Διδάγματα από μια εκλογική ήττα
Ανρί Βεμπέρ, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2005-01-30
Οι γάλλοι σοσιαλιστές έχασαν στις προεδρικές εκλογές του 2002 εξαιτίας της «σοσιαλφιλελεύθερης» παρέκκλισής τους, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι σχολιαστές;
Αυτή η ερμηνεία έχει το πλεονέκτημα της απλούστευσης. Εχει, όμως, το μειονέκτημα ότι προσκρούει σε ορισμένα «πεισματάρικα» γεγονότα.
1. Μπορεί να αμφισβητηθεί η ορθότητα ή η καταλληλότητα ορισμένων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν από τον Ιούνιο του 1997 ώς τον Ιούνιο του 2002: το 35ωρο, τα μέτρα για την απασχόληση των νέων, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους, το προσωπικό επίδομα για τους ελεύθερους επαγγελματίες, το πριμ για την απασχόληση, η νομοθεσία του κοινωνικού εκσυγχρονισμού, η δημιουργία δεκάδων χιλιάδων συμπληρωματικών θέσεων εργασίας στην εκπαίδευση, την υγεία, τη Δικαιοσύνη κ.λπ.
*Μπορεί να τονίσει κανείς τα απρόβλεπτα ή στρεβλά αποτελέσματα αυτών των μεταρρυθμίσεων. Δύσκολα, όμως, μπορεί να βρει σε αυτές την ένδειξη ενός «σοσιαλφιλελεύθερου» προσανατολισμού. Είναι παράλογο να χαρακτηρίζουμε «φιλελεύθερη» μια πολιτική που βασίζεται στον οικονομικό βολονταρισμό στην εδραίωση και την ανανέωση του κράτους πρόνοιας, στην υπεράσπιση και την ανάπτυξη των δημόσιων υπηρεσιών, στη συγκέντρωση και την αναδιανομή του μισού σχεδόν πλούτου που παράγεται από το έθνος.
2. Οι βαθύτερες αιτίες της ήττας του 2002 είναι εκείνες που συναντάμε σε όλη την Ευρώπη: η ανικανότητα των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την άνοδο της δημόσιας ανασφάλειας και την απώλεια του κύρους του κράτους. Η ανικανότητά τους να δώσουν πειστική απάντηση στην αποδυνάμωση των θέσεων της μισθωτής εργασίας που επιφέρει στην Ευρώπη ο σύγχρονος καπιταλισμός.
*Παρά τη δημιουργία 2 εκατομμυρίων συμπληρωματικών θέσεων εργασίας μέσα σε πέντε χρόνια, παρέμεναν 2,3 εκατομμύρια άνεργοι στη Γαλλία στις παραμονές των προεδρικών εκλογών και πολλοί προσωρινά απασχολούμενοι ένιωθαν ακόμη μεγαλύτερη δυσαρέσκεια για την κατάστασή τους, καθώς είχαν δει να βελτιώνεται η κατάσταση μερικών εκατοντάδων χιλιάδων μισθωτών.
3. Ενας άλλος λόγος έπαιξε επίσης μεγάλο ρόλο στην ήττα μας: το ότι δεν μπορούσε να γίνει καθαρά ορατό το μακροπρόθεσμο σχέδιό μας, εκείνη η «ρεαλιστική ουτοπία» χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει κινητοποίηση της αριστεράς.
*Αυτή η ουτοπία υπάρχει και εκφράζεται από το ευρωπαϊκό σχέδιο των σοσιαλιστών: να κάνουμε την Ευρώπη την πρώτη οικονομική και κοινωνική δημοκρατία του κόσμου, χωνευτήρι μιας νέας Αναγέννησης και μοχλό μιας άλλης παγκοσμιοποίησης.
4. Αυτοί που χαρακτηρίζουν «σοσιαλφιλελεύθερη» την πολιτική που εφάρμοσε για πέντε χρόνια η κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν συγχέουν -σκόπιμα ή όχι- οικονομικό φιλελευθερισμό και οικονομία της αγοράς.
Πρόκειται όμως για διαφορετικές πραγματικότητες που διόλου δεν μπορούν να αναχθούν η μια στην άλλη.
*Οι σοσιαλδημοκράτες έχουν συναινέσει εδώ και πολύ καιρό -το 1930 οι Σκανδιναβοί, το 1954 οι Γερμανοί και, είναι αλήθεια, μόλις το 1983 οι γάλλοι σοσιαλιστές- στην κοινωνική οικονομία της αγοράς. Δεν έχουν συναινέσει στον οικονομικό φιλελευθερισμό. Η οικονομία της αγοράς είναι μια μορφή οργάνωσης της οικονομίας που βασίζεται στην ελευθερία παραγωγής και ανταλλαγής των αγαθών και των υπηρεσιών η οποία, όπως και όλες οι ελευθερίες, ρυθμίζεται και οργανώνεται. Υπάρχουν όμως διάφοροι τύποι οικονομίας της αγοράς. Αυτή δεν είναι η ίδια στη Σουηδία και στη Βραζιλία, στη Ρωσία και στην Ταϊλάνδη.
5. Αντλώντας διδάγματα από την αποτυχία της κομμουνιστικής σχεδιοποίησης, οι σοσιαλδημοκράτες επινόησαν έναν ιδιαίτερο τύπο οικονομίας της αγοράς, την κοινωνική οικονομία της αγοράς, η οποία συνδυάζει τον δυναμισμό της αγοράς, τη διορθωτική και προληπτική δράση της δημόσιας εξουσίας και τη ρυθμιστική δράση των κοινωνικών εταίρων.
Ο στόχος τους είναι να προσανατολίσουν τις δυνάμεις της αγοράς στην υπηρεσία της κοινωνικής, δημοκρατικής και πολιτιστικής προόδου.
Είχαν κατορθώσει πολλά πράγματα στη Δυτ. Ευρώπη στη διάρκεια του δεύτερου ημίσεος του εικοστού αιώνα, αλλά οι αλλαγές του σύγχρονου καπιταλισμού μείωσαν την αποτελεσματικότητα της δράσης του κράτους πρόνοιας και υποχρέωσαν τους σοσιαλιστές να αναζητήσουν νέους δρόμους.
*Οσο για τον οικονομικό φιλελευθερισμό, αυτός είναι μια σαφώς προσδιορισμένη ιδεολογία, η οποία υποστηρίζει ότι οι αγορές είναι πάντοτε πιο ευφυείς από τις κυβερνήσεις. Και ότι, επομένως, όσο λιγότερο παρεμβαίνει το κράτος στην οικονομία και στις κοινωνικές σχέσεις τόσο καλύτερα βαδίζουν η οικονομία και η κοινωνία. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός πιστεύει στις αρετές της αυτορρύθμισης των αγορών τόσο στο εθνικό όσο και στο παγκόσμιο επίπεδο και εκθειάζει την επέκταση των εμπορευματικών σχέσεων στους περισσότερους τομείς της κοινωνικής ζωής. Γι’ αυτό οι νεοφιλελεύθεροι ζητούν πάντοτε λιγότερους φόρους, λιγότερες επιβαρύνσεις, λιγότερους νόμους, λιγότερες ρυθμίσεις, λιγότερους υπαλλήλους, λιγότερο κράτος κ.λπ.
6. Οι γάλλοι σοσιαλιστές δεν συμμερίζονται αυτή την ιδεολογία και δεν εφαρμόζουν αυτήν την πολιτική. Η δράση τους εμπνέεται από τον Καρλ Πολάνυι μάλλον παρά από τον Φρίντριχ Φον Χάγεκ, από τον Κέινς παρά από τον Φρίντμαν.
*Η αριστερά δεν θα κερδίσει όμως την ιδεολογική της μάχη ενάντια στους φονταμενταλιστές της αγοράς, που κυριαρχούν σε τόσες δυτικές κυβερνήσεις και διεθνείς θεσμούς, αν δώσει αυτή τη μάχη από μια μαρξιστική σκοπιά σαν αυτήν που εκθειάζουν η παλαιοσοσιαλιστική και η άκρα αριστερά. Γιατί όλοι γνωρίζουν ότι η κρατικοποιημένη και διοικούμενη οικονομία δεν είναι μια επιθυμητή εναλλακτική λύση στον φιλελεύθερο καπιταλισμό και ότι ο εθνικός κεϊνσιανισμός δεν λειτουργεί αποτελεσματικά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
*Θα την κερδίσει προσδιορίζοντας τη στρατηγική της και τα νέα μέσα για να προχωρήσει προς τους παντοτινούς της στόχους -τον έλεγχο της συλλογικής μας μοίρας, την επίτευξη μιας ολοκληρωμένης δημοκρατίας, τον εξανθρωπισμό των κοινωνιών μας- μέσα στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Αυτή η ερμηνεία έχει το πλεονέκτημα της απλούστευσης. Εχει, όμως, το μειονέκτημα ότι προσκρούει σε ορισμένα «πεισματάρικα» γεγονότα.
1. Μπορεί να αμφισβητηθεί η ορθότητα ή η καταλληλότητα ορισμένων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν από τον Ιούνιο του 1997 ώς τον Ιούνιο του 2002: το 35ωρο, τα μέτρα για την απασχόληση των νέων, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους, το προσωπικό επίδομα για τους ελεύθερους επαγγελματίες, το πριμ για την απασχόληση, η νομοθεσία του κοινωνικού εκσυγχρονισμού, η δημιουργία δεκάδων χιλιάδων συμπληρωματικών θέσεων εργασίας στην εκπαίδευση, την υγεία, τη Δικαιοσύνη κ.λπ.
*Μπορεί να τονίσει κανείς τα απρόβλεπτα ή στρεβλά αποτελέσματα αυτών των μεταρρυθμίσεων. Δύσκολα, όμως, μπορεί να βρει σε αυτές την ένδειξη ενός «σοσιαλφιλελεύθερου» προσανατολισμού. Είναι παράλογο να χαρακτηρίζουμε «φιλελεύθερη» μια πολιτική που βασίζεται στον οικονομικό βολονταρισμό στην εδραίωση και την ανανέωση του κράτους πρόνοιας, στην υπεράσπιση και την ανάπτυξη των δημόσιων υπηρεσιών, στη συγκέντρωση και την αναδιανομή του μισού σχεδόν πλούτου που παράγεται από το έθνος.
2. Οι βαθύτερες αιτίες της ήττας του 2002 είναι εκείνες που συναντάμε σε όλη την Ευρώπη: η ανικανότητα των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την άνοδο της δημόσιας ανασφάλειας και την απώλεια του κύρους του κράτους. Η ανικανότητά τους να δώσουν πειστική απάντηση στην αποδυνάμωση των θέσεων της μισθωτής εργασίας που επιφέρει στην Ευρώπη ο σύγχρονος καπιταλισμός.
*Παρά τη δημιουργία 2 εκατομμυρίων συμπληρωματικών θέσεων εργασίας μέσα σε πέντε χρόνια, παρέμεναν 2,3 εκατομμύρια άνεργοι στη Γαλλία στις παραμονές των προεδρικών εκλογών και πολλοί προσωρινά απασχολούμενοι ένιωθαν ακόμη μεγαλύτερη δυσαρέσκεια για την κατάστασή τους, καθώς είχαν δει να βελτιώνεται η κατάσταση μερικών εκατοντάδων χιλιάδων μισθωτών.
3. Ενας άλλος λόγος έπαιξε επίσης μεγάλο ρόλο στην ήττα μας: το ότι δεν μπορούσε να γίνει καθαρά ορατό το μακροπρόθεσμο σχέδιό μας, εκείνη η «ρεαλιστική ουτοπία» χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει κινητοποίηση της αριστεράς.
*Αυτή η ουτοπία υπάρχει και εκφράζεται από το ευρωπαϊκό σχέδιο των σοσιαλιστών: να κάνουμε την Ευρώπη την πρώτη οικονομική και κοινωνική δημοκρατία του κόσμου, χωνευτήρι μιας νέας Αναγέννησης και μοχλό μιας άλλης παγκοσμιοποίησης.
4. Αυτοί που χαρακτηρίζουν «σοσιαλφιλελεύθερη» την πολιτική που εφάρμοσε για πέντε χρόνια η κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν συγχέουν -σκόπιμα ή όχι- οικονομικό φιλελευθερισμό και οικονομία της αγοράς.
Πρόκειται όμως για διαφορετικές πραγματικότητες που διόλου δεν μπορούν να αναχθούν η μια στην άλλη.
*Οι σοσιαλδημοκράτες έχουν συναινέσει εδώ και πολύ καιρό -το 1930 οι Σκανδιναβοί, το 1954 οι Γερμανοί και, είναι αλήθεια, μόλις το 1983 οι γάλλοι σοσιαλιστές- στην κοινωνική οικονομία της αγοράς. Δεν έχουν συναινέσει στον οικονομικό φιλελευθερισμό. Η οικονομία της αγοράς είναι μια μορφή οργάνωσης της οικονομίας που βασίζεται στην ελευθερία παραγωγής και ανταλλαγής των αγαθών και των υπηρεσιών η οποία, όπως και όλες οι ελευθερίες, ρυθμίζεται και οργανώνεται. Υπάρχουν όμως διάφοροι τύποι οικονομίας της αγοράς. Αυτή δεν είναι η ίδια στη Σουηδία και στη Βραζιλία, στη Ρωσία και στην Ταϊλάνδη.
5. Αντλώντας διδάγματα από την αποτυχία της κομμουνιστικής σχεδιοποίησης, οι σοσιαλδημοκράτες επινόησαν έναν ιδιαίτερο τύπο οικονομίας της αγοράς, την κοινωνική οικονομία της αγοράς, η οποία συνδυάζει τον δυναμισμό της αγοράς, τη διορθωτική και προληπτική δράση της δημόσιας εξουσίας και τη ρυθμιστική δράση των κοινωνικών εταίρων.
Ο στόχος τους είναι να προσανατολίσουν τις δυνάμεις της αγοράς στην υπηρεσία της κοινωνικής, δημοκρατικής και πολιτιστικής προόδου.
Είχαν κατορθώσει πολλά πράγματα στη Δυτ. Ευρώπη στη διάρκεια του δεύτερου ημίσεος του εικοστού αιώνα, αλλά οι αλλαγές του σύγχρονου καπιταλισμού μείωσαν την αποτελεσματικότητα της δράσης του κράτους πρόνοιας και υποχρέωσαν τους σοσιαλιστές να αναζητήσουν νέους δρόμους.
*Οσο για τον οικονομικό φιλελευθερισμό, αυτός είναι μια σαφώς προσδιορισμένη ιδεολογία, η οποία υποστηρίζει ότι οι αγορές είναι πάντοτε πιο ευφυείς από τις κυβερνήσεις. Και ότι, επομένως, όσο λιγότερο παρεμβαίνει το κράτος στην οικονομία και στις κοινωνικές σχέσεις τόσο καλύτερα βαδίζουν η οικονομία και η κοινωνία. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός πιστεύει στις αρετές της αυτορρύθμισης των αγορών τόσο στο εθνικό όσο και στο παγκόσμιο επίπεδο και εκθειάζει την επέκταση των εμπορευματικών σχέσεων στους περισσότερους τομείς της κοινωνικής ζωής. Γι’ αυτό οι νεοφιλελεύθεροι ζητούν πάντοτε λιγότερους φόρους, λιγότερες επιβαρύνσεις, λιγότερους νόμους, λιγότερες ρυθμίσεις, λιγότερους υπαλλήλους, λιγότερο κράτος κ.λπ.
6. Οι γάλλοι σοσιαλιστές δεν συμμερίζονται αυτή την ιδεολογία και δεν εφαρμόζουν αυτήν την πολιτική. Η δράση τους εμπνέεται από τον Καρλ Πολάνυι μάλλον παρά από τον Φρίντριχ Φον Χάγεκ, από τον Κέινς παρά από τον Φρίντμαν.
*Η αριστερά δεν θα κερδίσει όμως την ιδεολογική της μάχη ενάντια στους φονταμενταλιστές της αγοράς, που κυριαρχούν σε τόσες δυτικές κυβερνήσεις και διεθνείς θεσμούς, αν δώσει αυτή τη μάχη από μια μαρξιστική σκοπιά σαν αυτήν που εκθειάζουν η παλαιοσοσιαλιστική και η άκρα αριστερά. Γιατί όλοι γνωρίζουν ότι η κρατικοποιημένη και διοικούμενη οικονομία δεν είναι μια επιθυμητή εναλλακτική λύση στον φιλελεύθερο καπιταλισμό και ότι ο εθνικός κεϊνσιανισμός δεν λειτουργεί αποτελεσματικά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
*Θα την κερδίσει προσδιορίζοντας τη στρατηγική της και τα νέα μέσα για να προχωρήσει προς τους παντοτινούς της στόχους -τον έλεγχο της συλλογικής μας μοίρας, την επίτευξη μιας ολοκληρωμένης δημοκρατίας, τον εξανθρωπισμό των κοινωνιών μας- μέσα στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.