Τι σημαίνει η ήττα της Αριστεράς στις ευρωεκλογές
Jean-Marie Colombani, Το Βήμα της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2009-06-14
Πριν από λίγες ημέρες διοργανώθηκε στην Αθήνα από τις εφημερίδες «Το Βήμα» και «Εl Ρais» συμπόσιο με θέμα τη σοσιαλδημοκρατία, την οικονομική κρίση και την Ευρώπη. Μεταξύ των εισηγητών ήταν ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρώην ηγέτης του κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς Μάσιμο ντ΄ Αλέμα. Θεώρησα τότε ότι η ομιλία του ήταν αρκετά απαισιόδοξη. Μίλησε για την αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας ενώ προέβλεψε ότι η κυριαρχία της Δεξιάς στην Ευρώπη θα διαρκέσει παρά την κρίση και τη διάψευση των νεοφιλελεύθερων δογμάτων τα οποία εσφαλμένα όπως αποδείχθηκε προέτασσαν την αυτορρύθμιση και το «αόρατο χέρι» των αγορών. Σήμερα όμως με δεδομένα τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών αποδεικνύεται ότι ο κ. Ντ΄ Αλέμα δεν είχε άδικο, πέρα από τις προσωπικές εκτιμήσεις του για το μέλλον.
Η Δεξιά λοιπόν είναι η κερδισμένη και η Αριστερά η χαμένη αυτής της αναμέτρησης. Παρά το γεγονός ότι η Αριστερά θα έπρεπε να είχε επωφεληθεί από την οικονομική κρίση υπό την έννοια ότι η ίδια υποτίθεται ότι διαθέτει τις λύσεις εξόδου από αυτή την αρνητική συγκυρία. Με εξαίρεση την Ελλάδα η διαπίστωση είναι κοινή και θλιβερή για την υπόλοιπη Ευρώπη: στις χώρες όπου κυβερνά η Δεξιά αποδοκιμάστηκε ελάχιστα, όπως επί παραδείγματι στην Ελλάδα και στη Σουηδία, αντιθέτως εκεί όπου κυβερνά η Αριστερά η αποδοκιμασία έλαβε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις. Αυτό συνέβη στη Βρετανία όπου οι Εργατικοί βρίσκονται σε καθοδική πορεία ή στη Γερμανία όπου οι Σοσιαλδημοκράτες «πληρώνουν τα σπασμένα» της κυβέρνησης του μεγάλου συνασπισμού. Η Αριστερά όμως υπέστη ισχυρό πλήγμα ακόμη και στις χώρες στις οποίες βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Χαρακτηριστική περίπτωση, η Ιταλία όπου η Αριστερά δεν κατάφερε να προσελκύσει τα μεσαία στρώματα που παραμένουν δέσμια της αίγλης του «μπερλουσκονισμού» παρά το ότι όσο περνάει ο καιρός ο ιταλός πρωθυπουργός χάνει την αξιοπιστία του. Παρόμοιο το σκηνικό και στη Γαλλία. Η Αριστερά και εδώ μοιάζει ανίκανη να εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι μειώνεται διαρκώς η δημοτικότητα του Νικολά Σαρκοζί. Είναι πρόδηλο ότι όλα αυτά δεν συνιστούν ευτυχή συγκυρία για την Ευρώπη.
Οι αιτίες είναι πολυσύνθετες. Στη Γαλλία, επί παραδείγματι, τα πράγματα είναι απλά: η πλειοψηφία έδειξε την προτίμησή της σε μια κυβέρνηση η οποία εν μέσω κρίσης κάνει αυτό που μπορεί, αντίθετα με την αντιπολίτευση η οποία δεν ξέρει τι θέλει! Εκτός λοιπόν από τα σοσιαλιστικά κόμματα που βρίσκονται και πάλι προ των πυλών της εξουσίας (στην Ελλάδα και στη Σουηδία), θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι απαιτείται βαθιά ανάλυση του πανευρωπαϊκού, όπως φαίνεται, προβλήματος. Ποια πολιτική πρέπει να υιοθετήσουμε για την αντιμετώπιση της κρίσης- το μόνο πραγματικά φλέγον θέμα σήμερα- και ποια πρέπει να ακολουθήσουμε μετά το τέλος της; Οφείλουμε, δε, να λάβουμε υπ΄ όψιν ότι οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν επιδείξει μέχρι σήμερα πραγματισμό και δεν έχουν διστάσει να καταφύγουν στο οπλοστάσιο της σοσιαλδημοκρατίας. Γενικότερα παρατηρούμε ότι σε περιόδους κρίσης οι λαοί- και ειδικότερα στις χώρες όπου καταγράφεται γήρανση και συνεπώς συντηρητική στροφή του πληθυσμού- έλκονται περισσότερο από τον λαϊκισμό και τον κρατικό προστατευτισμό. Ασφαλώς πρόκειται για λανθασμένη συνταγή, για επικίνδυνη πολιτική, που όμως πολλές φορές αυτό γίνεται αντιληπτό όταν είναι πλέον αργά.
Το ίδιο μήνυμα της προστασίας και της ασφάλειας με την ευρύτερη έννοια επέλεξαν να στείλουν τόσο ο Νικολά Σαρκοζί όσο και η Ανγκελα Μέρκελ. Αμφότεροι έκαναν μια πραγματικά «ευρωπαϊκή» προεκλογική εκστρατεία την ώρα που η Αριστερά φάνηκε να αφήνει την Ευρώπη έξω από την ατζέντα της. Ετσι άφησαν στον «γαλλογερμανικό» άξονα να παρουσιάσει έναν καθησυχαστικό λόγο, προτάσσοντας ένα διπλό «όχι»: όχι στη διεύρυνση, συνεπώς όχι στην Τουρκία, και ένα δεύτερο όχι στην «εμβάθυνση» της Ευρώπης, στην ενίσχυση δηλαδή του πολιτικού ρόλου της. Ο ρόλος της Αριστεράς είναι να καταπολεμήσει αυτήν την ψευδαίσθηση προστασίας που προσφέρει η συγκεκριμένη προσέγγιση της Ευρώπης η οποία καταδικάζει σε πολιτική αδυναμία την Ευρωπαϊκή Ενωση την ώρα που αυτή είναι η πρώτη δύναμη παγκοσμίως. Πέρα όμως από το όραμα για μια πιο ισχυρή και ασφαλώς πιο κοινωνική Ευρώπη η ευρωπαϊκή Αριστερά θα πρέπει να αναθεωρήσει τη στάση της ως προς την εξουσία, μέσα σε έναν κόσμο όπου ο καθένας διεκδικεί έναν ρόλο σε αυτήν, και κυρίως να αναθεωρήσει τη στάση της απέναντι στη μεσαία τάξη. Σε τελική ανάλυση τα μεσαία στρώματα βρίσκονται μπροστά σε ένα εν εξελίξει πολιτικό πείραμα που αποδεικνύει ότι η Αριστερά έχει ακόμη κάτι να πει και να κάνει: είναι ο δρόμος που έχει ανοίξει ο Μπαράκ Ομπάμα...
Η Δεξιά λοιπόν είναι η κερδισμένη και η Αριστερά η χαμένη αυτής της αναμέτρησης. Παρά το γεγονός ότι η Αριστερά θα έπρεπε να είχε επωφεληθεί από την οικονομική κρίση υπό την έννοια ότι η ίδια υποτίθεται ότι διαθέτει τις λύσεις εξόδου από αυτή την αρνητική συγκυρία. Με εξαίρεση την Ελλάδα η διαπίστωση είναι κοινή και θλιβερή για την υπόλοιπη Ευρώπη: στις χώρες όπου κυβερνά η Δεξιά αποδοκιμάστηκε ελάχιστα, όπως επί παραδείγματι στην Ελλάδα και στη Σουηδία, αντιθέτως εκεί όπου κυβερνά η Αριστερά η αποδοκιμασία έλαβε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις. Αυτό συνέβη στη Βρετανία όπου οι Εργατικοί βρίσκονται σε καθοδική πορεία ή στη Γερμανία όπου οι Σοσιαλδημοκράτες «πληρώνουν τα σπασμένα» της κυβέρνησης του μεγάλου συνασπισμού. Η Αριστερά όμως υπέστη ισχυρό πλήγμα ακόμη και στις χώρες στις οποίες βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Χαρακτηριστική περίπτωση, η Ιταλία όπου η Αριστερά δεν κατάφερε να προσελκύσει τα μεσαία στρώματα που παραμένουν δέσμια της αίγλης του «μπερλουσκονισμού» παρά το ότι όσο περνάει ο καιρός ο ιταλός πρωθυπουργός χάνει την αξιοπιστία του. Παρόμοιο το σκηνικό και στη Γαλλία. Η Αριστερά και εδώ μοιάζει ανίκανη να εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι μειώνεται διαρκώς η δημοτικότητα του Νικολά Σαρκοζί. Είναι πρόδηλο ότι όλα αυτά δεν συνιστούν ευτυχή συγκυρία για την Ευρώπη.
Οι αιτίες είναι πολυσύνθετες. Στη Γαλλία, επί παραδείγματι, τα πράγματα είναι απλά: η πλειοψηφία έδειξε την προτίμησή της σε μια κυβέρνηση η οποία εν μέσω κρίσης κάνει αυτό που μπορεί, αντίθετα με την αντιπολίτευση η οποία δεν ξέρει τι θέλει! Εκτός λοιπόν από τα σοσιαλιστικά κόμματα που βρίσκονται και πάλι προ των πυλών της εξουσίας (στην Ελλάδα και στη Σουηδία), θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι απαιτείται βαθιά ανάλυση του πανευρωπαϊκού, όπως φαίνεται, προβλήματος. Ποια πολιτική πρέπει να υιοθετήσουμε για την αντιμετώπιση της κρίσης- το μόνο πραγματικά φλέγον θέμα σήμερα- και ποια πρέπει να ακολουθήσουμε μετά το τέλος της; Οφείλουμε, δε, να λάβουμε υπ΄ όψιν ότι οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν επιδείξει μέχρι σήμερα πραγματισμό και δεν έχουν διστάσει να καταφύγουν στο οπλοστάσιο της σοσιαλδημοκρατίας. Γενικότερα παρατηρούμε ότι σε περιόδους κρίσης οι λαοί- και ειδικότερα στις χώρες όπου καταγράφεται γήρανση και συνεπώς συντηρητική στροφή του πληθυσμού- έλκονται περισσότερο από τον λαϊκισμό και τον κρατικό προστατευτισμό. Ασφαλώς πρόκειται για λανθασμένη συνταγή, για επικίνδυνη πολιτική, που όμως πολλές φορές αυτό γίνεται αντιληπτό όταν είναι πλέον αργά.
Το ίδιο μήνυμα της προστασίας και της ασφάλειας με την ευρύτερη έννοια επέλεξαν να στείλουν τόσο ο Νικολά Σαρκοζί όσο και η Ανγκελα Μέρκελ. Αμφότεροι έκαναν μια πραγματικά «ευρωπαϊκή» προεκλογική εκστρατεία την ώρα που η Αριστερά φάνηκε να αφήνει την Ευρώπη έξω από την ατζέντα της. Ετσι άφησαν στον «γαλλογερμανικό» άξονα να παρουσιάσει έναν καθησυχαστικό λόγο, προτάσσοντας ένα διπλό «όχι»: όχι στη διεύρυνση, συνεπώς όχι στην Τουρκία, και ένα δεύτερο όχι στην «εμβάθυνση» της Ευρώπης, στην ενίσχυση δηλαδή του πολιτικού ρόλου της. Ο ρόλος της Αριστεράς είναι να καταπολεμήσει αυτήν την ψευδαίσθηση προστασίας που προσφέρει η συγκεκριμένη προσέγγιση της Ευρώπης η οποία καταδικάζει σε πολιτική αδυναμία την Ευρωπαϊκή Ενωση την ώρα που αυτή είναι η πρώτη δύναμη παγκοσμίως. Πέρα όμως από το όραμα για μια πιο ισχυρή και ασφαλώς πιο κοινωνική Ευρώπη η ευρωπαϊκή Αριστερά θα πρέπει να αναθεωρήσει τη στάση της ως προς την εξουσία, μέσα σε έναν κόσμο όπου ο καθένας διεκδικεί έναν ρόλο σε αυτήν, και κυρίως να αναθεωρήσει τη στάση της απέναντι στη μεσαία τάξη. Σε τελική ανάλυση τα μεσαία στρώματα βρίσκονται μπροστά σε ένα εν εξελίξει πολιτικό πείραμα που αποδεικνύει ότι η Αριστερά έχει ακόμη κάτι να πει και να κάνει: είναι ο δρόμος που έχει ανοίξει ο Μπαράκ Ομπάμα...