Γαλλία - Γερμανία: Δύσκολη Επαναπροσέγγιση
Γιώργος Καπόπουλος, Ημερησία, Δημοσιευμένο: 2009-02-12
Η διαχείριση της κρίσης και της ύφεσης προσγειώνει αργά αλλά σταθερά τον Σαρκοζί σε μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να παρακάμψει τη διαπίστωση ότι η συνεργασία του Παρισιού με το Βερολίνο είναι προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για να έχει η Γαλλία ευρωπαϊκή στρατηγική.
Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών επιβεβαιώνουν την παραπάνω διαπίστωση στην οποία θα πρέπει να προστεθεί η επισήμανση ότι, ναι μεν η επαναπροσέγγιση Γαλλίας - Γερμανίας είναι μονόδρομος αλλά ταυτόχρονα μια δύσκολη πορεία με παλινδρομήσεις και βραχυκυκλώματα.
Η εξέλιξη της κρίσης κατέδειξε την αδυναμία επένδυσης της Γαλλίας σε μια στενή ειδική σχέση με τη Βρετανία: Μια χώρα χωρίς παραγωγική διαδικασία, χωρίς βιομηχανία όπως είναι πλέον η μεταθατσερική Βρετανία δεν μπορεί να συντονιστεί με τη Γαλλία στην αντιμετώπιση της ύφεσης. Τις παραπάνω διαπιστώσεις του ίδιου του Γάλλου προέδρου δεν μπορεί να αναιρέσει καμιά εκ των υστέρων ανασκευή η διόρθωση.
Με αυτά τα δεδομένα οριοθετείται η διμερής προσέγγιση Γαλλίας - Βρετανίας που είχε αρχίσει στη συνάντηση Σιράκ - Ζοσπέν - Μπλερ στον Σεν Μαλό τον Δεκέμβριο το 1998 με κοινό παρονομαστή τη στρατιωτική ισχύ των δύο πλευρών, τα πυρηνικά τους οπλοστάσια και τη μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Μια προσέγγιση που έδειξε να κορυφώνεται στην αρχή της κρίσης με πανηγυρική επιβεβαίωση τη συμμετοχή του Γκόρντον Μπράουν στην πρώτη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου στο Παρίσι.
Τούτων λεχθέντων, τα όσα διαπιστώθηκαν στην συνάντηση Μέρκελ - Σαρκοζί το περασμένο Σαββατοκύριακο στο Μόναχο, στο περιθώριο της ετήσιας διάσκεψης για την Ασφάλεια, είναι αποκαλυπτικά:
- Η Γερμανία απέφυγε τη σύγκληση Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης και επέβαλε στη Γαλλία τον συμβιβασμό της σύγκλησης Έκτακτης Συνόδου Κορυφής των 27 στα τέλη Φεβρουαρίου.
- Η Γαλλία εισπράττει το κόστος μιας απόπειρας πλήρους παράκαμψης της Τσεχικής Προεδρίας αλλά και τη δυσαρέσκεια των εκτός Ευρωζώνης κρατών - μελών που βλέπουν το Παρίσι να προσπαθεί να επιβάλει έναν σκληρό πυρήνα και το Βερολίνο να προβάλλει ως εγγυητής για την ισότητα όλων των κρατών - μελών.
Νομισματική σταθερότητα ή αναθέρμανση της Οικονομίας με κάθε κόστος; Στο μέτωπο αυτό θα διεξαχθεί η γαλλογερμανική αντιπαράθεση στο άμεσο μέλλον με την κάθε πλευρά να συνυπολογίζει όχι μόνον την επόμενη μέρα της εξόδου από την ύφεση αλλά και την περαιτέρω πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Είναι, με άλλα λόγια, σαφές ότι δεν εξακολουθεί απλά και μόνον η σύγκρουση δύο αντίπαλων οραμάτων για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης το διακρατικό - διακυβερνητικό του Παρισιού και το υπερεθνικό - ομοσπονδιακό του Βερολίνου: Μετά την έκρηξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης και την παγίωση της ύφεσης οι δύο πλευρές προσπαθούν να διαφυλάξουν το ειδικό τους βάρος στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, η Γαλλία προσπαθεί να διαφυλάξει τη θέση της ενώ η Γερμανία προσδοκά ότι η επόμενη μέρα της εξόδου από την ύφεση θα τη βρει πιο ισχυρή και αδιαμφισβήτητη.
Ενας νέος γαλλογερμανικός συμβιβασμός, ευρύτερος από αυτόν που στις αρχές του 2003 γέννησε τη Συνταγματική Συνθήκη, είναι επείγουσα αναγκαιότητα τόσο για τη διαχείριση της ύφεσης όσο και για την περαιτέρω πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών επιβεβαιώνουν την παραπάνω διαπίστωση στην οποία θα πρέπει να προστεθεί η επισήμανση ότι, ναι μεν η επαναπροσέγγιση Γαλλίας - Γερμανίας είναι μονόδρομος αλλά ταυτόχρονα μια δύσκολη πορεία με παλινδρομήσεις και βραχυκυκλώματα.
Η εξέλιξη της κρίσης κατέδειξε την αδυναμία επένδυσης της Γαλλίας σε μια στενή ειδική σχέση με τη Βρετανία: Μια χώρα χωρίς παραγωγική διαδικασία, χωρίς βιομηχανία όπως είναι πλέον η μεταθατσερική Βρετανία δεν μπορεί να συντονιστεί με τη Γαλλία στην αντιμετώπιση της ύφεσης. Τις παραπάνω διαπιστώσεις του ίδιου του Γάλλου προέδρου δεν μπορεί να αναιρέσει καμιά εκ των υστέρων ανασκευή η διόρθωση.
Με αυτά τα δεδομένα οριοθετείται η διμερής προσέγγιση Γαλλίας - Βρετανίας που είχε αρχίσει στη συνάντηση Σιράκ - Ζοσπέν - Μπλερ στον Σεν Μαλό τον Δεκέμβριο το 1998 με κοινό παρονομαστή τη στρατιωτική ισχύ των δύο πλευρών, τα πυρηνικά τους οπλοστάσια και τη μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Μια προσέγγιση που έδειξε να κορυφώνεται στην αρχή της κρίσης με πανηγυρική επιβεβαίωση τη συμμετοχή του Γκόρντον Μπράουν στην πρώτη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου στο Παρίσι.
Τούτων λεχθέντων, τα όσα διαπιστώθηκαν στην συνάντηση Μέρκελ - Σαρκοζί το περασμένο Σαββατοκύριακο στο Μόναχο, στο περιθώριο της ετήσιας διάσκεψης για την Ασφάλεια, είναι αποκαλυπτικά:
- Η Γερμανία απέφυγε τη σύγκληση Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης και επέβαλε στη Γαλλία τον συμβιβασμό της σύγκλησης Έκτακτης Συνόδου Κορυφής των 27 στα τέλη Φεβρουαρίου.
- Η Γαλλία εισπράττει το κόστος μιας απόπειρας πλήρους παράκαμψης της Τσεχικής Προεδρίας αλλά και τη δυσαρέσκεια των εκτός Ευρωζώνης κρατών - μελών που βλέπουν το Παρίσι να προσπαθεί να επιβάλει έναν σκληρό πυρήνα και το Βερολίνο να προβάλλει ως εγγυητής για την ισότητα όλων των κρατών - μελών.
Νομισματική σταθερότητα ή αναθέρμανση της Οικονομίας με κάθε κόστος; Στο μέτωπο αυτό θα διεξαχθεί η γαλλογερμανική αντιπαράθεση στο άμεσο μέλλον με την κάθε πλευρά να συνυπολογίζει όχι μόνον την επόμενη μέρα της εξόδου από την ύφεση αλλά και την περαιτέρω πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Είναι, με άλλα λόγια, σαφές ότι δεν εξακολουθεί απλά και μόνον η σύγκρουση δύο αντίπαλων οραμάτων για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης το διακρατικό - διακυβερνητικό του Παρισιού και το υπερεθνικό - ομοσπονδιακό του Βερολίνου: Μετά την έκρηξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης και την παγίωση της ύφεσης οι δύο πλευρές προσπαθούν να διαφυλάξουν το ειδικό τους βάρος στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, η Γαλλία προσπαθεί να διαφυλάξει τη θέση της ενώ η Γερμανία προσδοκά ότι η επόμενη μέρα της εξόδου από την ύφεση θα τη βρει πιο ισχυρή και αδιαμφισβήτητη.
Ενας νέος γαλλογερμανικός συμβιβασμός, ευρύτερος από αυτόν που στις αρχές του 2003 γέννησε τη Συνταγματική Συνθήκη, είναι επείγουσα αναγκαιότητα τόσο για τη διαχείριση της ύφεσης όσο και για την περαιτέρω πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.