγκόσμιου νομισματικού και πιστωτικού συστήματος, ζήτημα το οποίο εξαιτίας της μείζονος σημασίας του θα πρέπει οι δυνάμεις της Αριστεράς και τα κινήματα διεθνώς να σκεφτούν να το συμπεριλάβουν στα δημόσια αγαθά. Όμως, τόσο η διευρυμένη σύνοδος των G 20 στην Ουάσιγκτον, στις 15 Νοεμβρίου 2008, όσο και η Σύνοδος Κορυφής της Ε.Ε, στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 2008, περιορίστηκαν στην ανακοίνωση μέτρων δημόσιας παρέμβασης που επιμερίζονται κατά κύριο λόγο σε εθνικά πλαίσια, χωρίς επαρκή διεθνή και πανευρωπαϊκό αντίστοιχα συντονισμό, αποφεύγοντας να θίξουν την ουσία του προβλήματος, δηλαδή την επιβολή ρυθμίσεων που θα περιορίζουν δραστικά την κυκλοφορία των κερδοσκοπικών κεφαλαίων (π.χ φόρος Tobin), το αυστηρό πλαίσιο ελέγχου για τις χρηματοπιστωτικές καινοτομίες και την έναρξη διαλόγου στα πλαίσια ενός αναβαθμισμένου ΟΗΕ για ένα νέο σύστημα σταθερών και αναθεωρούμενων κατά περίσταση ισοτιμιών, με νέο ρόλο για την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η τελική διακήρυξη των G 20 παραθέτει κάποιες γενικές και αόριστες αρχές που απέχουν πόρρω από την πραγματικότητα της κρίσης: ενίσχυση της διαφάνειας και της συνεργασίας, υγιείς ρυθμίσεις(;), προώθηση της ολοκλήρωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών, μεταρρύθμιση των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Μόνο που ακόμα και οι ελάχιστες αυτές αρχές ακυρώνονται συνοδευόμενες από μια δήλωση προσήλωσης στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και την απόρριψη κάθε δημόσιας ρυθμιστικής παρέμβασης.
Και οι ηγεσίες της Ε.Ε από την πλευρά τους, ανακοίνωσαν ένα πακέτο ενίσχυσης τραπεζών, επιχειρήσεων και ανάληψης δημοσίων έργων, με χρηματοδότηση κυρίως από τους εθνικούς προϋπολογισμούς και λιγότερο από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, με ευελιξία και χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας. Μέτρα ασφαλώς αναγκαία, όμως σίγουρα ανεπαρκή, καθώς δεν γίνεται καθόλου λόγος για την ταμπακέρα της ανεξέλεγκτης κυκλοφορίας των κερδοσκοπικών κεφαλαίων και του διεθνούς νομισματικού συστήματος, και σε ένα κλίμα που επιβεβαιώνει το γεγονός ότι τα κράτη – μέλη της Ε.Ε αντί για την αναγκαία και επείγουσα σύγκλιση, βρίσκονται σε πορεία απόκλισης. Η ενοποιητική πορεία έχει σταθμεύσει για καιρό στο κοινό νόμισμα χωρίς την προώθηση της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης που θα προσδώσουν στην Ένωση την απαραίτητη πολιτική ισχύ απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις. Τόσο οι G 20 και οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε αφήνοντας ανέγγιχτα τα αίτια, πολύ γρήγορα θα εισπράξουν τα ίδια αποτελέσματα, δηλαδή μια ακόμα κρίση. Η μέθοδος των εθνικών δημοσίων δαπανών για τη διάσωση των τραπεζών και την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, αν και αναγκαία, από ένα σημείο και μετά με την υπερδιεύρυνση των ελλειμμάτων θα αποβεί εξαιρετικά αποσταθεροποιητική.
Μια τέτοια κατάσταση προσεγγίζει, αν δεν βρίσκεται ήδη, η χώρα μας, με όλους τους οικονομικούς δείκτες – χρέος, έλλειμμα και ισοζύγιο πληρωμών – στο κόκκινο. Γι` αυτό, τις ημέρες που γνωστοποιήθηκε το σχέδιο του προϋπολογισμού, που συνέπεσε με την εξέλιξη της κρίσης, περίσσεψε ο λαϊκισμός από τη Δεξιά. Ο επί των οικονομικών υπουργός κος Αλογοσκούφης, επιστράτευσε το Σύμφωνο Σταθερότητας για να δικαιολογήσει την άρνηση της κυβέρνησης να ενισχύσει το κοινωνικό κράτος και τις ασθενέστερες τάξεις. Δηλαδή, χωρίς αυτούς τους περιορισμούς, η κυβέρνηση της ΝΔ, θα προχωρούσε σε περεταίρω διεύρυνση των ελλειμμάτων και του χρέους, που επί των ημερών της διογκώθηκαν, δανειζόμενη ακριβότερα και από τη Γερμανία και υποθηκεύοντας ακόμα περισσότερο το παρόν και το μέλλον των εργαζομένων και αυτών που επί τόσες μέρες διαδήλωναν βιώνοντας τη ματαίωση των προσδοκιών τους; Η Αριστερά φρόντισε από την πλευρά της και από την αντιπολιτευτική οδό να σιγοντάρει στο λαϊκισμό και να επιβεβαιώσει τη λογική της μετάθεσης των ευθυνών και της ενοχοποίησης της Ε.Ε, ζητώντας όχι τη συνολική ανατροπή αλλά τη μονομερή απεμπλοκή της Ελλάδας από το Σύμφωνο Σταθερότητας, ζητώντας δηλαδή να αρχίσει το ξήλωμα του πουλόβερ για την αποχώρηση από την «ΕΟΚ των μονοπωλίων», αντίληψη απολύτως καταστροφική. Η στασιμότητα ή η υποχώρηση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν εξυπηρετεί παρά συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες δυνάμεις που θέλουν ανεξέλεγκτες τις αγορές και την πολιτική υποταγμένη στην οικονομία.
Ο λαϊκισμός καθιστά την Αριστερά αντί για λύση μέρος του προβλήματος. Αιτήματα όπως ο άμεσος διορισμός 100.000 νέων στο δημόσιο, οι επιδοματικές διεκδικήσεις και ο ανταγωνισμός με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς για το ύψος του κατώτερου μισθού, δεν συγκροτούν σχέδιο εξόδου από την εγχώρια και γενικότερη κρίση, όπως και ο γενικός και αφηρημένος αντικαπιταλισμός, η άκριτη αποδοχή κάθε κινηματικού ακτιβισμού, η απαξίωση των θεσμών και της αστικής δημοκρατίας και ο ακραίος βολονταρισμός περί κυβέρνησης της Αριστεράς. Αν η Αριστερά δεν μπορέσει να εκφράσει πολιτικά τη γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια προσφέροντας θετική διέξοδο, υπάρχει ο κίνδυνος να αποδειχθεί ότι ο ριζοσπαστισμός της διευκολύνει συντηρητικές επιλογές.
Την κρίσιμη αυτή περίοδο για την Ευρώπη και τον κόσμο, χρειάζεται στη χώρα μας η ειλικρίνεια και ο ρεαλισμός της αναζήτησης ενός νέου αναπτυξιακού και αναδιανεμητικού μοντέλου που θα αποφεύγει τον κίνδυνο της αποσταθεροποιητικής επέκτασης χρεών και ελλειμμάτων, χρειάζεται η επανασύνδεση της Αριστεράς με τις καλύτερες διεθνιστικές και ευρωπαϊκές της παραδόσεις καταθέτοντας στους πολίτες και στη νεολαία την αλήθεια, ότι τα κρίσιμα προβλήματα της απασχόλησης, του περιβάλλοντος και των δικαιωμάτων αντιμετωπίζονται μόνο μέχρι ένα σημείο στο πλαίσιο μιας μόνο χώρας. Χρειάζονται ταυτόχρονα ευρύτερες ολοκληρώσεις, όπως η Ε.Ε, και παγκόσμιος συντονισμός για θετική διέξοδο από την κρίση και φυσικά η αλλαγή των συσχετισμών σε εθνική και ευρωπαϊκή κλίμακα με τη συσπείρωση των ευρύτερων δυνατών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που επιδιώκουν να προωθήσουν δημοκρατικά πραγματικές ανατρεπτικές μεταρρυθμίσεις για την υπέρβαση των σημερινών αδιεξόδων.
---
Εισήγηση στην εκδήλωση του ομίλου ΑΡ.ΣΗ (ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΗΜΕΡΑ) για την οικονομική κρίση, 15/12/08
Τα συγκεκριμένα γεγονότα, με τις ιδιαιτερότητές τους, ίσως αποτελούν την τοπική, μερική και συγκεκριμένη έκφραση της γενικότερης και εντεινόμενης παγκόσμιας αστάθειας και αβεβαιότητας που προκαλεί το επί τριακονταετία κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο μοντέλο και της κρίσης που ξέσπασε με επίκεντρο τις ΗΠΑ και τα ενυπόθηκα δάνεια και η οποία αποτελεί την κορύφωση, ως προς την έκταση και την ένταση, μιας αλυσίδας κρίσεων που σημειώθηκαν κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, με πρώτη τη χρηματιστηριακή κρίση στις ΗΠΑ (1987 – 89), για να ακολουθήσουν η κρίση στο Μεξικό (1995), η ασιατική κρίση (1997), η Ρωσική (1998), η κρίση της νέας οικονομίας (2000), η κρίση στην Αργεντινή (2001), για να καταλήξουμε στη σημερινή, που επανέφερε στην επικαιρότητα την ενοχοποιημένη δημόσια παρέμβαση, τον Μαρξ, τον Κέυνς και την ανάγκη για ένα νέο Bretton Woods απέναντι στη γενικευμένη απορρύθμιση.
Πρόκειται για μια διαδικασία που ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 60, όταν οι ΗΠΑ, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις υπέρογκες δαπάνες του πολέμου στο Βιετνάμ και της κούρσας των εξοπλισμών με την τότε ΕΣΣΔ, αποφάσισαν και προώθησαν μονομερώς την ανατροπή του συστήματος των σταθερών νομισματικών ισοτιμιών που είχε συμφωνηθεί στο Bretton Woods (1944), καταργώντας τη σχέση δολαρίου – χρυσού στις 15 Αυγούστου 1971, και μετατρέποντας το διεθνές νομισματικό σύστημα σε ένα σύστημα βασισμένο αποκλειστικά στο δολάριο και με κυρίαρχο το δολάριο. Οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες εγκαταλείφθηκαν οριστικά μετά και την πετρελαϊκή κρίση, το 1973, και αφέθηκαν στη διαμόρφωσή τους από την αγορά. Οι κυμαινόμενες πλέον ισοτιμίες σε συνδυασμό με την ανάδυση των μονεταριστικών και νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων που προετοίμασε συστηματικά η Σχολή του Σικάγο και η κυριαρχία του δόγματος των ανοιχτών και αυτορυθμιζόμενων αγορών με την άνοδο της Θάτσερ στη Βρετανία και του Ρήγκαν στις ΗΠΑ, το 1979, προκαλούν από τις αρχές της δεκαετίας του 80 όλο και πιο βίαιες διακυμάνσεις, διαμορφώνοντας ένα παγκόσμιο σύστημα χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που ευνοεί όλο και περισσότερο την κερδοσκοπία αντί για την πραγματική οικονομία και προκαλεί όλο και εντονότερες κρίσεις.
Μαζί με την ανατροπή του συστήματος του Bretton Woods, οι ΗΠΑ, στα τέλη της δεκαετίας του 70, προώθησαν και τη μεταρρύθμιση του ρόλου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από την τεχνική απλώς διαχείριση των συναλλαγματικών προβλημάτων μεταξύ αναπτυγμένων χωρών, σε θεσμό που επιδίωκε στο εξής να επιβάλει μια συγκεκριμένη μονοδιάστατη οικονομική πολιτική στις χώρες που αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα και υποχρεώνονταν να προσφύγουν στις οδηγίες και στις συμβουλές του. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής αποτελούν εύγλωττο παράδειγμα. Ο γενικευμένος χρηματοπιστωτικός ανταγωνισμός οδήγησε τα κράτη να επιδιώκουν σωτηρία και ισχύ στη συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων, ρίχνοντας το κέντρο βάρους στην εξωστρέφεια της οικονομίας και ανταγωνιζόμενα στις διεθνείς αγορές υλικών και άυλων αξιών, γεγονός που διευκόλυνε τις συντηρητικές και όχι μόνο κυβερνήσεις, με άλλοθι την ανταγωνιστικότητα, να προβάλουν ως μονόδρομο τις πολιτικές συμπίεσης του εργατικού κόστους και της περιστολής των δημοσίων επενδύσεων, υποβαθμίζοντας και ιδιωτικοποιώντας δημόσια αγαθά και δημόσιες υπηρεσίες. Όλο αυτό το σύστημα του γενικευμένου διεθνώς χρηματοπιστωτικού ανταγωνισμού, της εκχρηματιστικοποίησης της οικονομίας και των χρηματοπιστωτικών καινοτομιών (δομημένα ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια και άλλα παράγωγα), με σκοπό τη διαρκή μεγέθυνση ενός ονομαστικού κέρδους που θα εξοφλούνταν σε κάποιο μέλλον (οι περίφημες φούσκες), οδήγησε σε διαδοχικές και εντεινόμενες οικονομικές κρίσεις με βαρύτατο κοινωνικό, πολιτικό και περιβαλλοντικό κόστος, ακόμα και για αναπτυγμένες οικονομίες, όπως αυτές της ευρωζώνης.
Η σοβαρότητα της παρούσας κρίσης ανάγκασε ακόμα και συντηρητικές πολιτικές ηγεσίες να κάνουν λόγο για την αναγκαιότητα ενός νέου Bretton Woods και μιας νέας αρχιτεκτονικής του παγκόσμιου νομισματικού και πιστωτικού συστήματος, ζήτημα το οποίο εξαιτίας της μείζονος σημασίας του θα πρέπει οι δυνάμεις της Αριστεράς και τα κινήματα διεθνώς να σκεφτούν να το συμπεριλάβουν στα δημόσια αγαθά. Όμως, τόσο η διευρυμένη σύνοδος των G 20 στην Ουάσιγκτον, στις 15 Νοεμβρίου 2008, όσο και η Σύνοδος Κορυφής της Ε.Ε, στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 2008, περιορίστηκαν στην ανακοίνωση μέτρων δημόσιας παρέμβασης που επιμερίζονται κατά κύριο λόγο σε εθνικά πλαίσια, χωρίς επαρκή διεθνή και πανευρωπαϊκό αντίστοιχα συντονισμό, αποφεύγοντας να θίξουν την ουσία του προβλήματος, δηλαδή την επιβολή ρυθμίσεων που θα περιορίζουν δραστικά την κυκλοφορία των κερδοσκοπικών κεφαλαίων (π.χ φόρος Tobin), το αυστηρό πλαίσιο ελέγχου για τις χρηματοπιστωτικές καινοτομίες και την έναρξη διαλόγου στα πλαίσια ενός αναβαθμισμένου ΟΗΕ για ένα νέο σύστημα σταθερών και αναθεωρούμενων κατά περίσταση ισοτιμιών, με νέο ρόλο για την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η τελική διακήρυξη των G 20 παραθέτει κάποιες γενικές και αόριστες αρχές που απέχουν πόρρω από την πραγματικότητα της κρίσης: ενίσχυση της διαφάνειας και της συνεργασίας, υγιείς ρυθμίσεις(;), προώθηση της ολοκλήρωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών, μεταρρύθμιση των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Μόνο που ακόμα και οι ελάχιστες αυτές αρχές ακυρώνονται συνοδευόμενες από μια δήλωση προσήλωσης στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και την απόρριψη κάθε δημόσιας ρυθμιστικής παρέμβασης.
Και οι ηγεσίες της Ε.Ε από την πλευρά τους, ανακοίνωσαν ένα πακέτο ενίσχυσης τραπεζών, επιχειρήσεων και ανάληψης δημοσίων έργων, με χρηματοδότηση κυρίως από τους εθνικούς προϋπολογισμούς και λιγότερο από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, με ευελιξία και χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας. Μέτρα ασφαλώς αναγκαία, όμως σίγουρα ανεπαρκή, καθώς δεν γίνεται καθόλου λόγος για την ταμπακέρα της ανεξέλεγκτης κυκλοφορίας των κερδοσκοπικών κεφαλαίων και του διεθνούς νομισματικού συστήματος, και σε ένα κλίμα που επιβεβαιώνει το γεγονός ότι τα κράτη – μέλη της Ε.Ε αντί για την αναγκαία και επείγουσα σύγκλιση, βρίσκονται σε πορεία απόκλισης. Η ενοποιητική πορεία έχει σταθμεύσει για καιρό στο κοινό νόμισμα χωρίς την προώθηση της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης που θα προσδώσουν στην Ένωση την απαραίτητη πολιτική ισχύ απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις. Τόσο οι G 20 και οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε αφήνοντας ανέγγιχτα τα αίτια, πολύ γρήγορα θα εισπράξουν τα ίδια αποτελέσματα, δηλαδή μια ακόμα κρίση. Η μέθοδος των εθνικών δημοσίων δαπανών για τη διάσωση των τραπεζών και την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, αν και αναγκαία, από ένα σημείο και μετά με την υπερδιεύρυνση των ελλειμμάτων θα αποβεί εξαιρετικά αποσταθεροποιητική.
Μια τέτοια κατάσταση προσεγγίζει, αν δεν βρίσκεται ήδη, η χώρα μας, με όλους τους οικονομικούς δείκτες – χρέος, έλλειμμα και ισοζύγιο πληρωμών – στο κόκκινο. Γι` αυτό, τις ημέρες που γνωστοποιήθηκε το σχέδιο του προϋπολογισμού, που συνέπεσε με την εξέλιξη της κρίσης, περίσσεψε ο λαϊκισμός από τη Δεξιά. Ο επί των οικονομικών υπουργός κος Αλογοσκούφης, επιστράτευσε το Σύμφωνο Σταθερότητας για να δικαιολογήσει την άρνηση της κυβέρνησης να ενισχύσει το κοινωνικό κράτος και τις ασθενέστερες τάξεις. Δηλαδή, χωρίς αυτούς τους περιορισμούς, η κυβέρνηση της ΝΔ, θα προχωρούσε σε περεταίρω διεύρυνση των ελλειμμάτων και του χρέους, που επί των ημερών της διογκώθηκαν, δανειζόμενη ακριβότερα και από τη Γερμανία και υποθηκεύοντας ακόμα περισσότερο το παρόν και το μέλλον των εργαζομένων και αυτών που επί τόσες μέρες διαδήλωναν βιώνοντας τη ματαίωση των προσδοκιών τους; Η Αριστερά φρόντισε από την πλευρά της και από την αντιπολιτευτική οδό να σιγοντάρει στο λαϊκισμό και να επιβεβαιώσει τη λογική της μετάθεσης των ευθυνών και της ενοχοποίησης της Ε.Ε, ζητώντας όχι τη συνολική ανατροπή αλλά τη μονομερή απεμπλοκή της Ελλάδας από το Σύμφωνο Σταθερότητας, ζητώντας δηλαδή να αρχίσει το ξήλωμα του πουλόβερ για την αποχώρηση από την «ΕΟΚ των μονοπωλίων», αντίληψη απολύτως καταστροφική. Η στασιμότητα ή η υποχώρηση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν εξυπηρετεί παρά συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες δυνάμεις που θέλουν ανεξέλεγκτες τις αγορές και την πολιτική υποταγμένη στην οικονομία.
Ο λαϊκισμός καθιστά την Αριστερά αντί για λύση μέρος του προβλήματος. Αιτήματα όπως ο άμεσος διορισμός 100.000 νέων στο δημόσιο, οι επιδοματικές διεκδικήσεις και ο ανταγωνισμός με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς για το ύψος του κατώτερου μισθού, δεν συγκροτούν σχέδιο εξόδου από την εγχώρια και γενικότερη κρίση, όπως και ο γενικός και αφηρημένος αντικαπιταλισμός, η άκριτη αποδοχή κάθε κινηματικού ακτιβισμού, η απαξίωση των θεσμών και της αστικής δημοκρατίας και ο ακραίος βολονταρισμός περί κυβέρνησης της Αριστεράς. Αν η Αριστερά δεν μπορέσει να εκφράσει πολιτικά τη γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια προσφέροντας θετική διέξοδο, υπάρχει ο κίνδυνος να αποδειχθεί ότι ο ριζοσπαστισμός της διευκολύνει συντηρητικές επιλογές.
Την κρίσιμη αυτή περίοδο για την Ευρώπη και τον κόσμο, χρειάζεται στη χώρα μας η ειλικρίνεια και ο ρεαλισμός της αναζήτησης ενός νέου αναπτυξιακού και αναδιανεμητικού μοντέλου που θα αποφεύγει τον κίνδυνο της αποσταθεροποιητικής επέκτασης χρεών και ελλειμμάτων, χρειάζεται η επανασύνδεση της Αριστεράς με τις καλύτερες διεθνιστικές και ευρωπαϊκές της παραδόσεις καταθέτοντας στους πολίτες και στη νεολαία την αλήθεια, ότι τα κρίσιμα προβλήματα της απασχόλησης, του περιβάλλοντος και των δικαιωμάτων αντιμετωπίζονται μόνο μέχρι ένα σημείο στο πλαίσιο μιας μόνο χώρας. Χρειάζονται ταυτόχρονα ευρύτερες ολοκληρώσεις, όπως η Ε.Ε, και παγκόσμιος συντονισμός για θετική διέξοδο από την κρίση και φυσικά η αλλαγή των συσχετισμών σε εθνική και ευρωπαϊκή κλίμακα με τη συσπείρωση των ευρύτερων δυνατών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που επιδιώκουν να προωθήσουν δημοκρατικά πραγματικές ανατρεπτικές μεταρρυθμίσεις για την υπέρβαση των σημερινών αδιεξόδων.
---
Εισήγηση στην εκδήλωση του ομίλου ΑΡ.ΣΗ (ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΗΜΕΡΑ) για την οικονομική κρίση, 15/12/08